Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Το κόκκινο ποτάμι (Απόσπασμα)

Στις 29 Ιουλίου 1908, ο σουλτάνος ξύπνησε κακόκεφος, γιατί ξημέρωσε η πρώτη Παρασκευή μετά τη διακήρυξη του συντάγματος.
Σύμφωνα με το έθιμο, ήταν υποχρεωμένος ν’ ακολουθήσει ένα αυστηρό τυπικό, το λεγόμενο “Σελαμλίκ”. Έπρεπε να μεταβεί εν πομπή στο τζαμί Χαμιντιέ, για την καθιερωμένη εβδομαδιαία προσευχή.
Πριν καλά-καλά ξημερώσει, πλήθη λαού κατέκλυσαν το λόφο γύρω απ’ το παλάτι. Νέοι και παιδιά, σαν μυρμήγκια σκαρφάλωσαν στους τοίχους, στα κάγκελα, στα δένδρα και στους φανοστάτες, προκειμένου να δουν το “δημοκρατικό” πλέον σουλτάνο τους.
Για πρώτη φορά, κατά μήκος της διαδρομής, μέχρι το τζαμί, στις δύο άκρες του δρόμου, παρατάχθηκαν αντιπροσωπείες μαθητών και μαθητριών των διαφόρων εθνοτήτων.
Εξήντα ελληνίδες μαθήτριες, διαλεγμένες απ’ όλες τις τάξεις του Ζαππείου Παρθεναγωγείου κι εξήντα αγόρια απ’ την Οικονομική και Ιερατική Σχολή της Χάλκης, πήραν μέρος σ’ αυτή την τελετή.
Ζάππειο Παρθεναγωγείο στην Πόλη
Από τ’ αγόρια ξεχώριζε ένας ωραίος νέος με πράσινα μάτια, μαύρα μαλλιά, ψηλός και γυμνασμένος, ο οποίος έφερε και το λάβαρο της Σχολής.
Όλη η περιοχή συγκλονιζόταν απ’ τις ρυθμικές κραυγές του πλήθους:
—Ζήτω ο Πατισάχ!
—Χίλια χρόνια να ζήσει ο Πατισάχ!
—Ισότητα! Αδελφότητα! Δικαιοσύνη!
Στις εκδηλώσεις πρωτοστατούσαν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι.
Ο σουλτάνος, ντυμένος με την επίσημη στολή, πριν ξεκινήσει και χωρίς να το θέλει, έριξε μια ματιά στο θωρηκτό, που ’χε πάντοτε τα κανόνια του στραμμένα προς το παλάτι. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στέρνο, έπειτα κοιτάζοντας τους απερίσκεπτους χριστιανούς, ψιθύρισε:
Αυτό το έθνος των Yunan (Ελλήνων), γιατί πανηγυρίζει το ταλαίπωρο; Οι Νεοτουρκοι δε θα τ’ αφήσουν να συνεχίσει την πρόοδό του, θα το εξαφανίσουν!
Η τελετή άρχισε. Έξι κλειστές άμαξες μετέφεραν τις γυναίκες του χαρεμιού στο τζαμί Ακολουθούσαν οι στρατηγοί και οι υπασπιστές. Η μουσική έπαιζε το εμβατήριο Χαμιντιέ. Επιβλητικοί ιππείς προηγούντο της σουλτανικής άμαξας, που την έσερναν τέσσερα καθαρόαιμα άσπρα άλογα. Φωνές, επευφημίες, αταξία και συνωστισμός, δυσκόλευαν την κίνηση της άμαξας.
Μετά την προσευχή, ο σουλτάνος δεν πήρε τα ηνία των αλόγων, για να οδηγήσει την άμαξα πίσω στο παλάτι, σύμφωνα με το έθιμο. Από πίσω έτρεχαν πεζοί τα μέλη της ακολουθίας. Διαδραματίστηκαν κωμικές σκηνές, όταν άμαξες, άλογα, σκυλιά, στρατιώτες, μαθητές και μέλη της ακολουθίας έτρεχαν προς το παλάτι, μέσα σε πρωτοφανή σύγχυση και αταξία.
Πρώτα απ’ όλα, γιατί δοκίμασε αντιφατικά αισθήματα κατά τη διάρκεια της τελετής. Ο σουλτάνος, ο απόλυτος κυρίαρχος της απέραντης Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο αρχηγός και τύραννος, που άλλοτε γονάτιζαν μπροστά του ακόμη και οι πρέσβεις των ισχυρότερων κρατών του κόσμου, σήμερα μίκραινε στα μάτια των υπηκόων του. Ακόμη και οι ραγιάδες, που αναγκάζονταν να κατεβαίνουν από τ’ άλογά τους ή να σταματούν τις εργασίες τους, προκειμένου να χαιρετίσουν και υποκλιθούν μπροστά σ’ ένα διερχόμενο μουσουλμάνο, εκείνο το πρωινό όρμησαν μέσα στο παλάτι· κόντεψε να φτάσουν στ’ άδυτα του σουλτανι-κού χαρεμιού.
Όμως ο Μιλτιάδης, παρά το νεαρό της ηλικίας του, δεν παρασύρθηκε απ’ τις έξαλλες κι ασυνάρτητες εκδηλώσεις του άμυαλου κι αλλοπρόσαλλου πλήθους.
Αισθάνθηκε αβεβαιότητα και φόβο, γιατί δε γνώριζε πόσοι και ποιοι θα εκμεταλλευτούν τη νέα κατάσταση. Πόσες φορές στο παρελθόν δεν κήρυξαν: ισότητα, για να επιβάλουν στην πράξη την πιο στυγνή εκμετάλλευση· ελευθερία, για να δημιουργήσουν σκλάβους· αδελφότητα, για να διαπράξουν γενοκτονίες;
Ω! δούλοι, μην πανηγυρίζετε, μη ζητωκραυγάζετε αφέντες· τις θηλιές περισφίγγετε γύρω στο λαιμό σας!
Σκεπτόταν αλλά δεν απελπιζόταν ο Μιλτιάδης. Το Έθνος των Ελλήνων, πότε με τόλμη κι όραμα πέρασε τις συμπληγάδες, πότε με γνώση κι επιστήμη εξύψωσε τον άνθρωπο και προκάλεσε το θαυμασμό κι άλλοτε μ’ ασπίδα και θώρακα υπερασπίστηκε μέρη και ιδανικά, αλλά κι όταν σκλαβώθηκε, με λύρα και τραγούδι, με ράσο και βιβλίο, με σθένος κι εγκαρτέρηση ανηφόρισε κι άνοιξε νέους δρόμους, που τ’ οδήγησαν στη λευτεριά και στην πρόοδο.
Έτσι και τώρα, σκέφτηκε ο Μιλτιάδης, τ’ ανήσυχο και δημιουργικό πνεύμα της ελληνικής φυλής θα ’βρει διέξοδο, όποια κατάσταση κι αν προκύψει, απ’ αυτή τη νέα επανάσταση των Νεοτούρκων.
Σχολή της Χάλκης
Ο Μιλτιάδης από μικρό παιδί σκεπτόταν λογικά. Ο νους του ήταν στραμμένος πάντα στη μελέτη και γύμναζε το σώμα του, ασχολούμενος με τον κλασικό αθλητισμό. Οικότροφος στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης, ήταν άριστος μαθητής και δεν είχε το χρόνο ή τις ευκαιρίες να μπει σε πειρασμούς.
Όμως εκείνο το πρωινό, ενώ το μυαλό του βασανιζόταν με το αν φαινόταν μικρότερος ο σουλτάνος, με το πού θα το πάνε οι Νεότουρκοι κι άλλα παρόμοια, έξαφνα διαπίστωσε, πως τα περισσότερα βλέμματα των κοριτσιών του Ζαππείου Παρθεναγωγείου ήταν στραμμένα προς το μέρος του.
Ο άπειρος πρωτάρης κοκκίνισε. Νόμισε πως κάτι περίεργο είχε γύρω ή πάνω του. Εξετάστηκε προσεκτικά, αλλά δε διαπίστωσε κάτι το αφύσικο. Ξανακοίταξε προς το μέρος των μαθητριών...
Την ώρα εκείνη περνούσε από μπροστά τους ο σουλτάνος. Τα κορίτσια φορούσαν μακριά πτυχωτά φουστάνια, σε χρώμα μπλε κι άσπρο και κάτω στον ποδόγυρο μια ραμμένη μπλε κορδέλα, σε σχήμα μαιάνδρου. Τα κεφάλια τους ήταν στολισμένα με στεφάνια, φτιαγμένα από κλαδιά δάφνης και λουλούδια γιασεμιού.
Το σουλτάνο χειροκροτούσαν, μα οι ματιές τους, γεμάτες πονηράδα και νεανική δροσιά, στρέφονταν προς τ’ αγόρια και προπάντων προς αυτόν που κρατούσε το λάβαρο, προς το Μιλτιάδη.
Το παλικάρι ένιωσε αμηχανία, τα μηνίγγια των κροτάφων του κτυπούσαν δυνατά. Το άρωμα του γιασεμιού και της δάφνης, που ’βγαίνε απ’ τα στεφάνια των κοριτσιών, δεν ήταν το συνηθισμένο, έσερνε μαζί του και τη μυρωδιά της φρέσκιας, παρθενικής γυναικείας σάρκας, που δεν ερέθιζε μόνο την όσφρηση, αλλά προχωρούσε κατ’ ευθείαν στο αίμα κι απορύθμιζε το λογικό. Το μάτι του καρφώθηκε πάνω σε μια δεκαπεντάχρονη μαθήτρια, που βρισκόταν απέναντι, στην πέμπτη τετράδα των κοριτσιών. Ψηλή, λεπτή σαν ελαφίνα, άσπρο δέρμα, μαύρα μάτια, με μαλλιά δεμένα ψηλά και πίσω, έμοιαζε τις αρχαίες κόρες της Κρήτης, όπως τις αποθανάτισαν οι καλλιτέχνες, πάνω στ’ αγγεία και στις τοιχογραφίες των ανακτόρων του μυθικού βασιλιά Μίνωα. Μια μυστηριώδης δύναμη, ένα μείγμα από αίμα και ηλεκτρισμό, κατέβηκε απ’ την κορυφή του κεφαλιού, πέρασε το λαιμό και το στέρνο κι αιχμαλώτισε την καρδιά του. Το σφίξιμο χαλάρωσε, μα οι καρδιακοί κτύποι δυνάμωσαν, όταν το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της κι αυτή του χαμογέλασε.
Γλυκό κρασί της νιότης και του έρωτα! Αποδιοργανώνεις το νου και γεμίζεις τα νεύρα και τις φλέβες με το δικό σου νέκταρ. Γλυκό, ζωογόνο, με τ’ αόρατο χρώμα σου, χρωματίζεις το μυαλό και την όραση. Εξυψώνεις τα γήινα κι εξευγενίζεις τη σάρκα. Μέσα απ’ το πέπλο σου, όλα παίρνουν σαγηνευτικό μενεξελί χρώμα και στα προστάγματά σου, αλλότριες ψυχές και σώματα ενώνονται, για να συνεχίζουν να εκπληρώνουν το θέλημα Εκείνου, γι’ αγάπη και δημιουργία!
Την ημέρα εκείνη, η Ιφιγένεια,έτσι ονομαζόταν η μαθήτρια, κι ο Μιλτιάδης αλληλοκοιτάχτηκαν πολλές φορές και οι ψυχές τους δονήθηκαν απ’ την πρωτόγνωρη και μυστηριώδη εκείνη δύναμη, που ανεβοκατέβαινε στα κορμιά τους.
Σαν τελείωσαν οι τελετές, ο Μιλτιάδης προσπάθησε να βρει την Ιφιγένεια, μα αυτή χάθηκε βιαστικά μέσα στο πλήθος. Ένα ακατανόητο αίσθημα φόβου, ενοχής, αλλά κι ευτυχίας, φλόγιζε τα μάγουλά της κι έσφιγγε το λαιμό της. Έτρεξε, νοίκιασε μια άμαξα, που την έσερναν δύο κόκκινα άλογα. Έφτασε στο σπίτι της· τρέχοντας ανέβηκε τις εσωτερικές σκάλες· έκλεισε την πόρτα του δωματίου της κι έπεσε μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι της.
Μαζί μ' άλλους δυο συμμαθητές του κατηφόρισε ο Μιλτιάδης προς τη θάλασσα του Βοσπόρου. Πέρασαν δίπλα απ’ το παλάτι του Τσίραγκαν κι ακολουθώντας την παραλιακή λεωφόρο έφτασαν έξω απ’ το περίφημο παλάτι του Ντολμά Μπαξέ.
Όλοι οι γύρω χώροι ήταν κατάμεστοι από κόσμο, όλων των ηλικιών κι όλων των εθνοτήτων.
Μερικοί πλανόδιοι εμποράκοι πουλούσαν βραστά καλαμπόκια, αράπικα φιστίκια, καραμέλες κι άλλες μικροπραμάτειες. Στην πλατεία, που εκτείνεται απ’ το παλάτι μέχρι το τζαμί, λαϊκοί οργανοπαίκτες έπαιζαν τα νταούλια, τα κλαρίνα, τα βιολιά και τις ποντιακές λύρες τους. Ένα ξέφρενο πλήθος φώναζε, σφύριζε, χειροκροτούσε και χόρευε. Όλοι αγκαλιασμένοι, όλοι αδέλφια, όλοι γιόρταζαν την ανακήρυξη του συντάγματος.
Χωροφύλακες, στρατιώτες, ακόμη βούλγαροι κομιτατζήδες κι έλληνες αντάρτες, όλοι με τα πιστόλια στις ζώνες και τα όπλα κρεμασμένα στον ώμο, συμμετείχαν στο αυθόρμητο αυτό λαϊκό πανηγύρι.
Ο Μιλτιάδης ανηφόρισε με τους φίλους του προς την ξακουστή πλατεία Ταξίμ. Ηταν η τελευταία τους συνάντηση, γιατί και οι τρεις είχαν αποφοιτήσει εκείνο το καλοκαίρι απ’ τη Σχολή της Χάλκης και, πριν αναχωρήσει ο καθένας για την ιδιαίτερη πατρίδα του, αποφάσισαν να περάσουν λίγη ώρα μαζί και, πίνοντας ένα αναψυκτικό στο κοσμικό καφέ “Ντε Μπελ Βυ”, να εκμυστηρευτούν ο ένας στον άλλο τα μελλοντικά τους σχέδια.
Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν τρεις νέοι και πίνοντας κρύα μπύρα, συζητούσαν για την κατάσταση στη Μακεδονία και για την επανάσταση του τουρκικού στρατού της Θεσσαλονίκης.
Πλατεία Ταξίμ
Ο Μιλτιάδης τους πλησίασε και ζητώντας συγνώμη, ρώτησε:
—Κύριοι, ακούω να συζητάτε για τη Μακεδονία, μήπως ήρθατε από εκεί;
—Δε φαινόμαστε απ’ τα γένεια κι απ’ το ηλιοκαμένο δέρμα μας; απάντησε ο ξανθός και γαλανομάτης της παρέας.
Χαμογέλασε ο Μιλτιάδης και παίρνοντας θάρρος, είπε:
—Οι δυο σας φαίνεστε για παλικάρια αντάρτες, όμως ο κύριος -εννοώντας τον τρίτο της παρέας- δε φαίνεται τόσο ηλιοψημένος ούτε έχει γένεια. Γέλασαν όλοι κι έπειτα απάντησε ο ξυρισμένος νέος:
—Από ’δώ ο φίλος μου Κωνσταντίνου, έλληνας μακεδονομάχος, από ’κεί ο άλλος φίλος Σταμπούλωφ, βούλγαρος κομιτατζής κι εγώ Εβραίος, φίλος και των δύο. Το επάγγελμά μου είναι υφασματέμπορος.
Για μια στιγμή ο Μιλτιάδης νόμισε όχι αστειεύτηκε ο Εβραίος και γεμάτος απορία, ρώτησε:
—Ελπίζω να μη με κοροϊδεύετε. Αφού μιλάτε και οι τρεις σας άπταιστα ελληνικά, συμπεραίνω ότι θα ’στε όλοι Έλληνες.
Οι τρεις νέοι γέλασαν δυνατά και το γέλιο τους ανακατεύτηκε με τους ήχους των μουσικών οργάνων και τα τραγούδια του πλήθους, που γιόρταζε στη μεγάλη και γραφική αυτή πλατεία.
Ο Εβραίος με σοβαρό ύφος και στριφογυρίζοντας τα πονηρά του μάτια, απάντησε:
—Ξεχνάς ότι ζούμε σε μια απ’ τις τρεις αμαρτωλές πόλεις; Τις γκιαούρ πόλεις, που λένε οι Τούρκοι; Ποιος ζει ή εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη ή στη Σμύρνη και δε μιλά ελληνικά;
Γέλασαν όλοι με την καρδιά τους κι ο Μιλτιάδης γεμάτος αγωνία, ρώτησε:
—Η ερώτησή μου απευθύνεται στον Έλληνα και στο Βούλγαρο, που έδρασαν στη Μακεδονία. Έχω κι εγώ δύο αδελφούς, οι οποίοι πήγαν να πολεμήσουν στη Μακεδονία απ’ το 1906. Για τον έναν είχαμε μια πληροφορία, ότι πιάστηκε αιχμάλωτος και φυλακίστηκε στην πόλη Μοναστήρι, για τον άλλο δε μάθαμε τίποτε.
—Για πες μου τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά τους, είπε ο Κωνσταντίνου.
—Τον μεγαλύτερο τον λέμε Θεμιστοκλή, αλλά όλοι τον φωνάζουν Θέμη. Είναι ψηλός, γύρω στο 1,90, με μαύρα μαλλιά και μάτια στο ίδιο χρώμα με τα δικά μου. Τ’ όνομα του άλλου είναι Πλάτων, έχει ύψος 1,80, το δέρμα του είναι πιο μελαψό και τα μάτια του μαύρα. Το επώνυμό μας είναι Παυλίδης.
Φίλε μου, στη Μακεδονία δρούσαμε με ψεύτικα ονόματα. Όμως τώρα, που σε κοιτάζω προσεκτικά, θαρρώ πως μοιάζεις μ’ ένα γερό παλικάρι, που ταξιδεύαμε με το τρένο και φτάσαμε σήμερα το πρωί στο σιδηροδρομικά σταθμό του Σίρκεσι. Συνταξιδεύαμε με πολύ κόσμο και δεν μπορώ να θυμηθώ λεπτομέρειες. Πάνω στο ίδιο τρένο, μόνο οι βούλγαροι κομιτατζήδες και οι έλληνες αντάρτες ξεπερνούσαμε τους τριάντα πέντε. Δεν προλάβαμε να πατήσουμε το πόδι μας στην “αμαρτωλή πόλη”, που λέει ο φίλος μου ο Εβραίος κι όλοι σκορπίσαμε, σε ριπή οφθαλμού.
Η νοσταλγία φίλε! Βιάζομαι να καλμάρει λίγο η θάλασσα, να πάρω το πλοίο, να πάω στην πατρίδα μου τη Νικομήδεια. Επωφελήθηκα να δω το φίλο μου τον Εβραίο, απ’ τον οποίο προμηθεύεται ο πατέρας μου τα υφάσματα για το μαγαζί μας. Με την ευκαιρία γνώρισα και τον αγαπητό Σταμπούλωφ. Ο Θεός τον λυπήθηκε, γιατί αν τον έπιανα πριν δέκα μέρες δεν ξέρω αν θα τον ξανάβλεπε η όμορφη αρραβωνιαστικιά του!




Χάρης Τσιρκινίδης

Γεννήθηκε τo 1938, στη Λεκάνη Καβάλας, από γονείς πρόσφυγες του Πόντου.
Οι τραγικές διηγήσεις των γονιών του για την τραγωδία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου, οι διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, εδραιώνουν την πικρή του πεποίθηση για την τραγική μοίρα της πατρίδας Ελλάδας και το απάνθρωπο πρόσωπο του κόσμου.
Το 1961 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων, σαν ανθυπολοχαγός Πυροβολικού.
Φοίτησε στις Σχολές Πολέμου Ελλάδας και Γαλλίας.
Πτυχιούχος της Νομικής.
Από 1987 έως 1990 υπηρέτησε, σαν ακόλουθος  Άμυνας στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και στη Μανδρίτη.
Το Βιβλίο αυτό Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah