Όπως πολλές πόλεις στην Τουρκία και την Ελλάδα, το λιμάνι της Σαμψούντας ξεχωρίζει περισσότερο για τη φυσική ομορφιά που το περιβάλλει και για την πλούσια και πολύπλοκη ιστορία που αποπνέει, παρά για τη σημασία του ως σύγχρονου εμπορικού κόμβου.
Χτίστηκε πριν από 2.700 χρόνια ανάμεσα σε δύο εύφορα δέλτα. Δυτικά της Σαμψούντας, το «κόκκινο ποτάμι» (Κιζιλιρμάκ στα Τούρκικα) χύνεται στην Μαύρη Θάλασσα αφού προηγουμένως διασχίσει μεγάλο τμήμα της Ανατολίας.
Χτίστηκε πριν από 2.700 χρόνια ανάμεσα σε δύο εύφορα δέλτα. Δυτικά της Σαμψούντας, το «κόκκινο ποτάμι» (Κιζιλιρμάκ στα Τούρκικα) χύνεται στην Μαύρη Θάλασσα αφού προηγουμένως διασχίσει μεγάλο τμήμα της Ανατολίας.
Σαμψούντα-Samsoun |
Στην ανατολική του πλευρά είναι η εκβολή του «πράσινου ποταμιού» (Γιεσιλιρμάκ στα Τούρκικα) που περνάει μέσα από γοητευτικές παλιές πόλεις και εύφορες κοιλάδες που φέρνουν στο νου τοπία της Ιρλανδίας ή της Ουαλίας.
Στο κέντρο υψώνεται η βουνοκορφή του Αγίου-Τεπέ. Αυτό και τα τριγύρω βουνά ήταν στις αρχές του 1920 το σκηνικό μερικών από τις πιο βίαιες αλλά και τις πιο μεγαλειώδεις μάχες της πρώτης δεκαετίας του πολέμου που οδήγησε στο χωρισμό Ελλήνων και Τούρκων .
Ένα από τα ελάχιστα εντυπωσιακά μνημεία της πόλης είναι το γιγαντιαίο άγαλμα του έφιππου Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος μπήκε στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου αποφασισμένος να δώσει πίσω στην πατρίδα του την υπερηφάνειά της και να εδραιώσει τον τουρκικό έλεγχο της Ανατολίας.
Η είσοδος του ήταν ιδιαίτερα ορμητική γιατί την -οδηγούσε ο θυμός που αισθάνονταν σχεδόν κάθε Οθωμανός μουσουλμάνος για την κατάκτηση, λίγες μέρες νωρίτερα, της παραθαλάσσιας πόλης που οι Τούρκοι ονόμαζαν γκαβούρ Ισμίρ (Σμύρνη των ξένων).
Η Σαμψούντα δεν θα μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί την εκζήτηση ή την πολιτική ζωή της Σμύρνης, όμως η σύγχρονη ιστορία και των δύο λιμανιών έχει κοινά χαρακτηριστικά.
Και στα δύο το εμπόριο ήταν κάποτε υπό την κυριαρχία μιας εξωστρεφούς ελληνορθόδοξης κοινότητας η οποία στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτυσσόταν ραγδαία και αποτελούσε προορισμό μεταναστών από την Ελλάδα.
Και στα δύο η οικονομική υπεροχή χρησίμευε σαν εργαλείο προσηλυτισμού και εξελληνισμού των λιγότερο μορφωμένων ορθόδοξων της περιοχής, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν αποκλειστική γλώσσα τα τούρκικα.
Ως το Δεκέμβριο του 1922 η ελληνική Σαμψούντα (ή Αμισσός, όπως είναι το αρχαίο ελληνικό της όνομα) κατέρρεε με την ίδια ταχύτητα που είχε καταρρεύσει και η Σμύρνη τρεις μήνες νωρίτερα.
Το τελευταίο κεφάλαιο ενός σκληρού αγώνα για τον έλεγχο των βουνών γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, επομένως και των ακτών της, ξεδιπλωνόταν και οι επιπτώσεις στους ανθρώπους ήταν κάθε μέρα και πιο βαριές.
Όποτε μπορούσαν, πάνοπλοι άνδρες ξέφευγαν από τη θάλασσα προς τη Ρωσία και ύστερα, αφού νοίκιαζαν ή έκλεβαν κάποιο πλεούμενο, κατευθύνονταν στην Ελλάδα. Ήταν μέλη χριστιανορθόδοξων ένοπλων σωμάτων που πολεμούσαν τα τελευταία χρόνια με τους Τούρκους, στρατιώτες και άτακτους, ακολουθώντας τους ανελέητους νόμους του ανταρτοπόλεμου.
Συγχρόνως, τα άοπλα μέλη της κοινότητάς τους -δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι- κατηφόριζαν από τα υψίπεδα προς τα παράλια με την ελπίδα ότι θα επιβιβαστούν σε πλοία με προορισμό την Ελλάδα ή κάποιο άλλο ασφαλές μέρος.
Πολλοί από αυτούς βρίσκονταν καθ’ οδόν, υπό απάνθρωπες συνθήκες, από τα μέσα του 1921 που οι Τούρκοι εθνικιστές, φοβούμενοι μία ελληνική επίθεση εναντίον του αρχηγείου τους στην Άγκυρα, έβαλαν σε εφαρμογή το μεγαλύτερο σχέδιο μετακίνησης των ορθόδοξων χριστιανών που γνώρισε ποτέ η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Σε μερικές περιπτώσεις οι αρχηγοί των Ελλήνων ανταρτών έπαιρναν μαζί τις οικογένειές τους στα βουνά πιστεύοντας ότι ήταν ο μόνος τρόπος να τις φυλά¬ξουν από τα αντίποινα. Αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό βρήκε καταφύγιο σε αυτά τα ταμπούρια. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι παρέμειναν στα χωριά τους μέχρι να καούν ζωντανοί ή να απελαθούν.
Σε αυτό τον πόλεμο καμία πλευρά δεν είχε το μονοπώλιο της θηριωδίας. Η εκδίκηση για τον εμπρησμό ενός χριστιανικού χωριού ήταν, όπου ήταν δυνατό, ο εμπρησμός ενός μουσουλμανικού.
Και οι δύο πλευρές έπαιρναν ομήρους για λύτρα. Αν τα λύτρα δεν πληρώνονταν οι όμηροι εκτελούνταν. Οι πολεμιστές και των δύο πλευρών ακολουθούσαν μία παράδοση της οποίας οι ρίζες ήταν τόσο φονικές και συμφεροντολογικές όσο ήταν θρησκευτικές και πολιτικές. Ήταν αγωνιστές με την έννοια που θα αναγνώριζαν οι τοπικοί πολέμαρχοι στο σημερινό Αφγανιστάν.
Μέχρι τα τέλη του 1922 τα κανόνια είχαν σιγήσει και είχαν ξεκινήσει οι ειρηνευτικές συνομιλίες στην Ελβετία. Από τον Μάρτιο του 1922 ίσχυε κάποιου είδους τοπική ανακωχή στην περιοχή της Σαμψούντας, επιβεβλημένη από τους εμπόρους που παραπονούνταν ότι ο συνεχής πόλεμος έδιωχνε τον πληθυσμό της περιοχής και τους χάλαγε τις δουλειές.
Στο τελευταίο όμως τρίμηνο του 1922 και καθώς ο τουρκικός στρατός επικρατούσε σε άλλες περιοχές της Ανατολίας υπήρξε νέο κύμα διωγμών προκειμένου να ξεφορτωθεί η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας τους ορθόδοξους χριστιανούς, οπλισμένους ή μη.
Οι χριστιανοί από τη μεριά τους έβλεπαν καθαρά ότι η μόνη δυνατή φυγή ήταν από τη θάλασσα. Η μεταφορά όμως των προσφύγων από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας εμποδιζόταν από την αμοιβαία καχυποψία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η ελληνική κυβέρνηση προσφέρθηκε να στείλει πλοία για να μεταφέρουν τους πρόσφυγες με ελάχιστη ή και καθόλου πληρωμή, αλλά η τουρκική κυβέρνηση το απαγόρευσε. Κατά τη γνώμη των Τούρκων δεν είχε παρέλθει αρκετός χρόνος από τότε που το ελληνικό ναυτικό είχε βομβαρδίσει τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Βρετανία ήταν διατεθειμένη να βοηθήσει στην εκκένωση αλλά σε πιο περιορισμένη κλίμακα.
Στο κέντρο υψώνεται η βουνοκορφή του Αγίου-Τεπέ. Αυτό και τα τριγύρω βουνά ήταν στις αρχές του 1920 το σκηνικό μερικών από τις πιο βίαιες αλλά και τις πιο μεγαλειώδεις μάχες της πρώτης δεκαετίας του πολέμου που οδήγησε στο χωρισμό Ελλήνων και Τούρκων .
Ένα από τα ελάχιστα εντυπωσιακά μνημεία της πόλης είναι το γιγαντιαίο άγαλμα του έφιππου Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος μπήκε στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου αποφασισμένος να δώσει πίσω στην πατρίδα του την υπερηφάνειά της και να εδραιώσει τον τουρκικό έλεγχο της Ανατολίας.
Η είσοδος του ήταν ιδιαίτερα ορμητική γιατί την -οδηγούσε ο θυμός που αισθάνονταν σχεδόν κάθε Οθωμανός μουσουλμάνος για την κατάκτηση, λίγες μέρες νωρίτερα, της παραθαλάσσιας πόλης που οι Τούρκοι ονόμαζαν γκαβούρ Ισμίρ (Σμύρνη των ξένων).
Η Σαμψούντα δεν θα μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί την εκζήτηση ή την πολιτική ζωή της Σμύρνης, όμως η σύγχρονη ιστορία και των δύο λιμανιών έχει κοινά χαρακτηριστικά.
Και στα δύο το εμπόριο ήταν κάποτε υπό την κυριαρχία μιας εξωστρεφούς ελληνορθόδοξης κοινότητας η οποία στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτυσσόταν ραγδαία και αποτελούσε προορισμό μεταναστών από την Ελλάδα.
Και στα δύο η οικονομική υπεροχή χρησίμευε σαν εργαλείο προσηλυτισμού και εξελληνισμού των λιγότερο μορφωμένων ορθόδοξων της περιοχής, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν αποκλειστική γλώσσα τα τούρκικα.
Ως το Δεκέμβριο του 1922 η ελληνική Σαμψούντα (ή Αμισσός, όπως είναι το αρχαίο ελληνικό της όνομα) κατέρρεε με την ίδια ταχύτητα που είχε καταρρεύσει και η Σμύρνη τρεις μήνες νωρίτερα.
Το τελευταίο κεφάλαιο ενός σκληρού αγώνα για τον έλεγχο των βουνών γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, επομένως και των ακτών της, ξεδιπλωνόταν και οι επιπτώσεις στους ανθρώπους ήταν κάθε μέρα και πιο βαριές.
Όποτε μπορούσαν, πάνοπλοι άνδρες ξέφευγαν από τη θάλασσα προς τη Ρωσία και ύστερα, αφού νοίκιαζαν ή έκλεβαν κάποιο πλεούμενο, κατευθύνονταν στην Ελλάδα. Ήταν μέλη χριστιανορθόδοξων ένοπλων σωμάτων που πολεμούσαν τα τελευταία χρόνια με τους Τούρκους, στρατιώτες και άτακτους, ακολουθώντας τους ανελέητους νόμους του ανταρτοπόλεμου.
Συγχρόνως, τα άοπλα μέλη της κοινότητάς τους -δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι- κατηφόριζαν από τα υψίπεδα προς τα παράλια με την ελπίδα ότι θα επιβιβαστούν σε πλοία με προορισμό την Ελλάδα ή κάποιο άλλο ασφαλές μέρος.
Πολλοί από αυτούς βρίσκονταν καθ’ οδόν, υπό απάνθρωπες συνθήκες, από τα μέσα του 1921 που οι Τούρκοι εθνικιστές, φοβούμενοι μία ελληνική επίθεση εναντίον του αρχηγείου τους στην Άγκυρα, έβαλαν σε εφαρμογή το μεγαλύτερο σχέδιο μετακίνησης των ορθόδοξων χριστιανών που γνώρισε ποτέ η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Σε μερικές περιπτώσεις οι αρχηγοί των Ελλήνων ανταρτών έπαιρναν μαζί τις οικογένειές τους στα βουνά πιστεύοντας ότι ήταν ο μόνος τρόπος να τις φυλά¬ξουν από τα αντίποινα. Αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό βρήκε καταφύγιο σε αυτά τα ταμπούρια. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι παρέμειναν στα χωριά τους μέχρι να καούν ζωντανοί ή να απελαθούν.
Σε αυτό τον πόλεμο καμία πλευρά δεν είχε το μονοπώλιο της θηριωδίας. Η εκδίκηση για τον εμπρησμό ενός χριστιανικού χωριού ήταν, όπου ήταν δυνατό, ο εμπρησμός ενός μουσουλμανικού.
Και οι δύο πλευρές έπαιρναν ομήρους για λύτρα. Αν τα λύτρα δεν πληρώνονταν οι όμηροι εκτελούνταν. Οι πολεμιστές και των δύο πλευρών ακολουθούσαν μία παράδοση της οποίας οι ρίζες ήταν τόσο φονικές και συμφεροντολογικές όσο ήταν θρησκευτικές και πολιτικές. Ήταν αγωνιστές με την έννοια που θα αναγνώριζαν οι τοπικοί πολέμαρχοι στο σημερινό Αφγανιστάν.
Μέχρι τα τέλη του 1922 τα κανόνια είχαν σιγήσει και είχαν ξεκινήσει οι ειρηνευτικές συνομιλίες στην Ελβετία. Από τον Μάρτιο του 1922 ίσχυε κάποιου είδους τοπική ανακωχή στην περιοχή της Σαμψούντας, επιβεβλημένη από τους εμπόρους που παραπονούνταν ότι ο συνεχής πόλεμος έδιωχνε τον πληθυσμό της περιοχής και τους χάλαγε τις δουλειές.
Στο τελευταίο όμως τρίμηνο του 1922 και καθώς ο τουρκικός στρατός επικρατούσε σε άλλες περιοχές της Ανατολίας υπήρξε νέο κύμα διωγμών προκειμένου να ξεφορτωθεί η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας τους ορθόδοξους χριστιανούς, οπλισμένους ή μη.
Οι χριστιανοί από τη μεριά τους έβλεπαν καθαρά ότι η μόνη δυνατή φυγή ήταν από τη θάλασσα. Η μεταφορά όμως των προσφύγων από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας εμποδιζόταν από την αμοιβαία καχυποψία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Η ελληνική κυβέρνηση προσφέρθηκε να στείλει πλοία για να μεταφέρουν τους πρόσφυγες με ελάχιστη ή και καθόλου πληρωμή, αλλά η τουρκική κυβέρνηση το απαγόρευσε. Κατά τη γνώμη των Τούρκων δεν είχε παρέλθει αρκετός χρόνος από τότε που το ελληνικό ναυτικό είχε βομβαρδίσει τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Βρετανία ήταν διατεθειμένη να βοηθήσει στην εκκένωση αλλά σε πιο περιορισμένη κλίμακα.
Πλοία από άλλες χώρες ήταν έτοιμα να πάρουν τους πρόσφυγες από τη Σαμψούντα αλλά μόνο κατόπιν πληρωμής. Ορισμένα μετέφεραν τους πρόσφυγες κατ' ευθείαν στην Ελλάδα, αλλά καθώς στα ελληνικά λιμάνια είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο, μερικά άφηναν το ανθρώπινο φορτίο τους στη συμμαχική στρατιωτική αποστολή που ήταν ακόμα εγκατεστημένη στην Κωνσταντινούπολη.
Ένα υπόμνημα που κυκλοφόρησε στα γραφεία των φιλανθρωπικών αποστολών μεταξύ των οποίων και το Βρετανικό Ταμείο Διάσωσης Παιδιών (Save the Children Fund), δίνει μία εικόνα της κατάστασης στο λιμάνι της Σαμψούντας στα τέλη του 1922.
Πληροφορία που μας ήλθε στις 27 Νοεμβρίου υπολογίζει τον αριθμό των ανθρώπων που έφτασαν ήδη στο λιμάνι από το εσωτερικό της χώρας σε 30.000 και καθημερινά φτάνουν άλλοι 500 περίπου. Ένα βρετανικό ατμόπλοιο έπλεε προς τη Σαμψούντα στις 7 Δεκεμβρίου με σκοπό να φορτώσει 2.500 ανθρώπους.
Δύο γαλλικά πλοία, ένα ιταλικό και τέσσερα τούρκικα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη (από την Σαμψούντα) τις τελευταίες μέρες, ασφυκτικά γεμάτα με όσους πρόσφυγες διέθεταν επτά τουρκικές λίρες για την μεταφορά τους.
Άλλο υπόμνημα με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου αναφέρει:
Η άρνηση του Κεμάλ να επιτρέψει σε Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες να επιβιβαστούν σε ελληνικά πλοία είχε ως αποτέλεσμα να αποφασιστεί η χρήση βρετανικών πλοίων τα οποία θα φορτώσουν πρόσφυγες από τη Σαμψούντα, την Τραπεζούντα και άλλα λιμάνια και θα τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη όπου θα επιβιβαστούν σε ελληνικά πλοία με προορισμό την Ελλάδα, κάτι που είναι εφικτό.
Το αμερικανικό ναυτικό δεν μπορεί να συμμετάσχει στην επιχείρηση αλλά είναι διατεθειμένο να εγκαταστήσει αντιτορπιλικά γύρω από τα λιμάνια ως παρατηρητές.
Πίσω από τις λακωνικές δηλώσεις κρυβόταν μία ξέφρενη και σκληρή διπλωματική μάχη. Όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των τουρκικών αρχών, ήθελαν να απομακρύνουν το ταχύτερο τους χριστιανούς από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Καμιά χώρα δεν είχε τη διάθεση ούτε και τις δυνατότητες να αναλάβει μόνη της τέτοιου μεγέθους επιχείρηση και η Τουρκία δεν έδειχνε καμία προθυμία να αφήσει τα χωρικά της ύδατα ανοιχτά σε πρώην εχθρούς της.
Τα τούρκικα πλοία ήταν τελικά εκείνα που φυγάδευσαν πολλούς μετανάστες μακριά από τη Σαμψούντα κάτω από πραγματικά απάνθρωπες συνθήκες, κυρίως επειδή οι περισσότεροι ήταν βαριά άρρωστοι προτού επιβιβαστούν.
Μεταξύ των προσφύγων και των απογόνων τους που ζουν σήμερα στην Κρήτη, το ταξίδι από τη Σαμψούντα και η μακριά πορεία που προηγήθηκε πάνω από τα βουνά, μνημονεύεται με δύο τρόπους.
Από τη μία υπάρχει η ρομαντική σκοπιά που εξυμνεί τη γενναιότητα των ανταρτών της Μαύρης Θάλασσας οι οποίοι άντεξαν ως το τέλος μέσα στα ορεινά τους καταφύγια, δίνοντας άνισο αγώνα με τους Τούρκους τη στιγμή που πολλοί τον είχαν χαρακτηρίσει χαμένο.
Οι άνθρωποι θυμούνται με θαυμασμό ότι εκείνοι οι αντάρτες δέχθηκαν πρόθυμα την παράνομη βοήθεια των Ρώσων το 1915 και (με διαλείμματα) του ελληνικού στρατού από το 1919 και ύστερα. Με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να ανοίξουν ένα ακόμα μέτωπο στον άγριο πόλεμο εναντίον των Τούρκων που είχε κηρύξει η Ρωσία και οι άλλες δυνάμεις της Αντάντ κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και, μετά το 1919, η Ελλάδα που αρχικά στηριζόταν από την Αντάντ.
Αυτή είναι μία εκδοχή της ιστορίας όπως λέγεται σήμερα στην Ελλάδα. Μία άλλη εκδοχή δίνει έμφαση στους ανελέητους διωγμούς και τις υποχρεωτικές πορείες πάνω από δύσβατα βουνά που τελείωσε στα μέσα του 1921 αλλά είχε επιβληθεί στους ορθόδοξους χριστιανούς της Μαύρης Θάλασσας ήδη από τα μέσα του Α' Παγκόσμιου πολέμου.
Αυτή η εκδοχή συχνά εμφανίζει τις απελάσεις σαν πράξεις φρικαλέου και αναίτιου σαδισμού και μέρος ενός προμελετημένου σχεδίου για το διωγμό σχεδόν όλων των μη μουσουλμανικών, μη τουρκικών μειονοτήτων από την Ανατολία.
Η λογική όμως λέει ότι αποκλείεται να είναι ακριβείς και οι δύο εκδοχές. Αν αληθεύει ότι η Τουρκία, οθωμανική ή εθνικιστική, αντιμετώπιζε θανάσιμο κίνδυνο από τους αντάρτες που συνεργάζονταν με τους εχθρούς της, τότε οι μαζικές απελάσεις, παρόλη την σκληρότητά τους, δεν ήταν ούτε αναίτιες ούτε ιδιαίτερα σαδιστικές, αν κανείς τις συγκρίνει με τις ισχύουσες πρακτικές στον οθωμανικό ή μεταοθωμανικό κόσμο.
Σύμφωνα με τους Τούρκους ήταν πράξεις αυτοάμυνας βασισμένες στην αρχή ότι οι αντάρτες είναι ανίκητοι όσο παραμένουν άθικτες οι κοινότητες που τους παρέχουν βοήθεια. Η ίδια αρχή εφαρμόστηκε το 1990 από τους Τούρκους στρατηγούς που πολεμούσαν τους Κούρδους, και στις αρχές του 21ου αιώνα από τους Ρώσους που πολεμούσαν τους Τσετσένους.
Όσο βαριές και να ήταν οι επιπτώσεις, οι Τούρκοι «εγκέφαλοι» των διωγμών του 1921 δεν ήταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που υιοθέτησαν αυτή τη στυγνή λογική. Αντάρτες με έστω και ελάχιστο λαϊκό έρεισμα δεν μπορούν να ηττηθούν εκτός και αν απομακρυνθούν εκείνοι που τους στηρίζουν. Αυτά είναι τα επιχειρήματα με τα οποία κάθε Τούρκος ή κάθε ιστορικός που υποστηρίζει την τουρκική πλευρά αντιμετωπίζει τις κατηγορίες των Ελλήνων.
Αλλά αυτοί οι διαξιφισμοί μεταξύ ακαδημαϊκών καθόλου δεν απαλύνουν τον πόνο δεκάδων χιλιάδων γυναικόπαιδων που εκδιώχθηκαν από χωριά στα οποία ως τότε
συμβίωναν ειρηνικά.
Περπάτησαν προς τα νότια για ατέλειωτες εβδομάδες ως τις περιοχές που ζούσαν οι Κούρδοι, δηλαδή ως το νοτιοανατολικό άκρο της Τουρκίας, κάτω από συνθήκες τόσο απάνθρωπες που επέζησαν μόνο οι πιο σκληραγωγημένοι.
Βάσει σχεδίου ή όχι, όσοι συμμετείχαν στις πορείες συναντούσαν κάθε τόσο συμμορίες ένοπλων Τούρκων οι οποίοι άρπαξαν τις νέες γυναίκες. Σχεδόν κάθε οικογένεια αναγκάστηκε να πάρει δύσκολες και επίπονες αποφάσεις για να προστατέψει τα παιδιά της.
Να τα αφήσει στην φροντίδα κάποιας τοπικής τουρκικής οικογένειας ή να τα υποχρεώσει να περάσουν με τα πόδια τα βουνά με κίνδυνο να τα χάσουν από το κρύο ή την εξάντληση!
Στην περίπτωση οικογενειών με κορίτσια σε ηλικία γάμου υπήρχε ένα εξίσου τραγικό δίλημμα. Να τα παντρέψουν με ντόπιους Τούρκους εξασφαλίζοντας τους μία ζωή σχετικής ασφάλειας και άνεσης ανάμεσα στο λαό που κυριαρχούσε τώρα στον τόπο, ή να τα πάρουν μαζί τους διακινδυνεύοντας την απαγωγή ή το βιασμό τους;
Μεταξύ των απογόνων όσων επέζησαν από τη δοκιμασία της πορείας και του ταξιδιού προς την Ελλάδα υπάρχουν ακόμα μνήμες από τα παράξενα παιγνίδια της μοίρας, που τους βοήθησαν να επιβιώσουν και, κάποτε, να φύγουν.
Ένα υπόμνημα που κυκλοφόρησε στα γραφεία των φιλανθρωπικών αποστολών μεταξύ των οποίων και το Βρετανικό Ταμείο Διάσωσης Παιδιών (Save the Children Fund), δίνει μία εικόνα της κατάστασης στο λιμάνι της Σαμψούντας στα τέλη του 1922.
Πληροφορία που μας ήλθε στις 27 Νοεμβρίου υπολογίζει τον αριθμό των ανθρώπων που έφτασαν ήδη στο λιμάνι από το εσωτερικό της χώρας σε 30.000 και καθημερινά φτάνουν άλλοι 500 περίπου. Ένα βρετανικό ατμόπλοιο έπλεε προς τη Σαμψούντα στις 7 Δεκεμβρίου με σκοπό να φορτώσει 2.500 ανθρώπους.
Δύο γαλλικά πλοία, ένα ιταλικό και τέσσερα τούρκικα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη (από την Σαμψούντα) τις τελευταίες μέρες, ασφυκτικά γεμάτα με όσους πρόσφυγες διέθεταν επτά τουρκικές λίρες για την μεταφορά τους.
Άλλο υπόμνημα με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου αναφέρει:
Η άρνηση του Κεμάλ να επιτρέψει σε Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες να επιβιβαστούν σε ελληνικά πλοία είχε ως αποτέλεσμα να αποφασιστεί η χρήση βρετανικών πλοίων τα οποία θα φορτώσουν πρόσφυγες από τη Σαμψούντα, την Τραπεζούντα και άλλα λιμάνια και θα τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη όπου θα επιβιβαστούν σε ελληνικά πλοία με προορισμό την Ελλάδα, κάτι που είναι εφικτό.
Το αμερικανικό ναυτικό δεν μπορεί να συμμετάσχει στην επιχείρηση αλλά είναι διατεθειμένο να εγκαταστήσει αντιτορπιλικά γύρω από τα λιμάνια ως παρατηρητές.
Πίσω από τις λακωνικές δηλώσεις κρυβόταν μία ξέφρενη και σκληρή διπλωματική μάχη. Όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των τουρκικών αρχών, ήθελαν να απομακρύνουν το ταχύτερο τους χριστιανούς από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Καμιά χώρα δεν είχε τη διάθεση ούτε και τις δυνατότητες να αναλάβει μόνη της τέτοιου μεγέθους επιχείρηση και η Τουρκία δεν έδειχνε καμία προθυμία να αφήσει τα χωρικά της ύδατα ανοιχτά σε πρώην εχθρούς της.
Τα τούρκικα πλοία ήταν τελικά εκείνα που φυγάδευσαν πολλούς μετανάστες μακριά από τη Σαμψούντα κάτω από πραγματικά απάνθρωπες συνθήκες, κυρίως επειδή οι περισσότεροι ήταν βαριά άρρωστοι προτού επιβιβαστούν.
Μεταξύ των προσφύγων και των απογόνων τους που ζουν σήμερα στην Κρήτη, το ταξίδι από τη Σαμψούντα και η μακριά πορεία που προηγήθηκε πάνω από τα βουνά, μνημονεύεται με δύο τρόπους.
Από τη μία υπάρχει η ρομαντική σκοπιά που εξυμνεί τη γενναιότητα των ανταρτών της Μαύρης Θάλασσας οι οποίοι άντεξαν ως το τέλος μέσα στα ορεινά τους καταφύγια, δίνοντας άνισο αγώνα με τους Τούρκους τη στιγμή που πολλοί τον είχαν χαρακτηρίσει χαμένο.
Οι άνθρωποι θυμούνται με θαυμασμό ότι εκείνοι οι αντάρτες δέχθηκαν πρόθυμα την παράνομη βοήθεια των Ρώσων το 1915 και (με διαλείμματα) του ελληνικού στρατού από το 1919 και ύστερα. Με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να ανοίξουν ένα ακόμα μέτωπο στον άγριο πόλεμο εναντίον των Τούρκων που είχε κηρύξει η Ρωσία και οι άλλες δυνάμεις της Αντάντ κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και, μετά το 1919, η Ελλάδα που αρχικά στηριζόταν από την Αντάντ.
Αυτή είναι μία εκδοχή της ιστορίας όπως λέγεται σήμερα στην Ελλάδα. Μία άλλη εκδοχή δίνει έμφαση στους ανελέητους διωγμούς και τις υποχρεωτικές πορείες πάνω από δύσβατα βουνά που τελείωσε στα μέσα του 1921 αλλά είχε επιβληθεί στους ορθόδοξους χριστιανούς της Μαύρης Θάλασσας ήδη από τα μέσα του Α' Παγκόσμιου πολέμου.
Αυτή η εκδοχή συχνά εμφανίζει τις απελάσεις σαν πράξεις φρικαλέου και αναίτιου σαδισμού και μέρος ενός προμελετημένου σχεδίου για το διωγμό σχεδόν όλων των μη μουσουλμανικών, μη τουρκικών μειονοτήτων από την Ανατολία.
Η λογική όμως λέει ότι αποκλείεται να είναι ακριβείς και οι δύο εκδοχές. Αν αληθεύει ότι η Τουρκία, οθωμανική ή εθνικιστική, αντιμετώπιζε θανάσιμο κίνδυνο από τους αντάρτες που συνεργάζονταν με τους εχθρούς της, τότε οι μαζικές απελάσεις, παρόλη την σκληρότητά τους, δεν ήταν ούτε αναίτιες ούτε ιδιαίτερα σαδιστικές, αν κανείς τις συγκρίνει με τις ισχύουσες πρακτικές στον οθωμανικό ή μεταοθωμανικό κόσμο.
Σύμφωνα με τους Τούρκους ήταν πράξεις αυτοάμυνας βασισμένες στην αρχή ότι οι αντάρτες είναι ανίκητοι όσο παραμένουν άθικτες οι κοινότητες που τους παρέχουν βοήθεια. Η ίδια αρχή εφαρμόστηκε το 1990 από τους Τούρκους στρατηγούς που πολεμούσαν τους Κούρδους, και στις αρχές του 21ου αιώνα από τους Ρώσους που πολεμούσαν τους Τσετσένους.
Όσο βαριές και να ήταν οι επιπτώσεις, οι Τούρκοι «εγκέφαλοι» των διωγμών του 1921 δεν ήταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που υιοθέτησαν αυτή τη στυγνή λογική. Αντάρτες με έστω και ελάχιστο λαϊκό έρεισμα δεν μπορούν να ηττηθούν εκτός και αν απομακρυνθούν εκείνοι που τους στηρίζουν. Αυτά είναι τα επιχειρήματα με τα οποία κάθε Τούρκος ή κάθε ιστορικός που υποστηρίζει την τουρκική πλευρά αντιμετωπίζει τις κατηγορίες των Ελλήνων.
Αλλά αυτοί οι διαξιφισμοί μεταξύ ακαδημαϊκών καθόλου δεν απαλύνουν τον πόνο δεκάδων χιλιάδων γυναικόπαιδων που εκδιώχθηκαν από χωριά στα οποία ως τότε
συμβίωναν ειρηνικά.
Περπάτησαν προς τα νότια για ατέλειωτες εβδομάδες ως τις περιοχές που ζούσαν οι Κούρδοι, δηλαδή ως το νοτιοανατολικό άκρο της Τουρκίας, κάτω από συνθήκες τόσο απάνθρωπες που επέζησαν μόνο οι πιο σκληραγωγημένοι.
Βάσει σχεδίου ή όχι, όσοι συμμετείχαν στις πορείες συναντούσαν κάθε τόσο συμμορίες ένοπλων Τούρκων οι οποίοι άρπαξαν τις νέες γυναίκες. Σχεδόν κάθε οικογένεια αναγκάστηκε να πάρει δύσκολες και επίπονες αποφάσεις για να προστατέψει τα παιδιά της.
Να τα αφήσει στην φροντίδα κάποιας τοπικής τουρκικής οικογένειας ή να τα υποχρεώσει να περάσουν με τα πόδια τα βουνά με κίνδυνο να τα χάσουν από το κρύο ή την εξάντληση!
Στην περίπτωση οικογενειών με κορίτσια σε ηλικία γάμου υπήρχε ένα εξίσου τραγικό δίλημμα. Να τα παντρέψουν με ντόπιους Τούρκους εξασφαλίζοντας τους μία ζωή σχετικής ασφάλειας και άνεσης ανάμεσα στο λαό που κυριαρχούσε τώρα στον τόπο, ή να τα πάρουν μαζί τους διακινδυνεύοντας την απαγωγή ή το βιασμό τους;
Μεταξύ των απογόνων όσων επέζησαν από τη δοκιμασία της πορείας και του ταξιδιού προς την Ελλάδα υπάρχουν ακόμα μνήμες από τα παράξενα παιγνίδια της μοίρας, που τους βοήθησαν να επιβιώσουν και, κάποτε, να φύγουν.
Η ακόλουθη ιστορία ειπώθηκε στις αρχές του 2005 από έναν μεσόκοπο άνδρα σε ένα χωριό της βόρειας Ελλάδας όπου εγκαταστάθηκαν το 1924 τουρκόφωνοι χριστιανοί από τη Χάβζα, νότια της Σαμψούντας. Ο ομιλητής περιγράφει τη δοκιμασία του πατέρα του, ο οποίος την εποχή των μαζικών απελάσεων ήταν επτά χρονών.
Καθώς η γιαγιά μου και οι συχωριανοί της περνούσαν από ένα τουρκικό χωριό, συνάντησαν έναν Τούρκο που έδειξε με το δάχτυλο τον πατέρα μου, μικρό αγόρι εκείνη την εποχή, και είπε: «Γιατί κουβαλάτε το παιδάκι μαζί σας στην πορεία; θα πεθάνει. Αφήστε το σε μένα να το μεγαλώσω και θα επιζήσει.» Έτσι η γιαγιά μου, με μεγάλο δισταγμό, εμπιστεύθηκε το παιδί της στον Τούρκο ανάδοχο πατέρα. Αμέσως εκείνος το έπλυνε, το τάισε, το έντυσε και του έδωσε νέο όνομα.
Ύστερα ο Τούρκος είπε στον πατέρα μου να πάει σε ένα περιφραγμένο χωράφι να παίξει με κάτι παιδιά της ηλικίας του. Ο πατέρας μου έπαιξε για λίγο αλλά μετά θυμήθηκε τη μάνα του και την υπόλοιπη οικογένειά του που ακολουθούσαν την πορεία.
Κατάφερε να γλιστρήσει κάτω από το φράχτη και για καλή του τύχη βρήκε τον μεγαλύτερο αδελφό του που ακολουθούσε και εκείνος την πορεία αλλά ήταν σε άλλη ομάδα. Ο πατέρας μου τελικά ξαναβρήκε τη μάνα του η οποία μόλις τον είδε έκλαψε και του είπε: «Δεν θα σε αφήσω ποτέ πια! Ή θα ζήσουμε μαζί ή θα πεθάνουμε μαζί».
Στο ίδιο ελληνικό χωριό, πάλι το 2005, ένας ενενηντάρης γέροντας που δυσκολεύεται να εκφραστεί, δείχνει ένα σχολικό τετράδιο όπου έχει γράψει την ιστορία του. Η ιστορία είναι στα ελληνικά, παρά το ότι τα τούρκικα είναι η μητρική του γλώσσα και η μόνη που θυμάται πια.
Περιγράφει τις αναμνήσεις του από την πορεία στα βουνά προς τα δυτικά της Μαύρης Θάλασσας στην οποία συμμετείχε ως δεκάχρονο αγόρι. Ήταν μέλος μιας ομάδας 8.000 χριστιανών από τον ίδιο τόπο.
Ύστερα από επτά μήνες απαγωγών, κακουχίας και αρρώστιας, 6.000 από αυτούς κατόρθωσαν να φτάσουν στο νοτιοανατολικό άκρο της Μικρασίας. Είχαν περπατήσει με αφόρητο καύσωνα αλλά και παγωνιά.
Κάθε πρωί, γινόταν προσκλητήριο κάτω από το λιοπύρι. Είχαν την εντύπωση ότι το έκαναν για να τους σπάσουν το ηθικό. Κάποια φορά «μια δύστυχη Αρμένισσα που είχε περάσει στο μέρος των Τούρκων ζήτησε και μας έφεραν ψωμί και νερό». Άλλη φορά κατασκήνωσαν στις όχθες μιας λίμνης και χόρτασαν την πείνα τους με ψάρια.
Ψηλά στα βουνά η πορεία έφτασε κάποτε σε ένα κατεστραμμένο μοναστήρι όπου οι έξι παπάδες που ήταν ανάμεσά τους έκαναν λειτουργία και «κοινωνήσαμε και ευχαριστήσαμε τον καλό Θεό που μας έφερε ζωντανούς μέχρι εκεί».
Τελικά, αφού πέρασαν τον ποταμό Ευφράτη βρήκαν στέγη και τροφή στον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, αλλά το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού, το φθινόπωρο του 1921, ήταν και το πιο επικίνδυνο, καθώς οι Τούρκοι επιστάτες τους φοβέριζαν διαρκώς ότι, αν οι Έλληνες προχωρούσαν προς τη νέα πρωτεύουσα της Τουρκίας, τα αποτελέσματα γι' αυτούς θα ήταν τρομακτικά.
Εστάλη ένα μήνυμα προς τα δυτικά με την οδηγία ότι στην περίπτωση που ο ελληνικός στρατός έκανε επίθεση στην Άγκυρα οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες θα σκοτώνονταν για αντίποινα.
«Μας έλεγαν να προσευχηθούμε στο Θεό μας να μην πάρουν οι 'Ελληνες την Άγκυρα. Τελικά μάθαμε ότι ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε και έτσι οι άπιστοι ή γιαβουρλάρ όπως μας φώναζαν οι Τούρκοι την είχαν γλιτώσει».
Η αποτυχημένη εισβολή του ελληνικού στρατού στην Άγκυρα -που αργότερα περιέγραψε με πολλές λεπτομέρειες αλλά και μεγάλη πίκρα ο πρίγκιπας Ανδρέας, πεθερός της νυν βασίλισσας της Αγγλίας- είχε διάφορες επιπτώσεις.
Φαίνεται ότι μία από αυτές ήταν η σωτηρία μιας ομάδας προσφύγων από τη Μαύρη Θάλασσα οι οποίοι αργότερα μεταφέρθηκαν στις όχθες του Ευφράτη και κάποτε κατάφεραν να φτάσουν στην βόρεια Ελλάδα.
Καθώς η γιαγιά μου και οι συχωριανοί της περνούσαν από ένα τουρκικό χωριό, συνάντησαν έναν Τούρκο που έδειξε με το δάχτυλο τον πατέρα μου, μικρό αγόρι εκείνη την εποχή, και είπε: «Γιατί κουβαλάτε το παιδάκι μαζί σας στην πορεία; θα πεθάνει. Αφήστε το σε μένα να το μεγαλώσω και θα επιζήσει.» Έτσι η γιαγιά μου, με μεγάλο δισταγμό, εμπιστεύθηκε το παιδί της στον Τούρκο ανάδοχο πατέρα. Αμέσως εκείνος το έπλυνε, το τάισε, το έντυσε και του έδωσε νέο όνομα.
Ύστερα ο Τούρκος είπε στον πατέρα μου να πάει σε ένα περιφραγμένο χωράφι να παίξει με κάτι παιδιά της ηλικίας του. Ο πατέρας μου έπαιξε για λίγο αλλά μετά θυμήθηκε τη μάνα του και την υπόλοιπη οικογένειά του που ακολουθούσαν την πορεία.
Κατάφερε να γλιστρήσει κάτω από το φράχτη και για καλή του τύχη βρήκε τον μεγαλύτερο αδελφό του που ακολουθούσε και εκείνος την πορεία αλλά ήταν σε άλλη ομάδα. Ο πατέρας μου τελικά ξαναβρήκε τη μάνα του η οποία μόλις τον είδε έκλαψε και του είπε: «Δεν θα σε αφήσω ποτέ πια! Ή θα ζήσουμε μαζί ή θα πεθάνουμε μαζί».
Στο ίδιο ελληνικό χωριό, πάλι το 2005, ένας ενενηντάρης γέροντας που δυσκολεύεται να εκφραστεί, δείχνει ένα σχολικό τετράδιο όπου έχει γράψει την ιστορία του. Η ιστορία είναι στα ελληνικά, παρά το ότι τα τούρκικα είναι η μητρική του γλώσσα και η μόνη που θυμάται πια.
Περιγράφει τις αναμνήσεις του από την πορεία στα βουνά προς τα δυτικά της Μαύρης Θάλασσας στην οποία συμμετείχε ως δεκάχρονο αγόρι. Ήταν μέλος μιας ομάδας 8.000 χριστιανών από τον ίδιο τόπο.
Ύστερα από επτά μήνες απαγωγών, κακουχίας και αρρώστιας, 6.000 από αυτούς κατόρθωσαν να φτάσουν στο νοτιοανατολικό άκρο της Μικρασίας. Είχαν περπατήσει με αφόρητο καύσωνα αλλά και παγωνιά.
Κάθε πρωί, γινόταν προσκλητήριο κάτω από το λιοπύρι. Είχαν την εντύπωση ότι το έκαναν για να τους σπάσουν το ηθικό. Κάποια φορά «μια δύστυχη Αρμένισσα που είχε περάσει στο μέρος των Τούρκων ζήτησε και μας έφεραν ψωμί και νερό». Άλλη φορά κατασκήνωσαν στις όχθες μιας λίμνης και χόρτασαν την πείνα τους με ψάρια.
Ψηλά στα βουνά η πορεία έφτασε κάποτε σε ένα κατεστραμμένο μοναστήρι όπου οι έξι παπάδες που ήταν ανάμεσά τους έκαναν λειτουργία και «κοινωνήσαμε και ευχαριστήσαμε τον καλό Θεό που μας έφερε ζωντανούς μέχρι εκεί».
Τελικά, αφού πέρασαν τον ποταμό Ευφράτη βρήκαν στέγη και τροφή στον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, αλλά το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού, το φθινόπωρο του 1921, ήταν και το πιο επικίνδυνο, καθώς οι Τούρκοι επιστάτες τους φοβέριζαν διαρκώς ότι, αν οι Έλληνες προχωρούσαν προς τη νέα πρωτεύουσα της Τουρκίας, τα αποτελέσματα γι' αυτούς θα ήταν τρομακτικά.
Εστάλη ένα μήνυμα προς τα δυτικά με την οδηγία ότι στην περίπτωση που ο ελληνικός στρατός έκανε επίθεση στην Άγκυρα οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες θα σκοτώνονταν για αντίποινα.
«Μας έλεγαν να προσευχηθούμε στο Θεό μας να μην πάρουν οι 'Ελληνες την Άγκυρα. Τελικά μάθαμε ότι ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε και έτσι οι άπιστοι ή γιαβουρλάρ όπως μας φώναζαν οι Τούρκοι την είχαν γλιτώσει».
Η αποτυχημένη εισβολή του ελληνικού στρατού στην Άγκυρα -που αργότερα περιέγραψε με πολλές λεπτομέρειες αλλά και μεγάλη πίκρα ο πρίγκιπας Ανδρέας, πεθερός της νυν βασίλισσας της Αγγλίας- είχε διάφορες επιπτώσεις.
Φαίνεται ότι μία από αυτές ήταν η σωτηρία μιας ομάδας προσφύγων από τη Μαύρη Θάλασσα οι οποίοι αργότερα μεταφέρθηκαν στις όχθες του Ευφράτη και κάποτε κατάφεραν να φτάσουν στην βόρεια Ελλάδα.
BRUCE CLARK
'ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου