Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΤΣΑΝΤΑΪ στη Σαντά του Πόντου.

Στη φορεσιά θα πρέπει να κατατάξουμε και τα περίφημα "τσαντάγια", ταγάρια της Σαντάς.
Στα παλαιότερα χρόνια τα "τσαντάγια" ήσαν "κασικένα" δηλαδή από "κασίκια". Τα "κασίκια" ήσαν λουρίδες υφασμένες με ειδικό εργαλείο "τα τσαπάρα" σε χτυπητά χρώματα και με διάφορα γεωμετρικά σχέδια, όπως προαναφέραμε.
Έραβαν τις λουρίδες αυτές την μία δίπλα στην άλλη και όταν έφταναν στο φάρδος που χρειάζονταν, έραβαν το "τσαντάι".
Τα "τσαντάγια" αυτά τα λέγανε και "τσαπαρένα". Ήσαν πολύ όμορφα, όπως μου έλεγε η Μάνα μου, αλλά ήδη, στην εποχή τη δική της, δηλαδή γύρω στα 1900, είχαν αρχίσει να είναι λιγοστά.
Ισχανάντων, Πινατάντων,Τερζάντων
"Σ’ έμέτερον τόν καιρόν πα’, λιγοστά έσαν", μου έλεγε. Ίσως επειδή είχαν πολύ κόπο, τα εγκατέλειψαν και έφτιαχναν "τσαντάγια" με υφαντό του αργαλειού.
Διατήρησαν όμως τις ρίγες με τα χτυπητά χρώματα και μόνο το λουρί που είχε το ταγάρι για να το κρεμούν στον ώμο ήταν από "κασίκια". Τα έραβαν με πολλή τέχνη, τα κρεμούσαν χάντρες και φουντίτσες και άφησαν εποχή για την ομορφιά και την κομψότητά τους.
Ήσαν περιζήτητα στα γύρω χωριά και κυρίως στις αγορές της Γέμουρας και των Σουρμένων.
Στην μια άκρη ήταν ραμμένο το "κασικένιο" λουρί και στην άλλη είχε μια θηλιά, όπου έμπαινε το λουρί και το κοντομάκραιναν όποτε ήθελαν.
Το "τσαντάι" ήταν απαραίτητο εξάρτημα γυναικών και ανδρών στη Σάντα.
Το κρατούσαν στα χωράφια, στο βουνό, στα ταξίδια, μακρινά και κοντινά. Έβαζαν μέσα το ψωμί τους και ό,τι άλλο τους χρειάζονταν.
Τόσο συχνή ήταν η χρήση του από τους Σανταίους, ώστε έγινε και ανέκδοτο:
Κάποτε ο Χρήστος  Απτάλ’ από το χωριό Πινατάντων βρέθηκε στην παραλία της Τραπεζούντας και παρακολουθούσε πως βγάζανε τα "χαψία" (γαύροι).
Εκείνη την ώρα πέρασε κάποιος από ένα ξένο χωριό και τον ρώτησε:
"Πατριώτη, από πού είσαι;"
-Από τη Σάντα, είπε ο Χρήστος.
"Και πώς σε λένε;"
-Χρήστο, είπε ο Σανταίος.
Ο χωρικός τον κοίταξε καλά-καλά, από την κορυφή ως τα νύχια και είπε: '
"Βρε πατριώτη! Στοφόρε (Χριστόφορε) δεν σε λένε, τσαρούχια δεν φοράς, ταγάρι στον ώμο δεν κρατάς, τι σόι Σανταίος είσαι;".
Του έλειπαν δηλαδή τα κύρια χαρακτηριστικά των Σανταίων: Τα τσαρούχια, το πολύ συνηθισμένο όνομα Στοφόρος και κυρίως το "τσαντάϊ".
Τελειώνοντας θα αναφερθώ σε μια ιστορία για το "κουλαπταλίν την τσόχαν", γιατί έχω κάποιον συναισθηματικό δεσμό μ’ αυτήν.
Όταν έγινε η ανταλλαγή, ο πατέρας μου με την οικογένεια του, δεν ήλθαν από την Τουρκία, αλλά από το Βατούμι της Ρωσίας, όπου είχε καταφύγει από το 1917.
Έτσι είχαν την δυνατότητα να φέρουν μαζί τους και το νοικοκυριό τους. Ανάμεσα σ’ όλα ήταν και το "κουλαπταλίν η τσόχα" της μάνας μου.
Ερχόμενοι στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Νέα Σάντα του Κιλκίς.
Ύστερα από μερικά χρόνια, η μάνα μου έμεινε έγκυος και επειδή είχε μεγάλα παιδιά, ήδη η αδελφή μου η μεγάλη ήταν αρραβωνιασμένη, ντρεπόταν και για να κρύψει την κοιλιά της, φορούσε την τσόχα της που ήταν φαρδιά, με μια ποδιά από πάνω.
Έτσι όταν γεννήθηκα, όλοι στο χωριό έμειναν άναυδοι. Και μάλιστα έλεγε η μάνα μου, ότι όλο το χωριό ήλθε στα "παραμόνα" για να την πειράξουν και να γελάσουν.
Την τσόχα εξακολουθούσε να την φοράει και την θυμάμαι κι
εγώ.
Μια γειτόνισσά μας, η Μαρίκα η Γιαλαμά ήταν τότε μικρή και μου έλεγε τις προάλλες που πήγα στο χωριό και αναφερθήκαμε στα παλιά:
"Πόπη, εγώ έθυμούμαι τη μάμα σ’ όνταν  εφόρ’νεν την τσόχαν άτ’ς. Μικρέσσα έμ’ και τα "κουλαπτάνα" εγυάλιζαν κι εγώ έστεκα κι ετέρν’ άτεν".
Αργότερα ήρθαν δύσκολοι καιροί για την οικογένειά μας και τότε η μάνα μου έδωσε την τσόχα στην μοδίστρα την Ποινίκα του Ευριπίδη και μου την έκανε παλτό. Το φορούσα σχεδόν όλα τα χρόνια της κατοχής και δεν έλεγε να παλιώσει.
Έτσι η τσόχα που με προστάτεψε στην κοιλιά της μάνας μου, με προστάτεψε και από το κρύο στα δύσκολα χρόνια του πολέμου.
Μόνο από το παρατσούκλι δεν μπόρεσε να με προστατέψει. Όλοι με λέγανε:
"Τή γραίας τό κορίτσ’" κι εγώ καθόμουν και έκλαιγα.
Και πόσο γριά ήταν η καημένη μανούλα μου; Μόλις σαράντα ένα χρόνων!

Πόπη Τσακμακίδου-Κωτίδου
"Οι γυναίκες της Σαντας του Πόντου"
Εκδόσεις : Αδελφών Κυριακίδη
2002



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah