Οι Σανταίες, όπως και όλοι οι άνθρωποι, ήσαν υποχρεωμένες να ζουν με μια κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.
Οι κανόνες συμπεριφοράς, άλλοτε πολύ αυστηροί και άλλοτε όχι, τηρούνται, θα έλεγε κανείς, με ευλάβεια.
Οι γυναίκες, όταν έπιναν νερό, έπρεπε να γυρνούν το κεφάλι τους στο πλάι.
Στο δρόμο να περπατούν βιαστικά - γρήγορα, χωρίς να κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά.
Αν συναντούσαν κάποιον ή κάποιαν έλεγαν μόνο μια "καλημέρα" και προσπερνούσαν βιαστικά. Ήταν ντροπή και πρόδιδε κακή ανατροφή να πιάνουν κουβέντα στο δρόμο, έστω και έξω από την πόρτα του σπιτιού τους.
Η γυναίκα ήταν ντροπή να φωνάζει τον άντρα της με τ' όνομα του. Τον φώναζε "νέπρε", "αρίφ'". Δεν έλεγε: "ό άντρας-ι-μ'" αλλά "ό οικοκύρης-ι-μ'", δηλ. ο νοικοκύρης μου, ο άνθρωπος μου, και άλλα παρόμοια.
0 Σανταίος συγγραφέας Σίμος Λιανίδης στο έργο του "Επιστροφή των Αργοναυτών" αναφέρει ότι η μητέρα του προσφωνούσε τον πατέρα του "Εσέλεγω" (εσένα λέγω), αντί για τ' όνομα του πατέρα του. Έτσι όριζε ο κανόνας καλής συμπεριφοράς.
Ένας άλλος πληροφοριοδότης, ο Λάκης Σοφιανός, πρώην Πρόεδρος των Σανταίων θεσσαλονίκης, μου είπε ότι η μητέρα του και η θεία του, Ουρανία και Κυριακή, το γένος Σωτηροπούλου, ήσαν οι μόνες που φώναξαν τους άντρες τους με τα ονόματα τους, όταν ήσαν ακόμη στη Σάντα, στο χωριό Ισχανάντων.
Σήμερα θα λέγαμε ότι οι δύο αυτές αδελφές κάνανε την επανάσταση τους.
Οι νέες γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος στις συζητήσεις με άντρες, δεν έλεγαν την γνώμη τους. Αν κάποια μιλούσε αυθόρμητα, την καθήλωναν αμέσως με την έκφραση: "Εσέν κανείς 'κ' ερώτεσεν".
Όταν μιλούσαν με άντρες, έπρεπε να χαμηλώνουν τα μάτια.
Η ζωή τους ήταν γεμάτη από "πρέπει" και "δεν πρέπει". Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένα πλήθος από άσκοπες, παράλογες και ακατανόητες προλήψεις τυραννούσαν τις γυναίκες, δυσκόλευαν τη ζωή τους και σκότωναν τη χαρά.
Αλλά μια και αναφέραμε για τα μάτια τους που έπρεπε να έχουν χαμηλωμένα όσο μιλούσαν με άντρες, θα σας αναφέρω μια ιστορία που μου διηγήθηκε η μητέρα μου:
- Στη Σάντα η νύφη, από την αρχή το γάμου και ώσπου να τελειώσει το γλέντι της χαράς, καθόταν σαν ανδρείκελο με χαμηλωμένα τα μάτια, χωρίς να κοιτάζει, ούτε πάνω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Μόνο προς τα κάτω!
Αυτό το έθιμο το έλεγαν "κυμάτισμαν".
Κάποτε κάποια Σοφία, ίσως από χαρά, ίσως γιατί ξεχάστηκε, κάποια στιγμή κοίταξε γύρω της. Αυτό έγινε αιτία να δημιουργηθεί φασαρία. Τα πεθερικά το θεώρησαν όχι μόνο ανάγωγο αλλά και υποτιμητικό προς αυτούς.
- 'Κ' έσάεψε μας, είπαν - δεν μας λογάριασε - και ξεσηκώθηκαν να φύγουν.
Ο γαμπρός βρέθηκε ανάμεσα στο καρφί και στο πέταλο. Είδε πως τα πράγματα αγρίεψαν. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή έσωσε την κατάσταση με ένα δίστιχο:
"Ατό ντ' εέντονε άπόψ' εγώ παίρω τό βάρος.
Σοφία ντο 'κί κυματίζ' απ' εμέν εχ' το θάρρος"
Γι' αυτό που έγινε απόψε εγώ παίρνω ευθύνη.
Η Σοφία δεν κυματίζει γιατί εγώ της έδωσα το δικαίωμα.
Αυτό ήταν. Ηρέμησαν τα πράγματα. Όλα καλά κι όλα ωραία, αφού τον τελευταίο λόγο τον είχε πάλι ο άνδρας. Τσούγκρισαν τα ποτήρια οι συμπέθεροι και το γλέντι συνεχίστηκε.
Αν κάποια γυναίκα παραστρατούσε την έλεγαν "ροσπή" - πουτάνα και την καταδίκαζαν σε κοινή περιφρόνηση. Η περιφρόνηση και η ανυποληψία επεκτείνονταν σε όλη την οικογένεια και καμιά φορά σε ολόκληρο το σόι.
- Αυτοί είχαν μια... τέτοια στο σόι τους, λέγανε.
Την γυναίκα που αποκτούσε παιδί χωρίς να είναι παντρεμένη, την λέγανε "κοπελλού" και το παιδί που γεννούσε το λέγανε "κοπέλλ'", δηλαδή νόθο, μπάσταρδο.
Στην περίπτωση αυτή, η γυναίκα ήταν αναγκασμένη να εγκαταλείψει το χωριό και να πάει σε κάποιο μακρινό μέρος, κυρίως στη Ρωσία ή σε κάποιο μοναστήρι.
Τα παιδάκια αυτά τα έδιναν κρυφά για υιοθεσία σε ξένα χωριά και μόνο ο παπάς γνώριζε τους θετούς γονείς.
Για διαπόμπευση δεν έχουμε καμιά πληροφορία.
Αν κάποια γυναίκα που είχε άντρα στην ξενιτιά πήγαινε με ξένον άντρα μόνο για μία φορά, τότε έδειχναν κάποια κατανόηση. Δεν την κακολογούσαν και πολύ.
"Εγιαγκουλεύτεν", παρασύρθηκε, υπέκυψε στην αδυναμία, έλεγαν.
Μάλιστα το κρατούσαν σαν εφτασφράγιστο μυστικό, για να μη διαδοθεί, γιατί τότε, ήταν βέβαιο ότι θα την χώριζε ο άντρας της και το θεωρούσαν άδικο.
"Αρ, ατέ πα' μίαν έγιαγκουλεύτεν"!
- Ε, μια φορά κι αυτή παρασύρθηκε!
" Θεόν μαναχόν κι γιαγκουλεύκεται" έλεγαν.
Στους χορούς οι γυναίκες δεν χόρευαν με τους άντρες τους, πιασμένες χέρι-χέρι. Μεσολαβούσε πάντοτε κάποιος άλλος, αδελφός, κουνιάδα, κουνιάδος ή άλλος συγγενής.
Υπάρχει και το ανάλογο δίστιχο:
'Σ ση Πίστοφλι την μαχαλάν εέν'τον νέον θάμαν.
Η νύφε και ο νέγαμον εχόρευαν εντάμαν".
Στο χωριό Πιστοφάντων έγινε καινούργιο παράδοξο.
Η νύφη και ο γαμπρός χορεύανε μαζί,
Δηλαδή στον ίδιο κυκλικό χορό πιασμένοι χέρι-χέρι.
Παράδοξο (θάμαν) θεωρήθηκε, να χορεύουν πλάι-πλάι οι νιόπαντροι!
Αργότερα, όταν ήλθαν στην Ελλάδα και λίγο νωρίτερα στην Πατρίδα ακόμη, τα πράγματα άλλαξαν. Χόρευαν δίπλα-δίπλα, νιόπαντροι και αρραβωνιασμένοι χωρίς να το θεωρούν ντροπή.
"Ο χορόν εμορφον χορός τ' αρνίμ' χορεύ' 'ς σό γιάν'- ι-μ' Ατώρα ντο εχόρεψα επίασεν απάν- ι-μ'".
Όμορφος χορός και η αγαπημένη μου χορεύει δίπλα μου, αυτόν τον χορό τον ευχαριστήθηκα!
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εδώ στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν κανόνες συμπεριφοράς ανάλογοι με τις καινούργιες κοινωνικές συνθήκες.
Την αλλαγή αυτή την τραγούδησαν και πάλι οι Πόντιοι:
"Τα τωριζ'νά τα κορτσόπα την μάνναν 'κι ορωτούνε
Παίρν'νε τον νουσαλούν άτουν και πάγ'νε πορπατούνε".
Τα τωρινά κορίτσια δεν ρωτάνε την μάνα,
Παίρνουν τον αρραβωνιαστικό πάνε και περπατάνε, δηλαδή πάνε βόλτα.
Μέχρι και σήμερα έχουμε ανάλογα δίστιχα που μιλάνε για την αλλαγή των κοριτσιών στη μόδα, στη συμπεριφορά κ.ά.:
'Σ έναν γεφυρόπον, έμορφον κορτσόπον με το φυστανόπον το κοντόν (μίνι).
Τ' ομμάτα 'τ'ς βαμμένα, τ' οφρύδα 'τ'ς συρμένα (βγαλμένα) αναμέν το νέον το παλληκάρ'".
Έτσι γίνεται, αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Η μάνα μου έλεγε: Ατώρα άλλα κοσσάρας καί άλλα ωβά". Τώρα αλλοιώτικες κότες και αλλοιώτικα αυγά!
Πόπη Τσακμακίδου -Κωτίδου
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Οι κανόνες συμπεριφοράς, άλλοτε πολύ αυστηροί και άλλοτε όχι, τηρούνται, θα έλεγε κανείς, με ευλάβεια.
Οι γυναίκες, όταν έπιναν νερό, έπρεπε να γυρνούν το κεφάλι τους στο πλάι.
Στο δρόμο να περπατούν βιαστικά - γρήγορα, χωρίς να κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά.
Αν συναντούσαν κάποιον ή κάποιαν έλεγαν μόνο μια "καλημέρα" και προσπερνούσαν βιαστικά. Ήταν ντροπή και πρόδιδε κακή ανατροφή να πιάνουν κουβέντα στο δρόμο, έστω και έξω από την πόρτα του σπιτιού τους.
Η γυναίκα ήταν ντροπή να φωνάζει τον άντρα της με τ' όνομα του. Τον φώναζε "νέπρε", "αρίφ'". Δεν έλεγε: "ό άντρας-ι-μ'" αλλά "ό οικοκύρης-ι-μ'", δηλ. ο νοικοκύρης μου, ο άνθρωπος μου, και άλλα παρόμοια.
0 Σανταίος συγγραφέας Σίμος Λιανίδης στο έργο του "Επιστροφή των Αργοναυτών" αναφέρει ότι η μητέρα του προσφωνούσε τον πατέρα του "Εσέλεγω" (εσένα λέγω), αντί για τ' όνομα του πατέρα του. Έτσι όριζε ο κανόνας καλής συμπεριφοράς.
Ένας άλλος πληροφοριοδότης, ο Λάκης Σοφιανός, πρώην Πρόεδρος των Σανταίων θεσσαλονίκης, μου είπε ότι η μητέρα του και η θεία του, Ουρανία και Κυριακή, το γένος Σωτηροπούλου, ήσαν οι μόνες που φώναξαν τους άντρες τους με τα ονόματα τους, όταν ήσαν ακόμη στη Σάντα, στο χωριό Ισχανάντων.
Σήμερα θα λέγαμε ότι οι δύο αυτές αδελφές κάνανε την επανάσταση τους.
Οι νέες γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος στις συζητήσεις με άντρες, δεν έλεγαν την γνώμη τους. Αν κάποια μιλούσε αυθόρμητα, την καθήλωναν αμέσως με την έκφραση: "Εσέν κανείς 'κ' ερώτεσεν".
Όταν μιλούσαν με άντρες, έπρεπε να χαμηλώνουν τα μάτια.
Η ζωή τους ήταν γεμάτη από "πρέπει" και "δεν πρέπει". Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένα πλήθος από άσκοπες, παράλογες και ακατανόητες προλήψεις τυραννούσαν τις γυναίκες, δυσκόλευαν τη ζωή τους και σκότωναν τη χαρά.
Αλλά μια και αναφέραμε για τα μάτια τους που έπρεπε να έχουν χαμηλωμένα όσο μιλούσαν με άντρες, θα σας αναφέρω μια ιστορία που μου διηγήθηκε η μητέρα μου:
- Στη Σάντα η νύφη, από την αρχή το γάμου και ώσπου να τελειώσει το γλέντι της χαράς, καθόταν σαν ανδρείκελο με χαμηλωμένα τα μάτια, χωρίς να κοιτάζει, ούτε πάνω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Μόνο προς τα κάτω!
Αυτό το έθιμο το έλεγαν "κυμάτισμαν".
Κάποτε κάποια Σοφία, ίσως από χαρά, ίσως γιατί ξεχάστηκε, κάποια στιγμή κοίταξε γύρω της. Αυτό έγινε αιτία να δημιουργηθεί φασαρία. Τα πεθερικά το θεώρησαν όχι μόνο ανάγωγο αλλά και υποτιμητικό προς αυτούς.
- 'Κ' έσάεψε μας, είπαν - δεν μας λογάριασε - και ξεσηκώθηκαν να φύγουν.
Ο γαμπρός βρέθηκε ανάμεσα στο καρφί και στο πέταλο. Είδε πως τα πράγματα αγρίεψαν. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή έσωσε την κατάσταση με ένα δίστιχο:
"Ατό ντ' εέντονε άπόψ' εγώ παίρω τό βάρος.
Σοφία ντο 'κί κυματίζ' απ' εμέν εχ' το θάρρος"
Γι' αυτό που έγινε απόψε εγώ παίρνω ευθύνη.
Η Σοφία δεν κυματίζει γιατί εγώ της έδωσα το δικαίωμα.
Αυτό ήταν. Ηρέμησαν τα πράγματα. Όλα καλά κι όλα ωραία, αφού τον τελευταίο λόγο τον είχε πάλι ο άνδρας. Τσούγκρισαν τα ποτήρια οι συμπέθεροι και το γλέντι συνεχίστηκε.
Αν κάποια γυναίκα παραστρατούσε την έλεγαν "ροσπή" - πουτάνα και την καταδίκαζαν σε κοινή περιφρόνηση. Η περιφρόνηση και η ανυποληψία επεκτείνονταν σε όλη την οικογένεια και καμιά φορά σε ολόκληρο το σόι.
- Αυτοί είχαν μια... τέτοια στο σόι τους, λέγανε.
Την γυναίκα που αποκτούσε παιδί χωρίς να είναι παντρεμένη, την λέγανε "κοπελλού" και το παιδί που γεννούσε το λέγανε "κοπέλλ'", δηλαδή νόθο, μπάσταρδο.
Στην περίπτωση αυτή, η γυναίκα ήταν αναγκασμένη να εγκαταλείψει το χωριό και να πάει σε κάποιο μακρινό μέρος, κυρίως στη Ρωσία ή σε κάποιο μοναστήρι.
Τα παιδάκια αυτά τα έδιναν κρυφά για υιοθεσία σε ξένα χωριά και μόνο ο παπάς γνώριζε τους θετούς γονείς.
Για διαπόμπευση δεν έχουμε καμιά πληροφορία.
Αν κάποια γυναίκα που είχε άντρα στην ξενιτιά πήγαινε με ξένον άντρα μόνο για μία φορά, τότε έδειχναν κάποια κατανόηση. Δεν την κακολογούσαν και πολύ.
"Εγιαγκουλεύτεν", παρασύρθηκε, υπέκυψε στην αδυναμία, έλεγαν.
Μάλιστα το κρατούσαν σαν εφτασφράγιστο μυστικό, για να μη διαδοθεί, γιατί τότε, ήταν βέβαιο ότι θα την χώριζε ο άντρας της και το θεωρούσαν άδικο.
"Αρ, ατέ πα' μίαν έγιαγκουλεύτεν"!
- Ε, μια φορά κι αυτή παρασύρθηκε!
" Θεόν μαναχόν κι γιαγκουλεύκεται" έλεγαν.
Στους χορούς οι γυναίκες δεν χόρευαν με τους άντρες τους, πιασμένες χέρι-χέρι. Μεσολαβούσε πάντοτε κάποιος άλλος, αδελφός, κουνιάδα, κουνιάδος ή άλλος συγγενής.
Υπάρχει και το ανάλογο δίστιχο:
'Σ ση Πίστοφλι την μαχαλάν εέν'τον νέον θάμαν.
Η νύφε και ο νέγαμον εχόρευαν εντάμαν".
Στο χωριό Πιστοφάντων έγινε καινούργιο παράδοξο.
Η νύφη και ο γαμπρός χορεύανε μαζί,
Δηλαδή στον ίδιο κυκλικό χορό πιασμένοι χέρι-χέρι.
Παράδοξο (θάμαν) θεωρήθηκε, να χορεύουν πλάι-πλάι οι νιόπαντροι!
Αργότερα, όταν ήλθαν στην Ελλάδα και λίγο νωρίτερα στην Πατρίδα ακόμη, τα πράγματα άλλαξαν. Χόρευαν δίπλα-δίπλα, νιόπαντροι και αρραβωνιασμένοι χωρίς να το θεωρούν ντροπή.
"Ο χορόν εμορφον χορός τ' αρνίμ' χορεύ' 'ς σό γιάν'- ι-μ' Ατώρα ντο εχόρεψα επίασεν απάν- ι-μ'".
Όμορφος χορός και η αγαπημένη μου χορεύει δίπλα μου, αυτόν τον χορό τον ευχαριστήθηκα!
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εδώ στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν κανόνες συμπεριφοράς ανάλογοι με τις καινούργιες κοινωνικές συνθήκες.
Την αλλαγή αυτή την τραγούδησαν και πάλι οι Πόντιοι:
"Τα τωριζ'νά τα κορτσόπα την μάνναν 'κι ορωτούνε
Παίρν'νε τον νουσαλούν άτουν και πάγ'νε πορπατούνε".
Τα τωρινά κορίτσια δεν ρωτάνε την μάνα,
Παίρνουν τον αρραβωνιαστικό πάνε και περπατάνε, δηλαδή πάνε βόλτα.
Μέχρι και σήμερα έχουμε ανάλογα δίστιχα που μιλάνε για την αλλαγή των κοριτσιών στη μόδα, στη συμπεριφορά κ.ά.:
'Σ έναν γεφυρόπον, έμορφον κορτσόπον με το φυστανόπον το κοντόν (μίνι).
Τ' ομμάτα 'τ'ς βαμμένα, τ' οφρύδα 'τ'ς συρμένα (βγαλμένα) αναμέν το νέον το παλληκάρ'".
Έτσι γίνεται, αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Η μάνα μου έλεγε: Ατώρα άλλα κοσσάρας καί άλλα ωβά". Τώρα αλλοιώτικες κότες και αλλοιώτικα αυγά!
Πόπη Τσακμακίδου -Κωτίδου
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου