Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Στιγμιότυπο σε λαϊκή, χρόνια πριν...

Ηταν η εποχή που οι πρόσφυγες από την τότε Σοβιετική Ένωση έρχονταν στην Ελλά­δα, τη «μητέρα πατρίδα», με όνειρα, ελπίδες και προσμονή καλύτερης ζωής. Στη χώρα που έζησαν έως τότε, είχαν την εντύπωση ότι στην Ελλάδα θα εύρισκαν τον παρά­δεισο! Δεν είναι μυστικό τι εστερούντο. Το σημαντικότερο ήταν ότι,εκεί όπου ζούσαν, έλειπε η ελευθερία της έκφρασης των ιδεών του απλού λαού, των επιστημόνων, των καλ­λιτεχνών, των πνευματικών ανθρώπων.
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα - κυρίως οι Πόντιοι - έμειναν άναυδοι. Περίμεναν ότι, πέραν της κρατικής υποστήριξης, θα εύρι­σκαν μια ζέστη αγκαλιά από τον ελληνικό λαό. Ίσως να τη βρήκαν μερικοί. Όμως, οι ηλικιωμένοι, αυτοί που δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους για οικο­νομική ή πνευματική καταξίωση στη χώρα όπου ζούσαν, ήρθαν χωρίς εφόδια. Πολλοί ήσαν αυτοί που για διάφορους λόγους έκα­ναν «εσωτερικό τουρισμό».

Ένας από αυτούς τους υπερήλικες, που δεν μπόρεσε να κάνει κάποια δουλειά, όταν ήρθε στην Ελλάδα, βρέθηκε να κάνει εμπόριο στις λαϊκές. Η γλώσσα δεν βοηθούσε, κι ας νό­μιζαν ότι τα ποντιακά που μιλούσαν ήταν η κοινή ελληνική (Μήπως σωστά το νόμιζαν;).
Τον αντάμωσα σε μια λαϊκή. Είχε απλω­μένο μπροστά του ένα χαρτόνι και μέσα σε νάιλον σακουλάκια πουλούσε ψωμάκια. Κα­θόταν σιωπηλός και περίμενε τους πελάτες!
Δίπλα του, μια κοπελίτσα γύρω στα δώ­δεκα - δεκατρία χρόνια της, πουλούσε μα­ϊντανό, που τον διαλαλούσε με όση δύναμη είχε η φωνή της.
Κοντοστάθηκα και ακούω τον ηλικιωμέ­νο να λέει εκνευρισμένος στη μικρή.:
«Μώσε, μη τσερίεσαι! Ο λαόν ελέπ’ ντο πουλείς γάραμ’σον! Που θέλ’, θα παίρ’».
Ο συμπατριώτης αυτός, στο τέλος των πωλήσεων στη λαϊκή, πήγε στην άκρη ενός αδιέξοδου δρόμου, όπου είχε από νωρίς συ­γκεντρώσει ό,τι βρήκε να είναι καλό από εκείνα που οι διάφοροι πωλητές εγκατέλειπαν· Όμως, η έκπληξή του ήταν αφόρητα σκληρή. Δεν υπήρχε τίποτε! Οδυρόμενος, άρχισε να φωνάζει:
«Κεπεκεί λέγ’νε, σην Ελλάδαν ’κι κλέφτ’νε. Άναβα ντο κλέφτ’νε, και τ’ αφ κάτ’-ι-σ’ πα θα σύρ’νε και παίρνε!...».
Και συνέχισε να κλαίει. Για την ατυχία του;
Άμοιρε, δεν υπάρχει παράδεισος. Τον πέταξαν στον Καιάδα της πλεονεξίας σαν περιττό και ίσως σαν ουτοπία.
Υπήρξα αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυ­ρας, γιατί ήμουν φιλοξενούμενη σε σπίτι δίπλα στον χώρο, όπου εξελίχθηκαν όσα αφηγούμαι.





Αφροδίτη Τελίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah