Philip Noel-Baker |
Ο Νάνσεν
συνέλαβε με τη γνωστή του διαίσθηση το ρόλο που θα έπαιζαν οι διεθνείς
οικονομικοί θεσμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Εξήγησε
στο Νικόλαο Πολίτη, τον Έλληνα υπουργό εξωτερικών, πως η Κοινωνία των Εθνών
κατόπιν συμφωνίας των μελών του συμβουλίου της μπορούσε να εγγυηθεί την
αξιοπιστία της Ελλάδας και να τη βοηθήσει να δανειστεί χρήματα για την
περίθαλψη των προσφύγων.
Όταν ο
Νάνσεν παρουσίασε στον υπουργό μία λεπτομερή γραπτή πρόταση, φάνηκε καθαρά η
ευγνωμοσύνη του Πολίτη και της κυβέρνησής του απέναντι σε κάθε είδους διεθνή
υποστήριξη και η απόλυτη, σχεδόν άδολη, εμπιστοσύνη που είχε στον Νάνσεν.
«Προτού
διαβάσω την πρότασή σας», λέγεται ότι είπε ο Πολίτης, «θέλω να σας πω ότι η
Ελλάδα την αποδέχεται. Δεν χρειάζεται να τη δω για να πω ότι οι συμπατριώτες
μου κι εγώ γνωρίζουμε τα φιλικά αισθήματα που τρέφετε για τους Έλληνες. Η
κυβέρνησή μου εμπιστεύεται απόλυτα την κρίση σας».
Έχοντας
τουλάχιστον αποσπάσει την απρόθυμη συγκατάθεση των Τούρκων εθνικιστών και την
ευγνωμοσύνη της καταρρακωμένης Ελλάδας, ο Νάνσεν φαινόταν έτοιμος να κλείσει τη
συμφωνία.
Στο τέλος όμως
του Οκτωβρίου προέκυψε ένα σοβαρότατο πρόβλημα. Οι φίλοι του στην Αθήνα
θεωρούσαν δεδομένο ότι η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, δηλαδή τα εδάφη
που τελούσαν υπό την κατοχή των Συμμάχων, δεν θα συμπεριλαμβάνονταν στο σχέδιο.
Επομένως, οι
πάνω από 300.000 Έλληνες ορθόδοξοι, οι περισσότεροι εξαιρετικά εύποροι
επιχειρηματίες, θα παρέμεναν ασφαλείς στα σπίτια τους.
Ο Κεμάλ όμως
δεν θεωρούσε τίποτα δεδομένο. Για τους Τούρκους εθνικιστές ο τεράστιος
χριστιανικός πληθυσμός της οθωμανικής πρωτεύουσας συγκέντρωνε όλα τα
χαρακτηριστικά της ξένης κυριαρχίας στην τουρκική οικονομία, ένα καθεστώς που
ήταν αποφασισμένοι να ανατρέψουν.
Επιπλέον, οι
χριστιανοί ήταν ανυπόληπτοι στα μάτια των Τούρκων ύστερα από την στήριξη που
είχαν προσφέρει στην απόπειρα των Ελλήνων εθνικιστών να αρπάξουν με τη βία τη
δυτική ακτή της Ανατολίας και να εγκατασταθούν στην πόλη που ποθούσαν να
αναστηλώσουν ως νέο Βυζάντιο.
Η εξορία των
χριστιανών του Βοσπόρου δεν ήταν γι' αυτούς μόνο δίκαιη, ήταν και άκρως
επιθυμητή. Όπως ο απεσταλμένος του Μουσταφά Κεμάλ, Χαμίντ μπέη είπε στον Νάνσεν
στις 31 Οκτωβρίου: «η κυβέρνηση της Άγκυρας σας ανέθεσε απλώς να
διαπραγματευτείτε στη βάση μιας συνολικής και υποχρεωτικής ανταλλαγής
πληθυσμών». Με άλλα λόγια η Κωνσταντινούπολη ασφαλώς και δεν αποτελούσε
εξαίρεση.
Όταν ο Νάνσεν
μετέφερε το μήνυμα στους Έλληνες εκείνοι αισθάνθηκαν απόγνωση και το έδειξαν
καθαρά. Ο Νάνσεν θεωρούσε ότι η απώλεια της Κωνσταντινούπολης, με όλη την
οικονομική, συναισθηματική και ιστορική της σημασία, ήταν ένα πικρό ποτήρι που
οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποφύγουν, αλλά ο Βενιζέλος ανησυχούσε μήπως μία
νέα έξοδος προσφύγων προς την Ελλάδα, από τις ακτές του Βοσπόρου αυτή τη φορά,
θα εξουδετέρωνε τα αναμενόμενα «οφέλη» από την εξορία των μουσουλμάνων. Σε μία
επιστολή του από το Παρίσι την 1η Νοεμβρίου γράφει:
Το πρόβλημα που τίθεται ύστερα από τις
αξιώσεις των Τούρκων για την απέλαση του ομογενούς πληθυσμού της
Κωνσταντινούπολης είναι δεινό.
Αν στις μυριάδες των προσφύγων που
έφτασαν στη χώρα μας προστεθούν και οι μυριάδες των Ελλήνων της
Κωνσταντινούπολης το ήδη δυσχερέστατο πρόβλημα της εγκατάστασής τους θα γίνει
άλυτο. Ούτε θα μας ανακουφίσει η εκτόπιση των Τούρκων της Ελλάδας αφού μόλις
υπερβαίνουν αριθμητικά τους 'Ελληνες της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων.
Εν τω μεταξύ ο
Νάνσεν συμβούλευε τους Έλληνες να δεχτούν «κατ' αρχήν» τη μαζική ανταλλαγή
συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινούπολης με το επιχείρημα ότι καλό θα ήταν η
συμφωνία να γίνει το γρηγορότερο - και ίσως στο εγγύς μέλλον η τουρκική πλευρά
πείθονταν να εξαιρέσει την οθωμανική πρωτεύουσα.
Κωνσταντινούπολη (Το χάραμα) |
Αν υπήρχε
συμφωνία οι Τούρκοι ίσως δίσταζαν να εξορίσουν τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης,
καθώς η αποζημίωση για τις τεράστιες περιουσίες τους θα ήταν πολύ υψηλή. Αν δεν
υπήρχε συμφωνία, πάλι θα έφευγαν πολλοί χριστιανοί κάτοικοι της Πόλης, χάνοντας
όμως το δικαίωμα να πουλήσουν ή να αποζημιωθούν για τα σπίτια και τα κτήματά
τους.
Ακόμα και στον
Βενιζέλο φαινόταν πια καθαρά ότι, εφόσον οι Τούρκοι ήταν αποφασισμένοι να
εξορίσουν όλους ανεξαιρέτως τους χριστιανούς, δεν έμενε άλλη επιλογή από τη
μεθόδευση της διαδικασίας μέσω συμφωνίας.
Η πρώτη του
αντίδραση όμως ήταν ότι η Ελλάδα έπρεπε να σκληρύνει τη στάση της, να
εντατικοποιήσει τις ετοιμασίες της για τον μονομερή διωγμό των μουσουλμάνων
(που υπό τις ισχύουσες ρευστές συνθήκες ίσως να μην ήταν πολύ δύσκολο) και να
απαγορεύσει την έξοδο στους άνδρες ηλικίας από δεκαοκτώ ως σαρανταπέντε χρόνων
με το επιχείρημα ότι κρατούνται ως όμηροι στη θέση των Ελλήνων που είναι
αιχμάλωτοι στην Τουρκία.
Ως
δείγμα της αποφασιστικότητάς της η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή της
τουλάχιστον έξι ταξιαρχίες επί ποδός πολέμου. Παρόλο που η αναζωπύρωση των
εχθροπραξιών δεν αναμενόταν ούτε την ήθελε κανείς, ο Βενιζέλος έδειχνε να
πιστεύει ότι μία επίδειξη πυγμής θα ανάγκαζε «τους Τούρκους να δείξουν
μεγαλύτερο σεβασμό σε μας από αυτόν που δείχνουν στους πρώην συμμάχους μας».
Ο Βενιζέλος
δεν συνήθιζε να εκφράζεται ωμά, αλλά αισθανόταν προδομένος από την έλλειψη
ανταπόκρισης της Τουρκίας -και όχι μόνο- στην διαλλακτική στάση της Ελλάδας στο
ζήτημα της ανατολικής Θράκης. Υπό τη δική του επιρροή άλλωστε ο ελληνικός
στρατός είχε δεχθεί να εκκενώσει την περιοχή, μαζί με τον ελληνικό πληθυσμό
της, αποφεύγοντας ως ένα σημείο τις βαρβαρότητες μεταξύ των οποίων ήταν και οι
πυρπολήσεις ολόκληρων πόλεων, κάτι που ακόμα κηλίδωνε την υποχώρησή του από την
Ανατολία.
Οι διαφορές
ανάμεσα στον Νάνσεν, τον Βενιζέλο και την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα δεν
φαινόταν αξεπέραστες. Ο Νάνσεν καταλάβαινε πολύ καλά γιατί η τουρκική απαίτηση
να συμπεριληφθεί η οθωμανική πρωτεύουσα στην ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν
αδύνατον να γίνει δεκτή από τους 'Ελληνες, κυρίως για συναισθηματικούς λόγους
-λίγους μόλις μήνες νωρίτερα οι Έλληνες οραματίζονταν την αναστήλωση ολόκληρης
αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη- όσο και για πρακτικούς.
Όσο παρέμεναν
στην Κωνσταντινούπολη αποτελούσαν προμαχώνα της ελληνικής οικονομικής και
επιχειρηματικής δύναμης. Ως πρόσφυγες θα ήταν ένα δυσβάστακτο φορτίο σε μία ήδη
καταρρακωμένη πατρίδα.
Στις 3
Νοεμβρίου ο Νάνσεν, που ήταν ακόμα στην Πόλη και περίμενε από τους Τούρκους να
δείξουν σημάδια καλής θέλησης, έστειλε μία επιστολή συμπαράστασης στον Νικόλαο
Πολίτη, τον Έλληνα υπουργό εξωτερικών. «Και εγώ ο ίδιος έχω καταλήξει στο
συμπέρασμα ότι θα ήταν αδύνατον να διαπραγματευτούμε συμφωνία μεταξύ των
κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας στη βάση μιας ανταλλαγής πληθυσμών που
περιλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη».
Η απαίτηση της
Τουρκίας να μην εξαιρεθεί η Ισταμπούλ είχε προκαλέσει στον Νάνσεν «σοβαρές
ανησυχίες» τις οποίες είχε μεταφέρει στους συμμάχους των οποίων υποτίθεται ότι
ήταν αντιπρόσωπος.
Αυτή ήταν η
απάντηση σε μία επιστολή του Πολίτη όπου ο υπουργός εξέφραζε την αγανάκτηση
αλλά κυρίως το φόβο του για τις πολιτικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που θα
είχε στην Αθήνα η αναγκαστική αποχώρηση των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη.
Αποδεχόμενη
αρχικά την ανταλλαγή πληθυσμών, τόνιζε ο Πολίτης, η ελληνική πλευρά πίστευε ότι
το αποτέλεσμα θα ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου προς όφελος της Ελλάδας.
Από τη μία
μεριά η Ελλάδα θα αποδεχόταν και επίσημα την απέλαση του χριστιανικού πληθυσμού
από την Ανατολία και τη Θράκη, γεγονός που ήταν λίγο πολύ τετελεσμένο. Από την
άλλη θα διασφάλιζε την απελευθέρωση των ανδρών αιχμαλώτων των οποίων οι
οικογένειες είχαν ήδη εκδιωχθεί από την Ανατολία και βρίσκονταν στην Ελλάδα -
κυρίως όμως θα γλίτωνε την Ελλάδα από τον μουσουλμανικό της πληθυσμό δημιουργώντας
χώρο για την εγκατάσταση των νεοαφιχθέντων. Αυτές κατά τον Πολίτη ήταν από την
αρχή οι προσδοκίες της Ελλάδας.
Δεν μας πέρασε καν από το νου ότι
περισσότεροι 'Ελληνες, κυρίως εκείνοι της Κωνσταντινούπολης, θα εξαναγκάζονταν
να αφήσουν τα σπίτια τους. Όχι μόνο επειδή η Ελλάδα είναι ήδη γεμάτη πρόσφυγες
και αδυνατεί να δεχθεί άλλους [...] αλλά η κοινή γνώμη θα τρόμαζε στην ιδέα
μιας κυβέρνησης -κυρίως της παρούσας η οποία είναι προσωρινή- που θα ανεχόταν
αυτό το τερατώδες γεγονός που δεν είναι άλλο από τη μαζική απέλαση 400.000
Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. [...] Είμαι σίγουρος ότι αυτές οι ανησυχίες θα
αποτυπωθούν βαθιά στη συνείδησή σας σαν άνθρωπος αμερόληπτος και πολιτισμένος
που είσαστε, και ότι το γενναιόδωρο πνεύμα σας θα επιμείνει να περιοριστούν οι
διαπραγματεύσεις μέσα στο συμφωνημένο πλαίσιο.
Όσο οι
πυρετώδεις διαβουλεύσεις σχετικά με την έκταση και την μεθόδευση μιας
ανταλλαγής πληθυσμών συνεχίζονταν, ένα διαφορετικό διπλωματικό παιγνίδι εξελισσόταν
σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής και τις αρμοδιότητες μιας ευρύτερης συνδιάσκεψης
για την ειρήνη.
Αρχικά οι
Τούρκοι αξιωματούχοι επέμεναν ότι η τύχη της χώρας τους θα έπρεπε να κριθεί
στην δική τους επικράτεια, ιδανικά στην Ισταμπούλ, και δέχτηκαν με μεγάλη
απροθυμία τη Λωζάννη στην ουδέτερη Ελβετία.
Η βρετανική
κυβέρνηση επέμεινε να καλέσει στη συνδιάσκεψη όχι μόνο το σουλτανάτο αλλά και
την νέα κυβέρνηση, κάτι που προκάλεσε μεγάλη ενόχληση στην Άγκυρα. Κάθε μέρα
που περνούσε όμως το κύρος του σουλτάνου ξέφτιζε, σε αντίθεση με τους
εθνικιστές που κέρδιζαν όλο και περισσότερο την εκτίμηση του λαού ακόμα και
στις περιοχές γύρω από το Βόσπορο όπου έκαναν κουμάντο οι Σύμμαχοι.
Φρίντγιοφ Νάνσεν |
Αυτό έλυσε το
πρόβλημα του ποιος θα μιλούσε εκ μέρους της Τουρκίας. Την ώρα που ο σουλτάνος
αναχωρούσε, η αντιπροσωπεία των εθνικιστών στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις
έπαιρνε το τραίνο για την Ελβετία με την εντύπωση ότι η διάσκεψη θα ξεκινούσε
στις 13 Νοεμβρίου.
Για την
ακρίβεια, η έναρξη των εργασιών καθυστέρησε δύο εβδομάδες εντείνοντας τις
υποψίες των Τούρκων ότι η Βρετανία, ως διοργανώτρια χώρα, προσπαθούσε να
κερδίσει χρόνο μέχρι να συγκεντρώσει ισχυρή διπλωματική υποστήριξη για να τους
στερήσει τους καρπούς της νίκης τους στα πεδία της μάχης.
0 Νάνσεν και ο
Βενιζέλος είχαν ελπίσει ότι οι όροι μιας ανταλλαγής πληθυσμών θα είχαν
συμφωνηθεί πριν από τη συνδιάσκεψη. Λόγω του αδιεξόδου με τους 'Ελληνες της
Κωνσταντινούπολης κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, αλλά, ενόσω ο πρόεδρος της
Ελβετίας κήρυττε την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου εκφωνώντας έναν θορυβώδη
λόγο, οι πάντες στο τραπέζι είχαν αντιληφθεί ότι η μοίρα των θρησκευτικών
μειονοτήτων της Ελλάδας και της Τουρκίας βρισκόταν στην κορυφή της ατζέντας.
Την ώρα που οι διπλωμάτες αντάλλασσαν αβρότητες στη Λωζάννη, κάθε δημόσιος χώρος
στην Αθήνα και τον Πειραιά, από τα θέατρα και τις κυβερνητικές υπηρεσίες ως τα
βασιλικά παλάτια, γέμιζαν με κουρελιασμένους, απελπισμένους και άρρωστους
πρόσφυγες από τις χριστιανικές κοινότητες της Ανατολίας.
Bruce Clark
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου