Τελεσιγραφικά.
Ένα συγκινητικό οδοιπορικό στο παρελθόν. Έτος 1993. Αποφάσισα τη συγγραφή ενός βιβλίου, λαογραφικού και ιστορικού συνάμα. Τίτλος: "Οι πατρογονικές ρίζες των Κομνηνιωτών".
Έπρεπε να συλλέξω πληροφορίες από τους πρόσφυγες του Πόντου και Μικρασίας. Της πρώτης γενιάς των προσφύγων. Στα Κομνηνά.
Πλήθος επαναλαμβανόμενων συνεντεύξεων. Συνοδοί μου, μικροί και μεγάλοι. Αγωνία και συγκίνηση στις αφηγήσεις. Συνομιλίες δραματικές. Δάκρυα, λυγμοί, νοσταλγία των περασμένων. Τραγικά τα γεγονότα της προσφυγιάς. Δυσκολία στο χειρισμό της ποντιακής διαλέκτου. Απειρία και ημιμάθεια. Εξάσκηση. Επιτυχία.
Ηλίας Κατωτοικίδης. Σταθμός των συνεντεύξεων μου. Αρχικές πληροφορίες, επεισόδιο εγκεφαλικού. Μνήμη εξασθενημένη. Επανάληψη ίδιων λόγων. Φρόντιζε τη σύζυγό του Λεμόνα. Ασθενής γυναίκα σε αναπηρικό καρότσι. Λόγω ακρωτηριασμού κάτω άκρου.
Πληροφορίες για άριστο παίξιμο λύρας. Καλλίφωνος. Με πλούσιο ρεπερτόριο κι ευρεία γκάμα ποντιακών παραδοσιακών τραγουδιών. Η κατοικία του, πέρα από το ποτάμι του χωριού. Παλιό τουρκικό σπίτι. Έπρεπε να ψάξω να το βρω.
Κατευθύνθηκα με την παρέα μου στον κάτω μαχαλά του ποταμιού. Απόγευμα. Έξι και κάτι. Στον δρόμο συνάντησα τον κ. Ηλία να μεταφέρει τη γυναίκα του με το καρότσι.
Πλησίασα το ηλικιωμένο ζευγάρι και τους καλησπέρισα με ευγένεια.
-Θα ήθελα να μιλήσουμε.
-Τι θέλεις να πούμε;
-Θέλω να γράψω ένα βιβλίο για τα έθιμα στον Πόντο και την προσφυγιά. Πρέπει, όμως, να με βοηθήσετε.
Την επόμενη μέρα πήγα στο σπίτι του, όπως συμφωνήσαμε.
-Μη νομίζεις πως θα τελειώσουμε με μία φορά, μου είπε. Έχω πολλά να σου πω. Δεν λέγονται όλα σε μια-δυο ώρες. Θα ξανάρθεις πολλές φορές. Από πού θέλεις ν’ αρχίσουμε;
-Από τον γάμο σου. Θέλω να μου πεις όλα τα έθιμα σας στην πατρίδα.
-Χμ! Από το γάμο μου! Μα, δεν έκανα μόνον έναν γάμο! Είμαι δευτεροπαντρεμένος.
-Εμείς, για ποιο γάμο σου θα μιλήσουμε; ρώτησα δειλά.
-Άκου, λοιπόν, κορίτσι μου! Εκείνοι που καθόριζαν πότε θα γινόταν ένας γάμος ήταν οι γονείς.Και να ξέρεις! Σε περίπτωση Σαρακοστής, δεν γινόταν ποτέ γάμος. Ο κουμπάρος οριζόταν από τον γαμπρό και οι προσκεκλημένοι από τους γονείς των μελλόνυμφων.
Όπως σου είπα, είμαι δευτεροπαντρεμένος. Ο πρώτος μου γάμος έγινε στην Τραπεζούντα. Ήμουν ορφανός. Έτσι, τον πρώτο μου γάμο τον κανόνισαν ο παππούς και η γιαγιά μου, γιατί γνώριζαν πως η νύφη είχε καλή οικονομική κατάσταση.
Όταν παντρεύτηκα, λοιπόν, ήμουν εννέα χρόνων και η γυναίκα μου επτά..Τότε, οι γονείς πάντρευαν μικρά τα παιδιά, γιατί φοβόντουσαν από την αρπαγή των παιδιών από τους Τούρκους. Ως συνήθως οι γάμοι γίνονταν τον μήνα Ιανουάριο και ημέρα Κυριακή. Τον ίδιο μήνα και την ίδια μέρα κανόνισαν να γίνει κι ο δικός μου γάμος.
Καλέσαμε όλους τους κατοίκους του χωριού, λίγες μέρες νωρίτερα, με άσπρα κεριά, τα οποία μοίραζε ένα μικρό παιδί Οι προετοιμασίες του γάμου γίνονταν από την Πέμπτη. Συγγενείς και φίλοι έκαναν πίτες, τις οποίες κοσμούσανε με μεταξωτές τριγωνικές κλωστές. Έχεις δει ποτέ σου τέτοιες πίτες; Τις ονομάζαμε «τριγώνια».Επειδή είχαν σχήμα τριγωνικό. Συμβόλιζαν τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ο παπάς ευλογούσε τις πίτες με κόσκινο, μέσα στο οποίο έριχναν όλοι χρήματα.Τον κουμπάρο τον προσκαλούσαμε με ένα μπουκάλι τσίπουρο, στολισμένο με κορδέλα και κερί. Οι προσκεκλημένοι ήρθαν την Κυριακή το πρωί.
Έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν με τη συνοδεία της λύρας, του νταουλιού και του ζουρνά, χορεύοντας ταυτόχρονα ποντιακούς χορούς. Χόρευαν σέρα, τικ, ομάλ, αποπάνκεκα, τρυγόνα, μητερίτσα, Λεμόνα, το μακρύν, ο Γιάννες ο Μονόγιαννες, ο Μάραντον, τσι τρίχας το γεφύριν, τα ευζωνάκια, τα ρόδα τα τριαντάφυλλα, τα σαράντα παλικάρια, ο στραβογιώρης, το «σηκώνομαι πρωί-πρωί, δυο ώρες πριν μερώσει, παίρνω νερό και νίβομαι και ζώνω τ’ άρματα μου κ.ά. Οι νοικοκύρηδες ετοίμαζαν και έφερναν 4-5 οκάδες μπαρούτι για τους «ντουφεκλήδες».
Μετά το γλέντι ακολουθούσαν οι προετοιμασίες για το ξεκίνημα της νύφης. Με είχαν βάλει να κάτσω σε μια καρέκλα και τύλιξαν στο λαιμό μου μια πετσέτα, αντί για μαντίλα, την οποία κρατούσαν επτά μονοστέφανα. Επτά ζευγάρια που ήρθαν μόνο σε πρώτο γάμο. Σχημάτισαν κύκλο χορεύοντας.
Κατόπιν με ξύρισε ο κουρέας, αφού προηγουμένως ρώτησε ο κουμπάρος τον κόσμο τρεις φορές: «Με την άδεια σας, να τον ξουρίσουμε;» Εκείνοι απάντησαν δυο φορές:-«Δεν μπορείς» και την τρίτη φορά απάντησαν:-«Να τον ξουρίσεις». Άλλοι πάλι απάντησαν τραγουδώντας:-«Στολίστε τον αστόλιστο κι αυτόν ποιος κύρης του, αυτός θα τον στολίσει», αλλά απάντησαν: «Ας ειν’ καλά η γειτονιά και όλη η αρχοντιά, αυτόν που θα στολίσει. Το ξύρισμα ήταν εικονικό. Μετά, ο παππούς μου με έντυσε και όλοι οι συγγενείς μου δώρισαν μαντήλια και χρήματα.
-Πως λεγόταν όλη αυτή η διαδικασία με το ξύρισμα και το στόλισμα του γαμπρού;
-«Στρούλιγμαν». Ήμασταν όλοι επί ποδός για να πάμε στο «νυφέπαρμα». Δηλαδή να πάρουμε τη νύφη από το σπίτι της. Μου έφεραν ένα άλογο με δεμένο άσπρο μαντήλι στο μέτωπό του. Έδεσαν στον βραχίονά μου ένα κεντημένο μαντήλι. Ήρθαν και οι παράνυφες, σκεπασμένες με βέλους και ντυμένες με τα νυφικά τους. Ήρθαν και οι παράγαμπροι με τα τουφέκια τους. Ήρθε και μια τραγουδίστρια και όλοι μαζί ξεκινήσαμε συνοδεία για το «νυφέπαρμα». Από πίσω μας ακολουθούσε ο κόσμος.
Προχωρούσαμε στο δρόμο με μουσική και πυροβολισμούς για να δώσουμε μεγαλοπρέπεια σε όλη την πομπή. Προτού κατεβώ από το άλογο, για να μπω στο σπίτι της νύφης, σταύρωσα το ανώφλι της πόρτας με ένα μαχαίρι, το οποίο μετά εκσφενδόνισα πάνω από τη στέγη, σε μακρινή απόσταση. Με αυτό ήθελα να δείξω ότι ήμουν σε θέση να προστατεύσω και να κάνω ευτυχισμένη την σύντροφο της ζωής μου. μετά, τα παιδιά και οι νέοι έτρεξαν να πάρουν το μαχαίρι κι εκείνος που πρόλαβε και το έπιασε πρώτος, το παρέδωσε στον κουμπάρο και πήρε από αυτόν «μπαχτσίς», δηλαδή φιλοδώρημα.
Κατόπιν βγήκε η πεθερά μου από το σπίτι της, κρατώντας ένα δώρο για μένα, το οποίο και μου έδωσε, πήρε από τη μέση μου τις δεμένες πίτες που είχα και έδεσα πάνω μου το δικό της δώρο. Ο κόσμος άρχισε, έπειτα, να χορεύει. Εγώ, μαζί με τον κουμπάρο και τους γέροντες πήγα μέσα στο σπίτι της νύφης και κατάφερα να αποσπάσω έναν δίσακκο από τον κόσμο με πολλή δυσκολία και μικροαντιρρήσεις.
Μέσα υπήρχαν πίτες, μεζέδες, ρούχα της νύφης και τσίπουρο, το οποίο ονομαζόταν "Αλεπός". Από πριν, ο κόσμος της νύφης μας έλεγε ότι «ο Αλεπός έφυγε» και πολλά άλλα παρόμοια. Κάποιος από το σόι της νύφης μας είπε ότι βρήκε τον «Αλεπόν» και διασκεδάζοντας ήπιαμε όλοι μαζί τσίπουρο από την κοιλιά του «Αλεπού», ενώ ο κόσμος έξω διασκέδαζε, χορεύοντας, τρώγοντας και πίνοντας από τις ετοιμασίες της νύφης. Τα ρούχα της νύφης, τα ευλόγησε ο παπάς, τα έδωσε στον κουμπάρο κι εκείνος με τη σειρά του στη νύφη να τα φορέσει. Η νύφη ήταν κρυμμένη στην κάμαρά της. Πήγε και την πήρε ο παπάς, ο οποίος την έφερε έξω και στεφανωθήκαμε. Η στέψη έγινε στο σπίτι της νύφης.
Μετά τη στέψη φώναξε ο κουμπάρος:-«Ελάτε φίλοι και συγγενείς, η νύφη θέλει δώρα». Η νονά της νύφης κρατούσε μπροστά στη νύφη έναν δίσκο κι ο κουμπάρος φώναξε πάλι:-«Η νύφη δεν τρώει, δώρα θέλει». Οι οργανοπαίχτες χτύπησαν ένα καθιερωμένο σκοπό για το «χάρισμαν» και ήρθαν όλοι να μας χαιρετήσουν και να μας χαρίσουν γρόσια. Τα χρήματα που μας χάρισαν όλοι, τα κράτησε ο κουμπάρος, για να τα εκμεταλλευτεί με τόκο και υπέγραψε και σχετικό ομόλογο με την υπογραφή δύο μαρτύρων. Τα χρήματα εκείνα σε περίπτωση διαζυγίου ανήκανε στη νύφη. Μετά ακολούθησε το έθιμο: «θύμισμαν». Η νύφη και εγώ μαζί με τα επτά μονοστέφανα ζευγάρια μπήκαμε στον χορό.
-Τι τραγούδι τραγουδιόταν στον χορό εκείνο;
-Θα το πω. Τραγουδιόταν με ερωταπόκριση, συνοδεία από δύο ομίλους της λύρας.
«Κόρη, ντο είχες κι έργεβες, ντο είχες κι εργοπόρνες;
Είχα τον κύρη μ’κι έργεβα, είχα τον κι εργοπόρνα.
Κόρη, ντο είχες κι έργεβες, ντο είχες κι εργοπόρνες;
Είχα την μάνα μ’κι έργεβα, είχα τεν κι εργοπόρνα.
Κόρη, ντο είχες κι έργεβες, ντο είχες κι εργοπόρνες;
Είχα τ’αδέρφα μ’κι έργησα είχα τα κι εργοπόρνα.
Άψ’ς, κόρη, τον κύρη σου και κάνε άλλον κύρην.
Άψ’ς κόρη τη μάνα σου και κάνε άλλην μάναν.
Άψ’ς, κόρη, τ’ αδέρφα σου και κάνε άλλα αδέρφα.
Κόρη, τίμα τον πεθερό σ’ ας σόν κύρη σ’ καλλίον
Τίμα και τ’ αντραδέρφα σου ας σ’ αδέρφα σ’ καλλίον.
Τρανόν σταμνίν μη δίτ’ ατεν, τσουρόν το πεγάδ’και έρται.
Μακρύν σκοινίν μη δίτ’ ατεν, φορτούται τ’ ορμάν και έρται.»
Αυτά! Άλλη φορά θα πούμε περισσότερα.
-Καλό βράδυ, είπαμε και φύγαμε. .
Βγαίνοντας από την πόρτα, καθώς μας ξεπροβόδιζε ο κυρ Ηλίας, τον ρώτησα:
-Τι ήξερες εσύ εννέα χρόνων από γυναίκα;
-Τίποτε, μου απάντησε. Την αγκάλιαζα αθώα και τρέχαμε στις βοσκές και στα χωράφια.
-Και πότε κατάλαβες τι έπρεπε να κάνεις;
-Σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Όταν ήρθαν οι Ρώσοι και μας ελευθέρωσαν. Τότε είδα έναν Ρώσο τι έκανε πίσω από κάτι βράχους μια Ρωσίδα και πήγα και το έκανα κι εγώ.
Παρθένα Τσοκτουρίδου
Ένα συγκινητικό οδοιπορικό στο παρελθόν. Έτος 1993. Αποφάσισα τη συγγραφή ενός βιβλίου, λαογραφικού και ιστορικού συνάμα. Τίτλος: "Οι πατρογονικές ρίζες των Κομνηνιωτών".
Έπρεπε να συλλέξω πληροφορίες από τους πρόσφυγες του Πόντου και Μικρασίας. Της πρώτης γενιάς των προσφύγων. Στα Κομνηνά.
Πλήθος επαναλαμβανόμενων συνεντεύξεων. Συνοδοί μου, μικροί και μεγάλοι. Αγωνία και συγκίνηση στις αφηγήσεις. Συνομιλίες δραματικές. Δάκρυα, λυγμοί, νοσταλγία των περασμένων. Τραγικά τα γεγονότα της προσφυγιάς. Δυσκολία στο χειρισμό της ποντιακής διαλέκτου. Απειρία και ημιμάθεια. Εξάσκηση. Επιτυχία.
Ηλίας Κατωτοικίδης. Σταθμός των συνεντεύξεων μου. Αρχικές πληροφορίες, επεισόδιο εγκεφαλικού. Μνήμη εξασθενημένη. Επανάληψη ίδιων λόγων. Φρόντιζε τη σύζυγό του Λεμόνα. Ασθενής γυναίκα σε αναπηρικό καρότσι. Λόγω ακρωτηριασμού κάτω άκρου.
Πληροφορίες για άριστο παίξιμο λύρας. Καλλίφωνος. Με πλούσιο ρεπερτόριο κι ευρεία γκάμα ποντιακών παραδοσιακών τραγουδιών. Η κατοικία του, πέρα από το ποτάμι του χωριού. Παλιό τουρκικό σπίτι. Έπρεπε να ψάξω να το βρω.
Κατευθύνθηκα με την παρέα μου στον κάτω μαχαλά του ποταμιού. Απόγευμα. Έξι και κάτι. Στον δρόμο συνάντησα τον κ. Ηλία να μεταφέρει τη γυναίκα του με το καρότσι.
Πλησίασα το ηλικιωμένο ζευγάρι και τους καλησπέρισα με ευγένεια.
-Θα ήθελα να μιλήσουμε.
-Τι θέλεις να πούμε;
-Θέλω να γράψω ένα βιβλίο για τα έθιμα στον Πόντο και την προσφυγιά. Πρέπει, όμως, να με βοηθήσετε.
Την επόμενη μέρα πήγα στο σπίτι του, όπως συμφωνήσαμε.
-Μη νομίζεις πως θα τελειώσουμε με μία φορά, μου είπε. Έχω πολλά να σου πω. Δεν λέγονται όλα σε μια-δυο ώρες. Θα ξανάρθεις πολλές φορές. Από πού θέλεις ν’ αρχίσουμε;
-Από τον γάμο σου. Θέλω να μου πεις όλα τα έθιμα σας στην πατρίδα.
-Χμ! Από το γάμο μου! Μα, δεν έκανα μόνον έναν γάμο! Είμαι δευτεροπαντρεμένος.
-Εμείς, για ποιο γάμο σου θα μιλήσουμε; ρώτησα δειλά.
-Άκου, λοιπόν, κορίτσι μου! Εκείνοι που καθόριζαν πότε θα γινόταν ένας γάμος ήταν οι γονείς.Και να ξέρεις! Σε περίπτωση Σαρακοστής, δεν γινόταν ποτέ γάμος. Ο κουμπάρος οριζόταν από τον γαμπρό και οι προσκεκλημένοι από τους γονείς των μελλόνυμφων.
Όπως σου είπα, είμαι δευτεροπαντρεμένος. Ο πρώτος μου γάμος έγινε στην Τραπεζούντα. Ήμουν ορφανός. Έτσι, τον πρώτο μου γάμο τον κανόνισαν ο παππούς και η γιαγιά μου, γιατί γνώριζαν πως η νύφη είχε καλή οικονομική κατάσταση.
Όταν παντρεύτηκα, λοιπόν, ήμουν εννέα χρόνων και η γυναίκα μου επτά..Τότε, οι γονείς πάντρευαν μικρά τα παιδιά, γιατί φοβόντουσαν από την αρπαγή των παιδιών από τους Τούρκους. Ως συνήθως οι γάμοι γίνονταν τον μήνα Ιανουάριο και ημέρα Κυριακή. Τον ίδιο μήνα και την ίδια μέρα κανόνισαν να γίνει κι ο δικός μου γάμος.
Καλέσαμε όλους τους κατοίκους του χωριού, λίγες μέρες νωρίτερα, με άσπρα κεριά, τα οποία μοίραζε ένα μικρό παιδί Οι προετοιμασίες του γάμου γίνονταν από την Πέμπτη. Συγγενείς και φίλοι έκαναν πίτες, τις οποίες κοσμούσανε με μεταξωτές τριγωνικές κλωστές. Έχεις δει ποτέ σου τέτοιες πίτες; Τις ονομάζαμε «τριγώνια».Επειδή είχαν σχήμα τριγωνικό. Συμβόλιζαν τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ο παπάς ευλογούσε τις πίτες με κόσκινο, μέσα στο οποίο έριχναν όλοι χρήματα.Τον κουμπάρο τον προσκαλούσαμε με ένα μπουκάλι τσίπουρο, στολισμένο με κορδέλα και κερί. Οι προσκεκλημένοι ήρθαν την Κυριακή το πρωί.
Έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν με τη συνοδεία της λύρας, του νταουλιού και του ζουρνά, χορεύοντας ταυτόχρονα ποντιακούς χορούς. Χόρευαν σέρα, τικ, ομάλ, αποπάνκεκα, τρυγόνα, μητερίτσα, Λεμόνα, το μακρύν, ο Γιάννες ο Μονόγιαννες, ο Μάραντον, τσι τρίχας το γεφύριν, τα ευζωνάκια, τα ρόδα τα τριαντάφυλλα, τα σαράντα παλικάρια, ο στραβογιώρης, το «σηκώνομαι πρωί-πρωί, δυο ώρες πριν μερώσει, παίρνω νερό και νίβομαι και ζώνω τ’ άρματα μου κ.ά. Οι νοικοκύρηδες ετοίμαζαν και έφερναν 4-5 οκάδες μπαρούτι για τους «ντουφεκλήδες».
Μετά το γλέντι ακολουθούσαν οι προετοιμασίες για το ξεκίνημα της νύφης. Με είχαν βάλει να κάτσω σε μια καρέκλα και τύλιξαν στο λαιμό μου μια πετσέτα, αντί για μαντίλα, την οποία κρατούσαν επτά μονοστέφανα. Επτά ζευγάρια που ήρθαν μόνο σε πρώτο γάμο. Σχημάτισαν κύκλο χορεύοντας.
Κατόπιν με ξύρισε ο κουρέας, αφού προηγουμένως ρώτησε ο κουμπάρος τον κόσμο τρεις φορές: «Με την άδεια σας, να τον ξουρίσουμε;» Εκείνοι απάντησαν δυο φορές:-«Δεν μπορείς» και την τρίτη φορά απάντησαν:-«Να τον ξουρίσεις». Άλλοι πάλι απάντησαν τραγουδώντας:-«Στολίστε τον αστόλιστο κι αυτόν ποιος κύρης του, αυτός θα τον στολίσει», αλλά απάντησαν: «Ας ειν’ καλά η γειτονιά και όλη η αρχοντιά, αυτόν που θα στολίσει. Το ξύρισμα ήταν εικονικό. Μετά, ο παππούς μου με έντυσε και όλοι οι συγγενείς μου δώρισαν μαντήλια και χρήματα.
-Πως λεγόταν όλη αυτή η διαδικασία με το ξύρισμα και το στόλισμα του γαμπρού;
-«Στρούλιγμαν». Ήμασταν όλοι επί ποδός για να πάμε στο «νυφέπαρμα». Δηλαδή να πάρουμε τη νύφη από το σπίτι της. Μου έφεραν ένα άλογο με δεμένο άσπρο μαντήλι στο μέτωπό του. Έδεσαν στον βραχίονά μου ένα κεντημένο μαντήλι. Ήρθαν και οι παράνυφες, σκεπασμένες με βέλους και ντυμένες με τα νυφικά τους. Ήρθαν και οι παράγαμπροι με τα τουφέκια τους. Ήρθε και μια τραγουδίστρια και όλοι μαζί ξεκινήσαμε συνοδεία για το «νυφέπαρμα». Από πίσω μας ακολουθούσε ο κόσμος.
Προχωρούσαμε στο δρόμο με μουσική και πυροβολισμούς για να δώσουμε μεγαλοπρέπεια σε όλη την πομπή. Προτού κατεβώ από το άλογο, για να μπω στο σπίτι της νύφης, σταύρωσα το ανώφλι της πόρτας με ένα μαχαίρι, το οποίο μετά εκσφενδόνισα πάνω από τη στέγη, σε μακρινή απόσταση. Με αυτό ήθελα να δείξω ότι ήμουν σε θέση να προστατεύσω και να κάνω ευτυχισμένη την σύντροφο της ζωής μου. μετά, τα παιδιά και οι νέοι έτρεξαν να πάρουν το μαχαίρι κι εκείνος που πρόλαβε και το έπιασε πρώτος, το παρέδωσε στον κουμπάρο και πήρε από αυτόν «μπαχτσίς», δηλαδή φιλοδώρημα.
Κατόπιν βγήκε η πεθερά μου από το σπίτι της, κρατώντας ένα δώρο για μένα, το οποίο και μου έδωσε, πήρε από τη μέση μου τις δεμένες πίτες που είχα και έδεσα πάνω μου το δικό της δώρο. Ο κόσμος άρχισε, έπειτα, να χορεύει. Εγώ, μαζί με τον κουμπάρο και τους γέροντες πήγα μέσα στο σπίτι της νύφης και κατάφερα να αποσπάσω έναν δίσακκο από τον κόσμο με πολλή δυσκολία και μικροαντιρρήσεις.
Μέσα υπήρχαν πίτες, μεζέδες, ρούχα της νύφης και τσίπουρο, το οποίο ονομαζόταν "Αλεπός". Από πριν, ο κόσμος της νύφης μας έλεγε ότι «ο Αλεπός έφυγε» και πολλά άλλα παρόμοια. Κάποιος από το σόι της νύφης μας είπε ότι βρήκε τον «Αλεπόν» και διασκεδάζοντας ήπιαμε όλοι μαζί τσίπουρο από την κοιλιά του «Αλεπού», ενώ ο κόσμος έξω διασκέδαζε, χορεύοντας, τρώγοντας και πίνοντας από τις ετοιμασίες της νύφης. Τα ρούχα της νύφης, τα ευλόγησε ο παπάς, τα έδωσε στον κουμπάρο κι εκείνος με τη σειρά του στη νύφη να τα φορέσει. Η νύφη ήταν κρυμμένη στην κάμαρά της. Πήγε και την πήρε ο παπάς, ο οποίος την έφερε έξω και στεφανωθήκαμε. Η στέψη έγινε στο σπίτι της νύφης.
Μετά τη στέψη φώναξε ο κουμπάρος:-«Ελάτε φίλοι και συγγενείς, η νύφη θέλει δώρα». Η νονά της νύφης κρατούσε μπροστά στη νύφη έναν δίσκο κι ο κουμπάρος φώναξε πάλι:-«Η νύφη δεν τρώει, δώρα θέλει». Οι οργανοπαίχτες χτύπησαν ένα καθιερωμένο σκοπό για το «χάρισμαν» και ήρθαν όλοι να μας χαιρετήσουν και να μας χαρίσουν γρόσια. Τα χρήματα που μας χάρισαν όλοι, τα κράτησε ο κουμπάρος, για να τα εκμεταλλευτεί με τόκο και υπέγραψε και σχετικό ομόλογο με την υπογραφή δύο μαρτύρων. Τα χρήματα εκείνα σε περίπτωση διαζυγίου ανήκανε στη νύφη. Μετά ακολούθησε το έθιμο: «θύμισμαν». Η νύφη και εγώ μαζί με τα επτά μονοστέφανα ζευγάρια μπήκαμε στον χορό.
-Τι τραγούδι τραγουδιόταν στον χορό εκείνο;
-Θα το πω. Τραγουδιόταν με ερωταπόκριση, συνοδεία από δύο ομίλους της λύρας.
«Κόρη, ντο είχες κι έργεβες, ντο είχες κι εργοπόρνες;
Είχα τον κύρη μ’κι έργεβα, είχα τον κι εργοπόρνα.
Κόρη, ντο είχες κι έργεβες, ντο είχες κι εργοπόρνες;
Είχα την μάνα μ’κι έργεβα, είχα τεν κι εργοπόρνα.
Κόρη, ντο είχες κι έργεβες, ντο είχες κι εργοπόρνες;
Είχα τ’αδέρφα μ’κι έργησα είχα τα κι εργοπόρνα.
Άψ’ς, κόρη, τον κύρη σου και κάνε άλλον κύρην.
Άψ’ς κόρη τη μάνα σου και κάνε άλλην μάναν.
Άψ’ς, κόρη, τ’ αδέρφα σου και κάνε άλλα αδέρφα.
Κόρη, τίμα τον πεθερό σ’ ας σόν κύρη σ’ καλλίον
Τίμα και τ’ αντραδέρφα σου ας σ’ αδέρφα σ’ καλλίον.
Τρανόν σταμνίν μη δίτ’ ατεν, τσουρόν το πεγάδ’και έρται.
Μακρύν σκοινίν μη δίτ’ ατεν, φορτούται τ’ ορμάν και έρται.»
Αυτά! Άλλη φορά θα πούμε περισσότερα.
-Καλό βράδυ, είπαμε και φύγαμε. .
Βγαίνοντας από την πόρτα, καθώς μας ξεπροβόδιζε ο κυρ Ηλίας, τον ρώτησα:
-Τι ήξερες εσύ εννέα χρόνων από γυναίκα;
-Τίποτε, μου απάντησε. Την αγκάλιαζα αθώα και τρέχαμε στις βοσκές και στα χωράφια.
-Και πότε κατάλαβες τι έπρεπε να κάνεις;
-Σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Όταν ήρθαν οι Ρώσοι και μας ελευθέρωσαν. Τότε είδα έναν Ρώσο τι έκανε πίσω από κάτι βράχους μια Ρωσίδα και πήγα και το έκανα κι εγώ.
Παρθένα Τσοκτουρίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου