ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΠΛΗΞΗ το γεγονός ότι παρά τον φυσικό της πλούτο, η Τουρκία βρισκόταν στο «χείλος» της καταστροφής.Ίσως δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε χώρα που, ενώ είχε σε τόση αφθονία πρώτες ύλες παγκόσμιας οικονομικής σημασίας, αποδείχθηκε τόσο ανίκανη στο να τις εκμεταλλευθεί. Η αξιοποίηση των ανθρακωρυχείων, των μεταλλείων αργύρου, χαλκού, σιδήρου και άλλων μεταλλευμάτων απαιτούσε καύσιμη ύλη, γνώσεις, εξειδίκευση και κεφάλαιο, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί ο κρυμμένος θησαυρός του πλούσιου υπεδάφους της.
Καμιά χώρα δεν είναι στην πραγματικότητα φτωχή, ούτε μπορεί να απολέσει την παγκόσμια εμπορική αξία και σημασία της, όταν από το υπέδαφος της εξορύσσονται μεταλλεύματα πρώτης ανάγκης για όλη την ανθρωπότητα, όπως γαιάνθρακας, χαλκός ή σίδηρος και ταυτόχρονα διαθέτει λιμάνια για να τα προωθήσει. Παρ' όλα αυτά, η Οθωμανική Αυτοκρατορία πιθανώς ήταν, σύμφωνα με τον J.L. Farley, η μόνη χώρα στον κόσμο που, ενώ όλο τον 19ο αιώνα μέχρι και τη διάλυσή της, ήταν η πλέον υπανάπτυκτη στον οικονομικό τομέα, ωστόσο εξακολούθησε, μόνο θεωρητικά, να διατηρεί τον τίτλο της δυνάμει αναπτυσσόμενης χώρας.
Απόδειξη των παραπάνω αποτελεί η εικόνα που συνέχισαν να παρουσιάζουν τα μεταλλεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Όπως προκύπτει από τις αναφορές και τις μελέτες Ευρωπαίων ερευνητών και περιηγητών, η κατάστασή τους ήταν οικτρή σε σύγκριση με αυτά της Ευρώπης. Σε επίσκεψη που πραγματοποίησε το 1836 σε όλα τα τότε γνωστά αργυρούχα μεταλλεία, ο γενικός διευθυντής των μεταλλείων της Τουρκίας, Gustave de Pauliny, διαπίστωσε έκπληκτος και απογοητευμένος ότι υπήρχε παντελής έλλειψη τεχνολογικής υποδομής και εφαρμόζονταν απηρχαιωμένες μέθοδοι διάνοιξης στοών, εξόρυξης και διάλυσης ή τήξης των μεταλλευμάτων.
Η έκπληξη των Ευρωπαίων γινόταν ακόμη μεγαλύτερη, καθώς διαπίστωναν πως, παρά τις πρωτόγονες μεθόδους που οι μεταλλουργοί μετέρχονταν με φυσικό επόμενο τις ανυπολόγιστες απώλειες στην παραγωγή, οι ποσότητες μεταλλευμάτων που εξήγαγαν τα λιγοστά πλέον, εν ενεργεία μεταλλεία της Μ. Ασίας, ήταν πραγματικά αξιόλογες.
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς την άποψη ότι, αν και με την πάροδο των χρόνων σημειώθηκαν κάποια βήματα προόδου και ανάπτυξης, η εκμετάλλευση των μεταλλείων παρέμεινε περιορισμένη. Αυτό, βεβαίως, δεν οφειλόταν σε έλλειψη μεταλλευτικού πλούτου, αλλά:
α) στην εικόνα αβεβαιότητας και μιας ρευστής κατάστασης που χαρακτήριζε τη διοίκηση των επαρχιών της ενδοχώρας της αυτοκρατορίας,
β) στην ημιτελή και κατά συνέπεια, ασύμφορη για τους ξένους αναδόχους μεταλλείων, μεταλλευτική νομοθεσία,
γ) στην ανεπαρκή ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και του οδικού δικτύου, η οποία, αν κάποτε ολοκληρωνόταν, θα εξασφάλιζε την απρόσκοπτη εξαγωγή των μεταλλευμάτων, καθώς με τις υπάρχουσες συνθήκες μπορούσαν να εξακολουθήσουν να λειτουργούν μόνο τα μεταλλεία που βρίσκονταν κοντά σε λιμάνια,
δ) στην έλλειψη καύσιμης ύλης, απαραίτητης για την τήξη και κατεργασία των μετάλλων (η καταστροφή για τον λόγο αυτόν των δασών γύρω από κάθε μεταλλείο υποχρέωσε τους μεταλλουργούς να μεταφέρουν ξυλεία από απομακρυσμένες περιοχές, για να συνειδητοποιήσουν, όμως, πολύ γρήγορα, ότι ήταν ασύμφορη αυτή η πρακτική),
ε) στον μικρό αριθμό ειδικευμένων εργατών, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν 'Ελληνες,
στ) στην απουσία ειδικών, επιστημονικών γνώσεων Γεωλογίας και Ορυκτολογίας, που θα αποτελούσαν τη βάση για την έναρξη εκμετάλλευσης πολλών μεταλλευτικών φλεβών.
Αδήριτη, όμως, ήταν παρ' όλα αυτά η ανάγκη των βελτιώσεων στη μεταλλουργία στην περιοχή της Μ. Ασίας, κάτι μάλιστα που είχαν από καιρό επισημάνει πολλοί Ευρωπαίοι ερευνητές.
Αν συνέβαινε αυτό, υπολογίζεται ότι η παραγωγή του αργύρου θα αυξανόταν κατά 40%, ενώ του μολύβδου και του χαλκού θα διπλασιαζόταν. Δυστυχώς, οι ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν στο νομικό καθεστώς των μεταλλείων, με αυτοσκοπό τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την καλύτερη εκμετάλλευσή τους, δεν τελεσφόρησαν, τουλάχιστον στον βαθμό που αναμενόταν.
Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ
Γεγονός είναι ότι η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αυξήθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς ξένοι επενδυτές προσπαθούσαν να εφοδιάσουν τη χώρα τους με τα αγαθά των μικρών, αλλά συνεχώς αναπτυσσόμενων επιχειρήσεών τους.
Κατά παράδοση, τα μεταλλεία εκχωρούνταν από την Οθωμανική κυβέρνηση στους φόρου υποτελείς υπηκόους της αυτοκρατορίας, οι οποίοι σε αντάλλαγμα όφειλαν να της δίνουν το 1/5 της παραγωγής. Θα μπορούσε κανείς, γενικότερα, να υποστηρίξει ότι η εκμετάλλευση των μεταλλείων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε πολλούς περιορισμούς που ακύρωναν κάθε προσπάθεια ανάπτυξής τους.
Η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη, ακόμη κι όταν δημοσιεύθηκε ο πρώτος Οθωμανικός νόμος για τα μεταλλεία της αυτοκρατορίας (1861/1278 έτος Εγείρας), ο οποίος βέβαια μαρτυρούσε την πλήρη άγνοια και απειρία της Οθωμανικής κυβέρνησης στον τομέα αυτό. Παρά τις καλές εν γένει προθέσεις, όριζε μεταξύ άλλων ως χρονική διάρκεια του δικαιώματος εκμετάλλευσης ενός μεταλλείου μόλις τα 10 χρόνια, κάτι που σαφώς αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για τους ξένους επενδυτές.
Το 1869 (1286) επιχειρείται τροποποίηση του νόμου, βασισμένη στα πρότυπα του αντίστοιχου γαλλικού (1810). Παρά τα πολλά τρωτά του σημεία, όπως τη βαριά φορολογία προς τους κατόχους των μεταλλείων και την υποχρέωση των τελευταίων να εξασφαλίζουν την άδεια εκμετάλλευσης (φιρμάνι) από τον ίδιο τον σουλτάνο, οι συνθήκες ήταν πλέον για τους ξένους επιχειρηματίες κάπως ευνοϊκότερες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αξιοσημείωτη αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης των μεταλλείων της αυτοκρατορίας στην ύστερη περίοδο του Tanzimat (β' μισό του 19ου αι.).
Η κυβέρνηση, τότε, ξεκίνησε μια επιτυχημένη εκστρατεία προσέλκυσης νέων επενδυτών από το εξωτερικό και παραγραφής των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης των μεταλλείων από τους Έλληνες μεταλλουργούς. Θέλοντας να εξασφαλίσει τις καλύτερες προϋποθέσεις για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, προχώρησε σε νέα τροποποίηση του «νόμου περί μεταλλείων» το 1886/7 (1303/4).
Σύμφωνα με τον νέο νόμο (92 άρθρα), οι ανάδοχοι παραχωρήσεως κάποιου μεταλλείου είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν το νόμιμο αυτό δικαίωμα μέχρι και 99 έτη. Θα ήταν όμως υποχρεωμένοι να πληρώνουν τα καθορισμένα τέλη στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο που έφθαναν περίπου στο 25% της αξίας του εξαγόμενου μεταλλεύματος, καθώς επίσης και έναν επιπρόσθετο φόρο για την εδαφική έκταση διεξαγωγής της έρευνας. Αυτό μπορεί να αποτελούσε μια ακόμη ευκαιρία για το κράτος να αυξήσει τις προσόδους του, εξασφάλιζε όμως από την άλλη και στους κατόχους των μεταλλείων ικανοποιητικά κέρδη για τη συνέχιση και επέκταση των επιχειρήσεών τους. Το 1906 (13 24) το υπουργείο Γεωργίας, Μεταλλείων και Δασών τροποποίησε ελαφρώς τον ήδη ισχύοντα νόμο προσθέτοντας ακόμη 10 άρθρα, δίχως όμως να αλλάξει το πνεύμα του.
Έτσι, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους στην αυτοκρατορία γαλλοβελγικές, ως επί το πλείστον, εταιρείες (Societe Anonyme Ottomane de Balia Karaidin, Societe Anonyme Ottomane d Heraclee) και βρετανικές (Asia Minor Mining Company, Cape Copper Company) αλλά και γερμανικές αργότερα (Philipp Hausmann, Krupp, Kriegsmetall AG). Οι εταιρείες αυτές επιχειρούν, άλλοτε με επιτυχία και για μακρό χρονικό διάστημα κι άλλοτε χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα, να εκμεταλλευθούν τα υπάρχοντα μεταλλεία ή να θέσουν και πάλι σε λειτουργία άλλα ήδη παρηκμασμένα.
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η προσπάθεια των Γερμανών να εκμεταλλευθούν το πλούσιο υπέδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να καλύψουν τις ανάγκες σε πρώτες ύλες της Γερμανίας, που εισερχόταν σε μια ταχεία πορεία εκβιομηχάνισης στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η προσπάθεια αυτή που εντάσσεται στα πλαίσια της πολιτικής παγκόσμιας εξάπλωσης (Weltpolitik), εγκαινιάστηκε με την άνοδο του Γουλιέλμου Β' (Wilhelm II) αντικαθιστώντας έτσι τη μετριοπαθή πολιτική του Βίσμαρκ (Otto Bismarck), που απέβλεπε στη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή. Οι Οθωμανοί, απογοητευμένοι από τη διεθνή κατάσταση και καθώς με αγωνία αναζητούσαν νέους συμμάχους, ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν τη γερμανική διείσδυση και επιρροή.
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών «που ήταν πλέον μονόδρομος» σύμφωνα με τον Murat Ozyuksel, ήταν «η κατασκευή του σιδηροδρόμου (Βαγδάτης) που συνοδεύθηκε από επενδύσεις για δημιουργία υποδομών, εξόρυξη μεταλλευμάτων, κατασκευή έργων άρδευσης και ενέργειας για την παραγωγή πρώτων υλών».
Η προσπάθεια της Γερμανίας να εκμεταλλευθεί τα πολύτιμα γι' αυτήν μεταλλεία της αυτοκρατορίας, που είτε βρίσκονταν από χρόνια στα χέρια της Γαλλίας και της Βρετανίας (Μπάλια μαντέν, Ηράκλεια και Ζογκουλδάκ) είτε υπολειτουργούσαν ως κρατικές ιδιοκτησίες (Άργανα και Μπουγά μαντέν), ήταν συνεχής (μέχρι το 1920) και κοπιώδης, όπως προκύπτει από πλήθος γερμανικών εγγράφων.
Η επισταμένη έρευνα των Γερμανών γεωλόγων, «περιηγητών», που επισκέπτονταν τους μεταλλουργικούς οικισμούς δεν έτυχε ακόμα της δέουσας προσοχής, παρ' όλο που εκπονήθηκαν μελέτες, χάρτες και σχέδια εκμετάλλευσης του υπόγειου πλούτου τους, με ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον.
Κάθε μεταλλουργικός οικισμός αποτέλεσε «όαση» ελληνικού πολιτισμού και ορθοδοξίας στα βάθη της Μ. Ασίας ανάμεσα σε αμιγείς μουσουλμανικές περιοχές. Όλες σχεδόν οι αποικίες των μεταλλουργών διατήρησαν, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, «την αυτήν γλώσσαν, την αυτήν προσφοράν, τας αυτάς λέξεις, την αυτήν δίαιταν, τον αυτόν ιματισμόν, τον αυτόν του προσώπου σχηματισμόν, τας αυτάς αρετάς και κακίας, όσας οι Αργυροπολίται, αφ' ων απωκίσθησαν...».
Η φροντίδα τους και οι κοπιώδεις προσπάθειές τους να οργανώσουν κοινωνικά και οικονομικά τη ζωή τους συνοδεύθηκαν και από το διακαή πόθο να θέσουν τα γερά θεμέλια του εκπαιδευτικού τους συστήματος.
Το δυναμικό και υγιές αυτό κύτταρο του ελληνικού στοιχείου της Μ. Ασίας σωστά χαρακτηρίστηκε για την εθνική προσφορά του «κιβωτός» σημαντικού τμήματος του Ελληνισμού του Πόντου και εν γένει του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Συμμετείχε ακόμη και στον ένοπλο αγώνα των Ποντίων (αντάρτικες ομάδες στην περιοχή Ακ νταγ μαντέν, Κιουμούς μαντέν με ονομαστούς οπλαρχηγούς, όπως ο Κωνσταντίνος Καραχισσαρίδης, ο Χαρ. Κοντοβραχιονίδης και ο Ευάγ. Ιωαννίδης) ενάντια στα σχέδια των Τούρκων για αφανισμό του Ποντιακού Ελληνισμού, στην περίοδο 1914-1922.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-1924) που ακολούθησε τις ανηλεείς διώξεις και σφαγές, σήμανε το οριστικό τέλος της παρουσίας και δράσης του Ελληνισμού στην Ανατολή. Οι μεταλλουργοί (μαντεντζήδες), κατά το παράδειγμα όλων των ομοεθνών τους, πορεύτηκαν κι αυτοί στον δύσκολο και αβέβαιο δρόμο της προσφυγιάς, εγκαταλείποντας τις πατρογονικές εστίες τους, τις περιουσίες τους και τις στοές των μεταλλείων τους.
Ερχόμενοι στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν, κυρίως, σε αμιγείς προσφυγικούς οικισμούς μαντεντζήδων της Β. Ελλάδας στους Νομούς Δράμας, Σερρών, Κιλκίς και Κοζάνης. Πολύ γρήγορα κατάφεραν, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του προσφυγικού στοιχείου, να προοδεύσουν και να συμβάλουν τα μέγιστα στην ανάπτυξη και προκοπή αυτού του τόπου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
* Γ.Θ. Κανδηλάπτης, Οι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών, Αλεξανδρούπολη 1929 (ανατ., Θεσσαλονίκη 2000).
* Α.Α. Παπαδόπουλος, «Ο Xαλδίας αρχιερεύς των αρχιμεταλλουργών» Αρχείον Πόντου, 13 (1948), 49-60.
* X. Λιουδάκη - Κυπραίου, Μεταλλεία της Μικρασίας και του Πόντου. Η συμβολή τους στην επιβίωση και ανάπτυξη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Αθήνα 1982.
*Edmund Naumann, Vom Goldnen Horn zu den Quellen des Euphrat, Munchen und Leipzig 1893.
* Hugo Grothe, Turkisch Asien und seine Wirtschaftswerte, Frankfurt am Main 1916.
* Stanford J. Shaw - Ezel Rural Shaw, History of the Ottoman Empire and Modem Turkey. The Rise of Modern Turkey 1808-1975, v. IIReform, Revolution and Republic, Cambridge University Press 1977.
*Κυρ. Στ. Χατζηκυριακίδης, To Μεταλλείο Ταύρου (Μπουγά μαντέν) 1826-1924: Συμβολή στην ιστορία των ελληνικών οικισμών της Μ. Aσίας, Θεσσαλονίκη 1999.
ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΠΛΗΞΗ το γεγονός ότι παρά τον φυσικό της πλούτο, η Τουρκία βρισκόταν στο «χείλος» της καταστροφής.Ίσως δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε χώρα που, ενώ είχε σε τόση αφθονία πρώτες ύλες παγκόσμιας οικονομικής σημασίας, αποδείχθηκε τόσο ανίκανη στο να τις εκμεταλλευθεί. Η αξιοποίηση των ανθρακωρυχείων, των μεταλλείων αργύρου, χαλκού, σιδήρου και άλλων μεταλλευμάτων απαιτούσε καύσιμη ύλη, γνώσεις, εξειδίκευση και κεφάλαιο, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί ο κρυμμένος θησαυρός του πλούσιου υπεδάφους της.
Περιοχή Πολίτα-Τραπεζούντας |
Καμιά χώρα δεν είναι στην πραγματικότητα φτωχή, ούτε μπορεί να απολέσει την παγκόσμια εμπορική αξία και σημασία της, όταν από το υπέδαφος της εξορύσσονται μεταλλεύματα πρώτης ανάγκης για όλη την ανθρωπότητα, όπως γαιάνθρακας, χαλκός ή σίδηρος και ταυτόχρονα διαθέτει λιμάνια για να τα προωθήσει. Παρ' όλα αυτά, η Οθωμανική Αυτοκρατορία πιθανώς ήταν, σύμφωνα με τον J.L. Farley, η μόνη χώρα στον κόσμο που, ενώ όλο τον 19ο αιώνα μέχρι και τη διάλυσή της, ήταν η πλέον υπανάπτυκτη στον οικονομικό τομέα, ωστόσο εξακολούθησε, μόνο θεωρητικά, να διατηρεί τον τίτλο της δυνάμει αναπτυσσόμενης χώρας.
Απόδειξη των παραπάνω αποτελεί η εικόνα που συνέχισαν να παρουσιάζουν τα μεταλλεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Όπως προκύπτει από τις αναφορές και τις μελέτες Ευρωπαίων ερευνητών και περιηγητών, η κατάστασή τους ήταν οικτρή σε σύγκριση με αυτά της Ευρώπης. Σε επίσκεψη που πραγματοποίησε το 1836 σε όλα τα τότε γνωστά αργυρούχα μεταλλεία, ο γενικός διευθυντής των μεταλλείων της Τουρκίας, Gustave de Pauliny, διαπίστωσε έκπληκτος και απογοητευμένος ότι υπήρχε παντελής έλλειψη τεχνολογικής υποδομής και εφαρμόζονταν απηρχαιωμένες μέθοδοι διάνοιξης στοών, εξόρυξης και διάλυσης ή τήξης των μεταλλευμάτων.
Η έκπληξη των Ευρωπαίων γινόταν ακόμη μεγαλύτερη, καθώς διαπίστωναν πως, παρά τις πρωτόγονες μεθόδους που οι μεταλλουργοί μετέρχονταν με φυσικό επόμενο τις ανυπολόγιστες απώλειες στην παραγωγή, οι ποσότητες μεταλλευμάτων που εξήγαγαν τα λιγοστά πλέον, εν ενεργεία μεταλλεία της Μ. Ασίας, ήταν πραγματικά αξιόλογες.
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς την άποψη ότι, αν και με την πάροδο των χρόνων σημειώθηκαν κάποια βήματα προόδου και ανάπτυξης, η εκμετάλλευση των μεταλλείων παρέμεινε περιορισμένη. Αυτό, βεβαίως, δεν οφειλόταν σε έλλειψη μεταλλευτικού πλούτου, αλλά:
α) στην εικόνα αβεβαιότητας και μιας ρευστής κατάστασης που χαρακτήριζε τη διοίκηση των επαρχιών της ενδοχώρας της αυτοκρατορίας,
β) στην ημιτελή και κατά συνέπεια, ασύμφορη για τους ξένους αναδόχους μεταλλείων, μεταλλευτική νομοθεσία,
γ) στην ανεπαρκή ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και του οδικού δικτύου, η οποία, αν κάποτε ολοκληρωνόταν, θα εξασφάλιζε την απρόσκοπτη εξαγωγή των μεταλλευμάτων, καθώς με τις υπάρχουσες συνθήκες μπορούσαν να εξακολουθήσουν να λειτουργούν μόνο τα μεταλλεία που βρίσκονταν κοντά σε λιμάνια,
δ) στην έλλειψη καύσιμης ύλης, απαραίτητης για την τήξη και κατεργασία των μετάλλων (η καταστροφή για τον λόγο αυτόν των δασών γύρω από κάθε μεταλλείο υποχρέωσε τους μεταλλουργούς να μεταφέρουν ξυλεία από απομακρυσμένες περιοχές, για να συνειδητοποιήσουν, όμως, πολύ γρήγορα, ότι ήταν ασύμφορη αυτή η πρακτική),
ε) στον μικρό αριθμό ειδικευμένων εργατών, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν 'Ελληνες,
στ) στην απουσία ειδικών, επιστημονικών γνώσεων Γεωλογίας και Ορυκτολογίας, που θα αποτελούσαν τη βάση για την έναρξη εκμετάλλευσης πολλών μεταλλευτικών φλεβών.
Αδήριτη, όμως, ήταν παρ' όλα αυτά η ανάγκη των βελτιώσεων στη μεταλλουργία στην περιοχή της Μ. Ασίας, κάτι μάλιστα που είχαν από καιρό επισημάνει πολλοί Ευρωπαίοι ερευνητές.
Αν συνέβαινε αυτό, υπολογίζεται ότι η παραγωγή του αργύρου θα αυξανόταν κατά 40%, ενώ του μολύβδου και του χαλκού θα διπλασιαζόταν. Δυστυχώς, οι ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν στο νομικό καθεστώς των μεταλλείων, με αυτοσκοπό τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την καλύτερη εκμετάλλευσή τους, δεν τελεσφόρησαν, τουλάχιστον στον βαθμό που αναμενόταν.
Μεταλλείο στη Χόπα, στα ρωσικά σύνορα. Η εκμετάλλευση του γινόταν από γερμανική εταιρεία |
Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ
Γεγονός είναι ότι η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αυξήθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς ξένοι επενδυτές προσπαθούσαν να εφοδιάσουν τη χώρα τους με τα αγαθά των μικρών, αλλά συνεχώς αναπτυσσόμενων επιχειρήσεών τους.
Κατά παράδοση, τα μεταλλεία εκχωρούνταν από την Οθωμανική κυβέρνηση στους φόρου υποτελείς υπηκόους της αυτοκρατορίας, οι οποίοι σε αντάλλαγμα όφειλαν να της δίνουν το 1/5 της παραγωγής. Θα μπορούσε κανείς, γενικότερα, να υποστηρίξει ότι η εκμετάλλευση των μεταλλείων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε πολλούς περιορισμούς που ακύρωναν κάθε προσπάθεια ανάπτυξής τους.
Η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη, ακόμη κι όταν δημοσιεύθηκε ο πρώτος Οθωμανικός νόμος για τα μεταλλεία της αυτοκρατορίας (1861/1278 έτος Εγείρας), ο οποίος βέβαια μαρτυρούσε την πλήρη άγνοια και απειρία της Οθωμανικής κυβέρνησης στον τομέα αυτό. Παρά τις καλές εν γένει προθέσεις, όριζε μεταξύ άλλων ως χρονική διάρκεια του δικαιώματος εκμετάλλευσης ενός μεταλλείου μόλις τα 10 χρόνια, κάτι που σαφώς αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για τους ξένους επενδυτές.
Το 1869 (1286) επιχειρείται τροποποίηση του νόμου, βασισμένη στα πρότυπα του αντίστοιχου γαλλικού (1810). Παρά τα πολλά τρωτά του σημεία, όπως τη βαριά φορολογία προς τους κατόχους των μεταλλείων και την υποχρέωση των τελευταίων να εξασφαλίζουν την άδεια εκμετάλλευσης (φιρμάνι) από τον ίδιο τον σουλτάνο, οι συνθήκες ήταν πλέον για τους ξένους επιχειρηματίες κάπως ευνοϊκότερες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αξιοσημείωτη αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης των μεταλλείων της αυτοκρατορίας στην ύστερη περίοδο του Tanzimat (β' μισό του 19ου αι.).
Η κυβέρνηση, τότε, ξεκίνησε μια επιτυχημένη εκστρατεία προσέλκυσης νέων επενδυτών από το εξωτερικό και παραγραφής των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης των μεταλλείων από τους Έλληνες μεταλλουργούς. Θέλοντας να εξασφαλίσει τις καλύτερες προϋποθέσεις για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, προχώρησε σε νέα τροποποίηση του «νόμου περί μεταλλείων» το 1886/7 (1303/4).
Σύμφωνα με τον νέο νόμο (92 άρθρα), οι ανάδοχοι παραχωρήσεως κάποιου μεταλλείου είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν το νόμιμο αυτό δικαίωμα μέχρι και 99 έτη. Θα ήταν όμως υποχρεωμένοι να πληρώνουν τα καθορισμένα τέλη στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο που έφθαναν περίπου στο 25% της αξίας του εξαγόμενου μεταλλεύματος, καθώς επίσης και έναν επιπρόσθετο φόρο για την εδαφική έκταση διεξαγωγής της έρευνας. Αυτό μπορεί να αποτελούσε μια ακόμη ευκαιρία για το κράτος να αυξήσει τις προσόδους του, εξασφάλιζε όμως από την άλλη και στους κατόχους των μεταλλείων ικανοποιητικά κέρδη για τη συνέχιση και επέκταση των επιχειρήσεών τους. Το 1906 (13 24) το υπουργείο Γεωργίας, Μεταλλείων και Δασών τροποποίησε ελαφρώς τον ήδη ισχύοντα νόμο προσθέτοντας ακόμη 10 άρθρα, δίχως όμως να αλλάξει το πνεύμα του.
Έτσι, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους στην αυτοκρατορία γαλλοβελγικές, ως επί το πλείστον, εταιρείες (Societe Anonyme Ottomane de Balia Karaidin, Societe Anonyme Ottomane d Heraclee) και βρετανικές (Asia Minor Mining Company, Cape Copper Company) αλλά και γερμανικές αργότερα (Philipp Hausmann, Krupp, Kriegsmetall AG). Οι εταιρείες αυτές επιχειρούν, άλλοτε με επιτυχία και για μακρό χρονικό διάστημα κι άλλοτε χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα, να εκμεταλλευθούν τα υπάρχοντα μεταλλεία ή να θέσουν και πάλι σε λειτουργία άλλα ήδη παρηκμασμένα.
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η προσπάθεια των Γερμανών να εκμεταλλευθούν το πλούσιο υπέδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να καλύψουν τις ανάγκες σε πρώτες ύλες της Γερμανίας, που εισερχόταν σε μια ταχεία πορεία εκβιομηχάνισης στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η προσπάθεια αυτή που εντάσσεται στα πλαίσια της πολιτικής παγκόσμιας εξάπλωσης (Weltpolitik), εγκαινιάστηκε με την άνοδο του Γουλιέλμου Β' (Wilhelm II) αντικαθιστώντας έτσι τη μετριοπαθή πολιτική του Βίσμαρκ (Otto Bismarck), που απέβλεπε στη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή. Οι Οθωμανοί, απογοητευμένοι από τη διεθνή κατάσταση και καθώς με αγωνία αναζητούσαν νέους συμμάχους, ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν τη γερμανική διείσδυση και επιρροή.
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών «που ήταν πλέον μονόδρομος» σύμφωνα με τον Murat Ozyuksel, ήταν «η κατασκευή του σιδηροδρόμου (Βαγδάτης) που συνοδεύθηκε από επενδύσεις για δημιουργία υποδομών, εξόρυξη μεταλλευμάτων, κατασκευή έργων άρδευσης και ενέργειας για την παραγωγή πρώτων υλών».
Η προσπάθεια της Γερμανίας να εκμεταλλευθεί τα πολύτιμα γι' αυτήν μεταλλεία της αυτοκρατορίας, που είτε βρίσκονταν από χρόνια στα χέρια της Γαλλίας και της Βρετανίας (Μπάλια μαντέν, Ηράκλεια και Ζογκουλδάκ) είτε υπολειτουργούσαν ως κρατικές ιδιοκτησίες (Άργανα και Μπουγά μαντέν), ήταν συνεχής (μέχρι το 1920) και κοπιώδης, όπως προκύπτει από πλήθος γερμανικών εγγράφων.
Η επισταμένη έρευνα των Γερμανών γεωλόγων, «περιηγητών», που επισκέπτονταν τους μεταλλουργικούς οικισμούς δεν έτυχε ακόμα της δέουσας προσοχής, παρ' όλο που εκπονήθηκαν μελέτες, χάρτες και σχέδια εκμετάλλευσης του υπόγειου πλούτου τους, με ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον.
Κάθε μεταλλουργικός οικισμός αποτέλεσε «όαση» ελληνικού πολιτισμού και ορθοδοξίας στα βάθη της Μ. Ασίας ανάμεσα σε αμιγείς μουσουλμανικές περιοχές. Όλες σχεδόν οι αποικίες των μεταλλουργών διατήρησαν, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, «την αυτήν γλώσσαν, την αυτήν προσφοράν, τας αυτάς λέξεις, την αυτήν δίαιταν, τον αυτόν ιματισμόν, τον αυτόν του προσώπου σχηματισμόν, τας αυτάς αρετάς και κακίας, όσας οι Αργυροπολίται, αφ' ων απωκίσθησαν...».
Η φροντίδα τους και οι κοπιώδεις προσπάθειές τους να οργανώσουν κοινωνικά και οικονομικά τη ζωή τους συνοδεύθηκαν και από το διακαή πόθο να θέσουν τα γερά θεμέλια του εκπαιδευτικού τους συστήματος.
Το δυναμικό και υγιές αυτό κύτταρο του ελληνικού στοιχείου της Μ. Ασίας σωστά χαρακτηρίστηκε για την εθνική προσφορά του «κιβωτός» σημαντικού τμήματος του Ελληνισμού του Πόντου και εν γένει του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Συμμετείχε ακόμη και στον ένοπλο αγώνα των Ποντίων (αντάρτικες ομάδες στην περιοχή Ακ νταγ μαντέν, Κιουμούς μαντέν με ονομαστούς οπλαρχηγούς, όπως ο Κωνσταντίνος Καραχισσαρίδης, ο Χαρ. Κοντοβραχιονίδης και ο Ευάγ. Ιωαννίδης) ενάντια στα σχέδια των Τούρκων για αφανισμό του Ποντιακού Ελληνισμού, στην περίοδο 1914-1922.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-1924) που ακολούθησε τις ανηλεείς διώξεις και σφαγές, σήμανε το οριστικό τέλος της παρουσίας και δράσης του Ελληνισμού στην Ανατολή. Οι μεταλλουργοί (μαντεντζήδες), κατά το παράδειγμα όλων των ομοεθνών τους, πορεύτηκαν κι αυτοί στον δύσκολο και αβέβαιο δρόμο της προσφυγιάς, εγκαταλείποντας τις πατρογονικές εστίες τους, τις περιουσίες τους και τις στοές των μεταλλείων τους.
Ερχόμενοι στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν, κυρίως, σε αμιγείς προσφυγικούς οικισμούς μαντεντζήδων της Β. Ελλάδας στους Νομούς Δράμας, Σερρών, Κιλκίς και Κοζάνης. Πολύ γρήγορα κατάφεραν, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του προσφυγικού στοιχείου, να προοδεύσουν και να συμβάλουν τα μέγιστα στην ανάπτυξη και προκοπή αυτού του τόπου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
* Γ.Θ. Κανδηλάπτης, Οι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών, Αλεξανδρούπολη 1929 (ανατ., Θεσσαλονίκη 2000).
* Α.Α. Παπαδόπουλος, «Ο Xαλδίας αρχιερεύς των αρχιμεταλλουργών» Αρχείον Πόντου, 13 (1948), 49-60.
* X. Λιουδάκη - Κυπραίου, Μεταλλεία της Μικρασίας και του Πόντου. Η συμβολή τους στην επιβίωση και ανάπτυξη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Αθήνα 1982.
*Edmund Naumann, Vom Goldnen Horn zu den Quellen des Euphrat, Munchen und Leipzig 1893.
* Hugo Grothe, Turkisch Asien und seine Wirtschaftswerte, Frankfurt am Main 1916.
* Stanford J. Shaw - Ezel Rural Shaw, History of the Ottoman Empire and Modem Turkey. The Rise of Modern Turkey 1808-1975, v. IIReform, Revolution and Republic, Cambridge University Press 1977.
*Κυρ. Στ. Χατζηκυριακίδης, To Μεταλλείο Ταύρου (Μπουγά μαντέν) 1826-1924: Συμβολή στην ιστορία των ελληνικών οικισμών της Μ. Aσίας, Θεσσαλονίκη 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου