Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Η σιωπηλή τραγωδία μέσα στην Αμισό

Αυτή ήτανε η ζωή και ο πόλεμος στο βουνό, που διήρκεσε δυο χρόνια, 1912-1913, και ερχόμαστε προς το 1914. Αλλά ας έρθουμε πρώτα, μέσα στην πολιτεία, να δούμε τι διαδραματίζεται σ’ αυτή.
Εγώ τότε είχα περάσει κάμποσα επαγγέλματα, αλλά δεν μπορούσα να σταθεροποιηθώ σε κανένα. Και φαρμακοποιός ακόμη έγινα! Μαραγκός πήγα, σ’ ένα μήνα έφυγα. Ράφτη με βάλανε, δεν μπορούσα, έφυγα. Σε μπακάλικο με βάλανε, έφυγα, είχα αγριέψει και από παντού έφευγα.
Αμισός (Σαμψούντα)

Είχα βγάλει την τετάρτη δημοτικού και προβιβάστηκα στην πρώτη Ελληνικού, αλλά επειδή είχαν τουρκικά και γαλλικά δεν ήθελα να τα μάθω. Η ταραχώδης ζωή μου δεν με άφηνε να καθίσω ήσυχα και να διαβάζω, ήθελα περιπέτεια, δεν μπορούσα, ήθελα να φύγω.
Και τώρα ακόμη μου συμβαίνει αυτό και το αποδίδω στην ανώμαλη κατάσταση που πέρασα στην εφηβική μου ηλικία. Πήγαινα στα βουνά, στα πατρικά μου χωράφια και έβλεπα αντάρτες, πτώματα, πολέμους, καμένα σπίτια, εξαγριωμένο κόσμο. Η γαλήνια και παραδεισένια εποχή είχε περάσει τόσο ξαφνικά, σε τόσο λίγο καιρό τέτοια αλλαγή!
Άλλοτε πάλι πήγαινα, όχι μόνο έβλεπα τα χωράφια τους  αλλά και τις γελάδες τους να βόσκουν αμέριμνα στις πε­διάδες. Πόσο μου άρεσε, σαν πήγαινα σ’ εκείνα τα ήρεμα μέρη, στα άγια χώματα που μόνο ο Θεός τα ευλογούσε. Ήτανε σαν να ’χανα το μισό μου εαυτό, που στερούμουνα την φυ­σική ζωή του χωριού.
Μέσα στην πολιτεία η φυλή μας περνούσε την πιο δεινή εποχή. Στέλνανε τους Ρωμιούς στα μπουντρούμια, στις φυ­λακές. Αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι του χωριού και του βου­νού, χωρίς να φταίνε σε τίποτα, ζούσαν πίσω από της φυλα­κής τα σίδερα. Και το χειρότερο: είχαν στήσει κρεμάλες στο μεϊντάνι που ήταν το ρολόι της πλατείας της Αμισού, γύρω γύρω, και κάθε βράδυ κρεμούσαν πενήντα πενήντα! Τα ξύλα ήταν καρφωμένα και τα μετρούσα, ήμουνα ένα παιδί 14 χρό­νων, ήτανε πενήντα κρεμάλες. Κρεμούσαν και γυναίκες, αλλά πιο πολύ άνδρες, ανθρώπους αγαθούς, δίκαιους, με την πιο παραμικρή αφορμή. Βρίσκαν μια δικαιολογία, ότι τάχα ήταν λιποτάκτες του στρατού ή ότι έδωσαν τρόφιμα στους αντάρτες, ή ότι επαναστάτησαν εναντίον του κράτους και τους κρεμούσαν.
Όλα αυτά μέσα μου γίνονταν ένας όγκος αγανάκτησης και πλήξης. Τι να κάνω να σκοτώσω Τούρκους; Δεν είχα τέ­τοιες τάσεις, δεν ήμουνα αιμοβόρος. Καθόμουν στην ακρο­θαλασσιά, η αμμουδιά μας ξεχώριζε από τη θάλασσα, η μια πλευρά του κήπου μας ήταν στο Βασιλικό δρόμο και η άλλη στη θάλασσα. Έβγαινα στη θάλασσα, γύριζα, καθόμουν σε καμιά σκιά και λογάριαζα.
Μετρούσα και αναπολούσα στη φαντασία μου όλο αυτό το δράμα. Έλεγα να κλέψω μαζί με τους φίλους της ηλικίας μου, που τους έβλεπα κι αυτούς ή να πάω στη Ρωσία, αλλά ένα τέτοιο πράγμα ήταν ακατόρθωτο. Από την άλλη μεριά έλεγα: Πού είναι η Ελλάδα; Γιατί στο σχολείο όλο ακούμε εξυμνήσεις, εξυμνήσεις; Πού είναι οι ήρωες, δεν τα ξέρουν αυτά; Νόμιζα, ότι ήταν αθάνατοι από όσα μας μάθαιναν οι γιαγιάδες μας... Ο Πελοπίδας... Μολών Λαβέ... Από την άλλη μεριά έλεγα: αυτοί οι Πρόξενοι, που αντιπροσωπεύουν το χριστιανικό κράτος, δεν βλέπουν αυτή την κατάσταση; Πολλές φορές που χιόνιζε πολύ, η μάνα μου με κουκούλωνε και πήγαινε στα Προξενεία που ήταν προς τη γειτονιά μας (από δω ως την (Ομόνοια και πιο κοντά) και τους πήγαινε το γάλα τους.
Εγώ κοίταζα όλη την οικογένεια ευλαβικά. Η φύση μ’ έσπρωχνε, έτσι με τη θλιμμένη και σεμνή όψη μου (προς τα προξενεία) μπας και σκεφθούν και λογικευθούν και κάνουν κάτι, για να σώσουν τον κόσμο που τόσο βασανίζονταν. Έβλεπα όμως ότι τέτοια σκέψη δεν περνούσε από το μυαλό τους, αυτοί περιορίζονταν μόνο στο δικό τους χουζούρι και δεν πήγαιναν ούτε με το μέρος των Ρωμιών ούτε με το μέρος των Τούρκων. Γύριζα πάλι πιο λυπημένος από πριν στο σπίτι μας.
Η μάνα μου, μια χωριατοπούλα, καταγίνονταν με το σπίτι της, με την αγελάδα της και δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να λέει: «μάθε ένα επάγγελμα, να βάλεις ένα χρυσό βραχιόλι στο χέρι σου». Η τραγική κατάστασις συνεχιζόταν στα χωριά και μέσα στην πολιτεία. Για χατήρι της μάνας μου, που νοιαζόταν τόσο για μένα, πήγα κι έπιασα σ’ ένα τσαγκαράδικο δουλειά. Από την πρώτη στιγμή έδειξα ζήλο και αγάπη σ’ αυτή τη δουλειά.
Ο μάστορας μου ήταν ένας απλοϊκός άνθρωπος και δεν μου έκανε το ζόρικο αφεντικό κι ένιωθα ανεξαρτησία.
Σαμψούντα(Όπως φαίνεται από την παραλία σήμερα)
Σαν πέρασε ένας χρόνος, μ’ όλο που ήμουνα ανήσυχο πνεύμα, κατόρθωσα να κάνω μεγάλη προκοπή. Εκτός όμως από την τέχνη μου, καταλάβαινα, πως κάτι άλλο έπρεπε να κάνω, να μη μείνω μακριά από τη δράση και από τον αγώνα.
Βοηθούσα τους φυλακισμένους. Τους πήγαινα νερό να πιούνε, τους πήγαινα καπνό να καπνίσουν, κινίνα τους πήγαινα, ακόμα και πληροφορίες και έπαιρνα πληροφορίες από αυτούς και τις πήγαινα στους άλλους. Οι Τούρκοι με έδιωχναν και με απειλούσαν. Εγώ όμως συνέχιζα το χαβά μου και βοηθούσα  όσο μπορούσα, τους φυλακισμένους.
Ενώ γινόταν αυτά, ο μάστορας μου, με πήρε και πήγαμε σ’ ένα εργοστάσιο, που εργάζονταν 3-4 Αρμένηδες και τρεις Έλληνες. Το εργοστάσιο όμως ήταν ελληνικό και οι Αρμένηδες απουσίαζαν. Τότε μάθαμε ότι έγινε η σφαγή των Αρμένηδων! Τους σκότωσαν με μαχαίρια, με τουφέκια, έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου! Τους πήγαιναν με τις βάρκες βαθιά στη θάλασσα, τους βάζαν πέτρες στο λαιμό και τους έπνιγαν. Τους έσφαζαν στο βουνό και τους λεηλατούσαν τα σπίτια.
Πολλούς απ’ αυτούς, με τη μεσολάβηση του Δεσπότη και με τη βοήθεια των Ελλήνων της Αμισού, κατόρθωσαν να τους γλυτώσουν. Από τους ίδιους όμως Αρμένηδες προδόθηκαν οι δικοί μας, για το καλό που τους κάναν, και οι Τούρκοι τους εξόρισαν στα μεσόγεια. Αυτό το ’παθαν γιατί λυπήθηκαν τους Αρμεναίους. Ταυτόχρονα και τον Γερμανό, το Δεσπότη, μαζί με το δικηγόρο του, το Χριστάκη, τους έστειλαν στην Ελλάδα. Τους άλλους τους σκότωσαν στα μεσόγεια της Τουρκίας.
Πολλοί από τους Αρμεναίους κατόρθωσαν, μέσω των Ελλήνων, να φύγουν στα βουνά. Κι εγώ βοήθησα πολλούς απ’ αυτούς, γιατί ήξερα τα μονοπάτια. Τους πήγαινα, τους ανηφόριζα αρκετά και εκεί βρίσκαμε, στα βουνά, αδελφική φιλοξενία, κοντά στους αντάρτες.
Οι αντάρτες ήταν γύρω στους τετρακόσιους, πήραν όπλα και τροφές και είχαν άσυλο εξασφαλισμένο. Έμαθαν κι από άλλα μέρη ότι ήταν αντάρτες εκεί και πήγαιναν σ’ εκείνους ακόμα και από τη Σεβάστεια.

Δημοσθένης Κελεκίδης
"Το αντάρτικο του Πόντου"
εκδόσεις Γόρδιος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah