Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Λίζα & Σοφία Σαουρίδου



Λίζας Σαουρίδου
Η οικογένεια της Λίζας (Ελι­σάβετ) Σαουρίδου ήρθε στην Ελλάδα από τον Καύκασο. Έφτασαν στην Καλαμαριά με πλοίο. Επειδή εκεί πέθαιναν πολλοί από τις επιδη­μίες (ελονοσία κ. ά.), αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Εκεί, τα μόνα που έδειχναν ότι υπήρχε ζωή ήταν οι παράγκες και τα αντίσκηνα. Βολεύτηκαν όπως μπό­ρεσαν
Δεν υπήρχε νερό, δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο, ούτε μια πρασινάδα. Κρα­νίου τόπος! Έτσι έζησαν έως το 1925.
Μαζί τους, εγκαταστάθηκαν στο Πανόραμα η οικογένεια του Λαυρέντη Παπαδόπουλου και άλλες τέσσερις οι­κογένειες από τα αδέλφια του Περικλή Σαουρίδη, δηλαδή ο σύζυγος από το 1907 της Λίζας Περικλής, ο Δημοσθέ­νης, ο Κώστας, ο Δημήτρης (Μήτος) και ο Θανάσης.
Στο διάστημα από το 1907 έως το 1920 απέκτησαν δύο παιδιά. Όταν η Λίζα χρειάστηκε να πάει σε διπλα­νό χωριό, άφησε τα παιδιά της με τη γιαγιά τους (στην πεθερά της). Επει­δή από την πολύ βροχή τα παιδιά βράχηκαν, η γιαγιά τους, έβαλε το ένα κοντά στη σάμπα να στεγνώσει. Το παιδί ακούμπησε στο πυρωμένο μπου­ρί και κάηκε. Έχασε τη ζωή του από τα εγκαύματα. Τότε δεν υπήρχαν - ιδίως στα χωριά - μέτρα αντιμετώπισης τέ­τοιων περιστατικών.
Ως χτίστης, ο άντρας της, ο Περι­κλής, έχτισε πέτρινο σπίτι σε οικόπεδο της σημερινής οδού Κομνηνών, που τους παραχώρησε ο Εποικισμός. Το σπίτι, εγκαταλειμμένο, υπάρχει μέχρι σήμερα, δίπλα στην Εμπορική Τράπεζα.
Από τον Καύκασο έφερε την κόρη της Εριφύλη (Ρέφω). Εδώ απέκτησε τρία παιδιά, τη Νίνα, την Κυριακή (Κίτσα) και τον Θεόδωρο.Μαζί με τον άντρα της άνοιξαν μπα­κάλικο.
Η ζωή εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκο­λη, αλλά οι άνθρωποι άντεχαν και η γιαγιά Λίζα, στα ενενήντα έξι της χρό­νια (είχε γεννηθεί το 1887), δυο χρόνια πριν από τον θάνατό της το 1990, έκο­βε ξύλα με το τσεκούρι για τη σόμπα, στην αυλή του σπιτιού της!


Η συνυφάδα της Σοφία Σαουρίδου

Συνυφάδα της Λίζας Σαουρίδου, η Σοφία Σαουρίδου, ήρθε στην Ελ­λάδα το 1920 με την οικογένειά της. Για τέσσερις μήνες, στην αρχή, έμεινε στους θαλάμους της Καλαμαριάς. Τον Σεπτέμβριο του 1920 εγκαταστάθηκε η οικογένεια στον Πανόραμα, σε αντί­σκηνα. 
Τα δύο χρόνια που έζησαν μέσα σε αυτά ήταν μαρτυρικά. Υπήρχε πά­ντοτε ο φόβος να πάρει τα αντίσκηνα και αυτούς μαζί ο τοπικός άνεμος Βαρδάρης. Όταν έβρεχε, το νερό περνούσε μέσα στο αντίσκηνο, μούσκευαν τα ρούχα τους και διαρκώς ήταν άρρω­στοι. Σπίτια υπήρχαν μόνον έξι.
Στο διάστημα αυτό έγινε διανομή οικοπέδων από τον Εποικισμό και λίγο αργότερα, η ίδια υπηρεσία τους ενί­σχυσε με δύο χιλιάδες δραχμές. Με τα χρήματα αυτά ξεκίνησαν να χτίζουν το σπίτι τους, που δεν ήταν μεγάλο. Νερά έφερναν από του «Γουρουνά», όπου υπήρχαν πηγές. Κατά το χτίσιμο του σπιτιού, η Σοφία με το γαϊδουράκι που αγόρασαν, έκανε δυο τρία δρομολόγια την ημέρα, κουβαλώντας «οικοδομικό υλικό» από τη γύρω περιοχή.
Ο άνδρας της, ο Κώστας, εργαζό­ταν στην Αμερικανική Γεωργική Σχο­λή. Πέθανε, όμως, νωρίς, το 1935 και την άφησε χήρα με τα τρία από τα έξι παιδιά της που επέζησαν. Ήταν η Χρυ­σούλα, οχτώ ετών, ο Μίμης πέντε και ο Χρήστος, τριών ετών.
Μετά από αυτούς, ήρθαν και οι οι­κογένειες του Χατζή (Αλέξανδρου Ιωαννίδη), του Λαζάρ' και του Γρηγό­ρη Χρυσόπουλου, και κατόπιν άλλοι, όπως ο Ιωάννης Αναστασιάδης; (Τσαμογιάννης), ο Αριστείδης Κορωνίδης (Κορώντς), ο Πολυχρόνης Πολίδης (Πόλης). Φυσικά, όσοι είχαν εγκατα­σταθεί, σιγά σιγά έφερναν στο Πανό­ραμα συγγενείς και φίλους.
Με την αύξηση του αριθμού των κα­τοίκων, άρχισε να φαίνεται η ανάγκη κοινωνικής οργάνωσης. Ο Χατζής ανέ­λαβε, μαζί με τον Γρηγόρη Χρυσόπουλο, τη συγκρότηση της τοπικής κοινω­νίας. Από τότε, ο Χατζής ασχολήθηκε με τα κοινά επί πολλά χρόνια.
Όταν άρχισαν να έρχονται οι παρα­θεριστές, οι ντόπιοι έμεναν στους βοηθητικούς χώρους. Με τον τρόπο αυτόν βελτίωναν τα οικονομικά τους. 
Η Σο­φία Σαουρίδου δούλεψε δεκαέξι χρόνια στο Αμερικανικό Κολέγιο «Ανατόλια», όπου πήγαινε και γυρνούσε με τα πόδια. Τότε, η περιοχή είχε μόνον χωράφια. Σε όλη τη διαδρομή, το μονα­δικό σπίτι που υπήρχε ήταν του Πιπίνου, διευθυντή του φυτώριου στα όρια Πανοράματος - Πυλαίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah