Πρέπει πρώτα να πούμε ότι η ΕΑΠ και η ελληνική Πολιτεία ανέλαβαν να εξασφαλίσουν συνθήκες αποκατάστασης σε όλους τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα, στη θυελλώδη περίοδο 1912-1930. Για το σκοπό αυτό, κατά το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου της Γενεύης, της 29 Σεπτεμβρίου 1923, η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να εκχωρήσει στην ΕΑΠ, με τίτλους πλήρους κυριότητας, έκταση γης όχι μικρότερη από 5.000.000 στρέμματα. Η παραπάνω έκταση, απαλλαγμένη από υποθήκες και επιβαρύνσεις, θα υπηρετούσε δυο στόχους:
1) Ως καλλιεργήσιμη περιοχή και ως χώρος εγκατάστασης των προσφύγων, θα συνέβαλλε στη μόνιμη αποκατάστασή τους κάτω από συνθήκες οικονομικής αυτάρκειας.
2) Ως ακίνητη περιουσία, θα αποτελούσε εγγύηση για το προσφυγικό δάνειο που επρόκειτο να διαχειριστεί η ΕΑΠ.
Η διπλή αυτή στόχευση επέβαλλε στην ΕΑΠ δύο αντίστοιχα καθήκοντα:
Το πρώτο, να διαθέτει τα ποσά που έχει, κάθε φορά, στη διάθεσή της, κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την αποκατάσταση των προσφύγων σε παραγωγική εργασία.
Το δεύτερο, να βεβαιώνει ότι οι εγγυήσεις που προβλέπονται από το Πρωτόκολλο της Γενεύης, θα έχουν πλήρη κάλυψη, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους. Επομένως, τα τρέχοντα έξοδα θα είναι κανονισμένα κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η τελική εξόφληση του δανείου.
Η λειτουργία της ΕΑΠ, ουσιαστικά, αρχίζει από τη Θεσσαλονίκη στις 11 Νοεμβρίου 1923. Στελέχη του Οργανισμού είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν τη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας και να επιθεωρήσουν την οργάνωση και το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης σ' αυτή την περιοχή, πριν συσταθεί και αναλάβει τη σχετική ευθύνη η ΕΑΠ. Η επίσκεψη αυτή έγινε, επειδή στη Μακεδονία, όπου επρόκειτο να αποκατασταθεί η μεγάλη μάζα των προσφύγων, εντοπιζόταν ο κύριος όγκος του προβλήματος. Η πληθωρική εγκατάσταση των προσφύγων στο μακεδονικό χώρο οφείλεται, από τη μια, στο εύφορο έδαφος και στις εκτεταμένες ακαλλιέργητες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Από την άλλη, στο μεγάλο αριθμό ανταλλαξίμων Μουσουλμάνων, οι οποίοι επρόκειτο να αναχωρήσουν για την Τουρκία, αφήνοντας πίσω τους μεγάλες εκτάσεις χωραφιών και σπίτια προς όφελος της προσφυγικής αποκατάστασης.
Εκτός από τον κρατικό μηχανισμό εποικισμού της Μακεδονίας, η ΕΑΠ επιθεώρησε και αρκετούς οικισμούς, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί πρόσφυγες, και ερεύνησε τη διανομή οικοδομήσιμων υλικών, σπόρων, αγροτικών εφοδίων, αλλά και την ανέγερση σπιτιών, δίπλα στα άθλια προσφυγικά παραπήγματα. Επισκέφτηκε, ακόμη, και φιλανθρωπικά ιδρύματα για προσφορά βοήθειας στους πρόσφυγες και σχημάτισε μια γενική εικόνα για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή του Αξιού.
Ανάλογες επαφές είχε, αμέσως μετά, και στην Αθήνα με Υπουργούς και Υπουργεία που σχετίζονταν με το πρόβλημα της αποκατάστασης (Γεωργίας, Εξωτερικών και Οικονομικών). Αποτέλεσμα αυτών των επαφών ήταν να ψηφιστεί από την ελληνική κυβέρνηση το Ν.Δ. της 17 Δεκεμβρίου 1923, το οποίο εξασφάλιζε νομική υπόσταση και κατοχύρωση στη λειτουργία της ΕΑΠ, όπως όριζε το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της Γενεύης.
Προκειμένου να προλάβει τη χειροτέρευση των σπιτιών μερικής κατασκευής, να εκμεταλλευτεί την περίοδο της σποράς που πλησίαζε και να αξιοποιήσει τα υλικά που ήδη προωθήθηκαν για την ανέγερση νέων κτιρίων, η ΕΑΠ αποφάσισε να συνεχίσει όλες τις εργασίες που εκτελούνταν τότε από την κυβέρνηση.
Εξάλλου, θα ήταν άστοχο και περιττό να εγκαινιάσει μια εξολοκλήρου καινούρια τακτική, αφού φάνηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος του εν ενεργεία κρατικού εποικιστικού μηχανισμού ήταν πετυχημένο και θα μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία του με τη δική της πια συμβολή. Μάλιστα, εξαίρετοι με ιδιαίτερη έμφαση ο μέχρι τότε ρόλος της ελληνικής κυβέρνησης και όλων των ντόπιων Ελλήνων για την αντιμετώπιση του κολοσσιαίου αυτού προβλήματος.
Επομένως, η ΕΑΠ σκόπευε να ανταποκριθεί με υπευθυνότητα στις απαιτήσεις των περιστάσεων για υλικά και εφόδια (ξυλεία και άλλα οικοδομικά υλικά, σιτάρι, άροτρα κ.λ.η.), τα οποία παραγγέλθηκαν από την κυβέρνηση, αλλά δεν έφτασαν ακόμη ή δεν πληρώθηκαν. Και όλα αυτά, με τον απαραίτητο όρο ότι τα χωράφια θα παραχωρηθούν με πλήρη κυριότητα.
Για τις εκκρεμότητες αυτές η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να επιχορηγήσει την ΕΑΠ, μέσω της Ε.Τ.Ε. (Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος) με ένα ποσό 160.000 λιρών Αγγλίας. Έτσι, και οι εργασίες συνεχίστηκαν και η ΕΑΠ κατοχυρώθηκε.
Με βάση τα παραπάνω, η ΕΑΠ εξέτασε προσεχτικά τον καλύτερο τρόπο κατανομής των πιστώσεων που είχε στη διάθεσή της και είχε επιλέξει μια από τις δύο προοπτικές:
1) Πλήρη εφοδιασμό και αποκατάσταση ενός περιορισμένου αριθμού προσφύγων,
2) διάθεση των κονδυλίων σε ένα μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων και χορήγηση σ' αυτούς του απόλυτα ελάχιστου ποσού που θα τους βοηθήσει ν’ αρχίσουν να εργάζονται. Προτιμήθηκε η δεύτερη επιλογή, γιατί από πολύ νωρίς παρατηρήθηκε ότι ο μέσος πρόσφυγας διαθέτει πληθώρα ικανοτήτων, για να βοηθήσει τον εαυτό του και να στηρίξει την ατομική του πρόοδο. Έπειτα, ήταν βέβαιο ότι θα παρουσιάσει πολύ καλά αποτελέσματα, αν του χορηγηθούν κτήνη και κάποια ποσότητα υλικών, έστω κι αν δεν επαρκούν για την οριστική του αποκατάσταση. Και, ενώ η ελληνική κυβέρνηση έκλεινε προς την άποψη να διαθέσει περισσότερα κονδύλια στην αστική αποκατάσταση, η ΕΑΠ εισηγήθηκε μια ρύθμιση που θα ικανοποιούσε και τους αγρότες και τους αστούς πρόσφυγες. Έτσι, το ποσό των 80.000 Λ.Α. ή 20.000.000 δρχ., προϊόν φορολογίας καπνού της Θράκης, παραγωγής 1924, συμφωνήθηκε να ξοδευτεί στη Δυτ. Θράκη και Αν. Μακεδονία.
Ύστερα από αυτά, μέσα στο πρώτο κιόλας 8μηνο της λειτουργίας της (Ιανουάριος - Αύγουστος 1924) η ΕΑΠ είχε δαπανήσει ποσό 3.000.000 Λ.Α. για την προσφυγική αποκατάσταση, πέρα από όσα ξόδεψε η ελληνική κυβέρνηση. Ακόμη, ήταν σε θέση να εκτιμήσει ότι με 50 Λ.Α. για κάθε οικογένεια και με ένα συνολικό ποσό 10.000.000 Λ.Α. θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί κάπως ανεκτά το όλο πρόβλημα, για έναν πληθυσμό γύρω στα 500.000 άτομα. Το σημαντικότερο που πέτυχε ήταν η αναγνώριση και εμπιστοσύνη του προσφυγικού κόσμου.
Όταν, αρχές του 1925, άρχισαν να παραλαμβάνονται οι κανονικές δόσεις από τα προσφυγικά δάνεια του εξωτερικού, αλλά και της Ε.Τ.Ε., συνολικού ύψους 10.099.543 Λ.Α., η ΕΑΠ μπορούσε πια να καταστρώνει τα προγράμματά της για τις εργασίες του 1925 κ.ε. Πρώτα-πρώτα, να βοηθήσει τους αγρότες πρόσφυγες που δεν είχαν εγκατασταθεί ακόμη, ώστε στο μέλλον να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι, έχοντας στην κατοχή τους σπίτια, σπόρους, κτήνη και αγροτικά εργαλεία. Έπειτα, να φροντίσει να δοθούν στους αστούς πρόσφυγες, όσο γίνεται, περισσότερα σπίτια, πράγμα που συνιστούσε την ουσία της αστικής αποκατάστασης. Εν τω μεταξύ, ως τις 31 Δεκεμβρίου 1924, είχε διαχειριστεί ποσό
3.700.000 Λ.Α.
Για να μπορέσει να προχωρήσει στην απρόσκοπτη υλοποίηση του προγράμματός της, έπρεπε να ρυθμίσει κάποια ζητήματα που δεν καλύπτονταν από το Πρωτόκολλο της Γενεύης και το καταστατικό της ΕΑΠ, της 29 Σεπτεμβρίου 1923, ούτε και από το Ν.Δ. της 17 Δεκεμβρίου 1923. Έτσι, η Σύμβαση της 30 Ιανουαρίου 1925, μεταξύ ΕΑΠ και ελληνικής κυβέρνησης, θέτει τις βάσεις της σωστής υλοποίησης του Πρωτοκόλλου ως προς το μεγάλο θέμα της παραχώρησης των μουσουλμανικών κτημάτων στην ΕΑΠ: Καθορίζει με ακρίβεια τις ευθύνες των δύο συμβαλλομένων φορέων και συγκροτεί ειδικό Μεικτό Συμβούλιο από εκπροσώπους του Υπουργείου, των προσφύγων και της ΕΑΠ, αλλά και τοπικές επιτροπές, για τη ρύθμιση των διαφορών που τυχόν θα ανέκυπταν μεταξύ ντόπιων και προσφύγων. Ρυθμίζει, ακόμη, ζητήματα προσωπικού της ΕΑΠ και τρόπους αποτελεσματικής διανομής των κτημάτων στους πρόσφυγες.
Τα κονδύλια, όμως, της ΕΑΠ από τα έσοδα εξωτερικών δανείων του 1924, σχεδόν εξαντλή-θηκαν ως τις αρχές του 1927, έξω από ένα ποσό 500.000 Λ.Α. για απρόβλεπτες ανάγκες.
Γι' αυτό και μέχρι να εκδοθούν τα νέα δάνεια του 1926 και 1929, ύψους 499.759 Λ.Α. και 2.503.275 Λ.Α., αντίστοιχα, ακολουθείται τακτική συντήρησης και απλής συμπλήρωσης των εκτελούμενων έργων. Παράλληλα καταστρώνονται προσωρινοί προϋπολογισμοί για την αγροτική και αστική αποκατάσταση και αντιμετωπίζονται τρέχουσες ανάγκες με κονδύλια που χορηγεί η κυβέρνηση, μέχρι το ποσό των 2.000.000 Λ.Α., ως προκαταβολές έναντι δανείων, αλλά και ως συμπληρωματικές πιστώσεις.
Με την έκδοση των δύο παραπάνω δανείων, η ΕΑΠ συνεχίζει τις δραστηριότητές της στον αγροτικό και αστικό τομέα, περιορίζεται, όμως, στη συμπλήρωση και ολοκλήρωση των έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη, μια και το σύνολο του προϊόντος αυτών των πηγών δεν ξεπερνά τα 3.000.000 Λ.Α. Έτσι, οι συνολικές της δαπάνες ως τις 30 Ιουνίου 1930, όπως εμφανίζονται στην τελευταία της Έκθεση, ανέρχονται:
α) για την αγροτική αποκατάσταση, σε 10.422.931 Λ. Α.
β) για την αστική, σε 2.011.458 Λ.Α. Υπόλοιπο στην Τράπεζα και σε μετρητά: 790.368 Λ.Α. (αντιστοιχία νομισμάτων, κατά μ.ό., από την ίδρυση της ΕΑΠ μέχρι 30 Ιουνίου 1930:1 Λ.Α. = 354,470 δρχ.).
Με τις δαπάνες αυτές αποκαταστάθηκαν: α) πάνω από 145.000 αγροτικές οικογένειες, β) γύρω στις 125.000 αστικές. Οι αγροτικές, σύμφωνα με έκθεση της ΚΤ.Ε. (1926), κατανέμονται ως εξής:
Πρόσφυγες Μακεδονία Θράκη Άλλες περιοχές Σύνολο
Οικογένειες 116.403 16.596 14.250 147.249
Άτομα 430.295 68.358 53.283 551.936
1) Ως καλλιεργήσιμη περιοχή και ως χώρος εγκατάστασης των προσφύγων, θα συνέβαλλε στη μόνιμη αποκατάστασή τους κάτω από συνθήκες οικονομικής αυτάρκειας.
2) Ως ακίνητη περιουσία, θα αποτελούσε εγγύηση για το προσφυγικό δάνειο που επρόκειτο να διαχειριστεί η ΕΑΠ.
Η διπλή αυτή στόχευση επέβαλλε στην ΕΑΠ δύο αντίστοιχα καθήκοντα:
Το πρώτο, να διαθέτει τα ποσά που έχει, κάθε φορά, στη διάθεσή της, κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την αποκατάσταση των προσφύγων σε παραγωγική εργασία.
Το δεύτερο, να βεβαιώνει ότι οι εγγυήσεις που προβλέπονται από το Πρωτόκολλο της Γενεύης, θα έχουν πλήρη κάλυψη, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους. Επομένως, τα τρέχοντα έξοδα θα είναι κανονισμένα κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η τελική εξόφληση του δανείου.
Η λειτουργία της ΕΑΠ, ουσιαστικά, αρχίζει από τη Θεσσαλονίκη στις 11 Νοεμβρίου 1923. Στελέχη του Οργανισμού είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν τη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας και να επιθεωρήσουν την οργάνωση και το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης σ' αυτή την περιοχή, πριν συσταθεί και αναλάβει τη σχετική ευθύνη η ΕΑΠ. Η επίσκεψη αυτή έγινε, επειδή στη Μακεδονία, όπου επρόκειτο να αποκατασταθεί η μεγάλη μάζα των προσφύγων, εντοπιζόταν ο κύριος όγκος του προβλήματος. Η πληθωρική εγκατάσταση των προσφύγων στο μακεδονικό χώρο οφείλεται, από τη μια, στο εύφορο έδαφος και στις εκτεταμένες ακαλλιέργητες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Από την άλλη, στο μεγάλο αριθμό ανταλλαξίμων Μουσουλμάνων, οι οποίοι επρόκειτο να αναχωρήσουν για την Τουρκία, αφήνοντας πίσω τους μεγάλες εκτάσεις χωραφιών και σπίτια προς όφελος της προσφυγικής αποκατάστασης.
Εκτός από τον κρατικό μηχανισμό εποικισμού της Μακεδονίας, η ΕΑΠ επιθεώρησε και αρκετούς οικισμούς, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί πρόσφυγες, και ερεύνησε τη διανομή οικοδομήσιμων υλικών, σπόρων, αγροτικών εφοδίων, αλλά και την ανέγερση σπιτιών, δίπλα στα άθλια προσφυγικά παραπήγματα. Επισκέφτηκε, ακόμη, και φιλανθρωπικά ιδρύματα για προσφορά βοήθειας στους πρόσφυγες και σχημάτισε μια γενική εικόνα για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή του Αξιού.
Ανάλογες επαφές είχε, αμέσως μετά, και στην Αθήνα με Υπουργούς και Υπουργεία που σχετίζονταν με το πρόβλημα της αποκατάστασης (Γεωργίας, Εξωτερικών και Οικονομικών). Αποτέλεσμα αυτών των επαφών ήταν να ψηφιστεί από την ελληνική κυβέρνηση το Ν.Δ. της 17 Δεκεμβρίου 1923, το οποίο εξασφάλιζε νομική υπόσταση και κατοχύρωση στη λειτουργία της ΕΑΠ, όπως όριζε το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της Γενεύης.
Προκειμένου να προλάβει τη χειροτέρευση των σπιτιών μερικής κατασκευής, να εκμεταλλευτεί την περίοδο της σποράς που πλησίαζε και να αξιοποιήσει τα υλικά που ήδη προωθήθηκαν για την ανέγερση νέων κτιρίων, η ΕΑΠ αποφάσισε να συνεχίσει όλες τις εργασίες που εκτελούνταν τότε από την κυβέρνηση.
Εξάλλου, θα ήταν άστοχο και περιττό να εγκαινιάσει μια εξολοκλήρου καινούρια τακτική, αφού φάνηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος του εν ενεργεία κρατικού εποικιστικού μηχανισμού ήταν πετυχημένο και θα μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία του με τη δική της πια συμβολή. Μάλιστα, εξαίρετοι με ιδιαίτερη έμφαση ο μέχρι τότε ρόλος της ελληνικής κυβέρνησης και όλων των ντόπιων Ελλήνων για την αντιμετώπιση του κολοσσιαίου αυτού προβλήματος.
Επομένως, η ΕΑΠ σκόπευε να ανταποκριθεί με υπευθυνότητα στις απαιτήσεις των περιστάσεων για υλικά και εφόδια (ξυλεία και άλλα οικοδομικά υλικά, σιτάρι, άροτρα κ.λ.η.), τα οποία παραγγέλθηκαν από την κυβέρνηση, αλλά δεν έφτασαν ακόμη ή δεν πληρώθηκαν. Και όλα αυτά, με τον απαραίτητο όρο ότι τα χωράφια θα παραχωρηθούν με πλήρη κυριότητα.
Για τις εκκρεμότητες αυτές η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να επιχορηγήσει την ΕΑΠ, μέσω της Ε.Τ.Ε. (Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος) με ένα ποσό 160.000 λιρών Αγγλίας. Έτσι, και οι εργασίες συνεχίστηκαν και η ΕΑΠ κατοχυρώθηκε.
Με βάση τα παραπάνω, η ΕΑΠ εξέτασε προσεχτικά τον καλύτερο τρόπο κατανομής των πιστώσεων που είχε στη διάθεσή της και είχε επιλέξει μια από τις δύο προοπτικές:
1) Πλήρη εφοδιασμό και αποκατάσταση ενός περιορισμένου αριθμού προσφύγων,
2) διάθεση των κονδυλίων σε ένα μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων και χορήγηση σ' αυτούς του απόλυτα ελάχιστου ποσού που θα τους βοηθήσει ν’ αρχίσουν να εργάζονται. Προτιμήθηκε η δεύτερη επιλογή, γιατί από πολύ νωρίς παρατηρήθηκε ότι ο μέσος πρόσφυγας διαθέτει πληθώρα ικανοτήτων, για να βοηθήσει τον εαυτό του και να στηρίξει την ατομική του πρόοδο. Έπειτα, ήταν βέβαιο ότι θα παρουσιάσει πολύ καλά αποτελέσματα, αν του χορηγηθούν κτήνη και κάποια ποσότητα υλικών, έστω κι αν δεν επαρκούν για την οριστική του αποκατάσταση. Και, ενώ η ελληνική κυβέρνηση έκλεινε προς την άποψη να διαθέσει περισσότερα κονδύλια στην αστική αποκατάσταση, η ΕΑΠ εισηγήθηκε μια ρύθμιση που θα ικανοποιούσε και τους αγρότες και τους αστούς πρόσφυγες. Έτσι, το ποσό των 80.000 Λ.Α. ή 20.000.000 δρχ., προϊόν φορολογίας καπνού της Θράκης, παραγωγής 1924, συμφωνήθηκε να ξοδευτεί στη Δυτ. Θράκη και Αν. Μακεδονία.
Ύστερα από αυτά, μέσα στο πρώτο κιόλας 8μηνο της λειτουργίας της (Ιανουάριος - Αύγουστος 1924) η ΕΑΠ είχε δαπανήσει ποσό 3.000.000 Λ.Α. για την προσφυγική αποκατάσταση, πέρα από όσα ξόδεψε η ελληνική κυβέρνηση. Ακόμη, ήταν σε θέση να εκτιμήσει ότι με 50 Λ.Α. για κάθε οικογένεια και με ένα συνολικό ποσό 10.000.000 Λ.Α. θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί κάπως ανεκτά το όλο πρόβλημα, για έναν πληθυσμό γύρω στα 500.000 άτομα. Το σημαντικότερο που πέτυχε ήταν η αναγνώριση και εμπιστοσύνη του προσφυγικού κόσμου.
Όταν, αρχές του 1925, άρχισαν να παραλαμβάνονται οι κανονικές δόσεις από τα προσφυγικά δάνεια του εξωτερικού, αλλά και της Ε.Τ.Ε., συνολικού ύψους 10.099.543 Λ.Α., η ΕΑΠ μπορούσε πια να καταστρώνει τα προγράμματά της για τις εργασίες του 1925 κ.ε. Πρώτα-πρώτα, να βοηθήσει τους αγρότες πρόσφυγες που δεν είχαν εγκατασταθεί ακόμη, ώστε στο μέλλον να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι, έχοντας στην κατοχή τους σπίτια, σπόρους, κτήνη και αγροτικά εργαλεία. Έπειτα, να φροντίσει να δοθούν στους αστούς πρόσφυγες, όσο γίνεται, περισσότερα σπίτια, πράγμα που συνιστούσε την ουσία της αστικής αποκατάστασης. Εν τω μεταξύ, ως τις 31 Δεκεμβρίου 1924, είχε διαχειριστεί ποσό
3.700.000 Λ.Α.
Για να μπορέσει να προχωρήσει στην απρόσκοπτη υλοποίηση του προγράμματός της, έπρεπε να ρυθμίσει κάποια ζητήματα που δεν καλύπτονταν από το Πρωτόκολλο της Γενεύης και το καταστατικό της ΕΑΠ, της 29 Σεπτεμβρίου 1923, ούτε και από το Ν.Δ. της 17 Δεκεμβρίου 1923. Έτσι, η Σύμβαση της 30 Ιανουαρίου 1925, μεταξύ ΕΑΠ και ελληνικής κυβέρνησης, θέτει τις βάσεις της σωστής υλοποίησης του Πρωτοκόλλου ως προς το μεγάλο θέμα της παραχώρησης των μουσουλμανικών κτημάτων στην ΕΑΠ: Καθορίζει με ακρίβεια τις ευθύνες των δύο συμβαλλομένων φορέων και συγκροτεί ειδικό Μεικτό Συμβούλιο από εκπροσώπους του Υπουργείου, των προσφύγων και της ΕΑΠ, αλλά και τοπικές επιτροπές, για τη ρύθμιση των διαφορών που τυχόν θα ανέκυπταν μεταξύ ντόπιων και προσφύγων. Ρυθμίζει, ακόμη, ζητήματα προσωπικού της ΕΑΠ και τρόπους αποτελεσματικής διανομής των κτημάτων στους πρόσφυγες.
Τα κονδύλια, όμως, της ΕΑΠ από τα έσοδα εξωτερικών δανείων του 1924, σχεδόν εξαντλή-θηκαν ως τις αρχές του 1927, έξω από ένα ποσό 500.000 Λ.Α. για απρόβλεπτες ανάγκες.
Γι' αυτό και μέχρι να εκδοθούν τα νέα δάνεια του 1926 και 1929, ύψους 499.759 Λ.Α. και 2.503.275 Λ.Α., αντίστοιχα, ακολουθείται τακτική συντήρησης και απλής συμπλήρωσης των εκτελούμενων έργων. Παράλληλα καταστρώνονται προσωρινοί προϋπολογισμοί για την αγροτική και αστική αποκατάσταση και αντιμετωπίζονται τρέχουσες ανάγκες με κονδύλια που χορηγεί η κυβέρνηση, μέχρι το ποσό των 2.000.000 Λ.Α., ως προκαταβολές έναντι δανείων, αλλά και ως συμπληρωματικές πιστώσεις.
Με την έκδοση των δύο παραπάνω δανείων, η ΕΑΠ συνεχίζει τις δραστηριότητές της στον αγροτικό και αστικό τομέα, περιορίζεται, όμως, στη συμπλήρωση και ολοκλήρωση των έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη, μια και το σύνολο του προϊόντος αυτών των πηγών δεν ξεπερνά τα 3.000.000 Λ.Α. Έτσι, οι συνολικές της δαπάνες ως τις 30 Ιουνίου 1930, όπως εμφανίζονται στην τελευταία της Έκθεση, ανέρχονται:
α) για την αγροτική αποκατάσταση, σε 10.422.931 Λ. Α.
β) για την αστική, σε 2.011.458 Λ.Α. Υπόλοιπο στην Τράπεζα και σε μετρητά: 790.368 Λ.Α. (αντιστοιχία νομισμάτων, κατά μ.ό., από την ίδρυση της ΕΑΠ μέχρι 30 Ιουνίου 1930:1 Λ.Α. = 354,470 δρχ.).
Με τις δαπάνες αυτές αποκαταστάθηκαν: α) πάνω από 145.000 αγροτικές οικογένειες, β) γύρω στις 125.000 αστικές. Οι αγροτικές, σύμφωνα με έκθεση της ΚΤ.Ε. (1926), κατανέμονται ως εξής:
Πρόσφυγες Μακεδονία Θράκη Άλλες περιοχές Σύνολο
Οικογένειες 116.403 16.596 14.250 147.249
Άτομα 430.295 68.358 53.283 551.936
Με τη διερεύνηση που εκθέσαμε παραπάνω φαίνεται ο καίριος ρόλος της ΕΑΠ στο έργο της προσφυγικής αποκατάστασης. Πράγματι, μέσα στα εφτά (7) χρόνια της λειτουργίας της κατάφερε να αποκαταστήσει το σύνολο, σχεδόν, του προσφυγικού πληθυσμού.
Έτσι, ο Ελληνισμός της Ανατολής και ο Ελλαδισμός της κυρίως Ελλάδας ανταμώνουν δημιουργικά και δρομολογούν μαζί τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Έτσι, ο Ελληνισμός της Ανατολής και ο Ελλαδισμός της κυρίως Ελλάδας ανταμώνουν δημιουργικά και δρομολογούν μαζί τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου