Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα δεν ακολούθησε κανένα μελετημένο σχεδιασμό. Παρόλο που συγκροτήθηκαν σχετικές επιτροπές και υποβλήθηκαν ανάλογες προτάσεις, ωστόσο, τελικά έχει πρυτανεύσει η λογική της πρακτικής και της αδήριτης ανάγκης για, όσο γίνεται, γρήγορη και πρόχειρη ρύθμιση του προβλήματος.
Και, στη ρύθμιση αυτή, λειτούργησε περισσότερο η βεβιασμένη πρωτοβουλία των προσφύγων και λιγότερο ο κρατικός σχεδιασμός. Η κατάσταση αυτή είχε τρεις σοβαρές συνέπειες που σημαδεύουν και καθορίζουν την κοινωνική θέση των προσφύγων:
α) Μετακίνηση και εγκατάσταση αστών σε αγροτικές περιοχές και αντίστροφα,
β) μετάπτωση από υψηλή κοινωνική θέση σε πολύ χαμηλότερη,
γ) αναγκαστική άσκηση αλλότριων επαγγελμάτων. Αυτό σημαίνει ότι ήταν συχνές οι περιπτώσεις που πετυχημένοι και πλούσιοι γεωργοί βρέθηκαν ξαφνικά σε αστικές παράγκες, χωρίς δουλειά και περιουσία. Αλλού πάλι, αστοί εγκαταστάθηκαν σε χωριά κάτω από αντίξοες φυσικές και τεχνολογικές συνθήκες. Όμως, ακόμη και στην περίπτωση που βρέθηκαν σε κατάσταση όμοια μ’ εκείνη που είχαν πρωτύτερα, η κοινωνική τους θέση ήταν κατώτερη μέσα στην ελληνική κοινωνία. Γενικά, οι πρόσφυγες ένιωθαν ηθικά αγνοημένοι, γιατί στη νέα πατρίδα, αναγκαστικά, είχαν ξεπέσει: οι αγρότες σε φτωχούς χωρικούς και οι αστοί σε εργάτες ευκαιριακής[1], κυρίως, απασχόλησης. Κι αυτό, παρόλο που το ποσοστό των αναλφάβητων γηγενών ήταν αισθητά ανώτερο στο γυναικείο πληθυσμό[2].
Και, στη ρύθμιση αυτή, λειτούργησε περισσότερο η βεβιασμένη πρωτοβουλία των προσφύγων και λιγότερο ο κρατικός σχεδιασμός. Η κατάσταση αυτή είχε τρεις σοβαρές συνέπειες που σημαδεύουν και καθορίζουν την κοινωνική θέση των προσφύγων:
Ξεριζωμένοι Πόντιοι στο λιμάνι της Τραπεζούντας |
β) μετάπτωση από υψηλή κοινωνική θέση σε πολύ χαμηλότερη,
γ) αναγκαστική άσκηση αλλότριων επαγγελμάτων. Αυτό σημαίνει ότι ήταν συχνές οι περιπτώσεις που πετυχημένοι και πλούσιοι γεωργοί βρέθηκαν ξαφνικά σε αστικές παράγκες, χωρίς δουλειά και περιουσία. Αλλού πάλι, αστοί εγκαταστάθηκαν σε χωριά κάτω από αντίξοες φυσικές και τεχνολογικές συνθήκες. Όμως, ακόμη και στην περίπτωση που βρέθηκαν σε κατάσταση όμοια μ’ εκείνη που είχαν πρωτύτερα, η κοινωνική τους θέση ήταν κατώτερη μέσα στην ελληνική κοινωνία. Γενικά, οι πρόσφυγες ένιωθαν ηθικά αγνοημένοι, γιατί στη νέα πατρίδα, αναγκαστικά, είχαν ξεπέσει: οι αγρότες σε φτωχούς χωρικούς και οι αστοί σε εργάτες ευκαιριακής[1], κυρίως, απασχόλησης. Κι αυτό, παρόλο που το ποσοστό των αναλφάβητων γηγενών ήταν αισθητά ανώτερο στο γυναικείο πληθυσμό[2].
Την κατάσταση αυτή όξυνε ακόμη περισσότερο η επιφυλακτική
και αρκετά συγκροτημένη στάση της τότε κλειστής ελλαδικής κοινωνίας απέναντι
στους πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να εμποδιστεί καίρια και να καθυστερήσει πολύ η
ένταξη και η λειτουργική τους αφομοίωση στον ελλαδικό χώρο[3].
Ευστάθιος Πελαγίδης
Καθηγητής Α.Π.Θ.
[2] Το 1928 το ποσοστό των αναλφάβητων ντόπιων γυναικών ανέρχεται στο 58,7%, έναντι ποσοστού 49,2% του αντίστοιχου γυναικείου προσφυγικού πληθυσμού.
[3] Ο Π. Παλαιολόγος κάνει λόγο για παθητική αφομοίωση του ελληνισμού της Ανατολής από το στενό ελλαδισμό της Ελλάδας, ενώ έπρεπε να γίνει το αντίθετο. Βλ. Π. Παλαιολόγου, «Πρέπει να είναι υπερήφανοι γι’ αυτό που έδωσαν», Οικονομικός Ταχυδρόμος, ό.π., σ. 97.
[1] G. MAVROGORDATOS, STILLBORN
REPUBLIC, σ. 190-192. Για
το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο των αστών προσφύγων από Τραπεζούντα, Κων/πολη και
Σμύρνη, βλ. Π.Κ. Ενεπεκίδη, Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη.
Τρία κέντρα τον Μικρασιατικού ελληνισμού, 1800-1923, Αθήνα,
εκδ. Ωκεανίδα, 1989.
[2] Το 1928 το ποσοστό των αναλφάβητων ντόπιων γυναικών ανέρχεται στο 58,7%, έναντι ποσοστού 49,2% του αντίστοιχου γυναικείου προσφυγικού πληθυσμού.
Αντίθετα, το ποσοστό των αναλφάβητων αντρών, για τους
ντόπιους, περιορίζεται στο 22,8%, ενώ για τους πρόσφυγες ανεβαίνει στο 28,6%.
Βλ. Κων/νου Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών
μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα,
Θεμέλιο, 1979, σ. 470.
Συνολικά, ενώ το 1920 το ποσοστό των αναλφάβητων ήταν 58,22%, το 1928 κατεβαίνει στο 50,20%. Βλ. Π.Α. Παπαγαρύφαλλου, ό.π., σ. 143. Κατά τη Σ.Ε.Ε. (1930, σ. 469) το ποσοστό των αναλφάβητων, το 1928, είναι 45,10%. Για την κατάσταση της παιδείας του μικρασιατικού ελληνισμού, πριν από την Ανταλλαγή, βλ. Αριστόδημου Γ. Σοφιανού, «Πίνακες στατιστικοί εμφαίνοντες την Μικρασιατικήν Ελληνικήν εκπαίδευσιν εις τα 23 Επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου», Αρχείον Πόντον, 13 (1948), σ. 248-254. Βλ. και Χρ. Σολδάτου, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας (1800-1922), Αθήνα, εκδ. Γρηγόρη, 1989 (α'τόμος), 1990 (β'τόμος), 1991 (γ' τόμος).
Συνολικά, ενώ το 1920 το ποσοστό των αναλφάβητων ήταν 58,22%, το 1928 κατεβαίνει στο 50,20%. Βλ. Π.Α. Παπαγαρύφαλλου, ό.π., σ. 143. Κατά τη Σ.Ε.Ε. (1930, σ. 469) το ποσοστό των αναλφάβητων, το 1928, είναι 45,10%. Για την κατάσταση της παιδείας του μικρασιατικού ελληνισμού, πριν από την Ανταλλαγή, βλ. Αριστόδημου Γ. Σοφιανού, «Πίνακες στατιστικοί εμφαίνοντες την Μικρασιατικήν Ελληνικήν εκπαίδευσιν εις τα 23 Επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου», Αρχείον Πόντον, 13 (1948), σ. 248-254. Βλ. και Χρ. Σολδάτου, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας (1800-1922), Αθήνα, εκδ. Γρηγόρη, 1989 (α'τόμος), 1990 (β'τόμος), 1991 (γ' τόμος).
[3] Ο Π. Παλαιολόγος κάνει λόγο για παθητική αφομοίωση του ελληνισμού της Ανατολής από το στενό ελλαδισμό της Ελλάδας, ενώ έπρεπε να γίνει το αντίθετο. Βλ. Π. Παλαιολόγου, «Πρέπει να είναι υπερήφανοι γι’ αυτό που έδωσαν», Οικονομικός Ταχυδρόμος, ό.π., σ. 97.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου