Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Η Θεσσαλονίκη των πρώτων προσφύγων (ΜΕΡΟΣ 3ο)

«Οχτώ μερίδες σκέτο κριθαράκι!...»
Και ο κυρ Ηλίας, ο μάγειράς μας, κι αυτός στενοχωριόταν μαζί με εμάς. Γιατί το Σάββατο, ημέρα πληρωμής, δεν τον εξοφλούσαμε ολόκληρο τον λογαριασμό, αλλά αφήναμε μια ουρίτσα, ένα υπόλοιπο.
-Ευτυχώς που έχω αυτούς που δουλεύουν στο λιμάνι και τρώνε καμιά μερίδα κρέας και βγάζουμε κάτι, έλεγε ο κυρ Ηλίας παραπονούμενος, όταν κανένας από εμάς τον τάραζε στα νερά, γιατί έφερνε από το σπίτι του καμιά αλμυρή σαρδέλα, για να συμπληρώσει το «βγεύμα» του, που δεν μπορούσε να χορτάσει με μιαν μόνο μερίδα.. Εσείς τι μου αφήνετε!
-Οχτώ μερίδες σκέτο κριθαράκι, φώναζε μόλις μας έβλεπε κάθε μεσημέρι να ερχόμαστε ομαδικά. Έρχονται οι σκετατζήδες. Καμιά φορά έκανε σκόπιμα λάθος στην ορθογραφία και ..ας άλλαζε τελείως την ονομασία, φωνάζοντας σκαταντζήδες! Περιποιήσου το οχτώ - τα τραπέζια ήταν όλο κι όλο κι  όλο πέντε. Οχτώ  εννοούσε εμάς τους πλαστιγγάδες. Κορόιδευε εμάς τους σκετατζήδες.
Αν τα είχες καλά μαζί του και δεν του έκανες το Σάββατο κορδελάκια, όπως έλεγε, δηλαδή δεν του άφηνες υπόλοιπο, σε περιποιόταν ιδιαιτέρως και σου έκανε τη χάρη να βλέπουν οι άλλοι και να παραδειγματίζονται. Φώναζε δυνατά, για να ακούσουν όλοι: «Στον κύριο βάλε και γεώμηλον κατακορύφως!». 
«Ω!», φωνάζαμε εμείς οι άλλοι, «έχουμε και εξαιρέσεις, κυρ Ηλία;».
-Βρε μπαγάσηδες, έχετε να με πληρώσετε τρεις εβδομάδες. Ρωτάτε και μένα πώς τα αγοράζω αυτά που τρώτε;
-Αυτός έχει πατέρα, γιαυτό πληρώνει, φωνάζαμε όλοι οι άλλοι.
-Τι με μέλλει εμένα, εγώ θέλω να πληρώνομαι κάθε Σάββατο, τ’ ακούτε; Δεν θέλω να μου λέτε ότι τ’ αφεντικό σας είναι πολύ καλός χριστιανός και σας κόβει τα μεροκάματα και πράσινα άλογα. Τι σας έχω, ρε, παιδιά μου! Ή μπας και έκανα κάνα κοντράτο (συμβόλαιο) μαζί σας, ε;
Τα έλεγε και φώναζε δυνατά ο αθεόφοβος να τα ακούσουν και οι άλλοι, που ήταν μέσα στο μαγαζί. Ήθελε να μας προσβάλλει.
Παλιός σιδηροδρομικός σταθμός

Ο Σταύρος ή Ρας Σεγιούμ, ο Αβησυνός!...
-Από αύριο, παιδιά, πάμε στην κυρά Καλλιόπη, τη χοντρή, να φάμε, φώναζε ο Σταύρος, που διατηρεί σήμερα (1990) κατάστημα νεωτερισμών στην οδό Σπανδωνή. Τον Σταύρο τον φωνάζαμε «Ρας Σεγιούμ», επειδή ήταν μαύρος σαν τον αρχιστράτηγο της Αβησσυνίας, που τότε ήταν στην επικαιρότητα, λόγω του πολέμου της χώρας αυτής με την Ιταλία. Να πω την αμαρτία μου, το «Ρας Σεγιούμ», το είχα κολλήσει εγώ στον Σταύρο, (σ. σ. Η Ιταλία, που είχε αποκλείσει, από τη θάλασσα, την Αιθιοπία ή Αβησσυνία, μαζί με τη Γαλλία και τη Βρετανία από το 1915, εισέβαλε απρόκλητα το 1935 στη χώρα αυτή και αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίσταση των Αιθιόπων).
Ήταν ο πιο θρασύς από όλους μας και ανερυθρίαστος. Εμείς, οι υπόλοιποι κατεβάζαμε τα κεφάλια ντροπιασμένοι.

Ο νεαρός Οδυσσέας Φωκάς, η φωνή της λογικής
-Ζητάμε και τα ρέστα, έλεγε ο Οδυσσέας, ο μικρότερος της παρέας, ο οποίος αργότερα δημιούργησε το μεγαλύτερο κατάστημα νεωτερισμών σε όλη τη Θεσσαλονίκη- το σημερινό «Οδυσσεύς Φωκάς». Δεν φτάνει που μας κάνει κρέντιτο (πίστωση, βερεσέ) ο άνθρωπος!
-Γιατί, έλεγε ο θρασύς «Ρας Σεγιούμ», θα τα χάσει, σάμπως; Δεν θα τα πάρει;
Πολλά χρόνια αργότερα, στη γερμανική κατοχή, συναντηθήκαμε, πρόσωπο με πρόσωπο, με τον Οδυσσέα Φωκά σε ένα συλλαλητήριο κατά των κατακτητών. Μπροστά μας ήταν έτοιμα τα πολυβόλα.
-Πάμε να φύγουμε, μου είπε ο Οδυσσέας τρομαγμένος.
-Όχι, Οδυσσέα, του είπα, εδώ θα μείνουμε μαζί με τους άλλους.
Ο Οδυσσέας Φωκάς, από το Βατούμ (σ.σ. καταγωγή από τα Σούρμενα του Πόντου), σκοτώθηκε πριν από αρκετά χρόνια (σ.σ. το 1974) σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Και τότε έλεγε ο κυρ Ηλίας.
-Ναι, ρε, θα πάτε στην κυρά Καλλιόπη και θα μου κόψετε το νερό απ’ τ’ αυλάκι. Σιγά την πελατεία! Να μην σας χάσω!
-Ε, ρε κυρ Ηλία, του έλεγα εγώ. Τώρα που είναι χειμώνας, μας κάνεις λίγο κρέντιο (πίστωση), επειδή δεν έχουμε δουλειά, μην μας το βγάζεις κι απ’ τη μύτη. Φαρμάκι μας το κάνεις πια αυτό το σκέτο. Άσε, τουλάχιστον, να το φάμε με την ησυχία μας, να το χαρούμε κι ύστερα πες ότι θες. Άσε που μας προσβάλεις και μπροστά στον ξένο κόσμο, λες και είμαστε τίποτε κοπούκια.

Μόλις άκουγε τέτοια λόγια ο κυρ Ηλίας, συμμαζευόταν και άλλαζε τόνο.
-Τι να πω, ρε παιδιά, έλεγε. Έχετε και σεις τα δίκια σας. Μα, πείτε με κι εμένα, εγώ δεν έχω δίκιο; Μήπως δεν με ζορίζουν και μένα ο μπακάλης, ο φούρναρης, ο χασάπης που ψωνίζω; Κι αυτούς πάλι δεν τους ζορίζουν οι χοντροπουλητάδες; Όλοι μια αλυσίδα είμαστε. Σ’ ένα καζάνι βράζουμε όλοι μας και όλοι εξαρτιόμαστε από αυτούς που τα έχουν. Σάμπως δεν μου ραγίζει κι εμένα η καρδιά κάθε φορά που σας μιλώ σκληρά και παραφέρομαι; Για δεν σας ξέρω; Από μικρά σας έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία. Όχι γιατί όλοι σας τρώτε σε μένα και δεν πάτε αντίκρυ, στην κυρά Καλλιόπη, μα να, σας έχω σαν παιδιά μου και δεν πιστεύω να έχετε παράπονο. 
Κάθε φορά που μου περισσεύει κάτι, ή φασόλια ή σπανακόρυζο, σας βάζω «κατακορύφως» στο κριθαράκι. Μέχρι που ο Χρύσανθος, προχθές, μου έφερε και τη φιλενάδα του και έφαγε κι αυτή βερεσέ, μια μερίδα σπανακόρυζο. Αλλά πείτε μου κι εμένα τι να κάνω κι εγώ. Δεν λέω, καμιά φορά παραφέρομαι και δεν ξέρω τι λέω και μπροστά στον κόσμο, όπως λέτε. Αλλά οι ανάγκες, ρε παιδιά, οι ανάγκες κάνουν τον άνθρωπο να φαίνεται διαφορετικός απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.
Αφού είπε κι άλλα πολλά, η συζήτηση μέσα στο μικρό μαγέρικο γενικεύτηκε κι ο καθείς έλεγε ότι ήξερε γύρω από το μεροκάματο, την κρίση, την ανεργία ...

Περίπτερα στο λιμάνι
Η κυρά Καλλιόπη και η κατσαρόλα με τη φασολάδα
Μια και αναφέραμε το όνομα της μαγείρισσας, της κυρά Καλλιόπης, ας πούμε και τι λογιό μαγέρικο είχε. Ήταν εκεί κοντά, έξω από την πόρτα του τελωνείου ένα εγκαταλειμμένο περίπτερο, διαστάσεων σαν τα σημερινά. Αυτό το περίπτερο η κυρά Καλλιόπη το μετέτρεψε σε «μαγειριό». Μέσα χωρούσε η φουφού με τα κάρβουνα (σ. σ. κάτι σαν μαγκάλι), μια μεγάλη κατσαρόλα για είκοσι μερίδες φαγητό και αυτή με τα τεράστια βυζιά της, που έπιαναν το μισό περίπτερο.
 Από έξω, μια βούτα γεμάτη νερό, όπου, από το παράθυρο, άπλωνε το χέρι της και «έπλενε» τα πιάτα. Ευτυχώς που το φαγητό της ήταν νερόβραστο και τα πιάτα δεν θέλαν πολύ πλύσιμο. Μόνο φασόλια μαγείρευε. Το σερβίρισμα γινόταν από το παράθυρο και ο πελάτης έτρωγε όρθιος. Μια λιγδομένη ποδιά, που σκέπαζε τα βυζιά της ως κάτω, δεν είδε πλύσιμο ποτέ. Εμείς την πειράζαμε.
-Κυρά Καλλιόπη, σαν σου λείπει καμιά φορά το λάδι, ξύσε την ποδιά σου και ρίξτο στη φασολάδα, θα νοστιμέψει πιο πολύ.
Τρώγαμε και μεις οι πλαστιγγάδες καμιά φορά, όταν τα χαλούσαμε με τον κυρ Ηλία. Μα κρύο, μα βροχή, όρθιοι με το πιάτο στο ένα χέρι και με το άλλο, μισό ψωμί ή ένα κάρτο (σ. σ. τέταρτο), ανάλογα με τη δυνατότητα που είχε ο καθείς.
Στου κυρ Ηλία, σε σύγκριση με την κυρά Καλλιόπη, ήταν σούπερ ρεστωράν, όπως θα έλεγαν σήμερα.

Πείνα με τις 20 δραχμές, πείνα και με τις 30 ...
Τ ο μεροκάματο στο πλαστιγγάδικο έφτασε το τριαντάρι, όμως η ζωή δεν άλλαζε σε τίποτε. Πείνα και με τις είκοσι, πείνα και με τις τριάντα, λες και δεν άλλαζε τίποτε.
Κάθε Σαββατόβραδο, λες και ήμουν κανένας γεροντάκος οικογενειάρχης, μόλις πληρωνόμουν, πρώτη δουλειά, τον κυρ Ηλία.
Κεντρική αγορά (1913)

Το κασάπικο και η μισή οκά κιμάς το Σαββατοκύριακο
Μετά πήγαινα στο Καπάνι. Εκεί μαζευόμασταν μελίσσι η εργατιά και ψώνιζαν τα απαραίτητα για όλη τη βδομάδα. Μισή οκά κιμά, κάθε Σαββατόβραδο - όταν η δουλειά πήγαινε καλά και δεν παρεμβαλλόταν μεσοβδόμαδα κανένας άγιος - ήταν απαραίτητος. Ήταν η σπατάλη της οικογένειας. Τα κασάπικα στο Καπάνι είχαν εκ των προτέρων προαλεσμένο όλο τον κιμά που θα πουλούσαν, όταν σχολούσε η εργατιά και έπεφτε με τα μούτρα πάνω στα ψώνια. Στοίβες ολόκληρες, βουναλάκια ο κιμάς Τώρα, τι άλλο εκτός από κρέας είχε εκείνο το πράγμα, ο Θεός και η ψυχή τους.
 Έντερα, πατσάδες, ξύγκια, και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Βουτούσε ο κασάπης τη σπάτουλα μέσα στον λοφίσκο από κιμά, όπως ο μπακάλης στο ρύζι και τη ζάχαρη, και έδινε όση ποσότητα ήθελες. Καμιά φορά είχαν έτοιμα τα μισοκάρικα πακέτα (γιατί όλοι μισή οκά έπαιρναν, ήταν ταρίφα), άρπαζε ένα από τον σωρό και σε δευτερόλεπτα πλήρωνες και τελείωνες τη δουλειά σου. Δεν είχε, βέβαια, σημασία αν ο κιμάς ήταν έτοιμος σε πακέτο ή στον ζύγισε από τον σωρό, αφού και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο κιμάς αλεθόταν «εν απουσία σου». Ήταν κάτι σαν ο πρόδρομος των σημερινών σούπερ μάρκετ.
Δημόσια βρύση στην Κασσάνδρου

Στο μαγέρικο του Εβραίου Μουσόν, στο λιμάνι
Θα ήταν παράλειψη να μην πούμε και για ένα άλλο «σούπερ πολυτελείας» μαγέρικο, εκείνο που είχε στήσει δίπλα στο μηχανουργείο Γεωργιάδη, πάνω στο πεζοδρόμιο, ο Εβραίος Μουσόν. Ήταν κοντά στον Ερυθρό Σταυρό, στο λιμάνι. Είχε καταλάβει μια τεράστια έκταση πάνω στο πεζοδρόμιο, γιατί ο Μουσόν δεν είχε μόνον μια κατσαρόλα, αλλά πάνω από δέκα. Είχε ανοιχτές τις κατσαρόλες και όλη η σκόνη από τον δρόμο πασπάλιζε τα φαγητά. Η μύγα πήγαινε σύννεφο. Το καλοκαίρι, ο ήλιος τραβούσε δεύτερο ψήσιμο, που είχε ως αποτέλεσμα, την επομένη να ξυνίζουν τα όσπρια. Όμως, ο παμπόνηρος Εβραίος είχε το κόλπο του. Μόλις έδινε το πιάτο στα χέρια του πελάτη, γρήγορα γρήγορα του έλεγε.
-Κύριος, να του βάλω λίγο ξύδι;
Μέχρι να του πει ο πελάτης, όχι, δεν θέλω, ο Μουσόν είχε ρίξει το ξύδι στο πιάτο κι έτσι δεν καταλάβαινε ο πελάτης αν η ξυνάδα ήταν από το ξύδι ή από τη μπαγιατίλα. Ταυτόχρονα του έλεγε «με το μπαρντόν, κύριος, έγινε μία λάθος».
Σε δυο πράγματα έμοιαζαν ο Μουσόν και η κυρά Καλλιόπη, η καθαριότητα και το πάχος. Η μία με τα τεράστια βυζιά και ο Μουσόν με μια κοιλιά, που τον ανάγκαζε να στέκεται μισό μέτρο μακρύτερα από τις κατσαρόλες. Φορούσε μια δερμάτινη ποδιά, που αν την έξυνες με σκεπάρνι, θα έπεφτε φέτες η λίγδα από πάνω. Το μεσημέρι, όταν πλάκωνε η πελατεία, αυτός με την κουτάλα στο χέρι από τη μια έβαζε στο πιάτο και από την άλλη, μπαμ, βαρούσε την κουτάλα στην κατσαρόλα, για να προσελκύει και να ξαφνιάζει τους περαστικούς. Τον έκανα κέφι που διαλαλούσε με την εβραϊκή προφορά την πραμάτεια του.
-Περάστε, κύριος, καταρό, καταρό! (καθαρό)
Ταυτόχρονα, έλεγε εβραϊκά στον βοηθό του, τον γιο του, που οι μύξες του πότε πότε έσταζαν μέσα στις κατσαρόλες.
-Λεόν, ντάλε τσινίς! δηλαδή Λεόν, δώσε πιάτο.
Και εκείνος έβγαζε μέσα από τη βούτα «καταρό καταρό» το πιάτο, ενώ τα νερά έτρεχαν από τα βρώμικα χέρια του.
Εγώ πήγαινα στο απέναντι πεζοδρόμιο, να βρίσκομαι κάπως μακριά, γιατί υπήρχε φόβος να μου κοπανήσει την κουτάλα στο εφηβικό μου κεφάλι, και του φώναζα.
-Κυρ Μουσόν, κατουρώ, κατουρώ!
Εκείνος κουνούσε απειλητικά την κουτάλα και με έβριζε τουρκικά. «Α σικ ανανί, πουστ!» (τη μάνα σου, πούστη).


 Ευτύχιος Γιαρένης
 από την Οινόη του Πόντου, ταλαιπωρήθηκε και ως μικρό προσφυγόπουλο και στη συνέχεια ως έφηβος και άντρας, με πείνα, ανεργία, πολιτικές διώξεις. Το 1958 εξελέγη βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστερός (ΕΔΑ), στη β' Θεσσαλονίκης. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 2002, σε ηλικία 83 ετών. 
Έγραψε το αυτοβιογραφικό βιβλίο (Αυτούς που δέρνει ο άνεμος - Μια ιστορία απανθρωπιάς του ανθρώπου», από όπου και τα αποσπάσματα που δημοσιεύουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah