«Στις 25 Μαρτίου του 1908 το πλοίο που μ' έφερνε στην νέα μου επαρχία», γράφει ο ιεράρχης, "μπήκε σημαιοστόλιστο στο λιμάνι της Αμισού, της πιο εμπορικής πόλης του Πόντου, που ήταν συγχρόνως και έδρα της Μητροπόλεως...»
Έτσι άρχισε ένα νέο πεδίο εξίσου ευεργετικής για το γένος ηρωικής δραστηριότητας του Γερμανού Καραβαγγέλη, που συνεχίστηκε επί δεκατέσσερα χρόνια με ελάχιστες διακοπές. Στην αρχή βελτιώνει τα υπάρχοντα σχολεία στην επαρχία του και ιδρύει νέα, κτίζει εκκλησίες και κέντρα για τους Πόντιους της περιοχής, προάγει τα γράμματα και αναζωογονεί τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας όλα με μια ακάματη δραστηριότητα δημιουργίας θεσμών με χαρακτήρα μονιμότητας. Περιοδεύει σε πόλεις και χωριά. Και αργότερα, στην πίκρα από την αγνωμοσύνη της πολιτείας θυμάται:
«Σε αναφορά του προς το υπουργείο του, ο πρόξενος κ. Τζαννέτος, κατά το έτος 1911-12, μιλώντας για την κίνηση αυτή, γράφει, εκτός απ' όλα τ' άλλα, ότι μέσα στο σύντομο διάστημα των τριών τελευταίων χρόνων κτίστηκαν και ιδρύθηκαν πάνω από 115 καινούργιες σχολές και σχολεία στις πόλεις και στα χωριά της υπαίθρου...»
Το 1913, συνοδικός στο Πατριαρχείο, εκλέγεται τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου και διενεργεί εκλογές για το νέο Πατριάρχη. Παίρνει τους περισσότερους ψήφους για το τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο. Αλλά στην ψηφοφορία αφήνει τον εαυτό του κατά μέρος και ψηφίζει φανερά υπέρ του 82χρονου μητροπολίτης Χαλκηδόνας Γερμανού, αναγνωρίζοντας τις μεγάλες υπηρεσίες του στο έθνος.
Σε ένα χρόνο, το 1914 βρίσκεται και πάλι μαχητής στον Πόντο και πρωτοστατεί για να μην εγκατασταθούν Τούρκοι πρόσφυγες στα ελληνικά χωριά.
«Στο χωριό Δεύκερη, όπου στάθηκε η πρώτη προσφυγική ομάδα, οι Έλληνες κάτοικοι κατέλαβαν το δρόμο, με τα παιδιά και τις γυναίκες τους κι εμπόδισαν με τα στήθη τους την είσοδο των Τούρκων. Τότε η χωροφυλακή έκανε χρήση των όπλων και σκοτώθηκε ένας από τους χωρικούς, που οι συγχωριανοί του τον κήδεψαν επιδεικτικά σα σε συλλαλητήριο στην Αμισό. Το επεισόδιο αυτό και το θάρρος των χωρικών έσωσε τότε τον Πόντο...».
Αλλά η δραστηριότητα του εκκλησιαστικού αυτού ηγέτη δεν έχει όρια. Η μοίρα του ανοίγει ολοένα και νέους δρόμους θυσίας και προσφοράς. Αντιστέκεται στην στρατολογία των Ποντίων για την κατάταξή τους στα Τάγματα Εργασίας, τα οποία οργάνωσαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς, που στην πραγματικότητα ήταν τάγματα εξόντωσης.
Σώζει όσους περισσότερους Αρμένιους μπορεί από την τρομερή γενοκτονία. Προλαμβάνει το 1916 τη μετατόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και το 1917 τον απελαύνουν οι Τούρκοι στην πόλη, για να επανέλθει με το τέλος του πολέμου.
Τώρα ανοίγεται μπροστά του η διπλωματική δραστηριότητα. Ζητά την ανεξαρτησία του Πόντου από τους Συμμάχους και αρνείται να συναντήσει τον Κεμάλ, που είχε φύγει κρυφά από την Κωνσταντινούπολη για να διοργανώσει την αντίσταση κατά των Ελλήνων και είχε φτάσει, πριν από την εφαρμογή των σχεδίων του, στην Αμισό. Όταν αργότερα ο Κεμάλ άρχισε να αποκτά δύναμη, συγκεντρώνει αντικεμαλικά στοιχεία και Κούρδους, ενώ σχεδιάζει μια επιχείρηση Ποντίων σε συνεργασία με τον τακτικό ελληνικό στρατό, που οι Έλληνες κυβερνώντες δεν εγκρίνουν, μολονότι ο Κεμάλ με τον τρόπο αυτόν θα έμπαινε μεταξύ δύο πυρών. Οι σκηνές που περιγράφει για τις βιαιότητες των Τούρκων κατά των γυναικόπαιδων του Πόντου, επειδή ήθελαν να εκδικηθούν για τη δράση των Ποντίων ανταρτών στα βουνά, μοιάζουν με επεισόδια αρχαίας τραγωδίας.
Αρχίζει τώρα, ο επίλογος, η περίοδος της αγνωμοσύνης του κράτους, που με τόση αυταπάρνηση υπηρέτησε και τόσα προσέφερε στο γένος. Τον εκλέγουν μητροπολίτη Ιωαννίνων και του αφαιρούν την μητρόπολη, ενώ τον παραμερίζουν στην εκλογή του μητροπολίτη Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Το 1924, ψηφίζεται από το πατριαρχείο μητροπολίτης Ουγγαρίας. Το ποίμνιο του είναι μόνο επτά ελληνικές οικογένειες στη Βουδαπέστη, που κι αυτές έχουν εξουγγρισθεί. Σε λίγο καταργείται η μητρόπολη της Ουγγαρίας και τον τοποθετούν στη Βιέννη. Αγωνίζεται για τις αποδοχές του, που η κυβέρνηση τις φαλκιδεύει ολοένα και περισσότερο.
«Έτσι σήμερα κατάντησα να περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ’ ερείπια, εξόριστος από την Καστοριά, απ' την Αμάσεια, απ' την Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές το μαρτυρικό θάνατο στην Τουρκία και τελικά εξόριστος κι απ' την Ελλάδα, που υπηρέτησα μ' αυταπάρνηση σαράντα ολόκληρα χρόνια».
Πέθανε στην «εξορία» του, όπως χαρακτήριζε τη Βιέννη, μόνος κι έρημος «περίλυπος έως θανάτου». Τα οστά του μεταφέρθηκαν με επιβλητικές τελετές χάρη στην πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στην Καστοριά, όπου έδρασε τόσο αποτελεσματικά. Η μεταφορά έγινε με πομπή και μεγαλοπρέπεια δυσανάλογη προς την αγνωμοσύνη που του έδειξε η πολιτεία και ο ανδριάντας του σήμερα, επιβλητικός, ατενίζει τα βουνά της Καστοριάς σαν σύμβολο ότι ούτε οι Καστοριανοί ούτε και οι Μακεδόνες που του οφείλουν μεγάλο μέρος από την ελευθερία τους, τον λησμόνησαν. Ασφαλώς, ούτε και ο Πόντος.
Χρίστος Λαμπρινός
Γερμανός Καραβαγγέλης |
«Σε αναφορά του προς το υπουργείο του, ο πρόξενος κ. Τζαννέτος, κατά το έτος 1911-12, μιλώντας για την κίνηση αυτή, γράφει, εκτός απ' όλα τ' άλλα, ότι μέσα στο σύντομο διάστημα των τριών τελευταίων χρόνων κτίστηκαν και ιδρύθηκαν πάνω από 115 καινούργιες σχολές και σχολεία στις πόλεις και στα χωριά της υπαίθρου...»
Το 1913, συνοδικός στο Πατριαρχείο, εκλέγεται τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου και διενεργεί εκλογές για το νέο Πατριάρχη. Παίρνει τους περισσότερους ψήφους για το τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο. Αλλά στην ψηφοφορία αφήνει τον εαυτό του κατά μέρος και ψηφίζει φανερά υπέρ του 82χρονου μητροπολίτης Χαλκηδόνας Γερμανού, αναγνωρίζοντας τις μεγάλες υπηρεσίες του στο έθνος.
Σε ένα χρόνο, το 1914 βρίσκεται και πάλι μαχητής στον Πόντο και πρωτοστατεί για να μην εγκατασταθούν Τούρκοι πρόσφυγες στα ελληνικά χωριά.
«Στο χωριό Δεύκερη, όπου στάθηκε η πρώτη προσφυγική ομάδα, οι Έλληνες κάτοικοι κατέλαβαν το δρόμο, με τα παιδιά και τις γυναίκες τους κι εμπόδισαν με τα στήθη τους την είσοδο των Τούρκων. Τότε η χωροφυλακή έκανε χρήση των όπλων και σκοτώθηκε ένας από τους χωρικούς, που οι συγχωριανοί του τον κήδεψαν επιδεικτικά σα σε συλλαλητήριο στην Αμισό. Το επεισόδιο αυτό και το θάρρος των χωρικών έσωσε τότε τον Πόντο...».
Αλλά η δραστηριότητα του εκκλησιαστικού αυτού ηγέτη δεν έχει όρια. Η μοίρα του ανοίγει ολοένα και νέους δρόμους θυσίας και προσφοράς. Αντιστέκεται στην στρατολογία των Ποντίων για την κατάταξή τους στα Τάγματα Εργασίας, τα οποία οργάνωσαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς, που στην πραγματικότητα ήταν τάγματα εξόντωσης.
Σώζει όσους περισσότερους Αρμένιους μπορεί από την τρομερή γενοκτονία. Προλαμβάνει το 1916 τη μετατόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και το 1917 τον απελαύνουν οι Τούρκοι στην πόλη, για να επανέλθει με το τέλος του πολέμου.
Τώρα ανοίγεται μπροστά του η διπλωματική δραστηριότητα. Ζητά την ανεξαρτησία του Πόντου από τους Συμμάχους και αρνείται να συναντήσει τον Κεμάλ, που είχε φύγει κρυφά από την Κωνσταντινούπολη για να διοργανώσει την αντίσταση κατά των Ελλήνων και είχε φτάσει, πριν από την εφαρμογή των σχεδίων του, στην Αμισό. Όταν αργότερα ο Κεμάλ άρχισε να αποκτά δύναμη, συγκεντρώνει αντικεμαλικά στοιχεία και Κούρδους, ενώ σχεδιάζει μια επιχείρηση Ποντίων σε συνεργασία με τον τακτικό ελληνικό στρατό, που οι Έλληνες κυβερνώντες δεν εγκρίνουν, μολονότι ο Κεμάλ με τον τρόπο αυτόν θα έμπαινε μεταξύ δύο πυρών. Οι σκηνές που περιγράφει για τις βιαιότητες των Τούρκων κατά των γυναικόπαιδων του Πόντου, επειδή ήθελαν να εκδικηθούν για τη δράση των Ποντίων ανταρτών στα βουνά, μοιάζουν με επεισόδια αρχαίας τραγωδίας.
Αρχίζει τώρα, ο επίλογος, η περίοδος της αγνωμοσύνης του κράτους, που με τόση αυταπάρνηση υπηρέτησε και τόσα προσέφερε στο γένος. Τον εκλέγουν μητροπολίτη Ιωαννίνων και του αφαιρούν την μητρόπολη, ενώ τον παραμερίζουν στην εκλογή του μητροπολίτη Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Το 1924, ψηφίζεται από το πατριαρχείο μητροπολίτης Ουγγαρίας. Το ποίμνιο του είναι μόνο επτά ελληνικές οικογένειες στη Βουδαπέστη, που κι αυτές έχουν εξουγγρισθεί. Σε λίγο καταργείται η μητρόπολη της Ουγγαρίας και τον τοποθετούν στη Βιέννη. Αγωνίζεται για τις αποδοχές του, που η κυβέρνηση τις φαλκιδεύει ολοένα και περισσότερο.
«Έτσι σήμερα κατάντησα να περιφέρομαι σχεδόν άνεργος σ’ ερείπια, εξόριστος από την Καστοριά, απ' την Αμάσεια, απ' την Κωνσταντινούπολη, αφού γλίτωσα πολλές φορές το μαρτυρικό θάνατο στην Τουρκία και τελικά εξόριστος κι απ' την Ελλάδα, που υπηρέτησα μ' αυταπάρνηση σαράντα ολόκληρα χρόνια».
Πέθανε στην «εξορία» του, όπως χαρακτήριζε τη Βιέννη, μόνος κι έρημος «περίλυπος έως θανάτου». Τα οστά του μεταφέρθηκαν με επιβλητικές τελετές χάρη στην πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στην Καστοριά, όπου έδρασε τόσο αποτελεσματικά. Η μεταφορά έγινε με πομπή και μεγαλοπρέπεια δυσανάλογη προς την αγνωμοσύνη που του έδειξε η πολιτεία και ο ανδριάντας του σήμερα, επιβλητικός, ατενίζει τα βουνά της Καστοριάς σαν σύμβολο ότι ούτε οι Καστοριανοί ούτε και οι Μακεδόνες που του οφείλουν μεγάλο μέρος από την ελευθερία τους, τον λησμόνησαν. Ασφαλώς, ούτε και ο Πόντος.
Χρίστος Λαμπρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου