Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Γ. ΚΑΝΔΗΛΑΠΤΗ-ΚΑΝΙΣ (ΜΕΡΟΣ 2ο)

Μεταξύ τών προσερχομένων πρός καταγραφήν τής περιου­σίας τών προσφύγων ήτο καί είς χωρικός έξ Άτρας τής Άργυροπόλεως, ο Αναστάσιος Μιχαηλίδης, αρτοποιός εν Άργυροπόλει, κοινώς γνωστός ώς Άναστάσης τής Μακρέσσας. Ό χωρικός ούτος, μετά τών συγχωρικών του καί τινων άλλων έκ Μάλαχας καί Μοναστηρίου έβιάσθησαν νά στεγασθώσιν εις τόν μητροπολιτικόν ναόν τού Άγ. Γρηγορί­ου. ΙΙροσήλθε λοιπόν καί ούτος πρός καταγραφήν τής πε­ριουσίας του καί είτα μάς εδωσεν εν έγγραφον πρός άνάγνωσιν, το οποίον διελάμβανε τά εξής:
Άγιος Γρηγόριος Τραπεζούντας
«Βεβαίωσις:
Ό παρών σκελετός τυγχάνει τού άειμνήστου αύτοκράτορος Τραπεζούντος Αλεξίου Γ’ (Δ’) του Μεγάλου Κομνηνού εξαχθείς έκ τού παρά τό τέμενος (ναόν) τής Χρυσοκεφάλου τάφου αύτού υπό τών Ρώσων άρχαιολόγων Θεοδώρου Ούσπένσι καί Θ. Μορόζωφ καί παραδοθείς εις τήν Αύτού Σεβασμιότητα τόν μητροπολίτην Τραπεζούντος Χρύσανθον μετά πρακτικού ύπογεγραμμένου ύπ’ άμφοτέρων υπό ημε­ρομηνίαν 20 Σεπτεμβρίου 1910, πρώτου έτους της ύπό τών Ρώσων κατοχής τής Τραπεζούντος. Κατετέθη προσωρινώς έν τώδε τω μνήματι τή 11 Αύγούστου 1918.
Ο Τραπεζούντος Χρύσανθος».

Άνεγνώσθη άπ’ όλους τούς έν τή επιτροπή συναδέλφους μου τό έγγραφον τούτο, έρωτηθείς δέ είτα ο χωρικός πού τό εύρεν, άπήντησε ότι τό εύρε πεταμένον είς τον αυλόγυρον τής εκκλησίας, καί τοιουτοτρόπως έθεωρήθη ώς μή έχον καμμίαν αξίαν. Έν τούτοις εγώ κάτι ύπωπτεύθην από την σκόπιμον αργοπορίαν τού χωρικού πρός έξοδον καί από τά μασημένα λόγια του. Καί πρός τό εσπέρας έσπευσα νά τόν συναντήσω.
Του υπέβαλον διαφόρους ερωτήσεις καί εζήτησα πάλιν νά ίδω τό περίφημον έγγραφον τονίζων εις αυτόν πόσον σημα­ντική υπηρεσία θα ήτο πρός το Έθνος μας αν άνευρίσκετο τό σκήνος.
 Μόλις όμως ούτος μέ είδεν έτοιμαζόμενον νά αντι­γράφω τό έγγραφον, υποπτευτείς ότι τούτο θά είχε μεγάλην αξίαν καί θά τού προσεπόριζε μεγάλα υλικά οφέλη, ήρπασεν αυτό καί τό ένέκλεισεν είς τό χαρτοφυλάκιον του, προβάς συγχρόνως εις άποκαλύψεις, ότι δηλαδή κατά τήν έν τώ Άγ. Βήματι τού μητροπολιτικού ναού παραμονήν του παρετήρησεν εις το ΝΑ. αυτού μέρος πλάκα κινητήν, τήν όποίαν άνασηκώσας είδε κιβώτων έρυθρωπώς έστιλβωμένον, όπερ άποσκεπάσας εύρε πλήρες οστών μετά μιας φιάλης έν ή διεκρίνετο χαρτίον μέ ελληνικά γράμματα. Θραύσας τήν φιά­λην εύρε τήν έν λόγω βεβαίωσιν, τήν βεβαιούσαν τήν κατάθεσιν τού σκήνους. Μέ παρεκάλεσε δ’ έπειτα νά εξασφαλίσω οπωσδήποτε τό κιβώτιον όνειρευόμενος μεγάλα κέρδη.
 Τούτο ήτο πολύ δύσκολον. Διότι πρώτον μέν ό ναός έξεκενώθη άπό τούς έν αύτώ στεγαζομένους πρόσφυγας καί έκηρύχθη κτήμα τού Δημοσίουζήτημα δέν ήτο αν αι θύραι του ήσαν άνοικταί καί δεύτερον ή είς τό προαύλιον βλέπουσα Ί. Μητρόπολις είχε μετατραπή σέ στρατώνα. Έγώ όμως ύπό τό κράτος τής ιδέας ότι οπωσδήποτε έπρεπε νά παραλάβω τά οστά του αύτοκράτορος, έσκεπτόμην μέ τί τρόπον θά κατώρθωνον ένα τόσον δύσκολον εγχείρημα. 
Προφασιστείς ασθένειαν έπαυσα νά προσέρχωμαι εις τά γραφεία τής Επιτροπής καί άφιερώθην ολόκληρος εις τήν κατάστρωσιν του σχεδίου μου. Ό χρόνος δέν έπέτρεπεν άναβολάς. Έπρεπε νά ένεργήσω συντόμως. Έκαμα τρις τό σημείον τού σταυρού, εισήλθον εις τό προαύλιον καί εφθασα μέχρι τού τάφου τού εκπτώτου βασιλέως τής Ίβηρίας Σολομώντος μετά τίνος φό­βου. Ύψώσας όμως τους οφθαλμούς πρός τό αριστερά τού ναού μέγαρον τής Μητροπόλεως είδον τρεις στρατιώτας νά μέ παρακολουθούν εκ των παραθύρων. Μετ’ ολίγον ήκουσα να μου φωνάζουν «Γιασάκ» (= άπαγορεύεται), τί θέλεις αύτού»; Ήναγκάσθην νά αναχωρήσω άπρακτος, χωρίς όμως νά άποδιώξω από τόν νούν μου τήν ιδέαν τής επιτυχίας τού σκοπού μου.
Τήν έπομένην πολύ πρωίαν μετέβην πάλιν εις τόν ναόν. Ή τύχη αυτήν τήν φοράν ήτο μαζί μου. Οί Μουσουλμάνοι είχαν τάς ημέρας έκείνας Ραμαζάνιον καί ήγείροντο έξώρας τό πρωί. Ούτως οί στρατιώται τού Μητροπολιτικού μεγάρου έκοιμώντο ακόμη καί ούδείς μέ άντελήφθη. Αί θύραι του ναού ήσαν άνοικταί Εισήλθον. Τό τέμπλον καί τά στασίδια έκειντο χαμαί κατεστραμμένα, ίσως διότι πτωχαί οίκογένειαι εκ των πέριξ έξυλεύοντο. Έπροχώρησα βιαστικός εις τό Άγιον Βήμα καί μετά μικράς αναζητήσεις άνεύρον τήν περίφημον πλάκα. Ή μετακίνησις όμως αύτής διά των χειρών ήτο άδύνατος. Έχρειάζετο μοχλός, ό όποίος δέν ύπήρχεν. 
Έφοβήθην νά χρονοτριβήσω περισσότερον καί έφυγα άπρακτος. Έσοφίσθην τότε κάτι άλλο. Παρουσιάσθην εις τόν στρατιωτικόν σταθμόν τής Μητροπόλεως κρατών έπιδεικτικώς δέσμην κηρίων καί έζήτησα νά ιδώ τόν έπικεφαλής, ένα λοχίαν έκ Σεβαστείας, καί νά τού ζητήσω τήν άδειαν νά ανάψω μερικά κηρία κατόπιν οράματος τό οποίον δήθεν είδον.
 Ό λοχίας μού έδωσε τήν ζητηθείσαν άδειαν. Δυστυχώς μέ συνώδευσεν εις τόν ναόν έκ περιεργείας εις στρατιώτης καί δέν κατώρθωσα πάλιν τίποτε. Έπιστρέφων συνήντησα τυχαίως συμπατριώτην μου τινά δεκανέα, Άλή-Ριζάν, ό όποιος μέ έκάλεσεν εις τόν θάλαμόν του διά νά συνομιλήσωμεν. Κατά τό διάστημα τής συνομιλίας μας ήναγκάσθην νά τού φανερώσω τόν σκοπόν μου. 
Του είπα δηλα­δή ότι εις τόν ναόν ήσαν θαμμένα τά οστά ένός άγίου άρχιερέως, καί τόν παρεκάλεσα νά μέ βοηθήση. Μία φλόξ άπληστίας ελαμψεν άμέσως εις τούς οφθαλμούς του. Έφαντάσθη πλουσίαν δωροδοκίαν, διά τήν όποίαν καί χωρίς πολλούς δι­σταγμούς μου έκαμεν άμέσως λόγον.
Συνεννοήθην λοιπόν άμέσως καί συνεφωνήσαμεν νά πληρώσω ώς προκαταβολήν πέντε χαρτίνας λίρας καί έτέρας τρεις μετά τήν πραγματοποίησιν τού σκοπού μου. Έπλήρωσα τό συμφωνηθέν ποσόν καί τήν έπομένην πρωίαν μετέβην εις συνάντησιν τού δεκανέως. Κακή μοίρα τήν ώραν έκείνην άξιωματικός τις ένήργει έπιθεώρησιν τού στρατώνας καί ούτως ήναγκάσθην νά φύγω πάλιν άπρακτος. Εις έπίμετρον άλλα καθήκοντα, τά καθήκοντά μου ώς μέλους της έπιτροπής Ανταλλαγής, μέ έκράτησαν μακράν τής Τραπεζούντος έπί εικοσιτετράωρον. Μόλις έπέστρεφα πολύ πρωί μετέβην εις τόν ναόν, εισήλθον εις τό Άγιον Βήμα καί έμεινα άναυδος πρό τού θεάματος.
Ή Αγία Τράπεζα ήτο άναποδογυρισμένη καί ή πλαξ ή καλύπτουσα τά όστά είχεν άποσπασθή άπό πτωχούς περίοι­κους οι όποιοι έφαντάζοντο κρυμμένους θησαυρούς παντού.
Το κιβώτιον τό περιέχον τά οστά έθρυμματίσθη καί τά οστά διεσκορπίσθησαν τήδε κακείθε ποδοπατηδέντα από τούς επιδρομείς. Συγκεκινημένος περισυνέλεξα τά οστά, έως 12 τον αριθμόν, τά έκρυψα εις τά θυλάκιά μου καί λαβών καί τεμάχιον του κιβωτίου έξηρχόμην τού ναού, ότε μέ άντελήφθη ό σκοπός στρατιώτης, μέ ήρεύνησεν, εύρε τά όστά καί τά κατέσχε γελών, έκλαβών με ώς παράφρονα. Έν τούτοις μου υπέβαλε πολλάς ερωτήσεις καί δέν θα κατώρθωνα εύκολα νά άπέλθω, αν δέν έκένωνα εις τάς χειρας του όσα χρήματα είχα μαζί μου.
Άλλά είχα σφοδράν επιθυμίαν νά περισώσω όλα τά όστά καί έσκεπτόμην τίνι τρόπω νά τό κατορθώσω.
Άπεφάσισα πάλιν νά μεταχειριστώ τό ίδιον τέχνασμα τών κηρίων, όχι όμως μόνος αυτήν τήν φοράν. Έπρομηθεύθην λοιπόν τήν έπομένην κηρία καί μαζί μέ τήν νύμφην μου Ελισάβετ I. Κανδηλάπτη, κεκαλυμμένην μέ μεγάλον σάλι κατά τό σύστημα της Ανατολής, είς τό όποίον πάλιν ήδύναντο νά κρυφτώσι τά όστά, έφθασα εις τον ναόν. Αυτήν τήν φοράν ή τύχη ύπήρξεν ευνοϊκή. Κατώρθωσα νά περισσυλλέξω όλα τά όστά, πολλά τών όποίων είχαν σκορπιστή κάτω άπό τάς μετακίνησείσας πλάκας. 
Ή χαρά μου ήτο άπερίγραπτος, διότι τό καθήκον μου τό έξετέλεσα μέ κίνδυ­νον μεγάλον. Τήν ιδίαν ημέραν έσπευσα νά συναντήσω τον κάτοχον τής επιστολής χωρικόν καί νά του τήν ζητήσω, άλλά έκείνος ήρνείτο έπιμόνως φανταζόμενος ότι είχεν είς τήν κατοχήν του άνεκτίμητον θησαυρόν. Ευτυχώς οι έν τώ αύτώ καταλύματι εύρεθέντες συμπατριώται μου Παύλος Μελανίδης, Θεόδωρος Μ. Οίκονομίδης, Άλες. I. Κανδηλάπτης, Λάζ. Θ. Ούσταπασίδης καί Ξ. Κρακράς, μετά τών οικογενειών των υπήρξαν μάρτυρες αύτήκοοι τής συνδιαλέξεώς μας, τής έξασφαλίσεως των λειψάνων καί τής παραλό­γου κατακρατήσεως τής έπιστολής υπό τού χωρικού. Μετά δύο ημέρας άπεπλεύσαμεν δι ’ Ελλάδα.
Τά οστά παρεδόδησαν εις τό Ταμείον Ανταλλαξίμων, μερίμνη τού οποίου έτοποθετήθησαν έν ώραία λάρνακι καί παρεδόθησαν εις τό Βυζαντινόν Μουσείον.» («Το ιστορικόν της εις την Ελλάδα μεταφοράς των οστών του Αυτοκράτορος της Τραπεζούντος Αλεξίου Δ' Κομνηνού», Ποντιακά Φύλλα 16 (Ιούνιος 1937): 186-188).
Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως
Ο Γ. Κανδηλάπτης δεν είχε πάντοτε επιθυμία για μελέ­τη και στην παιδική του ηλικία λειτούργησε και ως κακός και ως καλός μαθητής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το σχολι­κό έτος 1895-1896 έμεινε στην ίδια τάξη (στην Α' τάξη του Σχολαρχείου). Ο ίδιος περιγράφει τις δραστηριότητές του το συγκεκριμένο έτος και μεταξύ άλλων αναφέρει ότι έχυνε πυ­ρίτιδα «πέριξ τού άποκοιμωμένου πολλάκις δίδασκάλου»(Αυτοβιογραφία, σελ. 24). 
Την επόμενη σχολική χρονιά, το σχολικό έτος 1897-1898, αρχίζει να αναπτύσσεται το εν­διαφέρον του για την ιστορία και τη γεωγραφία. Τρεις είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για τη στροφή του προς την έ­ρευνα και τη μελέτη: η επιδοκιμασία του δασκάλου του, η απόκτηση ενός εκ των συγγραμμάτων του Π.Σ. Τριανταφυλλίδου «τα Ποντικά» και η πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του Φροντιστηρίου Αργυρουπόλεως.
Το 1900 βλέπει τα κειμήλια και αρχίζει να μελετά τα βιβλία της Ιεράς Μονής Παναγίας Γουμερά. Τον πλημμυρίζει η αγάπη για την επαρχία της Χαλδίας και αρχίζει την ερευνητική και συγγραφική του δραστηριότητα. Παρά την ελλι­πή παιδεία του εργάζεται με επιστημονική πειθαρχία και εξελίσσεται σε άριστο αυτοδίδακτο ερευνητή. Μελετά δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες. 
Συλλέγει πληροφορίες για ναούς, μονές, φρούρια, παρεκκλήσια, επιγραφές βρύσεων, οι­κιών, νεκροταφείων. Καταγράφει ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, γνωμικά, παροιμίες, μύθους και παραμύθια. Συ­ζητά και συλλέγει πληροφορίες από τους κατοίκους γιατί θεωρεί ότι «ή λαϊκή παράδοσις ουδέποτε εύρέθη εις άπόστασιν καί άντίθεσιν από τά ιστορικά γεγονότα. Ό λαϊκός θρύλος έδικαιώθη πάντοτε, διότι στηρίζεται έπί ιστορικών δε­δομένων.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 35).
Εργαζόμενος ως δάσκαλος και ως μέλος εξεταστικών ε­πιτροπών έχει την τύχη να μελετήσει πολλές τοπικές και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και να συγκεντρώσει πληροφορίες από τους κατοίκους πολλών χωριών. Ως δάσκαλος εργάζεται στα χωριά Τσιμπρικά (1899-1901), Χάρσερα (1901-1902), Σίδη(1902-1903), Μοναστήρι Άτρας (1903-1905), Θέμπεδα (1905-1907), Ερζιγκιάν Αρμενίας (1907-1908), Χαβίανα (1908-1910), Αργυρούπολη (1910-1911) και Ίμερα (1011-1914). Η συνεισφορά του στην καταγραφή της ιστορίας καί του πολιτισμού των Ελλήνων του Πόντου είναι πολύ μεγάλη.
Στην Ελλάδα δεν κατορθώνει να δημοσιεύσει όλες τις πληροφορίες που συγκέντρωσε στον Πόντο. Με προφητικό τρόπο στην αυτοβιογραφία του δηλώνει ότι θα συνεχίσει να γράφει, γιατί το έργο εκτιμάται μετά το θάνατο του δη­μιουργού. «Είναι άληθές ότι ίσως είς τών αναγνωστών μου, ίσως λέγω, νά μέ έρωτήση διατί συνεχώς μετέβαλλον τόπον διαμονής καί διά ποίαν αιτίαν έτρεχον είς διάφορα τμήματα τής ημετέρας έπαρχίας πρός διδασκαλίαν. Απαντώ α': ότι ήμην νέος καί ή νεότης είναι άστατος. β’: πάθος έγένετο έν έμοί ή αγάπη πρός τήν ιστορίαν τής έπαρχίας ημών καί ήθελον νά άθροίσω ίστορικόν καί λαογραφικόν ύλικόν καί πράγματι σήμερον, ότε χαράττω τάς γραμμάς ταύτας, θαυ­μάζω πόσον ό άνθρωπος είναι άστοργος πρός τά τοιαύτα ιστορικά κείμενα καί ούδείς μέ βοηθεί είς τήν εκδοσιν αυτών.
Ίσως παράδοξός τις νά μοί είπη: Τά μέρη εκείνα διά τής άνταλλαγής τών πληθυσμών ήδη δι’ ήμάς άπέθανον. Έχει άδικον όμως ό τοιούτος παρατηρητής, διότι, αν δέν συ­νέγραφον ό Θουκυδίδης καί ό Ηρόδοτος, πολλά ολίγα θά έγνωρίζαμεν έκ τής εθνικής ημών ιστορίας. (...) είναι καλόν νά γράφω ό,τι ίστορικόν υπάρχει, τό όποίον γνωρίζω ότι μίαν ημέραν θά χρησιμοποιηθή, διότι τά έργα τών ανθρώπων με­τά θάνατον έκτιμώνται.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 47-48).


Μαρία Βεργέτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah