Το θέμα, όμως, των Κρωμιωτών παρέμενε ανοιχτό. Λίγα χρόνια αργότερα (1867), από έκθεση του Άγγλου Προξένου Τραπεζούντας W. Gifford Palgrave μαθαίνουμε ότι οι Κρωμιώτες, από το 1857, αρνούνταν να υπηρετήσουν στο στρατό, με το αιτιολογικό ότι είναι χριστιανοί, ή να πληρώσουν το φόρο «inbadeeyah», με την πρόφαση ότι στο παρελθόν ήταν μωαμεθανοί. Επειδή, όμως, στα ληξιαρχικά βιβλία ήταν γραμμένοι με δύο ονόματα, ένα χριστιανικό κι ένα μουσουλμανικό, μερικές φορές ήταν υποχρεωμένοι να κατατάσσονται στα βοηθητικά σώματα, ως μουσουλμάνοι, και να πληρώνουν τον προβλεπόμενο φόρο, ως χριστιανοί.
Τέλος, η κυβέρνηση αποφάσισε, με σύμφωνη και τη γνώμη των Ευρωπαίων, ότι οι Κρωμιώτες μπορούσαν, βέβαια, ν' απαλλαγούν από το φόρο, έπρεπε, όμως, να συνεχίζουν να στρατεύονται ως βοηθητικοί. Η άρνηση των Κρωμιωτών και η επίμονη απαίτηση της αντίθετης ρύθμισης προκάλεσαν την αντίδραση των μουσουλμάνων και την επέμβαση της Κωνσταντινούπολης. Κατά την προσωπική εκτίμηση του Άγγλου Πρόξενου (Palgrave), τα παράπονα των χριστιανών, ιδίως των Ελλήνων, ήταν ανυπόστατα. Μερικές μόνο περιπτώσεις φανατικής συμπεριφοράς των μουσουλμάνων καταγγέλθηκαν, αλλά κι αυτές αντιμετωπίστηκαν δραστήρια από τις τουρκικές αρχές.
Γενικά, κατά τον Άγγλο Πρόξενο πάντα, οι χριστιανοί, με την προστασία των Δυνάμεων, ιδίως της Ρωσίας, ήταν ελεύθεροι στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ίδρυαν εκκλησίες και ύψωναν καμπάνες. Μ' άλλα λόγια, οι Έλληνες της περιοχής δε στόχευαν στην ισοτιμία με τους μουσουλμάνους, που ήδη την είχαν, αλλά στο να γίνουν αφεντικά.
Τέλος, ο πρόξενος παρατηρούσε ότι κάπου 2.000 οικογένειες Κρωμιωτών (10.000 ψυχές) α-πόκτησαν ένα είδος ρωσικής υπηκοότητας μετά τη φανέρωσή τους.
Σε επόμενη έκθεσή του, της 30 Ιανουαρίου 1868, ο Palgrave γίνεται ακόμη πιο κατηγορηματικός ως προς τα πλεονεκτήματα των χριστιανών. Πρώτα - πρώτα, έλεγε, όλο το βάρος της στρατιωτικής υπηρεσίας, κύριας και βοηθητικής, έπεφτε εξολοκλήρου στους ώμους των μουσουλμάνων. Οι χριστιανοί πλήρωναν ένα μικρό μόνο ποσό για την απαλλαγή τους, πράγμα που «αποτελούσε κραυγαλέα αδικία και απαιτούσε σοβαρή αντιμετώπιση». Έπειτα, επισκέφτηκε, για επιτόπια εξέταση, περιοχές γνωστές για τον αντιχριστιανικό τους φανατισμό, από Ερζερούμ, Καρς και Αδραχάν μέχρι Αμάσεια, Τσιόρουμ, Υοσγάτη, Σεβάστεια, Καισάρεια και Κασταμονή. Παντού οδηγήθηκε στην ίδια αυτή διαπίστωση. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να πιστέψει ότι η οθωμανική Κυβέρνηση καταπίεζε τους μουσουλμάνους και ευνοούσε τους χριστιανούς υπηκόους της. Και πρότεινε, ως μέτρο ρύθμισης αυτής της ανωμαλίας, την ίση κατανομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, κάτω από μία δίκαιη διοίκηση.
Η άνιση αυτή μεταχείριση φαίνεται, κατά την ίδια πάντα έκθεση, και από το γεγονός ότι μόνο οι χριστιανοί έβρισκαν προστασία στις κεντρικές υπηρεσίες της πρωτεύουσας, σε πρεσβείες, προξενεία και δικαστήρια. Εξάλλου, όχι μόνο στα παράλια, αλλά και στο εσωτερικό, οι χριστιανοί είχαν να επιδείξουν φανταχτερά σπίτια, πολυτελή ενδύματα και κοσμήματα.
Ακόμη κι όταν, λίγο αργότερα, συγκροτήθηκε στην Τραπεζούντα το επαρχιακό συμβούλιο της μεικτής αστυνομίας, ακολούθησαν έντονες αντιδράσεις από μέρους του κλήρου και του λαού, ωσότου δόθηκε ρητή διαβεβαίωση ότι η συμμετοχή τους ήταν προαιρετική.
Τέλος, η κυβέρνηση αποφάσισε, με σύμφωνη και τη γνώμη των Ευρωπαίων, ότι οι Κρωμιώτες μπορούσαν, βέβαια, ν' απαλλαγούν από το φόρο, έπρεπε, όμως, να συνεχίζουν να στρατεύονται ως βοηθητικοί. Η άρνηση των Κρωμιωτών και η επίμονη απαίτηση της αντίθετης ρύθμισης προκάλεσαν την αντίδραση των μουσουλμάνων και την επέμβαση της Κωνσταντινούπολης. Κατά την προσωπική εκτίμηση του Άγγλου Πρόξενου (Palgrave), τα παράπονα των χριστιανών, ιδίως των Ελλήνων, ήταν ανυπόστατα. Μερικές μόνο περιπτώσεις φανατικής συμπεριφοράς των μουσουλμάνων καταγγέλθηκαν, αλλά κι αυτές αντιμετωπίστηκαν δραστήρια από τις τουρκικές αρχές.
Γενικά, κατά τον Άγγλο Πρόξενο πάντα, οι χριστιανοί, με την προστασία των Δυνάμεων, ιδίως της Ρωσίας, ήταν ελεύθεροι στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ίδρυαν εκκλησίες και ύψωναν καμπάνες. Μ' άλλα λόγια, οι Έλληνες της περιοχής δε στόχευαν στην ισοτιμία με τους μουσουλμάνους, που ήδη την είχαν, αλλά στο να γίνουν αφεντικά.
Τέλος, ο πρόξενος παρατηρούσε ότι κάπου 2.000 οικογένειες Κρωμιωτών (10.000 ψυχές) α-πόκτησαν ένα είδος ρωσικής υπηκοότητας μετά τη φανέρωσή τους.
Σε επόμενη έκθεσή του, της 30 Ιανουαρίου 1868, ο Palgrave γίνεται ακόμη πιο κατηγορηματικός ως προς τα πλεονεκτήματα των χριστιανών. Πρώτα - πρώτα, έλεγε, όλο το βάρος της στρατιωτικής υπηρεσίας, κύριας και βοηθητικής, έπεφτε εξολοκλήρου στους ώμους των μουσουλμάνων. Οι χριστιανοί πλήρωναν ένα μικρό μόνο ποσό για την απαλλαγή τους, πράγμα που «αποτελούσε κραυγαλέα αδικία και απαιτούσε σοβαρή αντιμετώπιση». Έπειτα, επισκέφτηκε, για επιτόπια εξέταση, περιοχές γνωστές για τον αντιχριστιανικό τους φανατισμό, από Ερζερούμ, Καρς και Αδραχάν μέχρι Αμάσεια, Τσιόρουμ, Υοσγάτη, Σεβάστεια, Καισάρεια και Κασταμονή. Παντού οδηγήθηκε στην ίδια αυτή διαπίστωση. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να πιστέψει ότι η οθωμανική Κυβέρνηση καταπίεζε τους μουσουλμάνους και ευνοούσε τους χριστιανούς υπηκόους της. Και πρότεινε, ως μέτρο ρύθμισης αυτής της ανωμαλίας, την ίση κατανομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, κάτω από μία δίκαιη διοίκηση.
Η άνιση αυτή μεταχείριση φαίνεται, κατά την ίδια πάντα έκθεση, και από το γεγονός ότι μόνο οι χριστιανοί έβρισκαν προστασία στις κεντρικές υπηρεσίες της πρωτεύουσας, σε πρεσβείες, προξενεία και δικαστήρια. Εξάλλου, όχι μόνο στα παράλια, αλλά και στο εσωτερικό, οι χριστιανοί είχαν να επιδείξουν φανταχτερά σπίτια, πολυτελή ενδύματα και κοσμήματα.
Ακόμη κι όταν, λίγο αργότερα, συγκροτήθηκε στην Τραπεζούντα το επαρχιακό συμβούλιο της μεικτής αστυνομίας, ακολούθησαν έντονες αντιδράσεις από μέρους του κλήρου και του λαού, ωσότου δόθηκε ρητή διαβεβαίωση ότι η συμμετοχή τους ήταν προαιρετική.
Ευστάθιος Πελαγίδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου