Οι κάτοικοι ενός προσφυγικού οικισμού ή αστικού συνοικισμού συνδέονται με δεσμούς κοινής καταγωγής, είτε συνολικά, είτε τμηματικά (κατά ομάδες). Σπανίζει η περίπτωση εγκατάστασης μεμονωμένων ατόμων σε προσφυγικό οικισμό, όπου δεν καλύπτεται η παραπάνω προϋπόθεση. Αλλά και το κριτήριο του γεωγραφικού παράγοντα και του φυσικού περιβάλλοντος λειτούργησε έτσι, ώστε η εγκατάσταση να γίνει σε περιοχές με γεωφυσικές συνθήκες παρόμοιες μ' αυτές που είχαν στην Τουρκία.
Για τους δύο παραπάνω λόγους, η νέα ονομασία που δόθηκε σ' ένα μεγάλο ποσοστό των αμιγών προσφυγικών οικισμών, προέρχεται από την παλιά ονομασία και ιστορία του χωριού ή της περιοχής προέλευσης των κατοίκων. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις, προέρχεται από την τοπική ιστορική παράδοση της νέας πατρίδας.
Πέρα απ' αυτά, και η κοινωνική θέση των προσφύγων έπαιξε κάποιο ρόλο στη μετονομασία και στη σύνθεση του πληθυσμού των αγροτικών και αστικών προσφυγικών οικισμών: από τη μια, το πιεστικό πρόβλημα του βιοπορισμού, από την άλλη, η αίσθηση της ανάγκης για αναζήτηση καταφύγιου ασφάλειας και αυτοεπιβεβαίωσης, ήταν σοβαρότατοι λόγοι που οδήγησαν στη σύνθεση αμιγών προσφυγικών οικισμών, ή γειτονιών, ή και συνοικισμών στις πόλεις.
Επομένως τα νέα ονόματα που δόθηκαν στους αμιγείς προσφυγικούς οικισμούς μαρτυρούν ότι κριτήριο για τη μετονομασία δεν ήταν άλλο από την εθνική και ηθική βαρύτητα που είχε ανάμεσα στους πρόσφυγες η πατρογονική εστία. Παρόλο που, από το Υπουργείο Εσωτερικών, συντάχτηκαν σχετικές οδηγίες, σε αρκετές περιπτώσεις δεν τηρήθηκαν οι υποδείξεις μετονομασίας των οικισμών. Και αυτό, γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, το νέο όνομα δεν εκφράζει μόνο το συναισθηματικό δεσμό με το παλιό και την παλιά κατάσταση, αλλά και την αναζήτηση καταφύγιου για κοινωνική αυτοεκτίμηση.
Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις η μετονομασία των χωριών προκαλούσε την αντίδραση ακόμη και των ντόπιων, όπως στην περίπτωση της Βλάστης και Εράτυρας Κοζάνης, οι οποίες προτάθηκε να μετονομαστούν, με βάση τα κριτήρια του Υπουργείου Εσωτερικών, σε Πολυνέρι και Κατωχώρι, αντίστοιχα. Η έντονη αντίδραση των κατοίκων και του τοπικού τύπου ματαίωσε τη μετονομασία.
Οι μετονομασίες των οικισμών ακολουθούσαν μια διαδικασία. Από τοπικές επιτροπές που συγκροτούσαν οι Νομάρχες υποβάλλονταν προτάσεις στην Κεντρική Επιτροπή Τοπωνυμιών του Υπουργείου Εσωτερικών, για τελική έγκριση. Τελικά, όλες οι εγκεκριμένες ονομασίες δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε ομαδικά, κατά επαρχίες.
Και, επειδή το ζήτημα των μετονομασιών ξεκίνησε, ως επίσημο πρόβλημα, μετά το 1926, γι' αυτό και η καταχώρηση των σχετικών περιπτώσεων στα φύλλα Εφημερίδας της Κυβέρνησης αρχίζει από το 1927 και συνεχίζεται, σταδιακά και σταθερά, στα επόμενα χρόνια.
Για τους δύο παραπάνω λόγους, η νέα ονομασία που δόθηκε σ' ένα μεγάλο ποσοστό των αμιγών προσφυγικών οικισμών, προέρχεται από την παλιά ονομασία και ιστορία του χωριού ή της περιοχής προέλευσης των κατοίκων. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις, προέρχεται από την τοπική ιστορική παράδοση της νέας πατρίδας.
Πέρα απ' αυτά, και η κοινωνική θέση των προσφύγων έπαιξε κάποιο ρόλο στη μετονομασία και στη σύνθεση του πληθυσμού των αγροτικών και αστικών προσφυγικών οικισμών: από τη μια, το πιεστικό πρόβλημα του βιοπορισμού, από την άλλη, η αίσθηση της ανάγκης για αναζήτηση καταφύγιου ασφάλειας και αυτοεπιβεβαίωσης, ήταν σοβαρότατοι λόγοι που οδήγησαν στη σύνθεση αμιγών προσφυγικών οικισμών, ή γειτονιών, ή και συνοικισμών στις πόλεις.
Επομένως τα νέα ονόματα που δόθηκαν στους αμιγείς προσφυγικούς οικισμούς μαρτυρούν ότι κριτήριο για τη μετονομασία δεν ήταν άλλο από την εθνική και ηθική βαρύτητα που είχε ανάμεσα στους πρόσφυγες η πατρογονική εστία. Παρόλο που, από το Υπουργείο Εσωτερικών, συντάχτηκαν σχετικές οδηγίες, σε αρκετές περιπτώσεις δεν τηρήθηκαν οι υποδείξεις μετονομασίας των οικισμών. Και αυτό, γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, το νέο όνομα δεν εκφράζει μόνο το συναισθηματικό δεσμό με το παλιό και την παλιά κατάσταση, αλλά και την αναζήτηση καταφύγιου για κοινωνική αυτοεκτίμηση.
Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις η μετονομασία των χωριών προκαλούσε την αντίδραση ακόμη και των ντόπιων, όπως στην περίπτωση της Βλάστης και Εράτυρας Κοζάνης, οι οποίες προτάθηκε να μετονομαστούν, με βάση τα κριτήρια του Υπουργείου Εσωτερικών, σε Πολυνέρι και Κατωχώρι, αντίστοιχα. Η έντονη αντίδραση των κατοίκων και του τοπικού τύπου ματαίωσε τη μετονομασία.
Οι μετονομασίες των οικισμών ακολουθούσαν μια διαδικασία. Από τοπικές επιτροπές που συγκροτούσαν οι Νομάρχες υποβάλλονταν προτάσεις στην Κεντρική Επιτροπή Τοπωνυμιών του Υπουργείου Εσωτερικών, για τελική έγκριση. Τελικά, όλες οι εγκεκριμένες ονομασίες δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε ομαδικά, κατά επαρχίες.
Και, επειδή το ζήτημα των μετονομασιών ξεκίνησε, ως επίσημο πρόβλημα, μετά το 1926, γι' αυτό και η καταχώρηση των σχετικών περιπτώσεων στα φύλλα Εφημερίδας της Κυβέρνησης αρχίζει από το 1927 και συνεχίζεται, σταδιακά και σταθερά, στα επόμενα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου