Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Θάλαττα! Θάλαττα!

Το 401 π.Χ., στη μάχη κοντά στα Κούναξα της Βαβυλωνίας, σε μικρή απόσταση από τη ση­μερινή Βαγδάτη, ο Κύρος ο νεότερος νικήθη­κε από τον αδελφό του Αρταξέρξη, του οποίου το θρόνο διεκδικούσε.
Οι 12.000 Έλληνες μι­σθοφόροι, οι περίφημοι «Μύριοι», όπως τους είπαν, που είχαν μπει στην υπηρεσία του άτυ­χου βασιλόπαιδα της Περσίας, έπρεπε να γυ­ρίσουν στην πατρίδα τους, μιας και δεν είχαν άλλον προορισμό και χρηματοδότη στη Μικρασία.
Η δύσκολη πορεία της επιστροφής τους, από τα βάθη της Ανατολής στην Ελλάδα, που τελικά κατορθώθηκε με δραματικό τρόπο, θεωρήθηκε σαν ένα από τα πρωτόφαντα για την αρχαιότητα γεγονότα, ένα από τα επικά θαύματά της, και ονομάστηκε Κάθοδος των Μυρίων. Και ίσως δε θα έπαιρνε αίσιο τέλος, αν δεν υπήρχαν οι ελληνικές πόλεις στα παράλια του Εύξεινου Πόντου.
 Ο ιστορικός Ξενοφών, που παρακολούθησε σαν παρατηρητής, ας πού­με, από την αρχή, όλη την εκστρατεία του Κύρου, την «Κύρου Ανάβαση», όπως ονομάστηκε, μας περιέγραψε τα γεγονότα της επιστροφής των Ελλήνων, της Καθόδου των Μυρίων, με λε­πτομέρειες και παραστατικότητα.
Έτσι, όταν, με δόλο του Τισσαφέρνη, σατράπη της Λυδίας, σφάχτηκαν οι δέκα στρατηγοί-οδηγοί και ηγέτες των Ελλήνων, ο Ξενο­φών ανέλαβε να οδηγήσει ο ίδιος τους απο­θαρρυμένους και ορφανεμένους στρατιώτες στην Ελλάδα. Οι Μύριοι δεν μπορούσαν να κοιμηθούν από τη λύπη τους.
Σκέφτονταν πό­σο μακριά από τις πατρίδες τους βρίσκονταν και δεν έλπιζαν να ξαναδούν τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. Παρ' όλα αυτά, με τις ενθαρρύνσεις, τις συμβουλές και τις κρυμέ­νες στρατιωτικές ικανότητες του νέου αρχηγού τους, άρχισαν την πορεία του γυρισμού τους στην πατρίδα, ξεκινώντας από τον ποταμό Ζαπάτα, τον Οκτώβριο του 401 π.Χ., και προχω­ρώντας μέσα από την εχθρική περσική επι­κράτεια.
Βάδισαν ως τη χώρα των Καρδούχων (Κούρδων), δίνοντας συχνά μάχες με τους Πέρ­σες και τους άλλους βαρβαρικούς λαούς, πέ­ρασαν τα Καρδούχεια (Κουρδικά) βουνά πο­λεμώντας αδιάκοπα, διάβηκαν τον Κεντρίτη ποταμό (Μποτάν-τσάι) με πολλές δυσκολίες, μπήκαν στη δυτική Αρμενία και συνέχισαν την προώθησή τους μέσα από αυτήν έχοντας, άλ­λοτε φιλικές κι άλλοτε εχθρικές σχέσεις με τον ύπαρχο της Τιρίβαζο.
Πιο πέρα, διασχίζοντας αδιάκοπα την Αρμενία, και δοκιμάζοντας πότε κακουχίες και μαρτύρια, πότε ανάπαυλες και χαρές, πέρα­σαν το Φάση ποταμό και μπήκαν στη χώρα των Ταόχων, αρχικά, και των Χαλύβων, κατό­πιν.
Πατούσαν πια στο έδαφος του Πόντου. Ωστόσο, οι εχθρικές ενέργειες των ντόπιων φυ­λών και τα δύσβατα βουνά, κορύφωσαν τα βά­σανα τους και εξάντλησαν τις δυνάμεις τους. Ώσπου, επιτέλους, έφτασαν στο σωτήριο βου­νό, το Θήχη.
Αλλά ας δούμε πώς περιγράφει την τελευ­ταία φάση της πορείας ο Ξενοφών πριν από το κρίσιμο αυτό σημείο:
«Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, ήταν δυνατό να δει κανείς ένα φοβερό θέαμα: Οι γυναίκες (των Ταόχων) έριχναν τα παιδιά τους (στον γκρε­μό) και έπειτα ρίχνονταν και οι ίδιες κάτω! Το ίδιο έκαναν και οι άντρες τους.
 Τότε ο λοχαγός Αινείας, ο Στυμφάλιος, που είδε κάποιον (Ταόχο) να τρέχει για να ριχτεί κάτω φορώντας ό­μορφη στολή, τον έπιασε για να τον εμποδίσει. Αυτός όμως παρέσυρε και τον ίδιο, και έ­τσι γκρεμίστηκαν και οι δυο κάτω από τους βράχους και σκοτώθηκαν!
Κατόπιν (οι Έλλη­νες) συνέλαβαν πολύ λίγους αιχμάλωτους, αλλά πολλά βόδια, γαϊδάρους και πρόβατα. Από 'δω προχώρησαν ανάμεσα από τη χώρα των Χαλύβων με σταθμούς εφτά και παρασάγγες πενήντα...
Οι Χάλυβες ωστόσο ήταν γενναιό­τατοι... Φορούσαν θώρακες από λινάρι ως το υπογάστριο, και αντί για λωρίδες από δέρμα, είχαν σχοινιά σφιχτοπλεγμένα. Φορούσαν α­κόμα κνημίδες και κράνη, και στη ζώνη μα­χαίρι που έμοιαζε με το σπαρτιάτικο.
Με αυ­τά σκότωναν όλους όσους μπορούσαν. Και, ό­σες φορές έκοβαν τα κεφάλια των θυμάτων τους, συνήθιζαν να πορεύονται κρατώντας τα. Και, αν επρόκειτο να τους δουν οι εχθροί, τρα­γουδούσαν και χόρευαν.
Επιπλέον, είχαν και δόρυ, κάπου δεκαπέντε πήχεις μάκρος, και μια λόγχη. Αυτοί, λοιπόν, περίμεναν στις μικρές πόλεις τους και, μόλις περνούσαν από μέσα οι Έλληνες, αμέσως τους ακολουθούσαν κατά πό­δας για να τους πολεμήσουν.
(Οι Χάλυβες) κα­τοικούσαν σε οχυρές θέσεις, μέσα στις οποίες είχαν συγκεντρώσει τα τρόφιμά τους. Έτσι, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να παίρνουν τίποτε από τη χώρα τούτη (των Χαλύβων), αλλά τρέ­φονταν από τα ζώα που είχαν αρπάξει (από τους Ταόχους).
»Από δω και πέρα (βαδίζοντας συνέχεια) οι Έλληνες, έφτασαν στις όχθες του Άρπασου, που είχε πλάτος τεσσάρων πλέθρων. Έπειτα, πορεύτηκαν ανάμεσα από τη χώρα των Σκυθηνών με σταθμούς τέσσερις, παρασάγγες εί­κοσι.
Διασχίζοντας κατόπι μια πεδιάδα, κα­τευθύνθηκαν σε μερικές πόλεις, στις οποίες έ­μειναν τρεις μέρες και προμηθεύτηκαν τρόφι­μα. Στη συνέχεια πέρασαν τέσσερις σταθμούς και είκοσι παρασάγγες και έφτασαν σε μια με­γάλη πόλη, ευτυχισμένη και πολυάνθρωπη, που λεγόταν Ευμνιάδα.
Από την πόλη τούτη ο άρχοντας του τόπου στέλνει οδηγό για να τους οδηγήσει ανάμεσα από μια χώρα εχθρι­κή σ' αυτόν και στους υπηκόους του. 
Μόλις παρουσιάστηκε εκείνος (ο οδηγός), λέει ότι θα τους οδηγήσει, σε διάστημα πέντε ημερών, σε ένα μέρος, από το οποίο θα δουν θάλασσα. Αν όχι, προσφερόταν να θανατωθεί. Και όταν, κα­θώς τους οδηγούσε, μπήκε στην εχθρική, σ' αυτόν, χώρα, προέτρεπε τους Έλληνες να καί­νε και να καταστρέφουν τον τόπο. Απ' αυτό φάνηκε πως μόνο για το σκοπό αυτό ήρθε μα­ζί τους, κι όχι από συμπάθεια προς τους Έλλη­νες.
»Την πέμπτη μέρα όμως, έφτασαν σε ένα βουνό που λέγεται Θήχης. (Ήταν Γενάρης του 400 π.Χ.). Όταν ανέβηκαν οι πρώτοι στην κο­ρυφή του, έβγαλαν μεγάλες κραυγές. Μόλις ά­κουσε τις κραυγές ο Ξενοφών και οι οπισθο­φυλακές, νόμισαν πως τους επιτέθηκαν από μπροστά άλλοι εχθροί, γιατί από πίσω τους α­κολουθούσαν ήδη εχθροί από τη χώρα που εί­χαν πυρπολήσει οι ίδιοι (...).
«Επειδή όμως η βοή (από τις κραυγές) γι­νόταν ολοένα και μεγαλύτερη και κοντινότε­ρη, και οι στρατιώτες που κάθε τόσο πλησία­ζαν, έτρεχαν γρήγορα προς αυτούς οι οποίοι κραύγαζαν αδιάκοπα, η βοή γινόταν ακόμα πιο δυνατή και μεγάλη, μιας και οι στρατιώτες πλήθαιναν (πάνω στην κορυφή). Ο Ξενοφών φοβήθηκε μήπως συνέβηκε κάτι χειρότερο.
Ανέβηκε λοιπόν στο άλογό του, πήρε μαζί του τον Λύκιο και τους καβαλάρηδες και έτρεξε  για βοήθεια. Σε λίγο άκουσε πάλι τους στρατιώτες που φώναζαν: "Θάλαττα! Θάλαττα!" και  προέτρεπαν αυτούς που πλησίαζαν να βιαστούν.
»Τότε, λοιπόν, άρχισαν να τρέχουν όλοι: και οι οπισθοφύλακες και τα ζώα, που τα χτυπού­σαν για να τρέξουν, και τα άλογα. Και όταν έ­φτασαν όλοι στην κορυφή, τότε πια οι στρα­τιώτες αγκαλιάζονταν μεταξύ τους και αγκά­λιαζαν και τους αξιωματικούς τους που δά­κρυζαν...»
«Εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά, δεν ξέρω με ποιανού την προτροπή, άρχισαν να κουβαλά­νε πέτρες και να σχηματίζουν έναν ψηλό σω­ρό. Τότε βάλθηκαν να τοποθετούν επάνω (στο σωρό) ένα πλήθος από ακατέργαστα δέρματα βοδιών, καθώς και ραβδιά και ασπίδες που εί­χαν λαφυραγογήσει.
 Αλλά ο ξένος οδηγός κομ­μάτιαζε τις ασπίδες και συμβούλευε να κάνουν και οι Έλληνες το ίδιο. Έπειτα από αυτά, οι Έλληνες ξεπροβόδισαν τον οδηγό, αφού του έδωσαν δώρα και πράγματα που ανήκαν σ' ό­λους, δηλαδή ένα άλογο, μια λεκάνη ασημένια, μια περσική φορεσιά και δέκα νομίσματα του Δαρείου (δαρεικούς, χρυσά νομίσματα α­ξίας 20 ασημένιων αττικών δραχμών). Εκείνος όμως ζήτησε από τους στρατιώτες να του δώ­σουν δαχτυλίδια. Και του έδωσαν πολλά απ αυτά. Τέλος, αφού τους έδειξε ένα χωριό, ό­που μπορούσαν να μείνουν, καθώς και το δρό­μο που μπορούσαν να πάρουν, για να φτάσουν στη χώρα των Μακρώνων, μόλις νύχτωσε, έ­φυγε».1

1. Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Δ', ζ', 13-27.


 Χρήστος Σαμουηλίδης
"Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού"


Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah