Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ) Μερος 1ο

Ολόρθο,επιβλητικό,στέκεται κατάντικρυ στην θάλασσα το ξακουστό σχολείο μας, ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟΝ  ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ καμάρι της πόλης μας και όλου του ποντιακού ελληνισμού.

 Όταν περνάς απ' έξω όλο και κάποια τάξη θα έχει Ωδική και τότε ακούς:
 —Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου... 
Αν όχι αυτό,τότε το άλλο: 
—Μαύρ'είν' η νύχτα στα βουνάάάάά.
Η Τσάντα στο ένα χέρι, το κασκέτο στο κεφάλι και στο άλλο χέρι το καλάθι με το φαγητό,τα πόδια δεν περπατούν,χοροπηδούν και πότε το ένα κλωτσάει μια πέτρα, πότε το άλλο, ως που να φτάσουν στην μεγάλη σιδερένια πόρτα,όπου άγρυπνος φρουρός Λογγινίδης, με την μακριά βιβλική του γενειάδα, δίνει τον τόνο της αλλαγής της ατμοσφαίρας με την απλή και μόνο εμφάνισή του ή όταν δεν φτάνει αυτή και με την βίτσα.
 Θεέ μου,πόσο όμορφη και πόσο ευρύχωρη είναι n τάξη μας με τα μεγάλα πλατιά παράθυρά της γεμάτα φως! Σωστή ζωγραφιά είναι πέρα το πέλαγος όπου συχνά γράφονται μαύρες μακριές λουρίδες επάνω στο γαλάζιο, κοπάδια από δελφίνια που κυλιούνται και τρελλοπαίζουν πηδώντας έξω απ' τα νερά, γεμάτος πάντα ο αέρας γλάρους, που πετούν ασταμάτητα γύρω- τριγύρω ζυγίζοντας τα κάτασπρα φτερά τους και κάθε τόσο βουτούν στην θάλασσα για να τσιμπήσουν κάτι.
 Οχλοβοή στην τάξη,απότομα,όμως, πάγος, μπήκε ο δάσκαλος! Όρθιοι όλοι εμείς κι εκείνος τραβά στην έδρα σοβαρός: 
—Καθίστε... 
Μαθητής του δημοτικού σχολείου ήμουν πολύ επιμελής, πολύ εύτακτος, πολύ ντροπαλός, κοκκίνιζα με το παραμικρό, αλλά αυτές μου οι ιδιότητες δεν μ'εμπόδιζαν καθόλου να συναγωνίζομαι με αρκετή επιτυχία τους«αμελείς»με κάθε είδους αταξία.
 Ήμουν πολύ καλός στα Ελληνικά και είχα τέτοιο ταλέντο στην απαγγελία, ώστε όταν ο δάσκαλος μας έβαζε ν' αποστηθίζουμε ποιήματα, με σήκωνε πρώτον και καλύτερο και τότε εγώ, πολύ περήφανος, τιναζόμουν ευθύς απ' το θρανίο μου κι απήγγειλα με στόμφο:
Ο αέρας θύμωσε
με τον ήλιο μάλωσε!
Ο αέρας έλεγε:
-Είμαι δυνατότερος!..
Και ο ήλιος έλεγε: 
 -Σε περνώ στην δύναμη!... 
Τέντωνα το κορμί μου, τόνιζα δυνατά την κάθε λέξη, χρωμάτιζα κατάλληλα τον κάθε στίχο κι άπλωνα τα χέρια μου σε άνοστες χειρονομίες, για το ζωντάνεμα της περιγραφής του ποιητή. Το φόρτε μου,μάλιστα,ήταν ένα άλλο ποίημα,όπου ήμουν άφθαστος:
Είπ' ο καπνός μια μέρα
μεγάλος θα γινώ 
θ'ανέβω στον αέρα 
θα πάω στον ουρανό!..
Και δεν ήταν μόνο η απαγγελία που μου εξασφάλιζε μια δόξα, αλλά και οι εκθέσεις. Στο μάθημα αυτό κανένας δεν με συναγωνιζόταν κι όταν ο δάσκαλος μας έβαζε να γράψουμε την έκθεσή μας στο σχολείο, εκεί μπροστά του, ω τι χαρά! ενώ οι άλλοι πελάγωναν και κοιτούσαν απελπισμένοι τους γλάρους έξω απ' τα παράθυρα,εγώ κουλουριαζόμουν επάνω στο θρανίο, γρατζούνιζα με οίστρο το χαρτί, τελείωνα πάντα πρώτος, σηκωνόμουν και παρέδινα το τετράδιό μου, προς κατάπληξη και θαυμασμό των άλλων παιδιών, που ιδροκοπούσαν ακόμα και αγκομαχούσαν. 
Όση, όμως, δόξα μάζευα στα Ελληνικά,την έχανα στα Μαθηματικά,δεν τάπαιρνα, ο καημένος, με το μοιραίο αποτέλεσμα να πέφτω σε ανυποληψία την ώρα των δεκαδικών ή των κλασμάτων και να περιμένω με υπομονή τις άλλες καλές μου ώρες,για να ξαναγυρίσω στην διασημότητα. 
Ο δάσκαλός μας των Ελληνικών με συμπαθούσε πολύ κι όταν με σήκωνε στο μάθημα συνήθιζενα λέει:
 -Έλα εσύ...δημοσιογράφε! 
Όμως,τόσο απίθανος εκείνος τίτλος, ίσως δεν οφειλόταν μόνο στις εκθέσεις μου αλλά και στο γνωστό στον δάσκαλό μου γεγονός ότι πριν από ένα ή δυο χρόνια είχα έλθει κι όλας σ'επαφή με το δημοσιογραφικό επάγγελμα κι απέκτησα,επομένως, ένα δικαίωμα στον τίτλο, άσχετα αν η εμπειρία μου περιορίσθηκε μονάχα στην τέχνη του...διπλωτή εφημερίδων. Τύχη; Σύμπτωση; Όπως και νάναι, η ευκαιρία της πρώτης επαφής μου με την δημοσιογραφία δόθηκε απ' την φιλόστοργη αντίληψη της μητέρας μου, ότι τα καλοκαίρια, με τις διακοπές, δεν έπρεπε ν'αφήνομαι ελεύθερος στους δρόμους ή να παίζω κάτω στο γιαλό, αλλά ν'απασχολούμαι κάπου, σαν καλό παιδί και τον Σεπτέμβριο πάλι με το καλό να ξαναγυρίζω πίσω στα βιβλία μου και στο θρανίο.
 -Άφησε το παιδί να παίζει,έλεγε ο πατέρας. 
-Όχι,έλεγε η μητέρα,είναι και λίγο χαchεμένος, πρέπει να ξυπνήσει.
 "Χαchεμένος" στα ποντιακά σημαίνει «ζεματισμένος» και το επίθετο αυτό το χρησιμοποιούσαν για τα ντροπαλά παιδιά , έτσι ήμουν κι εγώ μπροστά στους μεγάλους, έπρεπε λοιπόν, να ξεζεματιστώ λιγάκι, ν'αποκτήσω θάρρος, με λίγα λόγια να ξυπνήσω. 
Με την απόφαση αυτή,λοιπόν, με είχε πάρει κάποια μέρα η μητέρα μου και με πήγε στα γραφεία της εφημερίδας «Φάρος Ανατολής» των αδελφών Σεράση, με τους οποίους είχαμε μια μακρινή συγγένεια. Ανεβήκαμε τις σκάλες, κάτω ήσαν τα τυπογραφεία και το βιβλιοπωλείο και μπήκαμε σ' ένα επιβλητικό γραφείο, όπου ήταν σκυμμένος στα χαρτιά του, σοβαρός, ο Δημήτριος Σεράσης.
 -Καλημέρα, Δημητράκη, του είπε η μητέρα μου, να , σου έφερα το παιδί.
 Κι ύστερα του τόνισε την επιθυμία της να μου δώσει καμιά δουλειά, ώστε να μη γυρίζω στους δρόμους τώρα που δεν είχαμε σχολείο. Χοντρός-χοντρός και κάπως νευρικός κ. Δημητράκης, μ'ένα τικ που του τίναζε κάθε τόσο το κεφάλι προς τα πίσω, με χάιδεψε με καλοσύνη ύστερα φώναξε τον αδελφό του τον Γιωργάκη, που ήταν λιγνός και συζητούσαν οι δυο τους για την δουλειά που θα μου ανέθεταν, ενώ εγώ κοιτούσα γύρω, πολύ εντυπωσιασμένος απ' το περιβάλλον: εφημερίδες πολλές επάνω στο γραφείο,μεγάλες βιβλιοθήκες, βαθιές πολυθρόνες, μια σφαίρα υδρόγειος, κάδρα στους τοίχους ο κρότος του πιεστηρίου που ερχόταν από κάτω μαζί με την περίεργη εκείνη μυρουδιά της φρέσκιας τυπογραφικής μελάνης, που θα με παρακολουθούσε αργότερα σ' όλη την ζωή μου. 
—Έλα μαζί μου. 
Ήταν ο κ. Γιωργάκης Σεράσης που μου μίλησε και με οδήγησε σ'ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο,όπου δυο-τρεις άνθρωποι ήσαν σκυμμένοι σ' ένα πελώριο τραπέζι και δίπλωναν πυρετωδώς εφημερίδες.
 —Κοίταξε.... 
Κοιτούσα και θαύμαζα τα χέρια τους, με πόση γρηγοράδα έπιαναν την εφημερίδα και τακ, τακ,τακ την δίπλωναν σε τέσσερα και την βάζαν κατά μέρος, όπου υψωνόταν όλο και μεγαλύτερος σωρός: 
-Βλέπεις; 
—Ναι,βλέπω... 
—Κάθισε,λοιπόν,εδώ.
Σιγά-σιγά θα μάθεις κι εσύ να τις διπλώνεις έτσι. 
Έμεινα, έμαθα κι έτσι διπλώνοντας εφημερίδες και τυλίγοντας επίσης την ταινία των συνδρομητών, τακ και το γραμματόσημο από πάνω, πήρα το πρώτο βάπτισμα στην... δημοσιογραφία μαζί και τον τίτλο του δημοσιογράφου!
Προς το παρόν,ωστόσο,ούτε πείρα μου του διπλωτή εφημερίδων, ούτε o τίτλος μου προκαλούσαν ενθουσιασμό για το επάγγελμα, πολύ περισσότερο γιατί είχα ένα άλλο αξιόλογο προσόν, που θα μου εξασφάλιζε σίγουρα την επιτυχία σε άλλα στάδια δόξας:Είχα φωνή,ήμουν καλλικέλαδος!
Αυτό μου το προσόν το ανακάλυψε ένας άλλος δάσκαλός μας,Νικόλαος Τσιράχ, απ'την Ιθάκη,που μας δίδασκε Γεωγραφία και Ιστορία.Ψάλτης ο ίδιος, ήταν σε θέση να εκτιμήσει θησαυρούς τέτοιου είδους και γι' αυτό όχι μονάχα με είχε ξεχωρίσει αλλά κι έδειχνε μεγάλη προθυμία να μου ετοιμάσει στοργικά ένα καλό μέλλον,ίδιο με το δικό του το παρόν, δημοδιδάσκαλου και ψάλτη.Έπρεπε να σταθεροποιήσω από νωρίς τις κλίσεις μου και να χαράξω την πορεία μου για τον ερχόμενο αγώνα της ζωής. 
Αυτός ο δάσκαλος, έγινε γρήγορα ο καλός οδηγός και προστάτης μου κι ύστερα από μερικές ασκήσεις της φωνής μου, με πήρε κανονάρχη στην εκκλησία, κοντά του, για ν' αρχίσω την θητεία μου στο ιερό επάγγελμα του ψάλτη.
Τα πρώτα βήματά μου στην ψαλτική ήταν πολύ ικανοποιητικά αν και ο ρόλος μου περιοριζόταν αυστηρά, προς το παρόν, σ'ένα μονότονο αααααααααα με το οποίο συνόδευα τις φωνητικές εξάρσεις του δασκάλου μου. Η μόνη ποικιλία ήταν ότι αυτό το «άααα» μπορούσε να γίνει: 
—Ίιιιιιιιιιιιιι... 
Ή ανάλογα με την περίσταση:
 —Όοοοοοοοο.... 
Δεν θυμάμαι αν η αλλαγή αυτή γινόταν ορισμένους κανόνες ή αν αφηνόταν εντελώς στην πρωτοβουλία του κανονάρχη, πάντως εγώ κρατούσα πολύ σωστά το «ίσο» και αποσπούσα τους επαίνους του Τσιράχ, που δεν ήταν δα ένας κοινός ψάλτης, αλλά ταλαντούχος ενός επαγγέλματος ιερού, όπου έβαζε όλη την χριστιανική ευλάβεια του και το ψαλτικό του πάθος. Αυτό φαινόταν καθαρά προπάντων την εβδομάδα των Παθών, όταν ο Τσιράχ συνέπασχε με τον Κύριο και ζούσε τόσο έντονα αυτά που έψελνε, ώστε πολλές φορές γλιστρούσε ένας λυγμός μέσα στο «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», ή στον «Νυμφώνα σου βλέπω», ή Τα Πάθη τα σεπτά...». 
Στην μικρή εκκλησιά όπου έψελνε , στο Μετόχι, εκκλησιαζόταν κι ο πατέρας μου που μ' έβλεπε με καμάρι κι άκουγε με πολύ ενδιαφέρον τις λαμπρές προοπτικές του δασκάλου και προστάτη μου:

—Είναι καλός ο γιος σας, πολύ καλός. Δείχνει επίσης πολύ καλή επίδοση στη βυζαντινή μουσική που του διδάσκω κι έτσι είμαι βέβαιος ότι θα γίνει με τον καιρό άριστος ψάλτης! Η ψαλτική ταίριαζε πολύ με τα φιλόθρησκα αισθήματα του πατέρα μου γι' αυτό και με μεγάλη στοργή με παρακολουθούσε τώρα στο σπίτι και χαιρόταν όταν μ' έβλεπε σκυμμένο επάνω στο χοντρό βιβλίο με τα ιερογλυφικά βυζαντινά σημάδια, να ξελαρυγγιάζομαι μελωδικά:
 —Πα, βου, γα, δι, κε, ζω, νι παααα... 
Άνετα έπιανε η φωνή μου ολόκληρη την βυζαντινή οχτάβα κι αφού στεκόταν κι επέμενε στο ανώτατο σκαλί της —πα, πα, πα, παααααα— απότομα κατρακυλούσε προς τα κάτω αντίστροφα: —Νι, ζω, κε, δι, γα, βου, παααααα... 
Γρήγορα άρχισα να μπαίνω στο νόημα κάθε στο νήμα των "ήχων- πλάγιος πρώτος, πλάγιος δεύτερος, βαρύς κλπ.- και να ψέλνω με κάθε άνεση κάθε λογιών τροπάρια,όπως ας πούμε, τα «πασαπνοάρια». —Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον.
 Ή τα «ανοιξαντάρια»: —Ανοίξαντός Σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος...
 Ή τα «δοξαστικά» και άλλα. Δεν χρειάστηκε, δηλαδή, περισσότερο από ένας χρόνος για ν' αναπτύξω όλες μου τις δυνατότητες και τόσο μάλιστα εκπληκτικές, ώστε πολλές φορές ο δάσκαλός μου σταματούσε στα ψηλότερα σημεία του τροπαρίου και μ' άφηνε να ψέλνω ολόκληρη φράση μόνος μου, οπότε άφοβα συνέχιζα με μια φωνή καμπανιστή, που έκανε το εκκλησίασμα να στρέφει με απορία προς το στασίδι μας για να δει ποιος ήταν ο νέος τούτος αστέρας που ανέτελλε στο ψαλτικό στερέωμα.

Δημήτρης Ψαθάς
" Η ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah