Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Στο χωριό Τσαγκάλη

Στα χαλάσματα των σπιτιών, στα θεμέλια και σε μερικούς τοίχους πέτρινους, στεκόντουσαν και βάζανε γύρω γύρω ξύλα και τα έφραζαν με κλαδιά σφιχτά σφιχτά. Δουλεύοντας από πάνω βάζαν πάλι σφιχτά κλαδιά ή ψάθες, από αυτές που είχαν πολλές στα ποτάμια. Και για να μην τις παίρνει ο αέρας βάζαν πέτρες ή ξύλα πάνω και κάτω και τα ’δεναν ή λαμαρίνες. Αυτή ήταν η σκεπή των πρόχειρων αυτών καλυβών. Το ύψος τους ήταν ένα ως ενάμιση μέτρο και με το κεφάλι σκυφτό μπαίναν και με τον ίδιο τρόπο βγαίναν. Και γίνονταν αυτό και γιατί οι τοίχοι δεν ήταν ψηλοί, αλλά και για να μην φαίνονται από τους Τούρκους. Το πάτωμά τους φαν χώμα.
Το φαΐ τους ήταν πενιχρό, καβουρμάς και λίγο ψωμί. Τα νερά ήταν κρυσταλλένια, σαν της Πεντέλης. Είχαν όμως άφθονους καρπούς και μ’ αυτούς τον πιο πολύ καιρό ζούσαν.
Λίγο παραπέρα ήταν η εκκλησία, που μέσα σ’ αυτήν οι Τούρκοι είχαν κάψει διακόσια γυναικόπαιδα. Τώρα τον χώρο αυτόν τον χρησιμοποιούσαν για πλατεία. Ήταν πεσμένοι και κάτι μεγάλοι κορμοί δέντρων, που ίσως να τους είχαν τραβήξει εκεί, για να κάθονται. Τον πιο πολύ καιρό κάθονταν εκεί οι καπεταναίοι, τα παλληκάρια και οι παπάδες κι ολόγυρα ήταν σκορπισμένα τα γυναικόπαιδα. Σαν να έμοιαζαν όλοι με φαντάσματα, σαν να ήρθαν από άλλο πλανήτη, σαν να μην ήταν απ’ αυτό το χωριό!
Άλλοτε έβλεπες τα κορίτσια καλοχτενισμένα, ντυμένα στα μεταξωτά, στολισμένα με πεντόλιρα να πηγαίνουν στην εκκλησία και τώρα βλέπεις, εκείνα τα κρυσταλλένια τα κορίτσια, τυλιγμένα στα ράκη, να φαίνονται οι σάρκες τους, ξυπόλυτα. Βλέπεις στα φουστάνια τους να λείπουν, μισό μέτρο από τη μια και από την άλλη να μην υπάρχει τίποτα. Τα μαλλιά τους να είναι αχτένιστα και να μοιάζουν σαν μπλεγμένα αγκάθια. Από την άλλη μεριά, οι άντρες, ήταν σκυθρωποί, ανήσυχοι κι έβλεπες στο πρόσωπό τους ότι μελετούσαν και έψαχναν να βρουν την καλύτερη ευκαιρία, να εκδικηθούν τους Τούρκους. Παραπέρα έβλεπες ένα οργανοπαίχτη, ένα γέρο εβδομηντάρη, τυλιγμένο σε κουρέλια, στραβό από το ’να μάτι, με άσπρα μουστάκια και γένια αχτένιστα, κακομοιριασμένο, να χτυπά την λύρα του και να τραγουδά διάφορα αντάρτικα τραγούδια. Κι έλεγες ότι μοιρολογά κάποιον, πού του ’φυγε από την ζωή, την μάνα του, τις αδελφάδες του, την γυναίκα του, το παιδί του, τις αγελάδες του, τόσο πολύ λυπητερά χτυπούσε το δοξάρι του.
Εκεί, που όλα γίνονταν απάνω κάτω, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εγώ με τον φίλο μου καθόμουνα σ’ ένα κορμό. Και νάσου και έρχεται ένας καπετάνιος. Γιατί πολλές φορές οι καπεταναίοι, που δεν έχουν τι να κάνουν, κάνουν τσάρκες και βίζιτες στους άλλους μια και τυχαίνει να είναι τα πόστα τους χωρίς πολύ κίνηση.
Ο καπετάνιος ερχόταν από το Κιριτσλίκι, απάνω εκεί που διώξαν τους Τούρκους πρόσφυγες. Είχε μαζί του και σαρανταπέντε παλληκάρια και κατηφόρισε προς την πλατεία. Ήταν ωραίος 19-20 χρόνων, με κορμοστασιά σαν κυπαρίσσι, καλοντυμένος στα λαζικά, πιστόλι καινούριο «παραπέλοφ» (παραπέλ), δυο χειροβομβίδες, την κάμα του, το μαχαίρι του, το τουφέκι του. Και ήταν παντού πλημμυρισμένος με σφαίρες, ακόμα και γύρω στα πόδια του και είχε ακόμη και τηλεσκόπιο.
Το ίδιο καλοντυμένα ήταν και τα παλληκάρια του που κατεβαίνανε σαν σίφουνας προς την πλατεία.
Μόλις φθάσανε κοντά μας σκορπίσαμε δεξιά κι αριστερά. Αλλά κατάπληκτος τι να δω; Ο καπετάνιος ήταν το χωριατόπουλό που είχαμε χτυπήσει μέσα στο καφενεδάκι!
Μόλις τον είδα φοβήθηκα και έκανα ν’ αποτραβηχτώ, για να μη με δει. Γιατί αν ήθελε να βγάλει και να με σκοτώσει, δεν θα έδινε λόγο σε κανένα. Ήταν ο Βασιλιάς, η δύναμη του τόπου. Αλλ’ αυτός απ’ αντίκρυ με γνώρισε, αυτοί δεν ξεγελιούνται, με κάλεσε δέκα βήματα απόξω από την πλατεία, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε: «καλωσόρισες στον τόπο μας!» και πρόσθεσε: «όχι μονάχα να μη φοβάσαι, αλλά και αν τολμήσει κανείς να σου πει μισή λέξη ν’ αποταθείς σ’ εμένα κι εγώ θα τον τιμωρήσω. Εδώ όλοι είμαστε αδελφοί Χριστιανοί, μόνο έναν κοινό εχθρό έχουμε, τον Τούρκο. Πρώτα αυτό και δεύτερο, τους αδύνατους τους σεβόμαστε, πολεμούμε τους δυνατούς».
Αυτό ήταν μεγάλο πράγμα. Εγώ που τον χτύπησα σεβάστηκε την αδυναμία μου. Μου είπε αν θέλω καβουρμά ή ψωμί, να με φιλέψουν. Με ρώτησε, τι γίνεται στην πολιτεία κι αφού του είπα ορισμένα πράγματα με ρώτησε, αν θα έμενα εκεί ή αν ήθελα να με πάρει κοντά του, σαν αντάρτη.
Αυτή η πρόταση είχε γίνει κι από τον Τσαγκάλη, αλλά είχα πει ότι δεν πρόκειται να μείνω, θα τραβήξω για το Καραπερτσίν που κατάγομαι, είναι εκεί ο Παντέλαγας και έχω και τα συγγενολόγια μου. Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι-μου είπε- και ίσως να μην μπορείς να φτάσεις, εγώ μετά 3-4 μέρες θα φτάσω μέχρι το τάδε χωριό, μπορεί να σε πάω ως εκεί. Αλλά εγώ, επειδή ήμουν καταντροπιασμένος από την πράξη του νεαρού καπετάνιου, δεν μπόρεσα να δεχθώ την προστασία του, δεν έβρισκα λόγια να του μιλήσω όσο σκεφτόμουν την ντροπή μου. Του είπα: «Καλά, θα το σκεφτώ από μέσα μου» και πήρα την απόφαση, μόλις απομακρυνθεί να πάρω το δρόμο, να φύγω. Αυτουνού τα παλληκάρια και ο ίδιος έπιασαν την κουβέντα.
Στον Πόντο φύτευαν δέντρα, άνοιγαν πηγάδια για τους οδοιπόρους, το είχανε ανθρωπιά να περιποιηθούν τους συνανθρώπους τους.
Το χειμώνα η θέσις μας ήταν δεινή, αλλά και των Τούρκων ήτανε πέντε φορές δεινότερη. Πού να ξεκινήσουν να ’ρθουν! Το χιόνι στρώνονταν ως τρία μέτρα! Ούτε μουλάρι ούτε άνθρωπος μπορούσε να περπατήσει αν δεν ήξερε τα μονοπάτια. Μπορούσες να θαφτείς μέσα σε καμιά χαράδρα ή αλλού πουθενά.
Το χειμώνα εμείς είχαμε σκοπιές και βλέπαμε πολύ μακριά, συνήθως μέναμε στα σπίτια που μας είχαν κάψει. Τα σπίτια στον Πόντο ήτανε δέκα με δεκαπέντε μέτρα ύψος, ως ενάμισι μέτρο ήτανε από πέτρα, δηλαδή τα αρχοντικά σπίτια και από κει και πάνω ήτανε από ξύλα. Η πέτρα ήτανε πιο δαπανηρή. Με τις φωτιές που είχανε βάλει οι Τούρκοι, όσο ήτανε ξύλο κάηκε και έμεινε το πέτρινο μέρος. Αυτό το σκεπάζαμε με τσίγκους, κόβαμε κάτι πασάλους, τους τοποθετούσαμε με μαστοριά και κάναμε στέγη, που για μας ήτανε παλάτι. Σε άλλα πάλι σπίτια βάζαμε κλάρες. Ήτανε και οι σπηλιές, εκεί κρύβονταν οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά, στα απόκρημνα μέρη.
Τη μέρα ο καπνός απαγορευότανε. Τα βράδια ανάβαμε φωτιά μεγάλη. Τα ξύλα μ’ όλο που ήτανε φρεσκοκομμένα από μέσα ήτανε ξερά.
Τη μέρα η απασχόλησή μας ήτανε να πάμε δυο τρεις φορές να κόψουμε ξύλα. Τα στοιβάζαμε σε μια άκρη εκεί κοντά, που θα περνούσαμε τη βραδιά.
Με λίγη φωτιά την ημέρα και αντί νερό χιόνι, γιατί το πηγάδι ήτανε μακριά και τ’ άλλα νερά κρυσταλλωμένα και με λίγο αλεύρι και με δύο τρία κομματάκια καβουρμά, ίσα ίσα που θόλωνε το νερό, γίνονταν μια σούπα και τρώγαμε.
Η φωτιά που ανάβαμε τη νύχτα κατά τα μεσάνυχτα χώνευε και γινότανε καρβουνιά, ήτανε απόλαυσις.
Έστρωνα το τσουβάλι μου, έβαζα το όπλο μου στο κεφάλι μου ή στην αγκαλιά μου και κοιμόμουνα, το ίδιο έκαναν και οι άλλοι. Όξω χιόνιζε, ο αέρας σφύριζε, τα πάντα γίνονταν κρύσταλλα, όλα κρύσταλλα!!
Ο τουρκικός στρατός μας χαλούσε αυτά τα πρόχειρα σπίτια, εμείς πάλι τα φτιάχναμε. Μέναμε μέσα, αλλού πέντε, αλλού οχτώ και δέκα, έτοιμοι πάντα να δώσουμε μάχη.
Μόλις λοιπόν μου δόθηκε η ευκαιρία, χαιρέτησα ευλαβικά τον Τσαγκάλη και τον παπά και πήρα το δρόμο για το Καραπερτσίν. Μαζί μου είχα και τον φίλο μου τον Νίκο, αυτός μιλούσε δική του διάλεκτο, τα ελληνικά της πολιτείας, δεν ήταν η καταγωγή του από τα χωριά, μιλούσε, καταλάβαινε, αλλά δεν είχε θάρρος. Εγώ πήγαινα στα χωριά στις διακοπές για να περάσω καλύτερα, να φάω φρούτα, να γυρνάω αδέσποτος, όπως γίνεται εδώ το καλοκαίρι και έτσι είχα ασκηθεί και στην Ποντιακή του χωριού.
Ξεκινάμε για το Καραπερτσίν. Προχωρήσαμε στα βουνά. Τρώγαμε μούρα, αχλάδια, άγρια φράουλα, πάνω από το Κιρεζλίκι, φθάσαμε στο Τσιραχμάν.
To Τσιραχμάν ήταν ένα από τα καλύτερα και μεγαλύτερα χωριά της περιφέρειας της Αμισού. Ήταν εμπορική βάση, έβγαζε καπνά, είχε εκκλησία, που γιόρταζε τον δεκαπε-νταύγουστο και γίνονταν μεγάλο πανηγύρι. Εκεί ζούσε μια θεία, αδελφή της μητέρας μου. Όμως τώρα ήταν όλα ερείπια. Εκεί ήταν και ένας αερόμυλος κατεστραμμένος, όλα ήταν τώρα καμένα και κατεστραμμένα. Αυτή ήταν η περιοχή του Καπετάν Παπούλια. Ήταν δυναμικός και είχε κι ογδοντα-πέντε παληκάρια.
Καθώς διασχίζαμε από το Τσιραχμάνι με... τον Προφήτη Ηλία, παίρνω την ανηφοριά. Δεξιά και αριστερά τα μέρη ήταν δασώδη. Μόλις φθάσαμε στην κορυφή και προσπεράσαμε τον Προφήτη Ηλία, αφού φθάσαμε απάνω, προχωρήσαμε για το χωριό των Γαζαντσάντων. Εκεί μας ρίξανε μερικές τουφεκιές, αλλά αυτοί δεν ήταν Τούρκοι, ήταν αντάρτες που κάνανε λάθος εξαιτίας των ρούχων μας. Οι σφαίρες πέρασαν από πάνω και από δίπλα μας, δεν θέλαν να μας σκοτώσουν, θέλαν να δουν κι αυτοί κάτι, γιατί δεν φορούσαμε ρούχα της πολιτείας, φορούσαμε «λάζικα».
Φθάσαμε στο Γαζαντσάντων. Το χωριό αυτό απέχει από το Καράπερτσιν μια ώρα. Εκεί είχα του πατέρα μου την αδελφή και είχε ένα μεγάλο κτήμα. Σαν πήγαινα παιδάκι, τα πρώτα μου χρόνια, στην εξοχή, έβρισκα κοντά της μητρική στοργή, τόσο πολύ με αγαπούσε η θεία μου, που είχα πολλές γλυκές αναμνήσεις, γι’ αυτό έμεινα εκεί μια δυο μέρες. Η πρώτη μου επιθυμία ήταν να ανεβώ στην κερασιά που ήταν μπροστά στην καμμένη εκκλησία, όπως έκανα σαν ήμουν παιδί, που έτρωγα μια δυο ώρες κεράσια. Μετά κατέβηκα, πήγα κοντά στο νερό, σε μια ρεματιά από κάτω, κι αφού ήπια νερό και δροσίστηκα έριξα μια ματιά και είδα που έστεκε μια πελώρια αχλαδιά και κρατούσε απάνω της χιλιάδες κοντούλες. Ο κορμός της και τα φύλλα της ήταν καταπράσινα, δυο άνθρωποι δύσκολα την αγκάλιαζαν, έτσι ήταν εκεί τα καρποφόρα δέντρα. Έριξα ένα ξύλο και πέσαν καμιά δεκαπενταριά-είκοσι απίδια κάτω ακριβώς, όπως έκανα τον άλλο καιρό. Ώσπου να τα έτρωγα αργοπορούσα και η θεία μου τότε ανησυχούσε και έψαχνε να με βρει. Τώρα όμως δεν άκουγα καμιά φωνή να με φωνάζει! Έβλεπα τα σπίτια, όλα ερειπωμένα!
Τα καλλιεργημένα χωράφια, από καλαμπόκια, σιτάρια, πεπόνια, καρπούζια, που έμπαινα μέσα και ότι ήθελα έβρισκα και έτρωγα, τώρα δεν έβλεπες παρά άγρια χορτάρια και αγκάθια.
Από τα δεκαπέντε σπίτια, που είχανε εύθυμο και χαρούμενο πληθυσμό, τώρα δεν υπήρχε κανένας, τα σπίτια άδεια, ούτε αγελάδες, ούτε κοκόρια, καμιά φωνή, όλα έρημα. Αυτό μου έφερε δάκρυα και στενοχωριόμουνα πολύ και έτσι, παίρνοντας το δρόμο που πήγαινα, για το χωριό Κελικάντων, φάνηκε ένας καπνός από μέσα από τα ερείπια. Πήγα, κάθισα, ήταν μια γριά κι ένας γέρος, ρώτησα για όλους, για τη θεία μου έμαθα πως πήγαν στο Καραπερτσίν.
Ξαφνικά, βγήκαν δυο τρεις αντάρτες. Δεν μας πίστευαν πως δεν ήμασταν κατάσκοποι και γύρευαν να σκοτώσουν τον φίλο μου. Τους είπα ότι, αν σκοτώσετε τον φίλο μου θα χαθείτε κι εσείς, γιατί είμαι ανηψιός του Παντέλαγα, εκτός αν σκοτώσετε κι εμένα. Λυπήθηκαν για την άδικη στάση τους και άρχισαν να μας περιποιούνται, μας δώσανε να φάμε το συνηθισμένο καβουρμά.

Δημοσθένης Κελεκίδης
"Το αντάρτικο του Πόντου"
Εκδόσεις Γόρδιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah