Τα «Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» συστήθηκαν το
1921 στην πόλη της Αμάσειας για δεύτερη φορά αφού έδρασαν κατά τον Α' Παγκόσμιο
πόλεμο και καταργήθηκαν με την υπογραφή της ανακωχής. Τέτοια Δικαστήρια
ιδρύθηκαν και στο Ικόνιο και την Κασταμονή αλλά χειρότερο όλων αποδείχθηκε
αυτό της Αμάσειας.
Εκεί προηγήθηκε το τακτικό στρατοδικείο το
οποίο σπάνια καταδίκαζε σε θάνατο. Το κάπως μαλακό εκείνο στρατοδικείο
καταργήθηκε ύστερα από λίγο και έφτασε στην Αμάσεια το «περιοδεύον δικαστήριο
ανεξαρτησίας» με πρόεδρο το δικηγόρο Εμίν βέη, που άρχισε αμέσως το εξοντωτικό
του έργο.
Ο σκοπός των έκτακτων στρατοδικείων
Επρόκειτο για έκτακτα στρατοδικεία, που
έδιναν «μεγαλοπρέπεια» και νομιμοφάνεια στις εκτελέσεις επιφανών Ποντίων. Η
γενοκτονία έκανε πλέον το γύρο του κόσμου και οι Τούρκοι επείγονταν να
προσδώσουν στοιχεία νομιμότητας στα εγκλήματα που διέπρατταν κατά των Ελλήνων
Ποντίων.
Το
σχέδιο τους προέβλεπε απόδοση κατηγοριών για σύσταση ανεξάρτητου ελληνικού
κράτους στον Πόντο, ώστε να δικαιολογηθούν προκαταβολικά οι εκατοντάδες
εκτελέσεις ηγετικών στελεχών του Ποντιακού Ελληνισμού.
Τα δικαστήρια αυτά ως ανεξάρτητα δεν
είχαν κανένα να ελέγξει τις αποφάσεις τους ούτε το νόμο ούτε την ανώτερη αρχή.
Στήριζαν δε τις αποφάσεις τους στις ψευδείς κατηγορίες και συκοφαντίες των
Τούρκων συμπολιτών τους, οι οποίοι ήταν βαλτοί από την κυβέρνηση για να τους
εξοντώσουν.
Η έδρα του
δικαστηρίου μακριά από πόλεις
Έδρα των δικαστηρίων ανεξαρτησίας
ορίστηκε η Αμάσεια. Η επιλογή της πόλης αυτής δεν ήταν τυχαία. Ο τόπος της
«δίκης» και της θανάτωσης της ελίτ του Ποντιακού Ελληνισμού έπρεπε να είναι
μακριά από τις μεγάλες παραλιακές πόλεις, στις οποίες υπήρχαν προξενεία των
Δυνάμεων.
Η
Αμάσεια, η πανάρχαια ελληνική πόλη του Στράβωνα, απομονωμένη στο εσωτερικό του
Πόντου και περιβαλλόμενη από βουνά, ήταν ο ιδανικός τόπος για άλλο ένα έγκλημα
του κεμαλισμού σε βάρος των Ποντίων.
Ο
Ατατούρκ και οι επιτελείς του θεωρούσαν τον απορφανισμό του ποντιακού λαού από
την ηγεσία του εσωτερική τους ευθύνη για την οποία δεν έπρεπε να υπάρχουν
μάρτυρες, ιδίως από τη Δύση. Ακόμα όμως και αν μαθευόταν η ομαδική δολοφονία
τόσων αθώων, υπήρχε έτοιμη η δικαιολογία: αποσχιστική δραστηριότητα σε βάρος
της τουρκικής πατρίδας.
Η δικαστική διαδικασία που ακολουθούσε
αυτό το στρατοδικείο, κατ' ουσία, του Κεμάλ ήταν συνοπτική και έξω από κάθε
νομικό κανόνα. Πρόκριτοι, ιερείς, έμποροι, οδηγούντο κατά δεκάδες ενώπιον των
«δικαστών», με την κατηγορία της αποσχιστικής δράσης και ως εκ τούτου της
εσχάτης προδοσίας.
Συνήγοροι υπεράσπισης δεν υπήρχαν.
Αντίθετα φρόντιζαν να υπάρχουν ψευδομάρτυρες, οι οποίοι βεβαίωναν ότι είχαν δει
τους κατηγορούμενους με Ρώσους πράκτορες ή Έλληνες αξιωματικούς.
Ο Ζατέ Εμίν (αρχιδικαστής, από τα σκληρότερα
στελέχη του κεμαλικού κινήματος), φώναζε τα ονόματα των κατηγορουμένων και
βρίζοντας, απολογείτο ο ίδιος για λογαριασμό τους.
Οι
ίδιοι απαγορευόταν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και βέβαια δεν είχαν
δικηγόρους. Ενίοτε επιτρεπόταν μια τυπική απολογία, μετά την οποία ανακοίνωναν
στους δικαζόμενους την απόφαση του στρατοδικείου, που ήταν ο θάνατος δι' απαγχονισμού».
Επίσης, το δικαστήριο ανεξαρτησίας δεν έπαιρνε
υπόψη το «δεδικασμένον» παρά έσερνε πάλι προς το εδώλιο όσους είχαν ποινές
λίγων ετών και τους καταδίκαζε σε θάνατο.
Δεν
παραπέμφθηκαν μόνον Πόντιοι
Σε
αυτά τα δικαστήρια παραπέμφθηκαν όχι μόνον Πόντιοι αλλά και Σύροι και Άραβες,
Τούρκοι και Κούρδοι. Για τους Έλληνες του Πόντου που παραπέμφθηκαν, ο Βαλαβάνης
στη Σύγχρονη Γενική Ιστορία του Πόντου, αναφέρει:
«Εκ
Κερασούντος όλοι σχεδόν οι κοινοτικοί παράγοντες, έμποροι και επιστήμονες,
επίσης μέλη των Επιτροπών Περιθάλψεως προσφύγων, Ορφανοτροφείου, Αδελφοτήτων
κλπ.
Εξ Έρπαα ο Χατζή Γρηγόρης και ο Ελευθ.
Χότσας.
Εκ Χατζήκιοι πέντε πρόκριτοι.
Εκ Τοκάτης επτά.
Εκ Κάβζας 54 πρόσωπα.
Εκ Μερζιφούντος οι εκ του Αμερικανικού
Κολλεγίου (Θεοχαρίδης καθηγητής, Παυλίδης, Λαμπριανός, εις παιδονόμος κα δύο
μαθηται Νικολαΐδης και Παυλίδης)
Εξήντα εννέα Αμισινοί και Παφραίοι 91».
Και ο κατάλογος συνεχίζει. «Όσοι
καταδικάστηκαν μεν αλλά λόγω της μετέπειτα προσωρινής κατάργησης τους
(Οκτώβριος 1921) δεν απαγχονίστηκαν δεν κατέστη δυνατόν να σωθούν από τα νύχια
του τέρατος».
Ο Βαλαβάνης αναφέρει ότι: «εντός μιας
νυκτός εξοντώθηκαν διαταγή του Οσμάν αγά 43 Κερασούντιοι
εκ των όποιων 6 πρόκριτοι. Παρά τον ποταμόν Ακ-Σου την
ίδια νύχτα εφονεύθησαν 12».
Επίσης οι επιζώντες Έλληνες καθημερινά οδηγούνταν καταναγκαστικά στο
διοικητήριο για να μεταβιβάσουν τους τίτλους ιδιοκτησίας στους Τούρκους χωρίς
να καταβάλει κανείς από τους τελευταίους οποιοδήποτε τίμημα.
Χαρακτηριστική
είναι η εικόνα που περιγράφει ο περιοδεύων ευαγγελιστής στον Πόντο αιδ.
Προυσαεύς:
«Η
πόλις της Αμάσειας -πατρίς του γεωγράφου της αρχαιότητος Στράβωνος- έπαιζε τον
μεγαλύτερον ρόλον εις την Τουρκικήν θηριωδίαν, φημιζομένη δια τους λαμπρούς της
κήπους, τους ωραίους αμπελώνας της, τα υδραυλικά έργα, τας αρχαιότητας, κλπ
ήτο η ωραιότερα και θελκτικότερα πόλις του Πόντου.
Αλλά κατά το διάστημα
της εκεί διαμονής του δικαστηρίου της ανεξαρτησίας ήλλαζεν επί τοσούτον, ώστε
εφαίνετο ως μια νεκρόπολις και παρουσίαζεν όψιν λίαν άγριαν και τρομακτικήν.
Διότι παντού, εις όλος τας χριστιανικάς συνοικίας ηκούοντο θρήνοι και οιμωγαί
και οπουδήποτε έστρεφε τις το βλέμμα αυτού άλλο ουδέν έβλεπεν, ειμή
απηγχονισμένονς ανθρώπους ανηρτημένους εδώ και εκεί ανά τας οδούς και τας
πλατείας της πόλεως και λογχοφόρους στρατιώτας οδηγούντας άλλους μεν εκ των
δέσμιων εις τον τόπον της θανατικής εκτελέσεως και άλλους εις το δικαστήριον
της ανεξαρτησίας, ίνα μίαν ημέραν προ του θανάτου αυτών ακούσωσι την εις
θάνατον καταδίκην των.
Μάλιστα υπήρξεν
ημέραν, καθ' ην μόνο εις την πλατείαν της κυβερνήσεως - κατά μήκος της όχθης
του Ίριδος ποταμού- είχον απηγχονισθεί περί τους 70 κατάδικους.
Οι θανατωθέντες επίσημοι άνδρες, μόνον εκ των
παραλίων του Πόντου, υπό του δικαστηρίου τούτου της ανεξαρτησίας, ανήρχοντο
όλοι ομού εις 1500 τον αριθμόν».
ΤΟ
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Ο
καθηγητής του Γυμνασίου Αμισού Παντελής Χ. Βαλιούλης, υπόδικος και αυτός που
μόλις κατάφερε να ξεφύγει το θάνατο, μιλά με κάθε λεπτομέρεια για το
δράμα εκείνων των ημερών αλλά και για το μεγαλείο που επέδειξαν οι αδίκως
καταδικασθέντες και απαγχονισθέντες Έλληνες του Πόντου.
Αφού
συνελήφθη μαζί με άλλα μέλη του συλλόγου «Ορφέας», ακριβώς για τη συμμετοχή
τους σε αυτό το μουσικοφιλολογικό σύλλογο, οδηγείται στις φυλακές της Αμισού
όπου φτάνουν διαδοχικά και άλλοι 70 καθώς και πρόκριτοι της Πάφρας.
Οι τελευταίοι αναχωρούν για την Αμάσεια μετά
από τρεις μέρες ενώ οι Αμισηνοί στις 5 Μαρτίου. Η ατμόσφαιρα της φυλακής
αποπνικτική. Συν τω χρόνω καταφτάνουν νέοι κρατούμενοι από τα παράλια του
Πόντου ( Κοτύωρα, Κερασούντα, Φάτσα, Οινόη, Τραπεζούντα, Πάφρα, Αλάτσαμ) αλλά
και από την ενδοχώρα (Ακ-Νταγ-Ματέν, Τοκάτη, Τσόρουμ, Μερζιφούντα).
Και
το κακό λαμβάνει διαστάσεις. Συλλαμβάνονται ο επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος
Αγριτέλης και ο πρωτοσύγκελος Πλάτωνας Αϊβαζίδης.
Περνούν
μήνες στη φυλακή, φτάνει το Πάσχα και οι φυλακισμένοι το γιορτάζουν με
λειτουργία όπου χοροστάτησε ο επίσκοπος Ζήλων. Λίγες μέρες μετά πεθαίνει από
τύφο στο υπόγειο της φυλακής όπου κλείστηκε γιατί επισκέφτηκε δύο
βαρυποινίτες.
Τάφηκε
αφανώς στην Αμάσεια χωρίς να επιτραπεί να βρίσκεται επίσκοπος όπως συνηθίζεται.
Μόνο στον αχώριστο σύντροφο του πρωτοσύγκελο Πλάτωνα Αϊβαζίδη επιτράπηκε να τον
συνοδεύσει μέχρι την πόρτα της φυλακής.
Επειδή
το δικαστήριο ανεξαρτησίας, μη διακρίνον το «δεδικασμένον» είχε ήδη καταδικάσει
σε θάνατο υπόδικους που είχαν πριν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης λίγων ετών,
κατείχε όλους μεγάλη αγωνία.
Και
πράγματι ένα απαίσιο πρωί, χωροφύλακες απεσταλμένοι με τον επικεφαλής να κρατά
σημείωμα στα χέρια, αναφέρει ο καθηγητής:
«μας
καλούσαν ονομαστικά να παρουσιαστούμε στο δικαστήριο ανεξαρτησίας. Τέτοια ήταν
η σύγχυση και ο πανικός καθώς ο κίνδυνος ήταν προφανής, ώστε μόλις ξυπνήσαμε
καταληφθήκαμε από τρόμο.
Πιεζόμενοι από τους χωροφύλακες πλυθήκαμε πρόχειρα.
Δεν μπορούσαμε ούτε τα κουμπιά να κουμπώσουμε, ούτε τα κορδόνια να δέσουμε με
τα τρεμάμενα χέρια μας . Κατεβαίναμε με θολά τα μάτια τα σκαλιά της φυλακής
και υπό συνοδεία των ενόπλων, βαδίζοντας μέσω της αγοράς, περάσαμε την γέφυρα
του ποταμού, κατευθυνόμενοι προς το δικαστήριο.
Όταν φθάσαμε πριν τη φυλακή
του σωφρονιστηρίου μας σταμάτησαν. Βλέπουμε τότε να ανοίγουν οι σιδερένιες
πόρτες του φρουρίου εκείνου και να βγαίνουν οι εκεί κρατούμενοι, γνωστοί και
φίλοι ομογενείς Αμισηνοί και Παφραίοι. Περίπου 95 άτομα παρατασσόμαστε σε δύο
στοίχους, περιστοιχιζόμενοι από ενόπλους φύλακες και μόλις δόθηκε το σύνθημα
προχωράμε.
Η
συνένωση μας με το πλήθος εκείνο κάπως μας ενθάρρυνε, υποθέτοντας ότι ό,τι και
αν συνέβαινε θα ήταν γενικό και μας γεννήθηκε η ελπίδα ότι για όλον εκείνο το
πλήθος των υποδίκων δεν επιφυλασσόταν η θανατική καταδίκη, αλλά το πολύ θα μας
εκτόπιζαν στα ενδότερα της Ανατολής, όπως είχε συμβεί και κατά το διάστημα του
πολέμου, οπότε συλληφθέντες πολλοί των προκρίτων παρέμειναν εξόριστοι μέχρι
την υπογραφή της ειρήνης».
Με
τέτοιες ελπίδες ξεκίνησε όλο εκείνο το πλήθος —4 του Σεπτέμβρη 1921—για
την Γαλλική Σχολή, όπου συνεδρίαζε το δικαστήριο.
«Μετά
από λίγο εμφανίζονται επί σκηνής οι τρεις δικαστές με τον γραμματέα.
Καταλαμβάνουν τις θέσεις τους υπό την προεδρία του απαίσιας μνήμης Εμίν.
Αυτός αφού έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα στην ομήγυρη, άρχισε να ρωτά τον καθένα
τυπικά, για την ταυτότητος και την ιδιότητα του...».
Δύο ώρες κράτησε η απλή εκείνη διαδικασία
κι ύστερα ο πρόεδρος του δικαστηρίου διέταξε να τους πάνε όλους μαζί πίσω στη
φυλακή του φρουρίου, όπου μεταφέρθηκε κι η
ομάδα του καθηγητή.
Την
επομένη το πρωί —Κυριακή 5 του Σεπτέμβρη 1921— μαζεύτηκαν
στα δύο, ακραία κελιά της φυλακής, όπου έγινε λειτουργία με τον παπά - Γιώργη
από το Ακ - Νταγ - Ματέν, και τον διάκο Βασίλειο Φελέκη, μέσα σε μια βαριά
ατμόσφαιρα κατήφειας και θλίψης. Ο διάκος, για να εμψυχώσει τους μελλοθανάτους
που ήσαν σίγουροι όλοι για την καταδίκη, έβγαλε λόγο και κατέληξε με τους
γεμάτους νόημα στίχους: Όταν τρωγόντουσαν κάποτε τα φύλλα της αμπέλου από την
αίγα την τρελή, το κλήμα της απάντησε:
—Όσο κι αν τρως αλύπητα τα πράσινα μου
φύλλα
καινούργια θα βλαστήσουνε κλωνιά
σταφυλοφόρα
που το ζουμί τους θα γενή σπονδή στο σφάξιμό
σου.
Ύστερα κοινώνησαν με επί κεφαλής τον
πρωτοσύγκελο Πλάτωνα, που γυρίζοντας στους άλλους είπε: —Συγχωρήστε με και ο
Θεός συγχωρήσει υμάς.
Στις
δέκα το πρωί διατάχτηκαν να ετοιμαστούν πάλι για το δικαστήριο και με την ίδια
παράταξη οι 95 συνοδευόμενοι απ' τους ενόπλους φρουρούς, τράβηξαν προς τον
ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε προς την γαλλική σχολή.
Εκεί
άρχισε εκ μέρους των δικαστών και προ παντός υπό του προέδρου Εμίν, λυσσαλέα
καταφορά εναντίον πολλών, ως μετεχόντων στο περί ανεξαρτησίας του Πόντου
κίνημα. Απέδιδε σε διαφόρους από τους παριστάμενους ιδιότητες διοργανωτών,
στρατολόγων, εκτελεστών και τους κατηγορούσε ότι διατρέφουν αντάρτες και προμηθεύουν
πολεμοφόδια. Χωρίς να δέχεται αντιλογίες, δικαιολογίες και ανασκευή των
επιρριπτομένων κατηγοριών. Καθώς είχε περάσει η ώρα, τηρώντας τα προσχήματα
μας απέπεμψε για την επόμενη μέρα».
Πέρασε
μία ακόμη νύχτα αγωνίας και το πρωί οδηγήθηκαν ξανά στο δικαστήριο για την
συνέχιση της δίκης.
«Γέμισε
και πάλι η αίθουσα. Έφθασαν οι αιμοβόροι και ως ταύρος μαινόμενος ο Εμίν,
αποκαλώντας μας εκμεταλλευτές των απλοϊκών Τούρκων χωρικών, αχάριστους, προδότες
της πατρίδος, επαναλαμβάνει την επωδό περί εξοπλισμού και τροφοδοσίας των
ανταρτών στα βουνά. Ούτε όμως και την ημέρα εκείνη ανακοινώθηκε η απόφαση.
Ξανά, λοιπόν, επιστροφή πίσω στο φρούριο, για να συνεχιστεί ακόμα μια νύχτα η
αγωνία.
Και
συνεχίζει: «Ξημέρωσε η 7η Σεπτεμβρίου.
Γράφονταν τηλεγραφήματα προς τις
οικογένειες, δίδονταν τελευταίες
παραγγελίες στους μέλλοντας να
επιζήσουν, συντάσσονταν διαθήκες, ακούγονταν δακρύβρεχτες αποχαιρετιστήριες
προσφωνήσεις και αντιφωνούνταν ενθαρρυντικοί λόγοι από φίλους άλλων περιοχών. Γύρω στις 4
μ.μ. διαταχθήκαμε γρήγορα και βγαίνοντας στην πλατεία παρατασσόμασταν σε
στοίχους ανά δύο. Τώρα ο αριθμός των ενόπλων φρουρών είχε πολλαπλασιασθεί και
καθένας μας είχε δίπλα του έναν άγριο ένοπλο στρατιώτη.
Σιγομιλώντας
βαδίζαμε προς το δικαστήριο με σφιγμένη την καρδιά. Μετά από λίγο, στη γνωστή
αίθουσα, εισβάλλουν σαν λυσσασμένα σκυλιά οι δικαστές και ο γραμματέας διαβάζει
την απόφαση:
«Επειδή
αποδείχθηκε ότι οι παρόντες και κάποιοι από τους απόντες σκέφτονταν και
ενεργούσαν να ιδρύσουν Δημοκρατία του Πόντου, αποσπώντας μεγάλο τμήμα του
Οθωμανικού Κράτους, από την Τραπεζούντα μέχρι το Ζογκουλδάκ και προς το
εσωτερικό μέχρι τη Σεβάστεια καταδικάζονται 69 προύχοντες στον δι' αγχόνης
θάνατον, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 σε 15ετή δεσμά, των δε μελών του Διοικητικού
Συμβουλίου του Συλλόγου Ορφεύς επικυρώνεται η υπό του Στρατοδικείου επιβληθείσα
ποινή, και οι υπόλοιποι σε πρόσκαιρα δεσμά στη Σεβάστεια μέχρι το τέλος του
πολέμου».
Μετά
την ανάγνωση της φρικτής αυτής απόφασης επεκράτησε γενική αναταραχή και
κατάπληξη. Και ενώ μέχρι τότε με ταπείνωση και αξιοπρέπεια συμπεριφέρονταν οι
υπόδικοι, ξέσπασαν ήδη σε αγανάκτηση. Δημιουργείται σάλος, η αίθουσα σείεται,
κραυγές και κατάρες αντήχησαν κατά της αισχρής και άδικης αυτής δολοφονικής
καταδίκης.
Ο
Εμίν, αποχωρώντας στράφηκε πίσω με χαιρέκακο βλέμμα, σαν τίγρης που γλείφει το
αίμα των θυμάτων της. Οι κραυγές και έντονες διαμαρτυρίες των καταδίκων που
ακολούθησαν προκάλεσαν την άμεση επέμβαση των φυλάκων, οι οποίοι όρμησαν να
μας βγάλουν έξω.
Εν
τω μεταξύ οι καταδικασθέντες μελλοθάνατοι, βγάζοντας τα χρηματοφυλάκια,
ρολόγια, δακτυλίδια και ό,τι πολύτιμο είχαν, τα παρέδιδαν σε μάς που θα
επιζούσαμε, ενώ εμείς θρηνούσαμε.
Η
παρατηρηθείσα, όμως, ψυχραιμία και ανδρική στάση των μελλοθανάτων υπήρξε
αξιομνημόνευτη, άξια έξαρσης και θαυμασμού. Κανείς δεν λιποψύχησε μετά την
καταδίκη. Μόνον πικρία και θλίψις ζωγραφίσθηκε στα πρόσωπα τους για τη στέρηση
των παιδιών και των άλλων προσφιλών τους».
Ύστερα απ' την ανάγνωση της καταδίκης
οδηγήθηκαν πάλι όλοι πίσω στο φρούριο κι εκεί ο διευθυντής των φυλακών
κρατώντας τον κατάλογο στα χέρια, άρχισε να φωνάζει τα ονόματα των
καταδικασμένων σε θάνατο, για να τους ξεχωρίσει.
Ο Ιωάννης Ανταβαλόγλου, βλέποντας το γιο
του να καλείται και μη έχοντας ακούσει το δικό του όνομα, φωνάζει τούρκικα:
—Μπέντα βάριμ! «Κι εγώ
είμαι», λέει, και τρέχει να ενωθεί μαζί με τους μελλοθάνατους. Ο πρωτοσύγκελος
Πλάτων δίνει τα λίγα χρήματα που είχε μαζί με το ρολόι του στον Βαλιούλη και
τον Σερέφα κι επειδή τους έβλεπε να κλαίνε, τους λέει τη φράση του Αποστόλου
Παύλου:
—Τι
ποιείτε κλαίοντες και συνθρύπτοντές μου την καρδίαν; Αποθνήσκομεν
δολοφονούμενοι χάριν της πίστεως και του έθνους κατά τον χριστιανικόν τούτον
διωγμόν του εικοστού αιώνος.
Επιστολή Ακριτίδη |
«Ήτο
μεγάλη νεκρική πομπή ή επίσημος εθνική πανήγυρις; Δικαίως κατά την ώραν εκείνην
ο δημοσιογράφος εκ Τραπεζούντος Νίκος Καπετανίδης ανεφώνησε:
—Κρίμα
να χάσω μίαν τέτοια ευκαιρία εθνικής πανηγύρεως!...
Κατ'
αυτό τον τρόπο, αναχωρώντας υπό αυστηρά φρούρηση έβλεπαν καθ' οδόν να
στήνονται τα ικριώματα, όπου την επόμενη μέρα θα κρέμονταν τα σώματα τους.
Κλείστηκαν στον θάλαμο των μελλοθανάτων.
Και εμείς μεν μέναμε άγρυπνοι, χωρίς να ξέρουμε την περαιτέρω τύχη μας,
προσθέτοντας μάλιστα, ότι θα ήταν προτιμότερο να συναποθάνουμε μετά αυτό το
πλήθος επίλεκτων ομογενών. Διακόπτονταν δε οι σκέψεις και συνομιλίες μας από
λυγμούς. Εκείνοι δε, όπως μάθαμε από φύλακες, καθ' όλη την τελευταία εκείνην
τραγική νύκτα δεν έπαυσαν να προσεύχονται, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Έθνους και
τέλος έψαλαν και την νεκρώσιμη ακολουθία τους, και ασπάσθηκαν αλλήλους δια του
τελευταίου ασπασμού.
Όρθρος
ήταν βαθύς της 8)21 Σεπτεμβρίου 1921 και η μαρτυρική πορεία ξεκινά. Επικεφαλής
στην πορεία έθεσαν τον γέροντα αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Στο στήθος, πάνω
στο ράσο του καρφίτσωσαν την θανατική απόφαση.
Και οδηγούμενοι ο ένας μετά τον άλλο
ανέρχονταν την βαθμίδα του ικριώματος, απαγχονιζόμενοι, το άνθος της
αριστοκρατίας, λόγω μορφώσεως, πλούτου, εμπορικού και επιχειρηματικού πνεύματος,
οι στύλοι Αμισού, Πάφρας και Αλάτσαμ, παραδίδοντες την αγίαν τους ψυχή στον
Πλάστη
Μετά τον απαγχονισμό όλων, απογυμνωθέντες
από τους εντεταλμένους δήμιους, οίτινες διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτών,
διακομίστηκαν με άμαξες και ρίφθηκαν σε ένα λάκκο «χωρίς λιβάνι και κερί, χωρίς
παπά και ψάλτη». Ήσαν δε και γυναίκες αι συνακολουθήσασαι εξ Αμισού, αι σύζυγοι
του Ιατρού Χρυσαφίδη και του φαρμακοποιού Δημητριάδη, η του μουσικοδιδάσκαλου Διογένους
σύζυγος Χαρίκλεια και τίνες συν αυταίς, κλαίουσαι και «ορώσαι από μακρόθεν που
τίθενται»...
Δεν άργησε να φτάσει η σειρά της δίκης
των Τραπεζούντιων. Πόσο δεν τους έλειψε το θάρρος ούτε την κρίσιμη τούτην ώρα
που βρισκόντουσαν κατάντικρυ στον θάνατο, δείχνει η περήφανη στάση του εκδότη
της «Εποχής», όπως αναφέρει ο Σταύρος Νικολαΐδης στον «θρήνο» των πόλεων και
των ηρώων του Πόντου:
«Όταν ο πρόεδρος Εμίν μπέης του ανέγνωσε
το κατηγορητήριο, ότι επεδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, ο Τραπεζούντιος
δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης, τον διέκοψε:
—Όχι, κύριε πρόεδρε! Εγώ ήθελα την απ'
ευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα!...
Κάτω
απ' τον ίσκιο της αγχόνης χρειαζόταν θάρρος υπεράνθρωπο για να μπορεί να μιλά
έτσι. Αγωνιστής όμως άφοβος, αληθινός και συνεπής με τα γραφτά του μέχρι την
έσχατη ώρα, ψυχή μέχρι τα τρίσβαθα της ελληνική, αντίκρισε τον θάνατο με
καταφρόνια. Στα τελευταία γράμματα που έστελνε στο σπίτι του έγραφε:
Νίκος Καπετανίδης |
Το κατηγορητήριο που τον οδήγησε στην
αγχόνη ανέφερε τα «ελληνικά φρονήματα του» —γιουνάν φριγκριντέ— και «διότι
σκεπτόταν και ενεργούσε μαζί με άλλους να ιδρύσουν Δημοκρατία του Πόντου. Η
τελευταία του κραυγή όταν ανέβηκε στην αγχόνη ήταν:
—Ζήτω η Ελλάς!
Έτσι ηρωικά και περήφανα πέθανε ο άφοβος
δημοσιογράφος. Η εκτέλεση του όπως και των άλλων διαλεχτών Τραπεζούντιων, έκανε
βαθύτατη αίσθηση ακόμα και στους Τούρκους της πόλης μας, σε τέτοιο σημείο
μάλιστα, ώστε όταν ζητήθηκε απ' τα δικαστήρια της Αμάσειας να σταλούν εκεί κι
όσοι άλλοι είχαν εργαστεί για την ανεξαρτησία του Πόντου ή ήσαν απλώς ύποπτοι,
οι τούρκικες αρχές απάντησαν: «Δεν έχομε εδώ άλλους επαναστάτες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου