Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Παναγιώτης Ραφαηλίδης (ΜΕΡΟΣ 1ο)

Ο Παναγιώτης Ραφαηλίδης του Ραφαήλ και της Σωτήρας, γεννήθηκε στο χωριό Σταυρί του Πόντου το 1903. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες. Είχε μια αδερφή, κατά 4 χρόνια μικρότερή του, τη Δέσποινα. Η μητέρα τους πέθανε πολύ νωρίς, αφήνοντας ορφανά τα δυο παιδιά. Ο πατέρας του, ο Ραφαήλ, παντρεύτηκε μια κοπέλα πολύ νεότερη του, την οποία απήγαγε παρά τη θέληση της. Φυσικά ήταν, η μητριά να μην θέλει τα δυο παιδιά του και έτσι αυτά αφέθηκαν στην επιμέλεια των κοντινών συγγενών. Τα παιδικά τους χρόνια τα αδελφάκια τα πέρασαν πολύ δύσκολα, διότι ο πατέρας τους ζούσε την καινούργια του ζωή με την νεαρή γυναίκα και δεν του περίσσευε χρόνος να ασχοληθεί μαζί τους.


Άθλια οικονομική κατάσταση
Η οικονομική κατάστασή χειροτέρευε γενικά σε όλο τον Πόντο, όπου πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην τσαρική Ρωσία. Έτσι, αποφάσισαν και οι γονείς του Παναγιώτη Ραφαηλίδη να πάνε στη Ρωσία το 1916. Εγκαταστάθηκαν στην πόλη Κέρτς, όπου ήταν και τα άλλα δύο αδέρφια του πατέρα, ο Πανίκας και ο Γιωρίκας. Ο Πανίκας διατηρούσε και μπακάλικο, στο οποίο βρήκε δουλειά ο δεκατριάχρονος, τότε, Παναγιώτης. Στο μπακάλικο, ο θείος του είχε και άλλους υπαλλήλους, ντόπιους Ρώσους, με τους οποίους ο Παναγιώτης πολύ γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις, μιας και όλοι τους ήταν της ίδιας ηλικίας.
Ως εργαζόμενος πλέον ο Παναγιώτης ένιωθε πως τη ζωή του από εδώ και πέρα θα την όριζε ο ίδιος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παρασυρθεί από κάποιες κακές παρέες και να μπλεχτεί σε μια συμμορία ληστών που δρούσε στις λαϊκές αγορές. Κάποιος από τους φίλους του, το είπε στον θείο του και αυτός αμέσως τον κάλεσε και τον ρώτησε αν αληθεύουν αυτά που άκουσε. Ο Παναγιώτης παραδέχτηκε ότι όντως είχε μπλέξει με κακές παρέες και υποσχέθηκε ότι θα διακόψει αμέσως, όπως και έγινε.
Ο Παναγιώτης Ραφαηλίδης (πρώτος αριστερά)

Έλληνες στρατιώτες στο Κερτς
Το 1917 ξέσπασε η Επανάσταση στη Ρωσία και ο τότε κυβερνήτης της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, ως σύμμαχος της ΑΝΤΑΝΤ, έστειλε τον επόμενο χρόνο εκστρατευτικό σώμα να πολεμήσει τους μπολσεβίκους. Το στρατιωτικό σώμα αποβιβάστηκε στο Κέρτς όπου οι Πόντιοι κάτοικοι επιφύλαξαν θερμή υποδοχή στους Έλληνες στρατιώτες. Ο θείος του σαν καλός Έλληνας, θέλοντας να εκφράσει τα πατριωτικά του αισθήματα, λέει στον Παναγιώτη να καλέσει 10-15 άτομα για να τους φιλοξενήσει.
Πράγματι ο Παναγιώτης πήγε στο καράβι και προσκάλεσε τους στρατιώτες που του είπε ο θείος του. Την πρόσκληση την αποδέχτηκαν με χαρά οι Έλληνες και έφτασαν την καθορισμένη ώρα. Ο Θείος του έλαμπε από χαρά και τους πρόσφερε ότι καλύτερο είχε στο μαγαζί του. Αφού έφαγαν και ήπιαν τα πατριωτάκια, σηκώθηκαν και έφυγαν, χωρίς καν να ευχαριστήσουν τον οικοδεσπότη για τη φιλοξενία του, πράγμα που προκάλεσε την αμηχανία του θείου του, που είπε:
-Μπράβο στους πατριώτες μας! Η λέξη ευχαριστώ μάλλον τους είναι άγνωστη!
Η αχαριστία τους πληρώθηκε από τους μπολσεβίκους, με τους οποίους συναντήθηκαν στο μέτωπο και υπέστησαν βαριά ήττα. Με πολλούς νεκρούς και τραυματίες επέστρεψαν οι φαντάροι μας, επιβιβάστηκαν στο καράβι και στη συνέχεια απέπλευσαν για την πατρίδα.

Η επανάσταση επικρατεί παντού
Η επανάσταση στη Ρωσία είχε ανάψει για τα καλά και η μια μετά την άλλη οι πόλεις έπεφταν στα χέρια των μπολσεβίκων. Στο Κέρτς είχαν συγκεντρωθεί αρκετές χιλιάδες Κοζάκοι και μονάδες του τσαρικού στρατού. Μερικοί κάτοικοι, οπαδοί των μπολσεβίκων, ενθουσιασμένοι από τις επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού, ένα βράδυ εξεγέρθηκαν, καλώντας τους συμπολίτες στα όπλα για να απελευθερώσουν την πόλη. Η ενέργεια αυτή ήταν βεβιασμένη και έληξε καταστροφικά για τους εξεγερθέντες. Ο στρατός ήταν ισχυρός και έπνιξε στο αίμα τους επαναστάτες, που κατέφυγαν στα νεκροταφεία για να σωθούν, όπου, όμως, τους αποτελείωσαν οι Κοζάκοι.
Ανάμεσα στους εξεγερθέντες ήταν και μερικοί γνωστοί γείτονες του Παναγιώτη, Εβραίοι, και ένας θείος του Πόντιος. Ο θείος του γλίτωσε χάρη στην βοήθεια των γονέων του Παναγιώτη. Η τσαρική αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των εξεγερθέντων. Όσους εξεγερθέντες συλλαμβάνανε από τη μυρωδιά του κεφαλιού, τους εκτελούσαν επιτόπου, ο θείος, όμως, γλίτωσε επειδή του έπλυναν το κεφάλι και του έδωσαν καθαρά ρούχα.

Προσπάθειες για επιβίωση
Η τρομοκρατία συνεχίστηκε για αρκετό διάστημα μέχρι την κατάληψη από τους μπολσεβίκους του τελευταίου προπύργιου των τσαρικών στην Κριμαία. Ένα από τα πρώτα διατάγματα της νέας εξουσίας ήταν αυτά: Μέσα σε πέντε ημέρες, όσοι είχαν καταστήματα θα έπρεπε να πουλήσουν το εμπόρευμα τους, διότι μετά θα κρατικοποιηθούν. Ο θείος του Παναγιώτη, μαζί με τους συγγενείς, πήραν αρκετά υλικά και τα αποθήκευσαν στα σπίτια τους για ώρα ανάγκης. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας, λέει ο θείος στον Παναγιώτη να πάνε στο μαγαζί για να πάρουν κανένα τσουβάλι αλεύρι ακόμη.
Πήραν, λοιπόν, το τσουβάλι και ξεκίνησαν για το σπίτι, όταν ξαφνικά τούς σταμάτησε ένας τσεκίστας (της μυστικής ασφάλειας) και τους ρώτησε πού το πάνε το αλεύρι, αφού έληξε η προθεσμία. Μάταια προσπαθούσε ο Παναγιώτης να πείσει τον αστυνομικό να το μοιραστούν και να λήξει εδώ η υπόθεση. Αυτός ήταν ανένδοτος και τους οδήγησε στο τμήμα, το οποίο ήταν ένα διώροφο επιταγμένο κτίριο, όπου έμπαινες και αν δεν έβρισκαν τίποτε επιλήψιμο, σε άφηναν ελεύθερο, αλλιώς στο κρατητήριο. Στον επάνω όροφο ήταν το γραφείο του διοικητή και, όπως ήταν φυσικό, έπρεπε να περάσουν πρώτα από εκεί. Στην αίθουσα αναμονής υπήρχε πολύς κόσμος, που περίμενε τη σειρά του. Κάποια στιγμή, όταν άνοιξε η πόρτα του γραφείου του διοικητή, ο Παναγιώτης έριξε μια ματιά και είδε το πρόσωπο του διοικητή που του φάνηκε πολύ γνωστό. Ξανακοίταξε και τότε αναγνώρισε τον παλιό του συνάδελφο από το κατάστημα του θείου του, τον Πάβελ, με τον οποίο είχε καλές σχέσεις.

Ο δικός μας Πάβελ, διοικητής!
Ένιωσε μερική ανακούφιση και το είπε στον θείο του, που έτρεμε από τον φόβο του. Του λέει: Μη φοβάσαι, θείο, δικός μας άνθρωπος είναι ο Πάβελ.
 Ήρθε, επιτέλους, η σειρά και ο Παναγιώτης μπήκε μόνος του στο γραφείο, όπου μόλις τον είδε ο Πάβελ, σηκώθηκε και του λέει: Τι γίνεται, ρε παλιόφιλε, πού βρίσκεσαι; Πώς ήρθες εδώ;
Του είπε: Να, μωρέ, είπαμε να πάρουμε κανένα σακί αλεύρι ακόμη. Ξεχάσαμε ότι έληξε η προθεσμία και μας συνέλαβε ο αστυνομικός.
 Δεν πειράζει, του απάντησε εκείνος, θα σου δώσω ένα χαρτί και θα φύγεις αμέσως, μαζί με το εμπόρευμα.
Ευχαριστώντας τον φίλο του ο Παναγιώτης βγήκε από το γραφείο χαρούμενος και έκανε νόημα στο θείο του να φύγουν. Κατεβαίνοντας τις σκάλες και δείχνοντας την άδεια, ο φρουρός τους λέει πως εδώ γράφει μόνο για ένα άτομο. Μισό λεπτό, του λέει ο Παναγιώτης, κάποιο λάθος έγινε και ανέβηκε ξανά στο γραφείο του φίλου του και του λέει: Ξέρεις, μαζί μου είναι ο πατέρας μου και δεν τον αφήνουν να περάσει. Αμέσως ο Πάβελ στο ίδιο χαρτί έγραψε για δυο άτομα και έτσι έφυγαν για το σπίτι.

Παράνομος φούρνος και συλλήψεις
Η οικονομική κατάσταση κάθε μέρα χειροτέρευε και οι αρχές δεν είχαν να προτείνουν καμία εναλλακτική λύση. Η πείνα θέριζε, κάθε μέρα εκατοντάδες άτομα πέθαιναν και οι υπάλληλοι του δήμου δεν προλάβαιναν να τους θάψουν. Οι άνθρωποι, σε απόγνωση, για ένα κομμάτι ψωμί πουλούσαν ότι πολύτιμο είχαν. Πολλοί πρώην τσαρικοί αξιωματικοί πέρασαν στην παρανομία και τις νύχτες προκαλούσαν δολιοφθορές. Φυσικά τους γνώριζαν, όπως και ο Παναγιώτης, αλλά δεν τολμούσαν να τους καταγγείλουν, γιατί θα τους εξαφάνιζαν. Πάνω σε αυτήν την κατάσταση, οι γονείς του Παναγιώτη έφτιαξαν ένα φούρνο και πουλούσαν παράνομα ψωμί, φυσικά με σκοπό το κέρδος.
Έλα, όμως, που ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη. Όπου μια μέρα ένας τσεκίστας, με την καλή όσφρησή του, έφτασε μέχρι τα ίχνη και τους έπιασε στα πράσα. Τους πρότεινε να τον ακολουθήσουνε στο τμήμα. Καθ’ όλη τη διαδρομή, ο Παναγιώτης προσπαθούσε να τον πείσει να μην πάνε στο τμήμα, αλλά να τα βρούνε. Κάποια στιγμή ο αστυνομικός λύγισε και συμφώνησε να τους αφήσει να συνεχίσουν το έργο τους, με αντάλλαγμα το καθημερινό καρβέλι ψωμιού.
Η κυβέρνηση απεύθυνε έκκληση στους εργαζόμενους να ανοίξουν τα εργοστάσια και να πιάσουν δουλειά. Έτσι, ο Παναγιώτης και ο πατέρας του δήλωσαν αρτεργάτες και αμέσως έπιασαν δουλειά σε κρατικούς φούρνους. Ο μισθός, φυσικά, δεν ήταν μεγάλος, αλλά αν υπολογιστεί και το καρβέλι ψωμί ανά άτομο που τους έδιναν, σε καθημερινή βάση, τότε μπορεί να το θεωρηθεί σημαντικό.
Έφτασε το 1922, έξι χρόνια μετά την άφιξη της οικογένειας Ραφαηλίδη στη Ρωσία και υπολόγιζαν αν δικαιώθηκε ο πόθος τους να γλιτώσουν από τη φτώχεια, τη μιζέρια. Σκέφτηκαν ότι μάλλον θα πρέπει να αναζητήσουν καινούργια πατρίδα, και αυτή θα ήταν, μάλλον, η Ελλάδα. Συνεννοήθηκαν αρκετές οικογένειες και έστειλαν κάποιο άτομο στη Μόσχα να τους κάνει τα χαρτιά για την καινούργια τους πατρίδα. Ναύλωσαν ελληνικό καράβι και ξεκίνησαν για την Ελλάδα. Στη διάρκεια του ταξιδιού, όμως, ξέσπασε στο βαπόρι χολέρα και πολλοί ταξιδιώτες πέθαναν χωρίς να τους παρασχεθεί καμία ιατρική βοήθεια. Ο καπετάνιος ζήτησε τη σύσταση ομάδας νεαρών που θα βοηθούσαν στη μεταφορά των νεκρών στον καυστήρα, γιατί δεν επιτρεπόταν να τους ρίξουν στη θάλασσα. Στην ομάδα των εθελοντών από 10 νεαρούς συμμετείχε και ο Παναγιώτης.
Μετά από περιπετειώδες ταξίδι μερικών ημερών, έφτασαν, επιτέλους, στην πατρίδα, που δυστυχώς δεν τους επέτρεπε να κατεβούν από το καράβι, λόγω της χολέρας. Τελικά τους αποβίβασαν σε κάποιο ξερονήσι, για να πεθάνουν όσοι προσβλήθηκαν από τη χολέρα και μετά από ένα μήνα ήρθαν Γάλλοι γιατροί και τους μετέφεραν στο Λαύριο και από εκεί στον Πειραιά.
Στον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη
Εκεί, ο Παναγιώτης Ραφαηλίδης αποχωρίστηκε τη Δέσποινα, την αδερφή του, αφού προηγουμένως του υποσχέθηκε ο θείος του, ο Νικολαΐδης, ο γιατρός, ότι θα την προσέχει. Ο ίδιος πήρε το δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Με μια ελιά στο στόμα ταξίδευε με καράβι ως τη συμπρωτεύουσα, αναζητώντας εργασία. Στη Θεσσαλονίκη το κέντρο υποδοχής προσφύγων βρισκόταν στην Καλαμαριά, ένα πραγματικό γκέτο, όπου στοιβάζανε όλους τους πρόσφυγες Ποντίους υπό άθλιες συνθήκες..
Μία μέρα ήρθαν αστυνομικοί στον καταυλισμό τους και ρώτησαν αν υπάρχουν μεταξύ τους αρτεργάτες. «Τους θέλουμε για μερικές ημέρες», τους είπαν. Αμέσως πετάχτηκαν πέντε-έξι άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Παναγιώτης. Ακολούθησαν τους αστυνομικούς και έπιασαν δουλειά αμέσως. Δεν πρόλαβαν καλά να δουλέψουν και έφτασε επιτόπου ο πρόεδρος του Σωματείου Αρτοποιών με πολύ άγριες διαθέσεις και απειλές σε βάρος τους. Ο Παναγιώτης τον ρώτησε: «Γιατί μας βρίζεις; Εμείς είμαστε πρόσφυγες και έχουμε ανάγκη από δουλειά». Τότε μαλάκωσε και τους είπε: «Μόλις λήξει η απεργία, ελάτε στο Εργατικό Κέντρο, για να σας τακτοποιήσω». Όλα έγιναν όπως υποσχέθηκε ο πρόεδρος, αλλά ο Παναγιώτης στάθηκε άτυχος, γιατί αρρώστησε από ελονοσία και έχασε την ευκαιρία για δουλειά.
Μόλις ανάρρωσε, πήρε τους δρόμους και τα μονοπάτια προς αναζήτηση της πολυπόθητης εργασίας, χωρίς δεκάρα στην τσέπη του.

Ο Π.  Ραφαηλίδης (δεξιά) με συγγενείς του

Τσομπάνος και γαμπρός στο Βόιο
Έφτασε με τα πόδια στην περιοχή Βοΐου Κοζάνης, πότε νηστικός, πότε τρώγοντας άγρια φρούτα του δάσους. Κάποια στιγμή, πάνω στην απελπισία του τού ήρθε η ιδέα να κάνει τον λιπόθυμο και έπεσε πάνω στον δρόμο, από όπου περνούσαν οι αγρότες, πηγαίνοντας στο παζάρι, στο Τσοτύλι.
Οι περισσότεροι τον προσπερνούσαν αδιάφοροι και μόνον ένας ιερέας, μόλις τον είδε, σταμάτησε τον αραμπά και κατέβηκε να δει τι του συνέβη. Τον ρώτησε τι έπαθε και αυτός απάντησε πως δεν νιώθει καλά. Τον πήρε επάνω στο κάρο και του υποσχέθηκε να τον τακτοποιήσει από δουλειά, αφού του έδωσε πρώτα να φάει τυρί και ψωμί. Μετά το παζάρι, πήγε ο παπάς στον τσέλιγκα του χωριού και τον παρακάλεσε να πάρει τον Παναγιώτη για τσομπάνο.
Ο τσέλιγκας δέχτηκε και έτσι ο Παναγιώτης τακτοποιήθηκε. Βέβαια, από το επάγγελμα του τσομπάνου ιδέα δεν είχε, όμως γι’ αυτό φρόντισε το αφεντικό που του πρότεινε τον πρώτο καιρό να τον συνοδεύσει η κόρη του, συνομήλικη του Παναγιώτη. Τον πρώτο καιρό ο Παναγιώτης έβλεπε το καινούργιο επάγγελμα του διασκεδαστικό, αλλά σύντομα το βαρέθηκε και δεν σκόπευε να μείνει σε αυτό.
Πέρασε κάποιο διάστημα και το αφεντικό του λέει: «Παναγιώτη παιδί μου, είσαι αρκετό καιρό μαζί μας, σε συνηθίσαμε και σε έχουμε σαν παιδί μας και μετά ο κόσμος εδώ άρχισε το κουτσομπολιό, για αυτά αποφασίσαμε να σας παντρέψουμε με την κόρη μου. Εσύ τι γνώμη έχεις για αυτό;».

Απόδραση από τη στάνη
Στον καημένο τον Παναγιώτη, η είδηση αυτή έπεσε σαν κεραυνός στο κεφάλι. Τα είχε χαμένα. Μπορούσε, όμως, να πει όχι; Συμφώνησε, όχι από καρδιάς, και σκεφτόταν τι να κάνει. Ο τσέλιγκας άρχισε τις προετοιμασίες και η ημερομηνία του γάμου είχε καθοριστεί με κάποιες λεπτομέρειες που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Όσο περνούσε ο καιρός και λιγόστευε ο χρόνος, τόσο σκεφτόταν να δώσει ένα τέλος. Ποιο θα ήταν αυτό; Να δραπετεύσει! Περίμενε να νυχτώσει και κατά τις τρεις τα μεσάνυχτα έφυγε από το παράθυρο αθόρυβα και εξαφανίστηκε όσο πιο μακριά μπορούσε. Κρύφτηκε σε δασώδη περιοχή, ανέβηκε σε ένα δέντρο και παρακολουθούσε την άλλη μέρα τους συγγενείς του τσέλιγκα που τον έψαχναν παντού.
Με το σούρουπο, απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο από την περιοχή και έτσι ένιωθε ασφαλής. Συνέχισε με τα πόδια την πορεία του προς την Ήπειρο και έφτασε μέχρι την Πάργα. Τώρα πλέον βάδιζε άφοβα και έψαχνε να βρει κάπου για δουλειά και στέγη. Τελικά δεν άργησε. Τον βρήκε μια χήρα και τον περιμάζεψε. Η χήρα είχε και αυτή μια κόρη της παντρειάς, οπότε θεώρησε ότι της ήρθε λαχείο ο γαμπρός. Τον είχε στο σπίτι, του βρήκε δουλειά και παράλληλα προετοίμαζε το γάμο. Όλα ήταν έτοιμα, όταν ξαφνικά βρήκε κάποια γνωστή του που του είπε ότι η αδελφή του είναι άρρωστη και άτι επειγόντως πρέπει να φύγει. Προέκυψε πάλι το ίδιο σκηνικό, δηλαδή, δίχως να το σκεφτεί, έφυγε τη νύχτα, αφήνοντας τη νύφη να τον περιμένει!

Παναγιώτης Ραφαηλίδης
Φυσικομαθηματικός- Συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah