Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Μνήμες και στοχασμοί

Τρίτη 13 Μαρτίου 1949, ώρα 1 το μεσημέρι.

Είχαμε κρεμάσει τα όνειρά μας από τα μανταλάκια της ελπίδας και ο αγέρας της δροσερής νιότης μας, φούσκωνε τα πανιά της σκούνας μας, που ταξίδευε στην ομορφιά του ονείρου του δικαίου και της αλήθειας. Σωματικά εξαθλιωμένες υπάρξεις, βγαίναμε από το αμπάρι του «Κως», ένα σαπιοκάραβο, που κουβαλούσε τα διαμάντια της εποχής εκείνης.
Στη λάμψη των ματιών μας ανακατευόταν η υπερηφάνεια, η ελπίδα της ζωής μας, που, ωστόσο, τα κοχλαστά νιάτα μας την πετούσαν με περιφρόνηση στα αγρίμια της Α. Μ. (Αστυνομία Μονάδας), που άρχισαν να έρχονται από το Μακρονήσι, τραγουδώντας του «Αητού το γιο».
 Στρατόπεδα Μακρονήσου
Εκατόν ογδόντα εννιά παλικάρια των κλάσεων του 1946 και 1947, μαζεμένα από τα ανθοκήπια του Άη Στράτη και της Λήμνου, σαν τον καρποφόρο ανθό της μύκονος της υπνοφόρου, πεταμένα μέσα στο αμπάρι του «Κως», παίρνανε τον δρόμο για το Μακρονήσι, για να υποστούν το πείραμα της ανάνηψης των πρώτων πολιτικών κρατουμένων.
Η αγωνία του τι θα συναντήσουμε, οι φήμες για τα φριχτά βασανιστήρια της Μακρονήσου, σφίγγανε σαν μέγγενη τις καρδιές μας, αλλά, παράλληλα, δίνανε καταρράκτες ευγενικών αισθημάτων αγάπης και φιλίας ανάμεσά μας. Οι σκέψεις, που κάναμε μόνοι μας, θωρακίζανε τον εαυτό μας από τα πιθανά γεγονότα που επρόκειτο να συμβούν. Η αγάπη και η φιλία μεταξύ μας ήταν το μοναδικό όπλο που είχαμε για να αντιμετωπίσουμε το καθετί.
Οι σκέψεις αυτές μέσα στο αμπάρι του πλοίου, μαζί με τη φουρτούνα που αντιμετωπίζαμε, γινόντουσαν μια σκληρή μπάλα, που και η θάλασσα ήθελε να μας ξεράσει από τα σωθικά της, θαρρείς και ήθελε να μην φτάσουμε ποτέ στον προορισμό μας. Οι χωροφύλακες που μας συνόδευαν, οι περισσότεροι παιδιά με ανθρώπινα αισθήματα, μας έλυσαν τις χειροπέδες, έτσι που, αν βούλιαζε το καράβι, να μπορούσαμε να σταθούμε στην επιφάνεια της θάλασσας.
Αφυδατωμένοι από τους εμετούς, δεχόμασταν τα πελώρια κύματα με ανάκατα αισθήματα ευχαρίστησης και αγωνίας. Τα 36 μουλάρια, που ήταν δεμένα στο κατάστρωμα, ταξίδευαν το τελευταίo τους ταξίδι για την Ιταλία, όπου θα γινόντουσαν κονσέρβες. Οι κοπριές των μουλαριών, ανακατεμένες με τη θάλασσα, πέφτανε μέσα στο αμπάρι, όπου, μαζί με τη βρωμιά από τα ξερατά και τις βούτες (δοχεία, όπου κατουρούσαμε), δημιουργούσαν την αίσθηση των βρασμένων καζανιών της κόλασης. Οι οσμές αυτές έφεραν αστραπιαία στη μνήμη τον χειμώνα του 1944, όταν, σαν ανταρτοεπονίτης της γιάφκας του 13ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, στο Μπέλλες, πήραμε εντολή 14 αντάρτες να χτυπήσουμε τη σφηκοφωλιά των ταγμασφαλιτών, που ήταν στο χωριό Αγία Παρασκευή των Μουριών. Με το σούρουπο, μπήκαμε από δυο μεριές στο χωριό, φωνάζοντας με το χωνί συνθήματα λευτεριάς και αισιοδοξίας και χτυπώντας κάθε αντίσταση που ξεφύτρωνε, κατορθώσαμε, τα μεσάνυχτα περίπου, να φτάσουμε στην πλατεία, για να κάψουμε ορισμένα σπίτια συνεργατών των Βουλγάρων — η βουλγαρική κατοχή ήταν δίπλα, μέχρι τα Πορρόια. Το χωριό απείχε περίπου 4 χιλιόμετρα από την έδρα του βουλγαρικού λόχου.
Με την άφιξη των βουλγαρικών μονάδων, οπισθοχωρώντας, φεύγαμε για το πρώτο σημείο σύμπτυξης. Αργοπόρησα γιατί με εντόπισε ένα βουλγαρικό πολυβόλο και έβαλε κατά πάνω μου. Το φως της ημέρας, δειλά — δειλά, εμφανίστηκε και τότε έστριψα πάλι μέσα στο χωριό. Το χιόνι, το δυνατό κρύο, η αγωνία του τι θα κάνω με έκαναν να τρέξω και να μπω σε ένα προαύλιο, όπου είδα ένα βουναλάκι με κοπριές αγελάδας.
 Ανοιξα βιαστικά μια τρύπα και μπήκα μέσα μαζί με το στεν (ελαφρό αγγλικό πολυβόλο). Για να μην φαίνομαι, έβαλα μπροστά στο πρόσωπο μου ένα μεγάλο αγκαθωτό θάμνο. Ευτυχώς το πυκνό χιόνι σκέπασε πολύ γρήγορα τα ίχνη μου γύρω από τον λόφο με τις κοπριές. Περίμενα όλη μέρα μέσα στις κοπριές και με το σούρουπο βγήκα και βρήκα τους φίλους αντάρτες στο δεύτερο σημείο σύμπτυξης.
Οι σκέψεις αυτές, που μου ήρθαν επάνω στο πλοίο, φέρνανε τα ίδια αισθήματα αγωνίας και φόβου. Στη φριχτή αυτή αθλιότητα του περιβάλλοντος, μέσα στο αμπάρι, μένανε, σαν ολόλευκα καθαρά σεντόνια, τα αισθήματά μας, που μας τύλιγαν και μας εξαΰλωναν από το περιβάλλον όπου βρισκόμασταν, έτσι που νομίζαμε ότι τίποτε από όλα αυτά, που συνέβαιναν γύρω μας, δεν μας άγγιζε.
Ανάμεσά μας δέθηκαν αλυσίδες αγάπης και φιλίας, σαν τις αλυσίδες των οργανικών ενώσεων, και τίποτε δεν μπορούσε να μας διασπάσει.
Όσο σκεφτόμουνα αυτά τα υπέροχα αισθήματα αγάπης και φιλίας, που δένουν τους ανθρώπους, σκεφτόμουνα τα λόγια του μεγάλου Κινέζου φιλόσοφου Κομφούκιου, που έλεγε:
-Με τη δύναμη της αγάπης, ο άνθρωπος αλλάζει τον εαυτό του. 
-Με τη δύναμη της αγάπης, ο άνθρωπος αλλάζει τους άλλους.
 -Με τη δύναμη της σκέψης, ο άνθρωπος αλλάζει τον κόσμο!


Γιώργος Καζαντζίδης (1926-2004)

(Απόσπασμα. από πολυσέλιδη αφήγηση του Γιώργου Καζαντζίδη, γιατρού αναισθησιολόγου, από το Κιλκίς. Η μητέρα του Ερσυλία ήταν η πρώτη Ελληνίδα δημοτική σύμβουλος, στον δήμο Κιλκίς, πριν από τον πόλεμο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah