Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΝΤΑ( Ευθυμίου Μ. Σισμανιδη) ΜΕΡΟΣ 3ο

Οπισθοχωρήσαμε γρήγορα και πήραμε την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να μας αντιληφθούν. Συνεχίσαμε να περπατάμε όλη τη νύχτα και μόνο όταν πλησίαζε το ξημέρωμα και είχαμε απομακρυνθεί αρκετά, μας άφησαν οι ένοπλοι  να κοιμηθούμε για λίγο, μέσα σ' ένα δάσος από έλατα.
Η μητέρα κάθισε, μας έβαλε δεξιά και αριστερά της και κράτησε το μικρό στην αγκαλιά. Μετά μας σκέπασε με μια κουβέρτα που κάλυπτε μόνο τα πόδια της· Και έτσι κοιμηθήκαμε.
 Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και ξύπνησα από το κρύο. Ύστερα από λίγο οι αντάρτες μας ξύπνησαν όλους.
Γύρω μας απλωνόταν πυκνή ομίχλη. Ξεκινήσαμε αμέσως. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν πολλά τουρκικά φυλάκια και αρκετοί στρατιώτες θα είχαν στο μεταξύ σταλεί για να ψάξουν να μας βρουν, αλλά η ομίχλη μας πρόσφερε αρκετή κάλυψη.
 Έτσι, όσο υπήρχε ομίχλη, περπατούσαμε αδιάκοπα και όταν διαλυόταν, κρυβόμασταν πίσω από καφούλια(θάμνους) και δέντρα. Ένας από τους ένοπλους γύρισε κάποια στιγμή να κοιτάξει με τα κιάλια τη φρουρά ενός φυλακίου και είδε ότι κι εκείνοι ερευνούσαν τη γύρω περιοχή με  τα κιάλια.
Άγιος Κωνσταντίνος - Ζουρνατσιάντων
Συνεχίσαμε την πορεία  όλη τη μέρα, χωρίς νερό και φαγητό, ενώ ο φόβος και το κρύο μας έφερναν ρίγη. Κανείς μας όμως δεν παραπονιότανε γιατί τη σκέψη μας μονοπωλούσε η ελπίδα της σωτηρίας.
Την επόμενη μέρα, 13 του μήνα, φθάσαμε σε κάτι βαθειά λαγκάδια γεμάτα από έλατα. Είχε ησυχία και ερημιά και ξεθαρρέψαμε κάπως. Αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί για λίγες μέρες κι έτσι όταν έπεφτε ομίχλη, ανάβαμε φωτιά για να ζεσταθούμε, ενώ όταν η ομίχλη διαλυόταν, σβήναμε τη φωτιά και βγαίναμε στα ξέφωτα, όπου βρίσκαμε βατόμουρα και άλλα άγρια φρούτα και ανακουφίζαμε την πείνα μας.  Ευτυχώς για το Μιχάλη, η μητέρα μέσα στην τόση σύγχυση είχε σκεφτεί να πάρει μαζί της βούτυρο και αλεύρι ξεραμένο στο φούρνο, αυτό που συνηθίζουμε να λέμε άνθος αραβοσίτου.
Έβαζε λοιπόν λίγο αλεύρι και λίγο βούτυρο μέσα στην παλάμη της, μια που δεν υπήρχε άλλο σκεύος,  ανακάτευε με το χέρι της και τάιζε το μωρό. Αυτό ήταν αρκετό για να το χορταίνει, ώστε να είναι ήρεμο και να μην κλαίει. Η μητέρα έδινε απ'αυτό και  σε όσα βρέφη δεν είχαν την κακή τύχη να θανατωθούν μ'εκείνο το σκληρό τρόπο.
Οι υπόλοιποι Φτελενέτες, δεκαπέντε γυναικόπαιδα και πέντε ένοπλοι, ο Παν­τελής Κοπαλίδης, τα ξαδέλφια μου Γιώργος και Στάθης Σισμανίδης, ο Κώστας Τσιλινκερίδης ή Ατέσογλου και ο Χριστόφορος Καϊτελίδης που δεν είχαν έρθει μαζί μας, αλλά είχαν φύγει νωρίς από το χωριό για να κρυφτούν στους γειτονικούς λόφους, είχαν καταφύγει σε ένα λόφο απέναντι από το χωριό Χαρατσάντων και μπόρεσαν από κει να δουν τη μάχη που έγινε. Θέλησαν να πάρουν μέρος για να μας βοηθήσουν, αλλά οι γυναίκες τους έπεισαν να μην το κάνουν, γιατί οι Τούρκοι θα τους ανακάλυπταν και θα τους πετσόκοβαν.
Όταν τελείωσε η μάχη, οι τέσσερις από τους άντρες πήγαν να συναντήσουν τους άλλους ένοπλους, ενώ τα γυναικόπαιδα με επικεφαλής τον Παντελή Κοπαλίδη θέλησαν να βρουν μια κρυψώνα όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα.
 Μετά από ώρα έφτασαν σε ένα τούρκικο χωριό. Εκεί τους είδε ένας Τούρκος και θέλησε να τους βοηθήσει. Τους οδήγησε σε μια μεγάλη σπηλιά που ήταν εκεί κοντά και για δεκαπέντε μέρες τους προμήθευε φαγητό και νερό. Δεν ήξερε όμως πως η σπηλιά αυτή ήταν το ορμητήριο τεσσάρων Τούρκων ενόπλων, που όταν γύρισαν στο λημέρι τους, είδαν μια κοπέλα να απλώνει ρούχα και νομίζοντας, πως μέσα στη  σπηλιά έμενε μια οικογένεια ανταρτών, έφυγαν φοβισμένοι και πήγαν στον Τούρκο που είχε βοηθήσει τους δικούς μας, ξέροντας πως συμπαθούσε τους Έλληνες και τον κατηγόρησαν ότι αυτός τους είχε βάλει εκεί μέσα. Τότε εκείνος πήγε στη σπηλιά και αφού  τα διηγήθηκε όλα στους δικούς μας, τους είπε πως δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο εκεί. Μετά τους πήρε στο σπίτι του, τους  έκανε το τραπέζι, τους  έδωσε ξηρούς  καρπούς και τους ξεπροβόδισε.
 Εκείνοι κατευθύνθηκαν στο αμέσως επόμενο χωριό, όπου ο Κοπαλίδης ήξερε ένα φίλο των ανταρτών, που λεγόταν Ζούχαλης. Πήγαν στο  σπίτι κι εκείνος αφού τους περιποιήθηκε, τους παρέδωσε σε ένα  φίλο του Τούρκο, που τους συνόδεψε τη νύχτα μέχρι το Κάθεν Φτελέν. Από εκεί συνέχισαν μόνοι τους μέχρι τα Δώδεκα Ελάτια, όπου έμειναν περίπου ένα μήνα, τρώγοντας ψωμί που έφτιαχναν από τα καλαμπόκια που βρήκαν εκεί και φασόλια.
Στο  μεταξύ ο Ζούχαλης ειδοποίησε τους συγγενείς τους στο Πιστοφάντων  και πήγαν και τους πήραν. Οι αρχές όμως πληροφορήθηκαν ότι ο Τούρκος που τους είχε δώσει ο Ζούχαλης για συνοδεία ήταν πληροφοριοδότης των ανταρτών και αφού τον συνέλαβαν, τον εκτέλεσαν. 
Τις επόμενες μέρες μερικοί αντάρτες ανάμεσα στους  οποίους ήταν και τα ξαδέλφια μου Γιώργος και Στάθης Σισμανίδης, κομμάτιασαν στο Κοσλαράντων εφτά Τούρκους και σκότωσαν ένα πρωί, σε μια περιοχή που λεγόταν των Κούρδων τα τσαντίρια, σαράντα Τουρκάλες που κατέβαιναν από το Κωφολίβαδο και έπαιρναν τα λάχανα και τις πατάτες που είχαν σπείρει οι κάτοικοι και που ήταν τα μόνα που τους είχαν απομείνει.
 Ακόμη είχαν τρομοκρατήσει με πυροβολισμούς στον αέρα δεκαπέντε Τουρκάλες φορτωμένες έπιπλα, σε μια πηγή στου Χαντζιαρή το κουταλόπον κι αυτές από το φόβο τους παράτησαν τα φορτία και έφυγαν τρέχοντας.
Μια άλλη ομάδα ανταρτών, ανάμεσα στους οποίους ο Μιχάλης Αγαπίου Κοπαλίδης, είχαν καθίσει μια μέρα σε ένα ύψωμα. Από απέναντι φάνηκαν Τούρκοι αξιωματικοί και στρατιώτες. Οι αντάρτες δεν κουνήθηκαν. Οι Τούρκοι προσπέρασαν, κάνοντας πως δεν τους είδαν. Όταν έφτασαν στο Ισχάν, οι αξιωματικοί ανέφεραν το επεισόδιο σε ένα Τούρκο και είπαν: «Δεν τους είδαμε και δεν μας είδαν". Έτυχε όμως ο Τούρκος αυτός να είναι φίλος με μερικούς αντάρ­τες, στους οποίους διηγήθηκε την ιστορία και έτσι έγινε γνωστή·
Μια μέρα χωρίς ομίχλη, ανεβήκαμε σε ένα ύψωμα για να αγναντέψουμε. Εμφανίστηκε τότε μπροστά μας ένα φριχτό θέαμα. Πέρα μακριά, εκεί που υπολογίζαμε ότι ήταν τα χωριά μας, η γη σε μια απέραντη έκταση ήταν καλυμμένη από γιγαν­τιαίες φλόγες.
Από πάνω ένα παχύ κατάμαυρο στρώμα καπνού και ακόμα πιο ψηλά μια κόκκινη ανταύγεια, λες και ο ουρανός είχε βαφτεί από το αίμα των αγωνιστών. 
Αφού μείναμε σ' εκείνα τα λαγκάδια περίπου, επτά μέρες αποφασίσαμε να πλησιάσουμε τις περιοχές που πριν λίγες μέρες κατοικούνταν, αλλά τώρα είχαν μείνει έρημες. Βαδίσαμε προς την κορυφή του βουνού, στην τοποθεσία Ορμοκέφαλο, όπου και εγκατασταθήκαμε, αφού φτιάξαμε πρόχειρες καλύβες με κλαδιά έλατου. 
Τις νύχτες οι αντάρτες κατέβαιναν στο Κάθεν φτελέν για τρόφιμα, αλλά δεν έβρισκαν παρά πατάτες και αχλάδια, γιατί όλα τα σπίτια είχαν λεηλατηθεί από τους Τούρκους και είχαν καεί. Πήγαν μερικές φορές και στα Δώδεκα Ελάτια, αλλά κι εκεί βρήκαν μόνο αχλάδια, Ένα πρωί πήρα το Χριστόφορο  Σισμανίδη και πήγαμε στα Δώδεκα Ελάτια. Εκεί, μέσα στην ησυχία, μας έκανε μεγάλη εντύπωση το σπίτι του παπά-Μιχαήλ Λαμπριανίδη, που είχε διατηρηθεί ανέπαφο και που οι άσπρες πέτρες του έμοιαζαν στο δυνατό φως του ήλιου μαρμάρινες.
Πίσω μας   στα δεξιά, κοντά  στην εκκλησία της Υπαπαντής υπήρχε  μια αχλαδιά χαμηλότερη από τις άλλες, ώστε να μπορούμε να ανεβούμε για να κόψουμε αχλάδια.
Γεμίσαμε τους κόρφους μας και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, όταν πήρε το μάτι μου μια τουρκική φρουρά στην κορυφή του λόφου, όπου βρισκόταν το παρχάρι  Ζίσουρτη . Ευτυχώς, παρά την τρομάρα μου, θυμήθηκα ένα μονοπάτι που είχα, ανακαλύψει παλιότερα, απ' όπου τρέχοντας γυρίσαμε στον καταυλισμό μας.
Μια άλλη φορά η μητέρα με έστειλε με το Χριστόφορο στο μέρος που είχαμε κρύψει τα πράγματα για να πάρω την κρεατομηχανή. Αυτές οι μικρές βόλτες μας άρεσαν και μια μέρα σκεφτήκαμε, με την τόλμη και την απερισκεψία που έχουν τα παιδιά, να πάμε στο χωριό μας.  Αφού πλησιάσαμε αρκετά, κρυφτήκαμε πίσω από μερικούς θάμνους για να μη  δίνουμε στόχο και κατασκοπεύσαμε για λίγο το χωριό, έτσι έρημο και καμένο που ήταν. Δεν είδαμε καμιά κίνηση από Τούρκους κι έτσι βγήκαμε από τις κρυψώνες μας και πήγαμε πρώτα στο δικό μου σπίτι ή καλύτερα ότι είχε απομείνει απ’ αυτό.
Μόνο o φούρνος έστεκε όρθιος μέσα στις στάχτες, γεμάτος ξύλα άγριας φουντουκιάς, περιμένοντας το επόμενο ψήσιμο. Το σπίτι του Χριστόφορου, που ήταν δίπλα από το δικό μου, ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση. Το τζάκι στη μέση του τοίχου έδειχνε ανέπαφο, όπως και τα δύο ντουλάπια δεξιά και αριστερά του. Στο αριστερό ντουλάπι βρήκαμε κι ένα κομμάτι ψωμί. Δεν θα ήταν πάνω από εκατό γραμμάρια. Σκεφτήκαμε τότε να ψάξουμε στις καρυδιές, που άπλωναν τα κλαδιά τους πάνω από το ρυάκι, ελπίζοντας ότι θα τις βρούμε γεμάτες καρύδια, γιατί έτσι βιαστικά που είχαμε φύγει όλοι, αφήσαμε τα χωράφια αθέριστα και τα δέντρα φορτωμένα καρπούς.
Φαίνεται όμως πως οι Τούρκοι είχαν κάνει καλή δουλειά, γιατί δεν είχε μείνει τίποτα. Δύο καρύδια βρήκαμε μόνο και τα μοιραστήκαμε. Το ίδιο κάναμε και με το ψωμί. Την τρέλα  μας να κατεβούμε μέρα στο χωριό  ευτυχώς δεν την πληρώσαμε, αλλά γυρίσαμε πίσω χωρίς να μας αντιληφτεί κανείς.
Όσο καιρό μείναμε σ' εκείνο το μέρος, οι δύο θείοι μου Αγάπιος και Θεόδωρος Κοπαλίδης είχαν παλιά  φιλία με μερικούς Τούρκους, που έμεναν σε απο­μονωμένα σπίτια στο γειτονικό χωριό Αγρίδι. Οι Τούρκοι τους έδιναν ψωμί και λίγα τρόφιμα.
Εκείνες τις μέρες έγινε ένα θλιβερό γεγονός, Ένα τουρκικό απόσπασμα είδε ένα πρωί καπνό σ' ένα σπίτι του Τερζάντων, όπου είχαν καταφύγει το προηγούμενο βράδυ μια ομάδα Σανταίων. Τους περικύκλωσαν και τους σκότωσαν.
Είχαμε μπει πια στον Οκτώβριο και η παραμονή μας στο βουνό άρχισε να γίνεται μαρτυρική. Τότε οι Τούρκοι γείτονες μας ειδοποίησαν τους θείους μου ότι ο στρα­τός θα έκανε εξόρμηση για να ανακαλύψει τον καταυλισμό μας και το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε ήταν να εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας·
Η ειδοποίηση αυτή δεν έγινε πιστευτή από κανένα, γιατί ο τουρκικός στρατός ποτέ δεν έβγαινε το χειμώνα στα βουνά, αλλά μάλλον οι φίλοι των θείων δεν ήθελαν πια να τους προμη­θεύουν τρόφιμα και βρήκαν αυτόν τον τρόπο για να τους ξεφορτωθούν.
Έτσι κι αλλιώς, τα πρώτα χιόνια που είχαν ήδη πέσει πάνω στα βουνά μας ανάγκαζαν να φύγουμε. Έτσι ένα βράδυ, τις πρώτες μέρες του 0κτωβρίου πήραμε το δρόμο της φυγής από κάτι μονοπάτια μέσα στα άγρια και απάτητα δάση.
Βγήκαμε πάνω από το Αγρίδι και ανηφορίσαμε προς το δάσος με τα σφενδαμόδεντρα. Το μονοπάτι αυτό οδηγούσε, στο χωριό Ντεμιρτσάντων, Είχε σκοτεινιάσει και περπατούσα πίσω από τη θεία Σοφία, όταν την άκουσα να λέει: «Να κι ένα πάπλωμα» και ταυτόχρονα έσκυψε και το έπιασε. Δεν ήταν όμως πάπλωμα, αλλά το πτώμα του  Γιώργου Κουρτίδη, που ο αδελφός του είχε παντρευτεί την αδελφή της μητέρας, την Αγάπη. Το πτώμα ήταν σχεδόν ακάλυπτο από τα χιόνια και βρισκόταν σε αποσύνθεση·
Συνεχίσαμε το δρόμο μας και αργά τη νύχτα φτάσαμε στο Ντεμιρτσάντωγ και πή­γαμε στο σπίτι του Κοσμόγλη, πατέρα της Ελισάβετ. Όμως οι τουρκικές αρχές της περιοχής είχαν προειδοποιήσει τους κατοίκους ότι αν κανείς φιλοξενούσε Σανταίο, θα τουφεκιζόταν μαζί του.
Έτσι ούτε ο Κοσμόγλης ούτε οι άλλοι δέχτηκαν να φιλοξενήσουν τόσα πολλά άτομα, γιατί στην περιοχή αυτή υπήρχαν πολλά τουρκικά χωριά. Μόνο εμείς με τη θεία Σοφία καταφέραμε να μείνουμε στη θεία Ανατολή, γιατί από όλες τις αδελφές που είχε η μητέρα σ' αυτό το χωριό ήταν η μόνη που είχε ένα κάπως απόμερο σπίτι και γιατί ο άντρας της, ο Θεόδωρος Κοσμίδης, ήταν αδελφός της θείας Σοφίας. Οι άλλες πέντε οικογένειες που ήταν μαζί μας αναγκάστηκαν να φύγουν το ίδιο βράδυ με τη συνοδεία των ανταρτών και να γυρίσουν πίσω στο Πιστοφάντων. Εκεί χιόνιζε συνέχεια και το χιόνι έφτασε σε τέτοιο   ύψος, που οι Τούρκοι δίσταζαν να πλησιάσουν κι έτσι οι δικοί μας βρίσκονταν σε ασφάλεια,
Η θεία Ανατολή μας βόλεψε σε μια κρύπτη κάτω από τον αχυρώνα, μας έφερε ψωμί και νερό και ύστερα κάθισε κοντά μας και είπε στη μητέρα ότι εκείνη τη μέρα οι Τούρκοι σκότωσαν τον αδελφό τους, που ήταν πρακτικός οδοντογιατρός.
Τον βρήκαν ανεβασμένο στην αχλαδιά και αφού τον διέταξαν να κατέβει, τον σκότωσαν και του πήραν τα ρούχα. Ρωτήσαμε τη θεία Ανατολή για το Γιώργο Κουρτίδη και μας είπε ότι είχε έρθει να επισκεφτεί το συμπέθερό του Γιώργο, που ήταν αδελφός τους.
Όταν έ­φευγε, ο θείος Γιώργος μαζί με μερικούς άλλους τον συνόδεψαν λίγο πιο έξω από   το χωριό και τον αποχαιρέτησαν. Οι Τούρκοι όμως, που είχαν μάθει για τον ερ­χομό του, τον παραφύλαξαν στο δρόμο για το Αγρίδι και τον σκότωσαν. Ο Κουρτίδης καταγόταν από την Σαμάρουξα, αλλά έμενε στη Ρωσία. Στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, που η κατάσταση ήταν έκρυθμη και επικίνδυνη, είχε έρθει στη Σαμάρουξα, τον καιρό που ήταν στη Σάντα τα ρωσικά στρατεύματα, για να πουλήσει τα κτήματά του. Έκπληκτος όμως ανακάλυψε ότι ένας Τούρκος μπέης τα είχε καταλάβει αυθαίρετα και δεν του τα έδινε, αλλά ούτε και τον πλήρωνε.
Είχε μάλιστα ειδοποιήσει τις τουρκικές αρχές να τον καταδιώξουν. Έτσι ο Κουρτίδης, μην έχοντας άλλη εκλογή  είχε γίνει αντάρτης. Μείναμε τρεις μήνες σ'εκείνη την κρυψώνα και όταν η ζωή μας στον αχυρώνα έγινε πια ανυπόφορη, η θεία Ανατολή πήγε εμάς στο σπίτι ενός ηλικιωμένου συγχωριανού της και τη θεία Σοφία σε ένα άλλο σπίτι. Τη νύχτα κοιμόμασταν στο σπίτι και την ημέρα κρυβόμασταν στο δάσος.
Εκείνη την εποχή μια ομάδα από σαράντα άτομα, κυρίως αντάρτες αλλά και μερικές γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Σοφία σύζυγος του Γιώργου Σισμανίδη του Χαράλαμπου, έσφαξε μερικά μοσχάρια, που είχε μαζέψει, καβούρδισε το κρέας τους, το έβαλε σε δοχεία και ξεκίνησε για τα ρωσοτουρκικά σύνορα. Περπατούσαν μόνο τη νύχτα για να μη γίνουν αντιληπτοί και έτσι  η πορεία κράτησε  πολλές μέρες.
Όταν έφτασαν στον ποταμό Τσορούχ, που αποτελούσε το σύνορο, είδαν ότι είχε πολλά νερά και δεν θα κατάφερναν να το περάσουν· Αποφάσισαν λοιπόν να στείλουν έξι άντρες σε ένα σπίτι που βρισκόταν εκεί κοντά για να ρωτήσουν πώς θα μπορούσαν να περάσουν το ποτάμι. Πήγαν ο Χαράλαμπος Κοπαλίδης, ο Κώστας και ο Χριστόφορος Τσιλινκερίδης, ο Γιάννης Μελίδης, ο Αβραάμ Χιονίδης και ο Κάτσος. 
Έβαλαν τον Κάτσο σκοπό  και οι άλλοι πέντε μπήκαν στο σπίτι και άφησαν τα όπλα τους δίπλα στην πόρτα . Ο Τούρκος, που έμενε εκεί, τους είπε πως το ποτάμι είχε δύο γέφυρες, από τις οποίες μόνο η μια φυλαγόταν και υποσχέθηκε να τους περάσει τη νύχτα από την αφύλαχτη.
 Μετά τους έβαλε να φάνε και έστειλε κρυφά ένα δικό του πρόσωπο να ειδοποιήσει τις τουρκικές αρχές. Ετοιμάστηκε μια ίλη ιππικού και ξεκίνησε να τους συλλάβει.

Ευθύμιος Μ. Σισμανίδης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah