Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΡΑΛΛΗ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ.
Το Δεκέμβριο του 1920 η κυβέρνηση Δημήτριου Ράλλη οργάνωσε δημοψήφισμα για την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Λίγο πριν από τη διεξαγωγή του οι σύμμαχες χώρες διεμήνυσαν ότι ενδεχόμενη επιστροφή του γερμανόφιλου βασιλιά θα τις αποδέσμευε από τις υποχρεώσεις τους προς την Ελλάδα. Δήλωσαν, επίσης, ότι ήταν αποφασισμένες να διακόψουν κάθε οικονομική υποστήριξη προς την κυβέρνηση της Αθήνας. Τελικά, η επιστροφή του Κωνσταντίνου πρόσφερε τα αναγκαία προσχήματα στους Γάλλους και τους Ιταλούς για να αποδεσμευτούν από τη Συνθήκη των Σεβρών και να επιδιώξουν την προσέγγιση της κεμαλικής Τουρκίας.
Την επάνοδο των φιλοβασιλικών κομμάτων στην εξουσία ακολούθησαν μεγάλες εκκαθαρίσεις στη Δημόσια Διοίκηση και στο Στρατό. Απομακρύνθηκαν από το στράτευμα πολλοί ανώτεροι κυρίως αξιωματικοί, ενώ επανήλθαν στις τάξεις του στρατού πολλοί απότακτοι της περιόδου 1917-1920. Πολλοί από αυτούς που απομακρύνθηκαν, αλλά και πολλοί από εκείνους που λιποτάκτησαν κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπό την προστασία των Συμμάχων συνέχισαν την προπαγάνδα τους εναντίον της κυβέρνησης και του βασιλιά. Νέος αρχιστράτηγος στη θέση του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου διορίστηκε ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας, ο οποίος ανέλαβε και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το Φεβρουάριο του 1921 συνήλθε στο Λονδίνο η διασυμμαχική διάσκεψη για να εξεταστεί η κατάσταση που επικρατούσε στην Ανατολή. Σε αυτή προσκλήθηκαν και εκπρόσωποι των εθνικιστών, κίνηση που αποτέλεσε επίσημη αναγνώριση του κεμαλικού καθεστώτος. Η διάσκεψη γρήγορα κατέληξε σε αδιέξοδο, αφού και οι Έλληνες και οι Τούρκοι απέρριψαν τις συμβιβαστικές προτάσεις των Συμμάχων.
Οι κεμαλικοί εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός και προχώρησαν σε μυστικές συναντήσεις με τους Γάλλους και τους Ιταλούς, οι οποίες λίγο αργότερα οδήγησαν στην υπογραφή σχετικών συμφωνιών. Με βάση αυτές, οι δύο χώρες δέχονταν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους με αντάλλαγμα την κατοχύρωση των συμφερόντων τους στην περιοχή. Την ίδια περίοδο πύκνωσαν οι επαφές ανάμεσα στους εθνικιστές και τη Σοβιετική Ένωση, η οποία άρχισε να ενισχύει ποικιλότροπα τον πολεμικό αγώνα των Τούρκων.
Το διπλωματικό αδιέξοδο της διάσκεψης του Λονδίνου και η διπλωματική αναγνώριση, έστω de facto, του κεμαλικού κινήματος έκαναν επιτακτική την ανάγκη για ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας από την πλευρά του ελληνικού στρατού. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν και οι σχετικές παραινέσεις των Βρετανών. Έτσι, το Μάρτιο του 1921 το ελληνικό στρατηγείο διέταξε ολομέτωπη επίθεση με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη δύο μεγάλων συγκοινωνιακών κόμβων, του Εσκί Σεχίρ στο βορρά και του Αφιόν Καραχισάρ στο νότο. Στο νότιο τομέα του μετώπου το Α' Σώμα Στρατού κατέλαβε εύκολα το Αφιόν Καραχισάρ. Στο βόρειο τομέα όμως το Γ' Σώμα Στρατού συνάντησε μεγάλη αντίσταση στην περιοχή Ινονού και αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Προύσα. Η ανάγκη ευθυγράμμισης του μετώπου συμπαρέσυρε σε οπισθοχώρηση προς Ουσάκ και το Γ' Σώμα Στρατού.
Από την αποτυχημένη έκβαση των επιχειρήσεων προέκυψε κυβερνητική κρίση. Ο Ν. Καλογερόπουλος παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο ισχυρός άνδρας της κυβερνητικής πλειοψηφίας Δημήτριος Γούναρης.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ
Οι στρατιωτικές αποτυχίες του Μαρτίου του 1921 επιδείνωσαν τη διεθνή θέση της Ελλάδας προς όφελος των Τούρκων. Ήταν πλέον φανερό πως ο διεθνής παράγοντας προετοίμαζε νέα ειρηνευτική διάσκεψη με τελικό στόχο την εκπόνηση σχεδίου που, μεταξύ άλλων, θα προέβλεπε εκκένωση από τον ελληνικό στρατό της Μικράς Ασίας. Η ελληνική ηγεσία, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, αποφάσισε την ανάληψη ευρείας κλίμακας πολεμικής δράσης για να επιτύχει αποφασιστική νίκη επί των Τούρκων, που θα αποτελούσε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στη συνδιάσκεψη που προετοιμαζόταν.
Για την προετοιμασία της επίθεσης έφτασε στη Σμύρνη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΣΜΥΡΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟ
«Αγαπητέ φίλε και αδελφέ, κ. Ελευθέριε Βενιζέλε. Επέστη η μεγάλη στιγμή της μεγάλης εκ μέρους Σας χειρονομίας. Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση.
Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος, διά δύο πράξεις σας. Πρώτον, διότι απεστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν έναν τούτ’ αυτό παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ του και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του βεβαίως δεν είχον τόπον, και εις το τέλος αποδώσαντα αυτούς τους αγλαούς καρπούς της τελείας του Μικρασιατικού λαού καταστροφής, τους οποίους νυν θερίζομεν.
Και δεύτερον, διότι πριν αποπερατώσητε το έργον Σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του ανεγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματος Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της εισόδου σας εις Κωνσταντινούπολιν και της καταλήψεως αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού προς εκτέλεσιν των όρων της -οίμοι- διά παντός καταστραφείσης Συνθήκης των Σεβρών».
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Η επίθεση εκδηλώθηκε σε όλο σχεδόν το μέτωπο στις 25 Ιουνίου 1921 (Π. Η.), αλλά επικεντρώθηκε κυρίως στον κεντρικό τομέα, στην περιοχή της Κιουτάχειας, την οποία κατέλαβε ο ελληνικός στρατός στις 4 Ιουλίου του 1921.
Λίγες μέρες νωρίτερα στο νότιο τομέα είχε κυριευτεί και το Αφιόν Καραχισάρ. Μετά την κατάληψη του συγκοινωνιακού κόμβου της Κιουτάχειας από τους Έλληνες, οι Τούρκοι υποχώρησαν προς το Εσκί Σεχίρ. Στις 8 Ιουλίου ο Ισμέτ πασάς (Ινονού) εξαπέλυσε ευρείας κλίμακας αντεπίθεση στην περιοχή του Εσκί Σεχίρ, η οποία αποκρούστηκε από τις ελληνικές δυνάμεις.
Η τουρκική υποχώρηση έγινε μέσα σε κλίμα απόλυτης αταξίας, με βαριές απώλειες, οι οποίες θα ήταν μεγαλύτερες εάν ο ελληνικός στρατός συνέχιζε την καταδίωξη. Οι τουρκικές δυνάμεις πρόλαβαν να υποχωρήσουν πέρα από το Σαγγάριο ποταμό και να ανασυνταχθούν.
Οι τελευταίες επιτυχίες του ελληνικού στρατού έθεσαν ένα δίλημμα στην ελληνική ηγεσία. Ο έλεγχος της στρατηγικής σημασίας σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική επιτυχία, όμως η ανασύνταξη του κεμαλικού στρατού πέρα από τον Σαγγάριο συνιστούσε μια διαρκή απειλή για τους Έλληνες.
Έτσι, στο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε στην Κιουτάχεια (15 Ιουλίου 1921) αποφασίστηκε η προέλαση προς την Άγκυρα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας των εθνικιστών και την καταστροφή των βάσεων εφοδιασμού τους. Στη συνέχεια ο ελληνικός στρατός θα ανασυντασσόταν στην κύρια γραμμή άμυνας Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΑΝΔΡΕΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ
Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης και κατά την 15ην Δεκεμβρίου [σημ.: εορτή του Αγίου Ελευθερίου] είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα, θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΓΓΑΡΙΟΥ
Την 1η Αυγούστου του 1921 ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε από τις θέσεις εξόρμησης για τον Σαγγάριο. Η δύναμή του αριθμούσε τρία σώματα στρατού και μία ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού. Στη βόρεια πλευρά υπήρχε το Γ' Σώμα Στρατού, ενώ νοτιότερα κινήθηκαν το Α' και το Β' Σώμα Στρατού. Περισσότερο επίπονη ήταν η πορεία του Β' Σώματος Στρατού μέσα από την Αλμυρά Έρημο. Η εξαντλητική πορεία κάτω από τον καυτό ήλιο και οι δυσκολίες κατά τον ανεφοδιασμό εξουθένωσαν τις ελληνικές δυνάμεις.
Στις 10 Αυγούστου οι ελληνικές εμπροσθοφυλακές έφτασαν στον Σαγγάριο και στις 23 του ίδιου μήνα άρχισε η γενική επίθεση των Ελλήνων. Σημαντικό σημείο του ελληνικού επιτελικού σχεδίου αποτελούσε η υπερκέραση της τουρκικής παράταξης στην περιοχή του Καλέ Γκρότο, η οποία στη συνέχεια θα οδηγούσε σε κύκλωση όλων των τουρκικών δυνάμεων.
Όμως, η συγκεκριμένη ενέργεια, εξαιτίας της καθυστέρησης και των περιορισμένων αριθμητικά δυνάμεων, απέτυχε (18 Αυγούστου 1921). Η πύρρεια νίκη ανάγκασε την ελληνική ηγεσία να αλλάξει τους αρχικούς στόχους της. Έτσι, αποφασίστηκε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ.
Στις 31 Αυγούστου του 1921 η ελληνική στρατιά πέρασε στη δυτική όχθη του Σαγγάριου με υποδειγματική τάξη. Η πιο επική φάση της εκστρατείας στη Μικρά Ασία, η πορεία προς την Αγκυρα, είχε τερματιστεί.
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ
Μολονότι στη μάχη στον Σαγγάριο ο ελληνικός στρατός δεν ηττήθηκε, οι Τούρκοι είχαν περισσότερους λόγους να θεωρούν την τελική έκβαση θετική γι’ αυτούς. Οι ελληνικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να πετύχουν τον αντικειμενικό τους στόχο, δηλαδή την κατάληψη της πρωτεύουσας του εχθρού, της Άγκυρας, και την καταστροφή των βάσεων εφοδιασμού του.
Η σωτηρία της Άγκυρας διέσωσε το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα από την ολοκληρωτική συντριβή, ενώ ο ελληνικός στρατός δεν ήταν πλέον σε θέση να αναλάβει μια νέα επιθετική προσπάθεια. Η υποχώρηση δυτικά του Σαγγάριου σήμαινε την εγκατάλειψη της πολιτικής για επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών με τη δύναμη των όπλων. Στο εξής η ελληνική ηγεσία θα προσανατολιζόταν προς την εξεύρεση διπλωματικής λύσης με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟ 1921
Στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 1921 εκδηλώθηκε τουρκική επίθεση στο νότιο τομέα, στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ, που αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο. Αντικειμενικός σκοπός των Τούρκων ήταν να αποκόψουν τις γραμμές ανεφοδιασμού του νότιου συγκροτήματος των μεραρχιών. Η μάχη του Αφιόν Καραχισάρ διήρκεσε με διαλείμματα μία εβδομάδα και τελικά οι Τούρκοι υποχώρησαν και πάλι πίσω από τον Σαγγάριο. Η ελληνική γραμμή του μετώπου σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στην Κίο, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ και τον ποταμό Μαίανδρο και είχε συνολικό μήκος 700 περίπου χιλιόμετρα.
Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ
Από το Μάρτιο του 1921 η κεμαλική κυβέρνηση ξεκίνησε μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα, που περιλάμβανε μυστικές επαφές με τους Γάλλους και τους Ιταλούς και απευθείας επαφές με τους Σοβιετικούς. Τον Οκτώβριο του 1921 οι Τούρκοι υπέγραψαν ένα σύμφωνο με τη Γαλλία, πιο γνωστό ως Σύμφωνο Φρακλέν Μπουγιόν, από το όνομα του Γάλλου διαπραγματευτή. Με αυτό τέθηκε τέλος στη γαλλική κατοχή της Κιλικίας.
Ως αντάλλαγμα οι Γάλλοι εξασφάλισαν σημαντικές οικονομικές παραχωρήσεις σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Τέλος, μεγάλη ποσότητα γαλλικού πολεμικού υλικού παραχωρήθηκε στους Τούρκους. Η ανάπτυξη καλών σχέσεων με την ΕΣΣΔ αποτελούσε το δεύτερο σκέλος της κεμαλικής διπλωματίας.
Με την υπογραφή μιας σειράς συμφωνιών η Τουρκία καθόρισε με επωφελή γι’ αυτήν τρόπο τα σύνορά της με τη Σοβιετική Ένωση, ενώ συγχρόνως εξασφάλισε τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό της με πολεμοφόδια από τα λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο.
National Geographic Magazine
Αναστάσιος Παπούλας |
Την επάνοδο των φιλοβασιλικών κομμάτων στην εξουσία ακολούθησαν μεγάλες εκκαθαρίσεις στη Δημόσια Διοίκηση και στο Στρατό. Απομακρύνθηκαν από το στράτευμα πολλοί ανώτεροι κυρίως αξιωματικοί, ενώ επανήλθαν στις τάξεις του στρατού πολλοί απότακτοι της περιόδου 1917-1920. Πολλοί από αυτούς που απομακρύνθηκαν, αλλά και πολλοί από εκείνους που λιποτάκτησαν κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπό την προστασία των Συμμάχων συνέχισαν την προπαγάνδα τους εναντίον της κυβέρνησης και του βασιλιά. Νέος αρχιστράτηγος στη θέση του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου διορίστηκε ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας, ο οποίος ανέλαβε και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το Φεβρουάριο του 1921 συνήλθε στο Λονδίνο η διασυμμαχική διάσκεψη για να εξεταστεί η κατάσταση που επικρατούσε στην Ανατολή. Σε αυτή προσκλήθηκαν και εκπρόσωποι των εθνικιστών, κίνηση που αποτέλεσε επίσημη αναγνώριση του κεμαλικού καθεστώτος. Η διάσκεψη γρήγορα κατέληξε σε αδιέξοδο, αφού και οι Έλληνες και οι Τούρκοι απέρριψαν τις συμβιβαστικές προτάσεις των Συμμάχων.
Οι κεμαλικοί εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός και προχώρησαν σε μυστικές συναντήσεις με τους Γάλλους και τους Ιταλούς, οι οποίες λίγο αργότερα οδήγησαν στην υπογραφή σχετικών συμφωνιών. Με βάση αυτές, οι δύο χώρες δέχονταν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους με αντάλλαγμα την κατοχύρωση των συμφερόντων τους στην περιοχή. Την ίδια περίοδο πύκνωσαν οι επαφές ανάμεσα στους εθνικιστές και τη Σοβιετική Ένωση, η οποία άρχισε να ενισχύει ποικιλότροπα τον πολεμικό αγώνα των Τούρκων.
Το διπλωματικό αδιέξοδο της διάσκεψης του Λονδίνου και η διπλωματική αναγνώριση, έστω de facto, του κεμαλικού κινήματος έκαναν επιτακτική την ανάγκη για ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας από την πλευρά του ελληνικού στρατού. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν και οι σχετικές παραινέσεις των Βρετανών. Έτσι, το Μάρτιο του 1921 το ελληνικό στρατηγείο διέταξε ολομέτωπη επίθεση με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη δύο μεγάλων συγκοινωνιακών κόμβων, του Εσκί Σεχίρ στο βορρά και του Αφιόν Καραχισάρ στο νότο. Στο νότιο τομέα του μετώπου το Α' Σώμα Στρατού κατέλαβε εύκολα το Αφιόν Καραχισάρ. Στο βόρειο τομέα όμως το Γ' Σώμα Στρατού συνάντησε μεγάλη αντίσταση στην περιοχή Ινονού και αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Προύσα. Η ανάγκη ευθυγράμμισης του μετώπου συμπαρέσυρε σε οπισθοχώρηση προς Ουσάκ και το Γ' Σώμα Στρατού.
Από την αποτυχημένη έκβαση των επιχειρήσεων προέκυψε κυβερνητική κρίση. Ο Ν. Καλογερόπουλος παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο ισχυρός άνδρας της κυβερνητικής πλειοψηφίας Δημήτριος Γούναρης.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ
Οι στρατιωτικές αποτυχίες του Μαρτίου του 1921 επιδείνωσαν τη διεθνή θέση της Ελλάδας προς όφελος των Τούρκων. Ήταν πλέον φανερό πως ο διεθνής παράγοντας προετοίμαζε νέα ειρηνευτική διάσκεψη με τελικό στόχο την εκπόνηση σχεδίου που, μεταξύ άλλων, θα προέβλεπε εκκένωση από τον ελληνικό στρατό της Μικράς Ασίας. Η ελληνική ηγεσία, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, αποφάσισε την ανάληψη ευρείας κλίμακας πολεμικής δράσης για να επιτύχει αποφασιστική νίκη επί των Τούρκων, που θα αποτελούσε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στη συνδιάσκεψη που προετοιμαζόταν.
Για την προετοιμασία της επίθεσης έφτασε στη Σμύρνη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη.
Χρυσόστομος Καλαφάτης |
«Αγαπητέ φίλε και αδελφέ, κ. Ελευθέριε Βενιζέλε. Επέστη η μεγάλη στιγμή της μεγάλης εκ μέρους Σας χειρονομίας. Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση.
Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος, διά δύο πράξεις σας. Πρώτον, διότι απεστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν έναν τούτ’ αυτό παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ του και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του βεβαίως δεν είχον τόπον, και εις το τέλος αποδώσαντα αυτούς τους αγλαούς καρπούς της τελείας του Μικρασιατικού λαού καταστροφής, τους οποίους νυν θερίζομεν.
Και δεύτερον, διότι πριν αποπερατώσητε το έργον Σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του ανεγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματος Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της εισόδου σας εις Κωνσταντινούπολιν και της καταλήψεως αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού προς εκτέλεσιν των όρων της -οίμοι- διά παντός καταστραφείσης Συνθήκης των Σεβρών».
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Η επίθεση εκδηλώθηκε σε όλο σχεδόν το μέτωπο στις 25 Ιουνίου 1921 (Π. Η.), αλλά επικεντρώθηκε κυρίως στον κεντρικό τομέα, στην περιοχή της Κιουτάχειας, την οποία κατέλαβε ο ελληνικός στρατός στις 4 Ιουλίου του 1921.
Λίγες μέρες νωρίτερα στο νότιο τομέα είχε κυριευτεί και το Αφιόν Καραχισάρ. Μετά την κατάληψη του συγκοινωνιακού κόμβου της Κιουτάχειας από τους Έλληνες, οι Τούρκοι υποχώρησαν προς το Εσκί Σεχίρ. Στις 8 Ιουλίου ο Ισμέτ πασάς (Ινονού) εξαπέλυσε ευρείας κλίμακας αντεπίθεση στην περιοχή του Εσκί Σεχίρ, η οποία αποκρούστηκε από τις ελληνικές δυνάμεις.
Η τουρκική υποχώρηση έγινε μέσα σε κλίμα απόλυτης αταξίας, με βαριές απώλειες, οι οποίες θα ήταν μεγαλύτερες εάν ο ελληνικός στρατός συνέχιζε την καταδίωξη. Οι τουρκικές δυνάμεις πρόλαβαν να υποχωρήσουν πέρα από το Σαγγάριο ποταμό και να ανασυνταχθούν.
Οι τελευταίες επιτυχίες του ελληνικού στρατού έθεσαν ένα δίλημμα στην ελληνική ηγεσία. Ο έλεγχος της στρατηγικής σημασίας σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική επιτυχία, όμως η ανασύνταξη του κεμαλικού στρατού πέρα από τον Σαγγάριο συνιστούσε μια διαρκή απειλή για τους Έλληνες.
Έτσι, στο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε στην Κιουτάχεια (15 Ιουλίου 1921) αποφασίστηκε η προέλαση προς την Άγκυρα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας των εθνικιστών και την καταστροφή των βάσεων εφοδιασμού τους. Στη συνέχεια ο ελληνικός στρατός θα ανασυντασσόταν στην κύρια γραμμή άμυνας Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΑΝΔΡΕΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ
Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης και κατά την 15ην Δεκεμβρίου [σημ.: εορτή του Αγίου Ελευθερίου] είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα, θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ.
Διάβαση του Σαγγάριου ποταμού |
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΓΓΑΡΙΟΥ
Την 1η Αυγούστου του 1921 ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε από τις θέσεις εξόρμησης για τον Σαγγάριο. Η δύναμή του αριθμούσε τρία σώματα στρατού και μία ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού. Στη βόρεια πλευρά υπήρχε το Γ' Σώμα Στρατού, ενώ νοτιότερα κινήθηκαν το Α' και το Β' Σώμα Στρατού. Περισσότερο επίπονη ήταν η πορεία του Β' Σώματος Στρατού μέσα από την Αλμυρά Έρημο. Η εξαντλητική πορεία κάτω από τον καυτό ήλιο και οι δυσκολίες κατά τον ανεφοδιασμό εξουθένωσαν τις ελληνικές δυνάμεις.
Στις 10 Αυγούστου οι ελληνικές εμπροσθοφυλακές έφτασαν στον Σαγγάριο και στις 23 του ίδιου μήνα άρχισε η γενική επίθεση των Ελλήνων. Σημαντικό σημείο του ελληνικού επιτελικού σχεδίου αποτελούσε η υπερκέραση της τουρκικής παράταξης στην περιοχή του Καλέ Γκρότο, η οποία στη συνέχεια θα οδηγούσε σε κύκλωση όλων των τουρκικών δυνάμεων.
Όμως, η συγκεκριμένη ενέργεια, εξαιτίας της καθυστέρησης και των περιορισμένων αριθμητικά δυνάμεων, απέτυχε (18 Αυγούστου 1921). Η πύρρεια νίκη ανάγκασε την ελληνική ηγεσία να αλλάξει τους αρχικούς στόχους της. Έτσι, αποφασίστηκε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ.
Στις 31 Αυγούστου του 1921 η ελληνική στρατιά πέρασε στη δυτική όχθη του Σαγγάριου με υποδειγματική τάξη. Η πιο επική φάση της εκστρατείας στη Μικρά Ασία, η πορεία προς την Αγκυρα, είχε τερματιστεί.
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ
Μολονότι στη μάχη στον Σαγγάριο ο ελληνικός στρατός δεν ηττήθηκε, οι Τούρκοι είχαν περισσότερους λόγους να θεωρούν την τελική έκβαση θετική γι’ αυτούς. Οι ελληνικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να πετύχουν τον αντικειμενικό τους στόχο, δηλαδή την κατάληψη της πρωτεύουσας του εχθρού, της Άγκυρας, και την καταστροφή των βάσεων εφοδιασμού του.
Η σωτηρία της Άγκυρας διέσωσε το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα από την ολοκληρωτική συντριβή, ενώ ο ελληνικός στρατός δεν ήταν πλέον σε θέση να αναλάβει μια νέα επιθετική προσπάθεια. Η υποχώρηση δυτικά του Σαγγάριου σήμαινε την εγκατάλειψη της πολιτικής για επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών με τη δύναμη των όπλων. Στο εξής η ελληνική ηγεσία θα προσανατολιζόταν προς την εξεύρεση διπλωματικής λύσης με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟ 1921
Στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 1921 εκδηλώθηκε τουρκική επίθεση στο νότιο τομέα, στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ, που αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο. Αντικειμενικός σκοπός των Τούρκων ήταν να αποκόψουν τις γραμμές ανεφοδιασμού του νότιου συγκροτήματος των μεραρχιών. Η μάχη του Αφιόν Καραχισάρ διήρκεσε με διαλείμματα μία εβδομάδα και τελικά οι Τούρκοι υποχώρησαν και πάλι πίσω από τον Σαγγάριο. Η ελληνική γραμμή του μετώπου σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στην Κίο, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ και τον ποταμό Μαίανδρο και είχε συνολικό μήκος 700 περίπου χιλιόμετρα.
Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ
Από το Μάρτιο του 1921 η κεμαλική κυβέρνηση ξεκίνησε μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα, που περιλάμβανε μυστικές επαφές με τους Γάλλους και τους Ιταλούς και απευθείας επαφές με τους Σοβιετικούς. Τον Οκτώβριο του 1921 οι Τούρκοι υπέγραψαν ένα σύμφωνο με τη Γαλλία, πιο γνωστό ως Σύμφωνο Φρακλέν Μπουγιόν, από το όνομα του Γάλλου διαπραγματευτή. Με αυτό τέθηκε τέλος στη γαλλική κατοχή της Κιλικίας.
Ως αντάλλαγμα οι Γάλλοι εξασφάλισαν σημαντικές οικονομικές παραχωρήσεις σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Τέλος, μεγάλη ποσότητα γαλλικού πολεμικού υλικού παραχωρήθηκε στους Τούρκους. Η ανάπτυξη καλών σχέσεων με την ΕΣΣΔ αποτελούσε το δεύτερο σκέλος της κεμαλικής διπλωματίας.
Με την υπογραφή μιας σειράς συμφωνιών η Τουρκία καθόρισε με επωφελή γι’ αυτήν τρόπο τα σύνορά της με τη Σοβιετική Ένωση, ενώ συγχρόνως εξασφάλισε τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό της με πολεμοφόδια από τα λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο.
National Geographic Magazine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου