Λέγεται ότι οι γυναίκες της Σάντας ήσαν κάπως αθυρόστομες. Ναι, ίσως και να ήσαν, λίγο περισσότερο από τις χωρικές άλλων περιοχών.
Αλλά, πώς να μην ήσαν, αφού ήσαν αναγκασμένες να κάνουν βαριές ανδρικές δουλειές, να δουλεύουν εξαντλητικά, να κουράζονται υπερβολικά και συγχρόνως να έχουν την ευθύνη του νοικοκυριού, της ανατροφής των παιδιών, την περιποίηση των ηλικιωμένων γονέων;
Όλες αυτές οι φουρτούνες στο κεφάλι τους δεν ήσαν αρκετές να δικαιολογήσουν την ελευθεροστομία τους;
Με την ίδια λογική άλλωστε της κούρασης, δικαιολογούμε μέχρι και σήμερα την ελευθεροστομία των ανδρών. Ε, άνδρας είναι, κουράζεται, λέει η Ελληνίδα της υπαίθρου και δικαιολογεί τον άνδρα της, όταν εκείνος δεν αφήνει... θεούς και δαίμονες.
Οι Σανταίες είχαν βρισιές, που τις έλεγαν μόνο εκείνες. Δεν τις χρησιμοποιούσαν οι άνδρες, όπως:
- Μω π' έχτ' σε! (... αυτόν που σ' έχτισε!)
- Μω π' εγιαράτευε σε! (... αυτόν που σε δημιούργησε!)
- Μω ατον, π' εποίν'νε σε! (... αυτόν που σε δημιούργησε!)
- Μω π' έπλανε σε! (... αυτόν που σ' έπλασε!).
Το "μω" είναι η κατάληξη της λέξης "γαμώ".
Όμως η χρήση της λέξης ήταν τόσο συχνή, που τελικά είχε χάσει την αρχική της σημασία.
Πολλές φορές οι ίδιες εκφράσεις λέγονταν με άλλη σημασία, αλλά τότε, σπάνια είχαν το "μω", όπως: "Π' έπλανε σε!", "Π' έχτ'σε σε!".
Και δήλωναν, άλλοτε απορία κι άλλοτε ειρωνεία: "Π' έπλανε σε! Ολίγον τέρεν!" (Καλέ, για δέστε λίγο! Δηλώνει απορία). "Λέγ'νε εχόρευες με τοι μαϊσσάδας. Π' έχτ' σε σε!
Άλλο ντο θα λες!" (Σιγά, τι μας λες! Εδώ δηλώνει ειρωνεία).
Αυτές ήσαν αποκλειστικά γυναικείες βρισιές, όχι βέβαια ότι δεν έλεγαν και άλλες. Μόνο τα Θεία δεν έβριζαν.
Και ενώ δεν έβριζαν τα Θεία, έκαμναν κάτι πολύ-πολύ άσχημο:
"Ενέσκαφταν", από το ρήμα "ανασκάφτω", δηλαδή βλασφημούσαν τους νεκρούς με λόγια άγρια και ανατριχιαστικά, όπως:
- Να χέζω ς' ση κυρού σ' το ταφίν!
- Να χέζω τη κυρού σ' τα στούδα (κόκαλα). Και άλλα τέτοια ακατανόμαστα.
Όπως θα παρατηρήσετε, οι γυναικείες βρισιές απευθύνονται μόνο στον άνδρα, στον πατέρα δηλαδή. Οι άνδρες πάλι έβριζαν τις μητέρες:
"Μω τη μάννα σ'!", αυτή ήταν η συνηθέστερη βρισιά.
Δεν συνέβαινε το ίδιο με τις ευχές. Γυναίκες και άνδρες, όταν τους γινόταν κάποια καλοσύνη, η πρώτη ευχή που έδιναν ήταν:
"Ν' αγιάζ' τη κυρού σ' η ψη!" ή
"Ας έν' για τη κυρού σ', την ψην!".
Δεν λέγανε ποτέ: "Ν' αγιάζ' η μάννα σ'!".
Αν τύχαινε να είναι η μάνα φρεσκοπεθαμένη, λέγανε: "Ας έν' για τη μάννας-ι-σ' τ ην ψην!".
Και φυσικά λέγανε και την γενική ευχή:
"Ας εν' για τ' αποθαμένα σ'!" ή "Ας εν' για την ψη σ'" ή "Ας είσαι καλά".
Πόπης Τσακμακίδου-Κωτίδου
Πηγή: Οι Γυναίκες της Σάντας του Πόντου
Αλλά, πώς να μην ήσαν, αφού ήσαν αναγκασμένες να κάνουν βαριές ανδρικές δουλειές, να δουλεύουν εξαντλητικά, να κουράζονται υπερβολικά και συγχρόνως να έχουν την ευθύνη του νοικοκυριού, της ανατροφής των παιδιών, την περιποίηση των ηλικιωμένων γονέων;
Όλες αυτές οι φουρτούνες στο κεφάλι τους δεν ήσαν αρκετές να δικαιολογήσουν την ελευθεροστομία τους;
Με την ίδια λογική άλλωστε της κούρασης, δικαιολογούμε μέχρι και σήμερα την ελευθεροστομία των ανδρών. Ε, άνδρας είναι, κουράζεται, λέει η Ελληνίδα της υπαίθρου και δικαιολογεί τον άνδρα της, όταν εκείνος δεν αφήνει... θεούς και δαίμονες.
Οι Σανταίες είχαν βρισιές, που τις έλεγαν μόνο εκείνες. Δεν τις χρησιμοποιούσαν οι άνδρες, όπως:
- Μω π' έχτ' σε! (... αυτόν που σ' έχτισε!)
- Μω π' εγιαράτευε σε! (... αυτόν που σε δημιούργησε!)
- Μω ατον, π' εποίν'νε σε! (... αυτόν που σε δημιούργησε!)
- Μω π' έπλανε σε! (... αυτόν που σ' έπλασε!).
Το "μω" είναι η κατάληξη της λέξης "γαμώ".
Όμως η χρήση της λέξης ήταν τόσο συχνή, που τελικά είχε χάσει την αρχική της σημασία.
Πολλές φορές οι ίδιες εκφράσεις λέγονταν με άλλη σημασία, αλλά τότε, σπάνια είχαν το "μω", όπως: "Π' έπλανε σε!", "Π' έχτ'σε σε!".
Και δήλωναν, άλλοτε απορία κι άλλοτε ειρωνεία: "Π' έπλανε σε! Ολίγον τέρεν!" (Καλέ, για δέστε λίγο! Δηλώνει απορία). "Λέγ'νε εχόρευες με τοι μαϊσσάδας. Π' έχτ' σε σε!
Άλλο ντο θα λες!" (Σιγά, τι μας λες! Εδώ δηλώνει ειρωνεία).
Αυτές ήσαν αποκλειστικά γυναικείες βρισιές, όχι βέβαια ότι δεν έλεγαν και άλλες. Μόνο τα Θεία δεν έβριζαν.
Και ενώ δεν έβριζαν τα Θεία, έκαμναν κάτι πολύ-πολύ άσχημο:
"Ενέσκαφταν", από το ρήμα "ανασκάφτω", δηλαδή βλασφημούσαν τους νεκρούς με λόγια άγρια και ανατριχιαστικά, όπως:
- Να χέζω ς' ση κυρού σ' το ταφίν!
- Να χέζω τη κυρού σ' τα στούδα (κόκαλα). Και άλλα τέτοια ακατανόμαστα.
Όπως θα παρατηρήσετε, οι γυναικείες βρισιές απευθύνονται μόνο στον άνδρα, στον πατέρα δηλαδή. Οι άνδρες πάλι έβριζαν τις μητέρες:
"Μω τη μάννα σ'!", αυτή ήταν η συνηθέστερη βρισιά.
Δεν συνέβαινε το ίδιο με τις ευχές. Γυναίκες και άνδρες, όταν τους γινόταν κάποια καλοσύνη, η πρώτη ευχή που έδιναν ήταν:
"Ν' αγιάζ' τη κυρού σ' η ψη!" ή
"Ας έν' για τη κυρού σ', την ψην!".
Δεν λέγανε ποτέ: "Ν' αγιάζ' η μάννα σ'!".
Αν τύχαινε να είναι η μάνα φρεσκοπεθαμένη, λέγανε: "Ας έν' για τη μάννας-ι-σ' τ ην ψην!".
Και φυσικά λέγανε και την γενική ευχή:
"Ας εν' για τ' αποθαμένα σ'!" ή "Ας εν' για την ψη σ'" ή "Ας είσαι καλά".
Πόπης Τσακμακίδου-Κωτίδου
Πηγή: Οι Γυναίκες της Σάντας του Πόντου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου