Η περίοδος λίγο πριν και μετά τα μέσα του 19ου αι. ήταν μία περίοδος σημαντικών αλλαγών σε πολλά επίπεδα για τους Έλληνες του Πόντου με θετικά κυρίως αποτελέσματα. Οι κυριότερες από αυτές τις αλλαγές προήλθαν από τις μεταρρυθμίσεις του 1839 και κυρίως του 1856, που είχαν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση, έστω αργή και μερική, της θέσης των Ελλήνων, τη φανέρωση χιλιάδων κρυπτοχριστιανών και την αναδιάρθρωση της κοινοτικής αυτοδιοίκησης με τη θέσπιση των Εθνικών κανονισμών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές βέβαια δεν εφαρμόστηκαν άμεσα και σε όλο το εύρος τους, όπως προβλέπονταν, αλλά υπήρχαν συνεχώς παλινωδίες.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της φανέρωσης των κρυπτοχριστιανών, η οποία, καθώς άρχισε μετά το 1857 να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις, προκάλεσε την παρέμβαση των Οθωμανικών αρχών, με αποτέλεσμα, λόγω του εκφοβισμού και των απειλών, τη ματαίωση της διαδικασίας.
Οι δε Εθνικοί κανονισμοί, σύμφωνα με τους οποίους οι λαϊκοί διέθεταν πλέον την πλειοψηφία σε σχέση με τους κληρικούς στην τοπική αυτοδιοίκηση της κάθε κοινότητας, δημιούργησε εσωτερικές προστριβές στο ελληνικό στοιχείο, πιθανόν σε ένα βαθμό οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις στην Τραπεζούντα κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα, όπως αυτή του 1875, οφείλονταν σε αυτή την αλλαγή και άλλες όμως αλλαγές, που δεν ήταν άμεσα συνυφασμένες με τις μεταρρυθμίσεις, είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή των Ποντίων, όπως ήταν η κατάλυση τη δεκαετία του 1840 του καταπιεστικού καθεστώτος των ντερεμπέηδων και η εμπορική συμφωνία Βρετανίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1838, η οποία προκάλεσε σε σημαντικό βαθμό την άνοδο του διαμετακομιστικού εμπορίου στον Πόντο κυρίως με την Περσία, αλλά και τη Μεσοποταμία, μέσω των δρόμων Τραπεζούντας-Ταυρίδας και Αμισού- Βαγδάτης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1869 το 40% του εξωτερικού εμπορίου της Περσίας περνούσε από την Τραπεζούντα. Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν να αναπτυχθεί η οικονομική ζωή των Ελλήνων και να εποικιστούν οι παράλιες πόλεις από Ελληνες της ενδοχώρας, οι οποίοι είχαν αποτραβηχτεί από τα παράλια στις ορεινές περιοχές λόγω της αυθαιρεσίας της εξουσίας των τοπικών αξιωματούχων.
Οι νέες βελτιωμένες συνθήκες βοήθησαν τη γενικότερη πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων με την ίδρυση σχολε ίων και συλλόγων και συνέβαλαν στην πληθυσμιακή ανάπτυξη των Ελλήνων,ωστόσο, η βελτίωση της θέσης των Ελλήνων δεν ήταν χωρίς προσκόμματα.
Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της οικονομικής και της πληθυσμιακής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, η οικονομική άνοδος ανακόπηκε μετά το 1870 λόγω της διάνοιξης της διώρυγας του Σουέζ το 1869 και κυρίως της λειτουργίας το 1872 της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Τιφλίδος- Πότι, που συνέδεσε το Πότι με την Περσία.
Την δε πληθυσμιακή σύνθεση του Πόντου επηρέασε όχι μόνο η ανακοπή της φανέρωσης των κρυπτοχριστιανών και της φυγής μέρους τους προς τη Ρωσία, αλλά και η έλευση στον Πόντο Γεωργιανών μουσουλμάνων προσφύγων από τον Καύκασο μετά την προσάρτηση των περιοχών τους στη Ρωσία στις αρχές της δεκαετίας του 1860.
Οι πιέσεις, δε, που ασκούσαν οι νέοι αυτοί πληθυσμοί στους χριστιανούς προκάλεσαν νέο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων προς τον Καύκασο, που υποβοηθήθηκε και από τη ρωσική πολιτική προσέλκυσης Ελλήνων μεταναστών στις νεοαποκτηθείσες περιοχές στον Καύκασο, προκειμένου να ενισχυθούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί εκεί.
Το ελληνικό στοιχείο γνώρισε μία πρόσκαιρη δοκιμασία με την ψήφιση του Συντάγματος του 1876 και τον ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1877- 1878, αλλά δεν ανακόπηκε η ανάπτυξή του. Η θέσπιση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, της ισότητας χριστιανών και μουσουλμάνων προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις από τους μουσουλμάνους στον Πόντο και δημιούργησε ένταση ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς, η οποία αυξήθηκε με την έκρηξη του πολέμου με τη Ρωσία, ιδιαιτέρως υπέστησαν όχι μόνο τα δεινά του πολέμου, αλλά και την εκδικητικότητα των μουσουλμάνων με αλλεπάλληλες επιθέσεις και λεηλασίες τα ελληνικά χωριά που βρίσκονταν κοντά στο μέτωπο.
Ο πόλεμος αυτός όμως είχε κυρίως επιπτώσεις στην πληθυσμιακή σύνθεση του πληθυσμού, καθώς και πάλι προκλήθηκε νέο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα μουσουλμάνων του Καυκάσου προς τον Πόντο, ιδίως μετά την παραχώρηση στη Ρωσία με τη Συνθήκη του 1878 των Οθωμανικών περιοχών του Βατούμ, του Καρς και του Αρνταχάν και, αντίστοιχα, λόγω της παρουσίας και της δράσης τους, μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών στις αντίστοιχες περιοχές.
Οι απώλειες για τον ελληνικό πληθυσμό ήταν μεγάλες: μόνο στο Καρς κατέφυγαν μεταξύ 1878 και 1886 28.975 Ελλήνων, ε νώ υπολογίζονται σε 100.000 οι Ελληνες που έφυγαν από τον Πόν το προς τη νότια Ρωσία και τον Καύκασο την περίοδο 1829 έως 1882.
Αντιστοίχως υπολογίζονται σε 500.000 οι μουσουλμάνοι που ήρθαν από τη Ρωσία στον Πόντο στο διάστημα μεταξύ 18811914 και οι οποίοι προστέθηκαν στο 1,5 εκατομμύριο Κιρκασίων προσφύγων των προηγούμενων δεκαετιών. Η μεταναστευτική αυτή ροή των Ελλήνων συνεχίστηκε, με βραδύτερους ρυθμούς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και εκεί οι Έλληνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1895, λίγα χρόνια δηλαδή μετά την
εγκατάστασή τους στο Καρς, πολλοί Έλληνες θέλησαν να μεταναστεύσουν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Η πανισλαμιστική και αυταρχική πολιτική του Αβδούλ Χαμίτ δεν φαίνεται να εφαρμόσθηκε με ιδιαίτερη ένταση στον Πόντο, παρά την ύπαρξη πολλών συντηρητικών μουσουλμανικών στοιχείων, ίσως και λόγω του φόβου Ρωσικών επεμβάσεων στην περιοχή. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν προβλήματα και κυρίως ανησυχία, αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους Ελληνες, ιδίως σε περιόδους έντασης, όπως ήταν η περίοδος τ ων πρώτων σφαγών των Αρμενίων το 1889 και κυρίως το 18941896. Ενδεικτικό της πολιτικής του οθωμανικού κράτους έναντι των Ελλήνων ήταν η αρνητική στάση του στην επίλυση του αιτήματος κρυπτοχριστιανών, που είχαν φανερωθεί, να θεωρηθούν χριστιανοί και να εξαιρεθούν της στρατολόγησης.
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και μουσουλμάνων μπορεί να μην είχαν τις εντάσεις του παρελθόντος, αλλά κυριαρχούνταν από καχυποψία και υποβόσκουσα εχθρικότητα, έχοντας χαρακτήρα αμοιβαίας αναγκαστικής ανεκτικότητας παρά τις αλλαγές που είχαν επέλθει σ τη θέση των Ελλήνων, ο διαχωρισμός μεταξύ κυριάρχων και υποδούλων ή έστω υποτελών παρέμενε σαφής, καθώς οι μουσουλμάνοι συνέχιζαν να τους βλέπουν και αρκετές φορές να τους αντιμετωπίζουν ως ένα υποτελές έθνος. Οι επαφές μεταξύ τους ήταν περιορισμένες, ιδίως στις πόλεις, όπου ζούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες, και αφορούσαν κυρίως εμπορικές συναλλαγές.
Σε γενικές γραμμές πάντως στην καθημερινή ζωή στον πόντο στις αρχές του 20ού αι. θα πρέπει να επικρατούσε σχετική ηρεμία μεταξύ των δύο πληθυσμών καθώς οι Έλληνες για προφανείς λόγους δεν διεκδίκησαν το μόνο στοιχείο ίσως που τους έλειπε, την πολιτική
ισχύ, αυτή η ισχύς συλλογικά για το ρωμαίικο στοιχείο του Πόντου θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο εθνικών διεκδικήσεων, καθώς ο διαχωρισμός των πληθυσμών στο οθωμανικό κράτος ήταν εθνικοθρησκευτικός, δεν φαίνεται όμως να εκδηλώθηκε κάποια ιδιαίτερη εθνική δραστηριοποίηση στον Πόντο την περίοδο αυτή από τους Έλληνες.
Οι ελάχιστες και αποσπασματικές μαρτυρίες που υπάρχουν είναι είτε τελείως αστήριχτες, όπως αυτή της αναφοράς του Μουσταφά Κεμάλ για επαναστατική κίνηση των Ελλήνων της Ινέπολης το 1849 , είτε βασίζονται σε τελείως ανεξακρίβωτες πληροφορίες, όπως αυτή και πάλι του Κεμάλ, για εθνική κίνηση των Ελλήνων μαθητών του αμερικανικού κολεγίου Ανατόλια στη Μερζιφούντα το 1904.
Στο οικονομικό πεδίο, παρά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο διαμετακομιστικό εμπόριο, κυρίως της Τραπεζούντας, από τη δημιουργία νέων εμπορικών δρόμων, η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων συνεχίσθηκε κυρίως λόγω της ανόδου της ναυσιπλοΐας στον Εύξεινο Πόντο και της ενασχόλησης με το εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό, ακόμη και το εξαγωγικό εμπόριο της Τραπεζούντας γνώρισε μία νέα προσωρινή ανάκαμψη την περίοδο 18971906 με τον αποκλεισμό από τη Ρωσία του δρόμου Καυκάσου-Περσίας.
Βεβαίως, στην οικονομική άνθηση δεν συμμετείχαν όλοι οι Έλληνες με τον ίδιο τρόπο, περισσότερη ανάπτυξη γνώρισαν οι παράλιες εμπορικές πόλεις, λόγω δε του εμπορικού χαρακτήρα των πόλεων αυτών και των δυνατοτήτων που προσέφεραν οι εμπορικές δραστηριότητες παρατηρήθηκε έντονη τάση αστικοποίησης ελληνικών αγροτικών
πληθυσμών από την ενδοχώρα του πόντου.
Τη διαδικασία αυτή υποβοήθησε το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του εμπορίου αποτελούσε η διακίνηση γεωργικών προϊόντων, η κυρίαρχη θέση των Ελλήνων στην οικονομία του Πόντου φαίνεται από την ύπαρξη τεσσάρων τραπεζικών και εμπορικών οίκων στην Τραπεζούντα και άλλων τόσων εφοπλιστικών και εμπορικών οίκων στην Κερασούντα.
Οι εμπορικές δε δραστηριότητες των Ελλήνων του πόντου επεκτάθηκαν και πέραν του Πόντου με δημιουργία εταιριών διαμετακομιστικού εμπορίου, εμπορικών υποκαταστημάτων κ.ά. στη νότια Ρωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βρετανία, στη Μασσαλία και αλλού, αλλά και στις διευθυντικές και υπαλληλικές θέσεις εταιριών, τραπεζών, γραφείων, καταστημάτων κ.α.
Οι Έλληνες κατείχαν τις περισσότερες θέσεις, ενώ και στην όχι και τόσο αναπτυγμένη βιοτεχνία είχαν κυρίαρχη θέση.Το ελληνικό στοιχείο πρωταγωνίστησε και στους αγώνες των εργατών και των αγροτών, αγώνες που κυρίως έλαβαν χώρα στην Αμισό και συνδέονταν με την εμπορία καπνού, η οποία βρισκόταν υπό το μονοπωλιακό έλεγχο της εταιρίας Regie, που εγκαταστάθηκε στην αυτοκρατορία το 1874. Κατά των χαμηλών τιμών που τους έδινε εξεγέρθηκαν το 1877 οι καλλιεργητές καπνού της περιοχής της Αμισού, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Ελληνες, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η αρωγή του ελληνικού κράτους στην οικονομική προσπάθεια των Ελλήνων του πόντου ήρθε, κάπως αργά, με την ίδρυση υποκαταστήματος της Τραπέζης Αθηνών στην Τραπεζούντα. Ουσιασ τικό όμως και ενεργό ενδιαφέρον για την περιοχή και τους Ελληνες κατοίκους της το ελληνικό κράτος επέδειξε μόνο μετά το 1900 και περισσότερ ο μετά το 1910. Εξάλλου η παρουσία του ελληνικού κράτους στην περιοχή αρχικά ήταν πολύ περιορισμένη έχοντας από το 1849 ένα μόνο υποπροξενείο στην Τραπεζούντα, το οποίο αναβαθμίστηκε αργότερα, ενώ ιδρύθηκε και υποπροξενείο στην Αμισό.
Ακόμη και στο χώρο της εκπαίδευσης, χώρο κατεξοχήν δραστηριοποίησης των ελληνικών προξενείων στις υπόδουλες περιο χές κυρίως του ευρωπαϊκού τμήματος
της αυτοκρατορίας, δεν υπήρξε ιδιαίτερη βοήθεια από το ελληνικό κράτος, παρά την απουσία του ελληνικού κράτους, ο Ελληνισμός του πόντου στο χώρο της εκπαίδευσης, πέραν εκείνου της οικονομίας, επέδειξε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Τα αποτελέσματα της προσπάθειας στην εκπαίδευση ήταν πραγματικά εντυπωσιακά κυρίως μετά το 1880 και παρά τις οποίες δυσκολίες υπήρχαν, είτε εξωτερικές, από το οθωμανικό κράτος, είτε εσωτερικές, από ενδοκοινοτικές διενέξεις. Χτίστηκαν νέα σχολεία, αναπαλαιώθηκαν παλαιά και έγιναν προσλήψεις δασκάλων, κυρίως με έξοδα της Εκκλησίας, των μοναστηριών, των κοινοτήτων, των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, οι οποίοι γνώρισαν θεαματική αύξηση σε αριθμό μετά το 1870, με εράνους, αλλά και με δωρεές ευκατάστατων Ελλήνων, ιδίως της Ρωσίας. Σύμφωνα με τα στατιστικά που διαθέτουμε, το 1890 πρέπει να υπήρ χαν περίπου 500 ελληνικά σχολεία με 20.000 μαθητές και 500
δασκάλους, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα τα σχολεία και οι δάσκαλοι είχαν υπερδιπλασιασθεί (1.050 σχολεία και 1.230 δάσκαλοι), ενώ οι μαθητές είχαν φτάσει τις 70.000.
Το φροντιστήριο Τραπεζούντας αλλά και το αντίστοιχο της Αργυρούπολης συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ανώτερης εκπαίδευσης στην περιοχή, ενώ ορισμένοι Ελληνες συνέχισαν τις σπουδές τους στο ανεπιστήμιο Αθηνών ή σε άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η συνολικότερη πνευματική ανάπτυξη αντικατοπτρίζεται και στη βραχύβια έστω κυκλοφορία δύο ελληνικών περιοδικών μετά το 1880, έτος λειτουργίας του πρώτου ελληνικού τυπογραφείου στην περιοχή.
Η εκπαιδευτική ανάπτυξη των Ελλήνων ανέκοψε, και σε ορισμένες περιπτώσεις ανέστειλε, και τη δυτική προσηλυτιστική προσπάθεια που επιχειρήθηκε στον Πόντο και η οποία διενεργήθηκε μέσω κυρίως της εκπαίδευσης από τις προτεσταντικές πρωτίστως και καθολικές δευτερευόντως ιεραποστολές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερο δραστηριοποιήθηκαν και είχαν επιτυχία οι ιεραποστολές αυτές σε περιοχές των μεσογείων του Πόντου, όπου υπήρχαν λίγα ή καθόλου ελληνικά σχολεία.
Ευριπίδης Γεωργανόπουλος
Διδάκτορας Ιστορίας ΑΠΘ
1907: Φιλαρμονική Κερασούντας |
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της φανέρωσης των κρυπτοχριστιανών, η οποία, καθώς άρχισε μετά το 1857 να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις, προκάλεσε την παρέμβαση των Οθωμανικών αρχών, με αποτέλεσμα, λόγω του εκφοβισμού και των απειλών, τη ματαίωση της διαδικασίας.
Οι δε Εθνικοί κανονισμοί, σύμφωνα με τους οποίους οι λαϊκοί διέθεταν πλέον την πλειοψηφία σε σχέση με τους κληρικούς στην τοπική αυτοδιοίκηση της κάθε κοινότητας, δημιούργησε εσωτερικές προστριβές στο ελληνικό στοιχείο, πιθανόν σε ένα βαθμό οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις στην Τραπεζούντα κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα, όπως αυτή του 1875, οφείλονταν σε αυτή την αλλαγή και άλλες όμως αλλαγές, που δεν ήταν άμεσα συνυφασμένες με τις μεταρρυθμίσεις, είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή των Ποντίων, όπως ήταν η κατάλυση τη δεκαετία του 1840 του καταπιεστικού καθεστώτος των ντερεμπέηδων και η εμπορική συμφωνία Βρετανίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1838, η οποία προκάλεσε σε σημαντικό βαθμό την άνοδο του διαμετακομιστικού εμπορίου στον Πόντο κυρίως με την Περσία, αλλά και τη Μεσοποταμία, μέσω των δρόμων Τραπεζούντας-Ταυρίδας και Αμισού- Βαγδάτης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1869 το 40% του εξωτερικού εμπορίου της Περσίας περνούσε από την Τραπεζούντα. Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν να αναπτυχθεί η οικονομική ζωή των Ελλήνων και να εποικιστούν οι παράλιες πόλεις από Ελληνες της ενδοχώρας, οι οποίοι είχαν αποτραβηχτεί από τα παράλια στις ορεινές περιοχές λόγω της αυθαιρεσίας της εξουσίας των τοπικών αξιωματούχων.
Οι νέες βελτιωμένες συνθήκες βοήθησαν τη γενικότερη πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων με την ίδρυση σχολε ίων και συλλόγων και συνέβαλαν στην πληθυσμιακή ανάπτυξη των Ελλήνων,ωστόσο, η βελτίωση της θέσης των Ελλήνων δεν ήταν χωρίς προσκόμματα.
Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της οικονομικής και της πληθυσμιακής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, η οικονομική άνοδος ανακόπηκε μετά το 1870 λόγω της διάνοιξης της διώρυγας του Σουέζ το 1869 και κυρίως της λειτουργίας το 1872 της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Τιφλίδος- Πότι, που συνέδεσε το Πότι με την Περσία.
Την δε πληθυσμιακή σύνθεση του Πόντου επηρέασε όχι μόνο η ανακοπή της φανέρωσης των κρυπτοχριστιανών και της φυγής μέρους τους προς τη Ρωσία, αλλά και η έλευση στον Πόντο Γεωργιανών μουσουλμάνων προσφύγων από τον Καύκασο μετά την προσάρτηση των περιοχών τους στη Ρωσία στις αρχές της δεκαετίας του 1860.
Οι πιέσεις, δε, που ασκούσαν οι νέοι αυτοί πληθυσμοί στους χριστιανούς προκάλεσαν νέο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων προς τον Καύκασο, που υποβοηθήθηκε και από τη ρωσική πολιτική προσέλκυσης Ελλήνων μεταναστών στις νεοαποκτηθείσες περιοχές στον Καύκασο, προκειμένου να ενισχυθούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί εκεί.
Το ελληνικό στοιχείο γνώρισε μία πρόσκαιρη δοκιμασία με την ψήφιση του Συντάγματος του 1876 και τον ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1877- 1878, αλλά δεν ανακόπηκε η ανάπτυξή του. Η θέσπιση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, της ισότητας χριστιανών και μουσουλμάνων προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις από τους μουσουλμάνους στον Πόντο και δημιούργησε ένταση ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς, η οποία αυξήθηκε με την έκρηξη του πολέμου με τη Ρωσία, ιδιαιτέρως υπέστησαν όχι μόνο τα δεινά του πολέμου, αλλά και την εκδικητικότητα των μουσουλμάνων με αλλεπάλληλες επιθέσεις και λεηλασίες τα ελληνικά χωριά που βρίσκονταν κοντά στο μέτωπο.
Ο πόλεμος αυτός όμως είχε κυρίως επιπτώσεις στην πληθυσμιακή σύνθεση του πληθυσμού, καθώς και πάλι προκλήθηκε νέο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα μουσουλμάνων του Καυκάσου προς τον Πόντο, ιδίως μετά την παραχώρηση στη Ρωσία με τη Συνθήκη του 1878 των Οθωμανικών περιοχών του Βατούμ, του Καρς και του Αρνταχάν και, αντίστοιχα, λόγω της παρουσίας και της δράσης τους, μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών στις αντίστοιχες περιοχές.
Εκδρομή Τραπεζούντιων στο Κρυονέρι (Σοουκ-σου) |
Οι απώλειες για τον ελληνικό πληθυσμό ήταν μεγάλες: μόνο στο Καρς κατέφυγαν μεταξύ 1878 και 1886 28.975 Ελλήνων, ε νώ υπολογίζονται σε 100.000 οι Ελληνες που έφυγαν από τον Πόν το προς τη νότια Ρωσία και τον Καύκασο την περίοδο 1829 έως 1882.
Αντιστοίχως υπολογίζονται σε 500.000 οι μουσουλμάνοι που ήρθαν από τη Ρωσία στον Πόντο στο διάστημα μεταξύ 18811914 και οι οποίοι προστέθηκαν στο 1,5 εκατομμύριο Κιρκασίων προσφύγων των προηγούμενων δεκαετιών. Η μεταναστευτική αυτή ροή των Ελλήνων συνεχίστηκε, με βραδύτερους ρυθμούς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και εκεί οι Έλληνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1895, λίγα χρόνια δηλαδή μετά την
εγκατάστασή τους στο Καρς, πολλοί Έλληνες θέλησαν να μεταναστεύσουν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Η πανισλαμιστική και αυταρχική πολιτική του Αβδούλ Χαμίτ δεν φαίνεται να εφαρμόσθηκε με ιδιαίτερη ένταση στον Πόντο, παρά την ύπαρξη πολλών συντηρητικών μουσουλμανικών στοιχείων, ίσως και λόγω του φόβου Ρωσικών επεμβάσεων στην περιοχή. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν προβλήματα και κυρίως ανησυχία, αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους Ελληνες, ιδίως σε περιόδους έντασης, όπως ήταν η περίοδος τ ων πρώτων σφαγών των Αρμενίων το 1889 και κυρίως το 18941896. Ενδεικτικό της πολιτικής του οθωμανικού κράτους έναντι των Ελλήνων ήταν η αρνητική στάση του στην επίλυση του αιτήματος κρυπτοχριστιανών, που είχαν φανερωθεί, να θεωρηθούν χριστιανοί και να εξαιρεθούν της στρατολόγησης.
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και μουσουλμάνων μπορεί να μην είχαν τις εντάσεις του παρελθόντος, αλλά κυριαρχούνταν από καχυποψία και υποβόσκουσα εχθρικότητα, έχοντας χαρακτήρα αμοιβαίας αναγκαστικής ανεκτικότητας παρά τις αλλαγές που είχαν επέλθει σ τη θέση των Ελλήνων, ο διαχωρισμός μεταξύ κυριάρχων και υποδούλων ή έστω υποτελών παρέμενε σαφής, καθώς οι μουσουλμάνοι συνέχιζαν να τους βλέπουν και αρκετές φορές να τους αντιμετωπίζουν ως ένα υποτελές έθνος. Οι επαφές μεταξύ τους ήταν περιορισμένες, ιδίως στις πόλεις, όπου ζούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες, και αφορούσαν κυρίως εμπορικές συναλλαγές.
Σε γενικές γραμμές πάντως στην καθημερινή ζωή στον πόντο στις αρχές του 20ού αι. θα πρέπει να επικρατούσε σχετική ηρεμία μεταξύ των δύο πληθυσμών καθώς οι Έλληνες για προφανείς λόγους δεν διεκδίκησαν το μόνο στοιχείο ίσως που τους έλειπε, την πολιτική
ισχύ, αυτή η ισχύς συλλογικά για το ρωμαίικο στοιχείο του Πόντου θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο εθνικών διεκδικήσεων, καθώς ο διαχωρισμός των πληθυσμών στο οθωμανικό κράτος ήταν εθνικοθρησκευτικός, δεν φαίνεται όμως να εκδηλώθηκε κάποια ιδιαίτερη εθνική δραστηριοποίηση στον Πόντο την περίοδο αυτή από τους Έλληνες.
Οι ελάχιστες και αποσπασματικές μαρτυρίες που υπάρχουν είναι είτε τελείως αστήριχτες, όπως αυτή της αναφοράς του Μουσταφά Κεμάλ για επαναστατική κίνηση των Ελλήνων της Ινέπολης το 1849 , είτε βασίζονται σε τελείως ανεξακρίβωτες πληροφορίες, όπως αυτή και πάλι του Κεμάλ, για εθνική κίνηση των Ελλήνων μαθητών του αμερικανικού κολεγίου Ανατόλια στη Μερζιφούντα το 1904.
Στο οικονομικό πεδίο, παρά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο διαμετακομιστικό εμπόριο, κυρίως της Τραπεζούντας, από τη δημιουργία νέων εμπορικών δρόμων, η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων συνεχίσθηκε κυρίως λόγω της ανόδου της ναυσιπλοΐας στον Εύξεινο Πόντο και της ενασχόλησης με το εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό, ακόμη και το εξαγωγικό εμπόριο της Τραπεζούντας γνώρισε μία νέα προσωρινή ανάκαμψη την περίοδο 18971906 με τον αποκλεισμό από τη Ρωσία του δρόμου Καυκάσου-Περσίας.
Βεβαίως, στην οικονομική άνθηση δεν συμμετείχαν όλοι οι Έλληνες με τον ίδιο τρόπο, περισσότερη ανάπτυξη γνώρισαν οι παράλιες εμπορικές πόλεις, λόγω δε του εμπορικού χαρακτήρα των πόλεων αυτών και των δυνατοτήτων που προσέφεραν οι εμπορικές δραστηριότητες παρατηρήθηκε έντονη τάση αστικοποίησης ελληνικών αγροτικών
πληθυσμών από την ενδοχώρα του πόντου.
Τη διαδικασία αυτή υποβοήθησε το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του εμπορίου αποτελούσε η διακίνηση γεωργικών προϊόντων, η κυρίαρχη θέση των Ελλήνων στην οικονομία του Πόντου φαίνεται από την ύπαρξη τεσσάρων τραπεζικών και εμπορικών οίκων στην Τραπεζούντα και άλλων τόσων εφοπλιστικών και εμπορικών οίκων στην Κερασούντα.
Οι εμπορικές δε δραστηριότητες των Ελλήνων του πόντου επεκτάθηκαν και πέραν του Πόντου με δημιουργία εταιριών διαμετακομιστικού εμπορίου, εμπορικών υποκαταστημάτων κ.ά. στη νότια Ρωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βρετανία, στη Μασσαλία και αλλού, αλλά και στις διευθυντικές και υπαλληλικές θέσεις εταιριών, τραπεζών, γραφείων, καταστημάτων κ.α.
Οι Έλληνες κατείχαν τις περισσότερες θέσεις, ενώ και στην όχι και τόσο αναπτυγμένη βιοτεχνία είχαν κυρίαρχη θέση.Το ελληνικό στοιχείο πρωταγωνίστησε και στους αγώνες των εργατών και των αγροτών, αγώνες που κυρίως έλαβαν χώρα στην Αμισό και συνδέονταν με την εμπορία καπνού, η οποία βρισκόταν υπό το μονοπωλιακό έλεγχο της εταιρίας Regie, που εγκαταστάθηκε στην αυτοκρατορία το 1874. Κατά των χαμηλών τιμών που τους έδινε εξεγέρθηκαν το 1877 οι καλλιεργητές καπνού της περιοχής της Αμισού, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Ελληνες, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Εκκλησία Αγ. Θεοδώρων στην Κρώμνη |
Η αρωγή του ελληνικού κράτους στην οικονομική προσπάθεια των Ελλήνων του πόντου ήρθε, κάπως αργά, με την ίδρυση υποκαταστήματος της Τραπέζης Αθηνών στην Τραπεζούντα. Ουσιασ τικό όμως και ενεργό ενδιαφέρον για την περιοχή και τους Ελληνες κατοίκους της το ελληνικό κράτος επέδειξε μόνο μετά το 1900 και περισσότερ ο μετά το 1910. Εξάλλου η παρουσία του ελληνικού κράτους στην περιοχή αρχικά ήταν πολύ περιορισμένη έχοντας από το 1849 ένα μόνο υποπροξενείο στην Τραπεζούντα, το οποίο αναβαθμίστηκε αργότερα, ενώ ιδρύθηκε και υποπροξενείο στην Αμισό.
Ακόμη και στο χώρο της εκπαίδευσης, χώρο κατεξοχήν δραστηριοποίησης των ελληνικών προξενείων στις υπόδουλες περιο χές κυρίως του ευρωπαϊκού τμήματος
της αυτοκρατορίας, δεν υπήρξε ιδιαίτερη βοήθεια από το ελληνικό κράτος, παρά την απουσία του ελληνικού κράτους, ο Ελληνισμός του πόντου στο χώρο της εκπαίδευσης, πέραν εκείνου της οικονομίας, επέδειξε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Τα αποτελέσματα της προσπάθειας στην εκπαίδευση ήταν πραγματικά εντυπωσιακά κυρίως μετά το 1880 και παρά τις οποίες δυσκολίες υπήρχαν, είτε εξωτερικές, από το οθωμανικό κράτος, είτε εσωτερικές, από ενδοκοινοτικές διενέξεις. Χτίστηκαν νέα σχολεία, αναπαλαιώθηκαν παλαιά και έγιναν προσλήψεις δασκάλων, κυρίως με έξοδα της Εκκλησίας, των μοναστηριών, των κοινοτήτων, των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, οι οποίοι γνώρισαν θεαματική αύξηση σε αριθμό μετά το 1870, με εράνους, αλλά και με δωρεές ευκατάστατων Ελλήνων, ιδίως της Ρωσίας. Σύμφωνα με τα στατιστικά που διαθέτουμε, το 1890 πρέπει να υπήρ χαν περίπου 500 ελληνικά σχολεία με 20.000 μαθητές και 500
δασκάλους, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα τα σχολεία και οι δάσκαλοι είχαν υπερδιπλασιασθεί (1.050 σχολεία και 1.230 δάσκαλοι), ενώ οι μαθητές είχαν φτάσει τις 70.000.
Το φροντιστήριο Τραπεζούντας αλλά και το αντίστοιχο της Αργυρούπολης συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ανώτερης εκπαίδευσης στην περιοχή, ενώ ορισμένοι Ελληνες συνέχισαν τις σπουδές τους στο ανεπιστήμιο Αθηνών ή σε άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η συνολικότερη πνευματική ανάπτυξη αντικατοπτρίζεται και στη βραχύβια έστω κυκλοφορία δύο ελληνικών περιοδικών μετά το 1880, έτος λειτουργίας του πρώτου ελληνικού τυπογραφείου στην περιοχή.
Η εκπαιδευτική ανάπτυξη των Ελλήνων ανέκοψε, και σε ορισμένες περιπτώσεις ανέστειλε, και τη δυτική προσηλυτιστική προσπάθεια που επιχειρήθηκε στον Πόντο και η οποία διενεργήθηκε μέσω κυρίως της εκπαίδευσης από τις προτεσταντικές πρωτίστως και καθολικές δευτερευόντως ιεραποστολές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερο δραστηριοποιήθηκαν και είχαν επιτυχία οι ιεραποστολές αυτές σε περιοχές των μεσογείων του Πόντου, όπου υπήρχαν λίγα ή καθόλου ελληνικά σχολεία.
Ευριπίδης Γεωργανόπουλος
Διδάκτορας Ιστορίας ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου