Η Σανταία σαν αγρότισσα που ήταν, δεν έζησε κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Οι Σανταίες κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο χωριό, στα χωράφια, στα βουνά.
Έζησαν σε περιβάλλον ελεύθερο, χωρίς την καταπιεστική παρουσία των Τούρκων στα χωριά τους, γι' αυτό και καλλιέργησαν φρόνημα ελεύθερο και ανεξάρτητο.
Δεν πειθαναγκάστηκαν στο ραγιαδισμό, ούτε οι ίδιες ούτε και τον μεταβίβασαν στα παιδιά τους.
Διατήρησαν αυτό το αδούλωτο πνεύμα αιώνες ολόκληρους και πρόσφεραν στον τόπο άνδρες παλικάρια και καπετάνιους, που δεν λογάριαζαν το θάνατο, όταν ήταν να υπερασπίσουν την ελευθερία και το απάτητο του τόπου τους.
Ο ελεύθερος, περήφανος κι ανυπότακτος λαός της Σαντάς είναι δημιούργημα των γυναικών της. Η Μάνα είναι αυτή που δίνει το υψηλό φρόνημα και το ήθος στα παιδιά της. Ιδιαίτερα μάλιστα στην Σαντά, όπου οι άνδρες έλειπαν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου.
Οι ίδιες οι μάνες δίδαξαν με το παράδειγμά τους την τόλμη, την ανδρεία και την αγάπη για την ελευθερία και την ανεξαρτησία.
Σε κάθε ενόχληση, άρπαζαν τα όπλα και αντιστέκονταν στους Τούρκους, είτε μόνες, είτε βοηθώντας τους άντρες τους.
Όταν δεν είχαν όπλα, άρπαζαν ό,τι εύρισκαν πρόχειρο, ξύλα, φτυάρια, τσάπες, πέτρες, ή κυλούσαν από ψηλά τεράστιες κοτρώνες επάνω στους Τούρκους και τους ανάγκαζαν να υποχωρήσουν. Τίποτε δεν είχαν να ζηλέψουν από τους άνδρες στην τόλμη και στην παλικαριά. Σωστές αντρογυναίκες! Αντάξιες των παλικαριών της Σαντάς, λεβέντισσες, απροσκύνητες.
Πολλές γυναίκες έχασαν τη ζωή τους σε αψιμαχίες με τους Τούρκους. Τούρκοι ληστές, ενοχλούσαν συχνά τις αποστολές των γυναικών που πήγαιναν στην Τραπεζούντα φορτωμένες με γαλακτοκομικά προϊόντα, να τα πουλήσουν και να προμηθευτούν από εκεί άλλα πράγματα απαραίτητα για να καλύψουν τις ανάγκες της ζωής.
Αφού έλειπαν οι άντρες τους, ήσαν αναγκασμένες να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Έκαναν, δηλαδή, δουλειές αντρικές.
Στις αποστολές αυτές οι γυναίκες συνοδεύονταν και από οπλοφόρους άντρες και όταν οι Τούρκοι ληστές ήσαν πολλοί, τότε γινόντανε κανονικές συμπλοκές και είχαμε θύματα και γυναίκες.
Ένα τέτοιο αιματηρό γεγονός έγινε το 1878. Μια φάλαγγα από εκατό Σανταίους περνούσε το βουνό Σίμωνα, όπου δρούσαν οι Σιμωνίτες ληστές. Επιτέθηκαν στους Σανταίους, έγινε συμπλοκή, και σκοτώθηκαν δύο γυναίκες. Η Καλιαντσάβα και τη Χρυσής η θαγατέρα. Για την τελευταία μάλιστα λέγανε οι Σανταίοι: "Όνταν έσκότωσαν τη Χρυσής τήν θαγατέραν". Σημάδεψε χρονολογικά μια εποχή.
Σανταιες στον θερισμό (1905) |
Το Μάρτιο του 1919 Σιμωνίτες ληστές σκότωσαν δύο άντρες και δύο γυναίκες.
Το Μάιο του ίδιου χρόνου σκότωσαν στο Πουρούν την Ουρανία Πηλείδου, μια πολύ νέα γυναίκα, γύρω στα είκοσι χρόνια της, σύζυγο του αντάρτη Γεώργιου Πηλείδη. Την ημέρα της κηδείας της Ουρανίας, οι Τούρκοι παραφύλαγαν γύρω από το χωριό για να πιάσουν τον άνδρα της. Εκείνος το κατάλαβε και δεν κατέβηκε στην κηδεία της αγαπημένης του. Ήσαν από τα λίγα ζευγάρια εκείνης της εποχής που παντρεύτηκαν με έρωτα. Κλεφτήκανε μάλιστα και τους κάνανε και τραγούδι:
"Ή Ουρανία κλαίει καί λέει: Γιωρίκα που θά πάμε;
'Σ ση Πηλειά τήν χαμαιλέτεν, καπιτσαρλούκ' θά 'φτάμε"
(Η Ουρανία κλαίει και λέει: Γιωρίκα που θα πάμε;
Στον νερόμυλο του Πηλειά θα πάμε μυλωνάδες).
Ο πατέρας του ήταν μυλωνάς.
Όμως ο πικραμένος και συντριμμένος Γιωρίκας έκλαψε τη γυναίκα του από μακριά. Δεν μπόρεσε να την δει για τελευταία φορά,να την αποχαιρετήσει, να της δώσει τον τελευταίο ασπασμό.
Η ληστεία στα καραβάνια των γυναικών είχε γίνει φόβος και τρόμος.
Πολλές φορές τις λήστευαν οι ίδιοι οι αγοραστές, όπως έγινε στο Ισχάν - τσοπρισί, στην Κολιάχαν της Γαλλίανας, στο Μύλ - τα- γούν, στου Τσαουλί και αλλού.
Την Μεγάλη Τετάρτη του 1918 στο ύψωμα του Κιμισλή επιτέθηκαν οι Τούρκοι και σκότωσαν τρεις γυναίκες των Κουρτήδων· οι υπόλοιπες γυναίκες παράτησαν τα φορτώματα τους και τρέχοντας έφεραν την τραγική είδηση στη Σάντα. Με συνοδεία χωροφυλάκων, αργότερα, ήρθαν οι Σανταίες και πήραν τις σκοτωμένες γυναίκες.
Το 1917 περίπου δέκα Τούρκοι πήγαν να ληστέψουν τις "παρχαρέτσες" στο Κωφολείβαδον. Μερικές παρχαρέτσες όμως, την ώρα που οι άλλες ετοίμαζαν φαγητό για τους Τούρκους, όπως τις είχαν διατάξει, ξέφυγαν και άρχισαν να τρέχουν προς του Κοζλαράντων, που είχαν πανηγύρι στις 30 Ιουνίου και να φωνάζουν:
-Βοήθεια! Έπάτεσαν τόν παρχάρ'!...
Τότε ώρμησε όλο το πλήθος των πανηγυριωτών, αλλά νωρίτερα έφτασαν τρεις γυναίκες από του Ζουρνατσάντων που ήταν πιο κοντά, η Πηλάβα, η Χονού και η Ναζλού με τα όπλα στον ώμο. Οι Τούρκοι μόλις είδαν τις οπλισμένες γυναίκες έγιναν λαγοί. Φοβήθηκαν μη τους λιντσάρουν. Ήξεραν ότι οι γυναίκες της Σάντας δεν χάριζαν κάστανα.
Οι γυναίκες πήραν μέρος και στον εξάχρονο αντάρτικο αγώνα του 1918-1924, πότε κουβαλώντας τρόφιμα και πολεμοφόδια, πότε κρατώντας καραούλι με τ' όπλο στο χέρι, και πότε πολεμώντας.
Ο Μιλτ. Νυμφόπουλος αναφέρει για την Καλλιόπη Σπαθάρου ότι πήρε μέρος σε όλες τις μάχες της αντίστασης, και την ονομάζει "Αμαζόνα".
Μια άλλη γυναικεία μορφή που αναδείχτηκε ηρωίδα στις σκληρές μέρες της απάνθρωπης εξορίας ήταν η Χονάρα από το χωριό Ισχανάντων. Η Χονάρα ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα ανάπηρη (ήταν κουτσή) αλλά με γενναία και θαρραλέα καρδιά. Ήταν ράφτρα. Έραβε ανδρικές ζίπκες (σακάκια και παντελόνια).
Οι Τούρκοι, επειδή ήταν πολύ καλή στο επάγγελμά της, την χρειάζονταν, γι' αυτό την πρότειναν να μείνει στην Τραπεζούντα με την υπόσχεση πως δεν θα την πείραζε κανένας. Η Χονάρα όμως αρνήθηκε και ακολούθησε τους συγχωριανούς της στην εξορία.
Εκεί στην εξορία σ' ένα Κουρδικό χωριό, οι στρατιώτες φρουροί του στρατοπέδου, όπου τους κρατούσαν, ύστερα από κάποιο γλέντι, γύρισαν μεθυσμένοι, πήγαν στο κατάλυμα όπου έμεναν οι γυναίκες, χτύπησαν την πόρτα και... ζητούσαν κορίτσια.
Η Χονάρα, γενναία ψυχή, άρπαξε ένα ξύλο, χτυπήθηκε με τον Τούρκο στην πόρτα, ξεσήκωσε και τις άλλες γυναίκες, και όλες μαζί άρχισαν να ξεφωνίζουν. Από τη φασαρία που έγινε, ξύπνησε ο αξιωματικός του στρατοπέδου, απομάκρυνε τους μεθυσμένους και έτσι γλύτωσαν οι γυναίκες το βιασμό, που για τις Σανταίες σήμαινε ζωντανός θάνατος.
Την γενναία αυτή πράξη της Χονάρας δεν την αναφέρουν μόνο οι ιστορικοί μας Μιλτιάδης Νυμφόπουλος και Στάθης Αθανασιάδης-Γεροστάθης, αλλά και η Αγάπη Κουφατσή, μια λαϊκή ποιήτρια, που διεκτραγώδησε τα παθήματα και τα βάσανα των γυναικόπαιδων της Σάντας στην εξορία:
Λέει σ' ένα της ποίημα ανάμεσα στ' άλλα:
"Ή Χονάρα παλλήκαρος και κορίτσα'κ’ έδέκεν,
Έτσι η Χονάρα έμεινε στην ιστορία σαν σύμβολο ρωμαλέας ψυχής και αντίστασης. Η γενναία αυτή γυναίκα, δυστυχώς, ήταν γραφτό να πεθάνει στην εξορία από τύφο, που θέρισε τους περισσότερους εξόριστους.
Παρόμοιο περιστατικό είχαμε και όταν οι Τούρκοι έστειλαν μερικούς Σανταίους από το Ερζερούμ στο Ερζιγκιάν.
Σ' ένα σταθμό οι χωροφύλακες της συνοδείας χώρισαν τους άντρες από τα γυναικόπαιδα και τη νύχτα πήγαν και ζήτησαν... γυναίκες.
Η Παρθένα τη Καλάσ' μαζί με άλλες γυναίκες δεν άφησαν ν' ανοίξουν την πόρτα. Την άλλη μέρα στο δρόμο επανέλαβαν οι χωροφύλακες την ίδια απαίτησή τους και επειδή η Παρθένα αντιστάθηκε, την χτύπησαν άσχημα όπως και τον Κώστα Ανδρεάδη, που θέλησε να την υποστηρίξει.
Με την συμβουλή κάποιου Τούρκου, η Παρθένα πήρε και τον Ανδρεάδη και παρουσιάστηκαν στον Διοικητή της περιοχής, όπου ανέφερε τα γεγονότα και έδειξε τις μελανιές που είχε στα πόδια του ο Κ. Ανδρεάδης. Τότε ο Διοικητής άλλαξε τους συνοδούς χωροφύλακες, με την διαταγή να μη πειράξουν τους εξόριστους.
Έτσι το θάρρος και η τόλμη μιας γυναίκας, έσωσε την ομάδα εκείνη των Σανταίων από δυσάρεστες ίσως συνέπειες.
"Οι γυναίκες της Σάντας του Πόντου"
Εκδόσεις:Αδελφών Κυριακίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου