Το 1952 υπουργός Πρόνοιας ήταν ο αείμνηστος Πόντιος πολιτικός Λεωνίδας Ιασονίδης. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, επισκέπτεται στο γραφείο του τον υπουργό ο συμπατριώτης και συμμαθητής του από την Πουλαντζάκη, ο αγρότης Ιωάννης Φερεκίδης, πρόσφυγας στην περιοχή της Πτολεμαΐδας. Στη συνάντηση των δύο φίλων, ο αλησμόνητος Ιασονίδης με πατρική λαχτάρα παίρνει τα χέρια του Φερεκίδη στις παλάμες του. τα θωπεύει αυθόρμητα για να δείξει τη χαρά του από το επιθυμητό αντάμωμα του αγαπημένου προσώπου που θύμιζε «Πατρίδα».
Πάνω στην εγκάρδια χειρονομία, η τρυφερή επιδερμίδα του υπουργού ένιωσε με την αφή τους κάλους στα ροζιασμένα χέρια του συνομιλητή του. Η φυτεία τριάντα στρεμμάτων καπνού στα πετροχώραφα της Πτολεμαΐδας άφησε στα ριζοδάχτυλα, από τη μέσα πλευρά της παλάμης, ευανάγνωστο το ημερολόγιο της ζωής του. Οι ρόζοι στη φούχτα, ως μήτρες γραφής σε τυπογραφείο, αποτύπωσαν τα συμβάντα με ρεαλισμό.
Η ακαλλιέργητη γη — αληθινός πουρναρότοπος — χρησίμευε μόνο για βοσκή, γι’ αυτό και ήταν σκληρή με τους πρόσφυγες. Και πώς να μην ήταν; Ανέσκαψαν τη γρανιτένια επιφάνειά της, χάλασαν την όψη της και ξύπνησαν από την αδιαφορία της το μικρόκοσμο της περιοχής. Γι’ αυτό, ως να είχε μελετήσει την αντεκδίκησή της, δυσκόλευε όσο μπορούσε τους νέους δουλευτές.
Ο ουρανός, με τη σειρά του, δήλωνε τη συμπαράστασή του στη μόνιμη γειτόνισσά του. δεν έριξε ούτε μια σταγόνα βροχής εκείνη την άνοιξη. Γίνεται, όμως, καπνοφυτεία χωρίς νερό;
Γι' αυτό πολλά κυβικά νερού χρειάστηκε να κουβαλήσει με τα χέρια του ο συμπατριώτης του υπουργού. Με κουβάδες και ποτιστήρια, ο φίλος καπνοκαλλιεργητής πότιζε και νότιζε το έδαφος. Αγώνας στον αγώνα, για να καταφέρει να δώσει να πιει νεράκι η γη, όχι για να ξεδιψάσει, αλλά για να μαλακώσουν του αυλακιού οι σβολιασμένες μάζες από χώμα.
Χιλιόμετρα χέρσας γης οργώθηκαν με τα χέρια σφιχταγκαλιαστά στις χειρολαβές του αλετριού, χιλιόμετρα για τις απαραίτητες καπνοαράδες ανοίχτηκαν με τα χέρια και τα χέρια πάλι τρύπησαν το έδαφος με το μπασκί, για να δεχθεί στη μικρολακκούβα του το φυτό του καπνού.
Οι δυσκολίες της καπνοφυτείας ήταν γνωστές στον υπουργό. Γι’ αυτό, με έκδηλο θαυμασμό ρώτησε το φίλο:
—Πόσα στρέμματα καπνού φύτεψες, αθεόφοβε;
—Τριάντα, ήταν η απάντηση.
Μπράβο, είσαι λεβέντης, σε θαυμάζω. Τα χέρια σου θέλουν φίλημα, είπε ο Ιασονίδης και τα έφερε στα χείλη του.
—Μη σε παρακαλώ, ταπεινώνεσαι. Για το ψωμί των παιδιών μου αγωνίζομαι!...
—Κι όμως, μέσα στο ατομικό καλό κρύβεται το γενικό. Εξακολουθώ να σε θαυμάζω... και να τιμώ τους κάλους σου!
—Σ' ευχαριστώ, φίλε, αλλά τι μ’ αυτά; εμένα αυτοί οι κάλοι με τρομάζουν...
—Γιατί;
—Φοβάμαι, φίλε μου, και προβληματίζομαι. Σκέφτομαι καθημερινά μήπως δεμένοι στο μπασκί και ακολουθώντας το αυλάκι, δεν έχουμε χρόνο να δούμε κατάματα την πραγματικότητα. Έχω την αίσθηση πως εκτός από τον κάλο στα χέρια και στο μυαλό έχουμε κάλο. Όλα στη ζωή μας για την καπνοφυτεία γίνονται. Οι γυναίκες μας γεννοβολάνε στο αυλάκι μόνο και μόνο για να περισσέψουν τα χέρια για τα καπνά.
Ο μεγάλος Ιασονίδης έμεινε σκεφτικός. Ύστερα είπε:
—Στο κυνήγι της επιβίωσης γίνονται κι αυτά. αλλά εγώ προσωπικά καμαρώνω για σένα και για όλους εκείνους σαν εσένα. Βοηθήσατε αποτελεσματικά στην ανασυγκρότηση της χώρας. Ο κ. Διομήδης, διοικητής στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, έγραψε στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία: «Ουδέποτε η Ελλάς ενεφάνισε τοιαύτην έντασιν καλλιεργητικής δράσεως, ης κύριος παράγων υπήρξε ο προσφυγικός κόσμος...!». Άκουσες; Έχω την εντύπωση ότι σε σένα ειδικά, Γιάννη, αναφέρεται.
—Υπουργέ μου, δεν με καθησυχάζεις με ό,τι κι αν πεις. Αντίθετα, μου δίνεις αφορμή να ανησυχώ περισσότερο. Γιατί, τι έγινε τελικά; Τι καταφέραμε στα δέκα χρόνια της προσφυγιάς μας; Δούλοι της γης γινήκαμε και υποτακτικοί, χωρίς τη θέλησή μας στη δούλεψη των καπνεμπόρων μπήκαμε. Αλλά εμένα, για να πω την αλήθεια, δεν μ’ ενοχλούν αυτά. Η δουλειά δεν είναι ντροπή και η πάλη με τη φύση έχει τις χαρές της. Αλλού είναι, φίλε μου, το πρόβλημα. Η καπνοκαλλιέργεια απορροφά όλο το χρόνο μας κι όλες τις δυνάμεις μας. Τα παιδιά μας, για χάρη της, αγράμματα τα αφήνουμε κι αυτό είναι πόνος για εμάς που μάθαμε γράμματα μέσα στην Τουρκία.
—Φίλε μου, θέλω να μ’ ακούσεις. Τα λέγω καθημερινά στις ομιλίες μου, άκουσέ τα κι εσύ μια και το ’φερε ο λόγος. Είμαι σε μια θέση που μου δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσω πόση ένδεια υπάρχει σε όλη τη χώρα. Κι όμως, κανένας δεν δίνει πεντάρα για το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του λαού. Όλοι θεωρούν πως δεν υπάρχουν περιθώρια για καλύτερες ημέρες. Η μοιρολατρεία μας απονεκρώνει τους περισσότερους. Εσύ, βλέπω, περιέχεις τσαγανό μέσα σου. Γι’ αυτό, όσο θα έχεις τη δύναμη και την ψυχική αντοχή να φυτεύεις τριάντα στρέμματα καπνού, το μέλλον διαγράφεται ρόδινο. Ο μυθικός Ανταίος ξαναζωντανεύει στο πρόσωπό σου.
—Κατάλαβα, μη συνεχίζεις. Μια ζωή παραμύθι τρώμε...
— Δεν πρόκειται για παραμύθι. Αν εσύ και κοντά σε σένα όλοι οι Πρόσφυγες επιδοθούν σε εντατική καλλιέργεια της γης, τότε θα έχουμε όλοι μας οριστικά κερδίσει τον πρώτο γύρο της πάλης. Στο δεύτερο γύρο, την Παιδεία θα βάλουμε ως στόχο κατάκτησης. Θα στήσουμε πρώτα σχολεία για τη μάθηση και ύστερα εκκλησιές τρουλωτές για να λειτουργηθούμε. Μόνο, σε παρακαλώ, μη χάνεις την αισιοδοξία σου. Να θυμάσαι πάντα τον ποιητικό στίχο που μας κληροδότησαν οι πατεράδες μας: «Η Ρωμανία κι αν επέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο».
Πράγματι, η Ρωμανία άνθισε, καθώς ένα εκατομμύριο στρέμματα της ελληνικής γης κάλυψαν την επιφάνειά της με τα πανέμορφα ροζ- άσπρα ανθάκια των καπνών, απλωμένα με τέχνη περισσή πάνω στα σκιάδια των βλαστών. Από αυτή την ανθοκάλυψη «άνθισε» η οικονομία της χώρας, με τις τεράστιες εξαγώγιμες ποσότητες καπνού, οι οποίες πριν φθάσουν στον προορισμό τους πέρασαν μέσα από τα ροζιασμένα χέρια των προσφύγων, του Ιωάννη Φερεκίδη για παράδειγμα.
Νόρα Κωνσταντινίδου
Εκπαιδευτικός- Λογοτέχνης
Λεωνίδας Ιασονίδης |
Η ακαλλιέργητη γη — αληθινός πουρναρότοπος — χρησίμευε μόνο για βοσκή, γι’ αυτό και ήταν σκληρή με τους πρόσφυγες. Και πώς να μην ήταν; Ανέσκαψαν τη γρανιτένια επιφάνειά της, χάλασαν την όψη της και ξύπνησαν από την αδιαφορία της το μικρόκοσμο της περιοχής. Γι’ αυτό, ως να είχε μελετήσει την αντεκδίκησή της, δυσκόλευε όσο μπορούσε τους νέους δουλευτές.
Ο ουρανός, με τη σειρά του, δήλωνε τη συμπαράστασή του στη μόνιμη γειτόνισσά του. δεν έριξε ούτε μια σταγόνα βροχής εκείνη την άνοιξη. Γίνεται, όμως, καπνοφυτεία χωρίς νερό;
Γι' αυτό πολλά κυβικά νερού χρειάστηκε να κουβαλήσει με τα χέρια του ο συμπατριώτης του υπουργού. Με κουβάδες και ποτιστήρια, ο φίλος καπνοκαλλιεργητής πότιζε και νότιζε το έδαφος. Αγώνας στον αγώνα, για να καταφέρει να δώσει να πιει νεράκι η γη, όχι για να ξεδιψάσει, αλλά για να μαλακώσουν του αυλακιού οι σβολιασμένες μάζες από χώμα.
Χιλιόμετρα χέρσας γης οργώθηκαν με τα χέρια σφιχταγκαλιαστά στις χειρολαβές του αλετριού, χιλιόμετρα για τις απαραίτητες καπνοαράδες ανοίχτηκαν με τα χέρια και τα χέρια πάλι τρύπησαν το έδαφος με το μπασκί, για να δεχθεί στη μικρολακκούβα του το φυτό του καπνού.
Οι δυσκολίες της καπνοφυτείας ήταν γνωστές στον υπουργό. Γι’ αυτό, με έκδηλο θαυμασμό ρώτησε το φίλο:
—Πόσα στρέμματα καπνού φύτεψες, αθεόφοβε;
—Τριάντα, ήταν η απάντηση.
Μπράβο, είσαι λεβέντης, σε θαυμάζω. Τα χέρια σου θέλουν φίλημα, είπε ο Ιασονίδης και τα έφερε στα χείλη του.
—Μη σε παρακαλώ, ταπεινώνεσαι. Για το ψωμί των παιδιών μου αγωνίζομαι!...
—Κι όμως, μέσα στο ατομικό καλό κρύβεται το γενικό. Εξακολουθώ να σε θαυμάζω... και να τιμώ τους κάλους σου!
—Σ' ευχαριστώ, φίλε, αλλά τι μ’ αυτά; εμένα αυτοί οι κάλοι με τρομάζουν...
—Γιατί;
—Φοβάμαι, φίλε μου, και προβληματίζομαι. Σκέφτομαι καθημερινά μήπως δεμένοι στο μπασκί και ακολουθώντας το αυλάκι, δεν έχουμε χρόνο να δούμε κατάματα την πραγματικότητα. Έχω την αίσθηση πως εκτός από τον κάλο στα χέρια και στο μυαλό έχουμε κάλο. Όλα στη ζωή μας για την καπνοφυτεία γίνονται. Οι γυναίκες μας γεννοβολάνε στο αυλάκι μόνο και μόνο για να περισσέψουν τα χέρια για τα καπνά.
Επίσκεψη Ιασονίδη στην Καλαμαριά |
—Στο κυνήγι της επιβίωσης γίνονται κι αυτά. αλλά εγώ προσωπικά καμαρώνω για σένα και για όλους εκείνους σαν εσένα. Βοηθήσατε αποτελεσματικά στην ανασυγκρότηση της χώρας. Ο κ. Διομήδης, διοικητής στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, έγραψε στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία: «Ουδέποτε η Ελλάς ενεφάνισε τοιαύτην έντασιν καλλιεργητικής δράσεως, ης κύριος παράγων υπήρξε ο προσφυγικός κόσμος...!». Άκουσες; Έχω την εντύπωση ότι σε σένα ειδικά, Γιάννη, αναφέρεται.
—Υπουργέ μου, δεν με καθησυχάζεις με ό,τι κι αν πεις. Αντίθετα, μου δίνεις αφορμή να ανησυχώ περισσότερο. Γιατί, τι έγινε τελικά; Τι καταφέραμε στα δέκα χρόνια της προσφυγιάς μας; Δούλοι της γης γινήκαμε και υποτακτικοί, χωρίς τη θέλησή μας στη δούλεψη των καπνεμπόρων μπήκαμε. Αλλά εμένα, για να πω την αλήθεια, δεν μ’ ενοχλούν αυτά. Η δουλειά δεν είναι ντροπή και η πάλη με τη φύση έχει τις χαρές της. Αλλού είναι, φίλε μου, το πρόβλημα. Η καπνοκαλλιέργεια απορροφά όλο το χρόνο μας κι όλες τις δυνάμεις μας. Τα παιδιά μας, για χάρη της, αγράμματα τα αφήνουμε κι αυτό είναι πόνος για εμάς που μάθαμε γράμματα μέσα στην Τουρκία.
—Φίλε μου, θέλω να μ’ ακούσεις. Τα λέγω καθημερινά στις ομιλίες μου, άκουσέ τα κι εσύ μια και το ’φερε ο λόγος. Είμαι σε μια θέση που μου δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσω πόση ένδεια υπάρχει σε όλη τη χώρα. Κι όμως, κανένας δεν δίνει πεντάρα για το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του λαού. Όλοι θεωρούν πως δεν υπάρχουν περιθώρια για καλύτερες ημέρες. Η μοιρολατρεία μας απονεκρώνει τους περισσότερους. Εσύ, βλέπω, περιέχεις τσαγανό μέσα σου. Γι’ αυτό, όσο θα έχεις τη δύναμη και την ψυχική αντοχή να φυτεύεις τριάντα στρέμματα καπνού, το μέλλον διαγράφεται ρόδινο. Ο μυθικός Ανταίος ξαναζωντανεύει στο πρόσωπό σου.
—Κατάλαβα, μη συνεχίζεις. Μια ζωή παραμύθι τρώμε...
— Δεν πρόκειται για παραμύθι. Αν εσύ και κοντά σε σένα όλοι οι Πρόσφυγες επιδοθούν σε εντατική καλλιέργεια της γης, τότε θα έχουμε όλοι μας οριστικά κερδίσει τον πρώτο γύρο της πάλης. Στο δεύτερο γύρο, την Παιδεία θα βάλουμε ως στόχο κατάκτησης. Θα στήσουμε πρώτα σχολεία για τη μάθηση και ύστερα εκκλησιές τρουλωτές για να λειτουργηθούμε. Μόνο, σε παρακαλώ, μη χάνεις την αισιοδοξία σου. Να θυμάσαι πάντα τον ποιητικό στίχο που μας κληροδότησαν οι πατεράδες μας: «Η Ρωμανία κι αν επέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο».
Πράγματι, η Ρωμανία άνθισε, καθώς ένα εκατομμύριο στρέμματα της ελληνικής γης κάλυψαν την επιφάνειά της με τα πανέμορφα ροζ- άσπρα ανθάκια των καπνών, απλωμένα με τέχνη περισσή πάνω στα σκιάδια των βλαστών. Από αυτή την ανθοκάλυψη «άνθισε» η οικονομία της χώρας, με τις τεράστιες εξαγώγιμες ποσότητες καπνού, οι οποίες πριν φθάσουν στον προορισμό τους πέρασαν μέσα από τα ροζιασμένα χέρια των προσφύγων, του Ιωάννη Φερεκίδη για παράδειγμα.
Νόρα Κωνσταντινίδου
Εκπαιδευτικός- Λογοτέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου