Το καλοκαίρι αρχίζει μια από
τις σπουδαιότερες δουλειές των γυναικών, ο θερισμός του χόρτου.
Ο θερισμός του χόρτου στα λιβάδια άρχιζε από τα μέσα Ιούλη και τελείωνε στις αρχές του Σεπτέμβρη. Ο χειμώνας στη Σαντά ήταν βαρύς και τα ζώα ήθελαν τόνους χόρτο για να ξεχειμωνιάζουν.
Έτσι οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να θερίζουν χόρτο από τα λιβάδια και να το κουβαλούν με την πλάτη τους στο σπίτι, όπου το ξέραιναν με χίλια-δυο βάσανα και ταλαιπωρίες, γιατί ο καιρός στην Σαντά ήταν βροχερός και η ομίχλη καθημερινός επισκέπτης.
Στο θέρος πήγαιναν όλες οι νέες γυναίκες είτε ήσαν φτωχές, είτε πλούσιες. Υπήρχαν οικογένειες που μπορούσαν να πληρώσουν για τον θερισμό των λιβαδιών τους. Παρ’ όλα αυτά, οι κόρες και οι νύφες πήγαιναν στο θέρος, για να μην χαρακτηριστούν τεμπέλες η αρρωστιάρες και άχρηστες!!! Για το καλό τους όνομα λοιπόν έπρεπε να πηγαίνουν στο θέρος, γιατί η εργατικότητα μετρούσε πολύ στη Σαντά.
Έπειτα η κοινωνία τους, ήθελε την γυναίκα σκληραγωγημένη για να μπορεί να επιβιώνει κάτω από κάθε είδους δυσκολίες.
«Μάθε κόρη την αγρυπνάν και την κακοπερίαν
Και όνταν πας’ σα πεθερ’ κά σ’ να είσαι μαθεμέντσα»
Δηλαδή: Συνήθισε κόρη μου στο ξενύχτι και στις δυσκολίες της ζωής
και όταν θα πας στα πεθερικά σου νάσαι συνηθισμένη.
Έπρεπε λοιπόν η γυναίκα να είναι έτοιμη, ικανή να προσαρμοστεί στην καινούργια της ζωή. Τις ήθελαν «εμ σ’αγιάρ εμ σο σαμάρ», όπως λέει η παροιμία, δηλαδή και αρχόντισσες καθισμένες στη σέλα του αλόγου, όταν στην ζωή τις έρχονταν όλα βολικά, αλλά να τα καταφέρνουν και στη πλάτη του φτωχού γαϊδουράκου , παρά τις δυσκολίες της ζωής!!
Οι θερίστρες ξυπνούσαν από τα χαράματα. Προτού χαράξει η μέρα οι πεθερές άρχιζαν:
-Σκου νύφε, σκου νύφε. Εμέρωσεν(Σήκω νύφη, σήκω νύφη ,ξημέρωσε),μια προσφώνηση που ήταν βραχνάς για τις νέες και κουρασμένες γυναίκες.
Ξυπνούσαν ετοίμαζαν βιαστικά τα σύνεργα για τον θερισμό, δρεπάνι, σχοινί, ετοίμαζαν το φαγητό τους που ήταν συνήθως ψωμί με τυρί ή βούτυρο ή τσορτάνια, από καμιά φορά κάμνανε και «τηγανιά»(ομελέτες με φρέσκα κρεμμυδάκια ή πατάτες) και ξεκινούσαν.
Συνήθως πήγαιναν παρέες-παρέες για το θέρος και πήγαινε πάντοτε μαζί τους και μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, για να τις προσέχει και να τις συμβουλεύει αν χρειαζόταν. Αυτή ήταν και ο αρχηγός της συντροφιάς και ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης και αγαπητό σε όλες.
Εκεί στα καταπράσινα λιβάδια, στην παραδεισένια φύση, μέσα στη μυρωδιά των λουλουδιών και του φρεσκοκομμένου χόρτου, ξεσπούσαν τα βάσανα και οι καημοί. Εκεί, καθώς το μυστήριο του δάσους και του βουνού, ελεύθερες και απαλλαγμένες από ντροπαλοσύνες και περιορισμούς, νιόπαντρες και κορίτσια, άφηναν τον πόνο τους να ξεχύνεται αυθόρμητα σε τραγούδι μελαγχολικό, νοσταλγικό και παραπονεμένο.
Τραγουδούσαν για την καταραμένη ξενιτιά ,για τον χωρισμό, για την αγάπη, για το χρυσό τους ταίρι.
«Αέρ’-ι-μ’ κι Αε Θόδωρε μ’ με τ’ άσπρον τ’ αλογόπον
Έπαρ’ και δέβα κρεμ’ σον με ‘ς σ’ εγάπ’ς –ι-μ’-τα’ εγκαλόπον!!»
(Αι Γιώργη και Αι Θόδωρε με τ’ άσπρο το αλογάκι
Πάρε με και ρίξε με στην αγκαλιά της αγάπης μου)
Έκλαιγαν και τραγουδούσαν. Τραγουδούσανε και κλαίγανε μαζί κι έτσι γαλήνευε η πονεμένη τους ψυχή. Παρακαλούσαν τη φύση γύρω, τον ουρανό, τον ήλιο , τα βουνά:
“E! Ουρανέ Παράκλητε κατηβ΄αφκά και κρίσον
Εμέ και το σαρίν τ’αρνίμ μ’ ‘ς έναν μέρος για ποίσον»
(Αχ! Ουρανέ μου σπλαχνικέ! χαμήλωσε και κρίνε,
εμέ και την αγάπη μου δώσε μας κάποια λύση).
«Νερά –νερά τρεχούμενα, νερόπα που κες΄ πάτεν;
Τ’ αρνόπο μ’ εν σην ξενιτάν, έπαρτ’ ατο κι ελάτεν».
(Νερά-νερά τρεχούμενα, νεράκια για που πάτε;
Η αγάπη μου στην ξενιτιά πάρτε την και ελάτε).
Πονεμένες γυναίκες! Η μαγευτική ομορφιά της φύσης γύρω, όχι μόνο δεν τις παρηγορούσε παρά τις άναβε τον καημό της μοναξιάς!!Πνιγμένες από καημό και θλίψη μιλούσαν με τον άνεμο, τα δέντρα, τα πουλιά και λέγανε τον πόνο τους τραγουδώντας:
“Ψηλά ραχία και πράσινα και δέντρα φυλλωμένα,
κλισ΄τεν κα’ τα κλαδόπα σουν και κλαψ’ τεν για τ’ εμένα»
(Ψηλά βουνά και πράσινα και δέντρα φυλλωμένα,
γυρ’τε τα κλωναράκια σας, κλαψ’ τε και σεις για μένα).
Όλα τους τα τραγούδια ζυμωμένα με τον πόνο, την λύπη, την μοναξιά και την νοσταλγία. Όλα μαρτυρούν την πικραμένη-βασανισμένη ζωή της Σανταίας.
«Και ‘ς ση Σαντά που έντρισεν μη λέει είμαι αντριμέντσα
ο πρόσωπος ατ’ς κι γελά , πάντα τυραννιγμέντσα»
(Όποιος παντρεύτηκε στη Σαντά είναι σαν να μην παντρεύτηκε
ποτέ δεν έχει γελαστό πρόσωπο, πάντοτε είναι στεναχωρημένη).
Ο θερισμός του χόρτου ήταν δουλειά κουραστική και διαρκούσε περισσότερο από δυο μήνες, όμως για τις Σανταίες, που ήσαν γυναίκες εργατικές, ανθεκτικές, γεροδεμένες, ήταν πολλές φορές δουλειά σχεδόν ευχάριστη.
Ήταν μια ευκαιρία να φύγουν από την αυστηρή μάτια των πεθερικών, των γερόντων, της αυστηρής τους κοινωνίας γενικά. Μια ευκαιρία να ξεδώσουν. Εκεί μπορούσαν να πουν, να κλάψουν, να τραγουδήσουν τον πόνο και τον καημό τους. Θέλει και ο πόνος το τραγούδι του…Και όταν ξαλάφρωνε η καρδιά και γαλήνευε η ψυχή, κάθονταν στον παχύ ίσκιο των δέντρων, δίπλα σε κάποια νεροπηγή με κρυστάλλινο νερό, να πιουν νερό να δροσιστούν, να ξαποστάσουν, να κάτσουν να φάνε και να ξεκουραστούν. Ύστερα λέγανε τα αστεία τους, γελούσαν, παίζανε «τσάλτικαν»-τσιλίκι και «λύντζα»-πεντόβολα και κάνανε τις τρέλες τους!!!
Ήταν πολύ…νέες.
Άλλοτε πάλι το ρίχνανε στο χορό και πείραζαν η μια την άλλη με δίστιχα που λίγο-πολύ τα κατάφερναν όλες. Χαίρονταν την ελευθερία τους και παίρνανε έτσι και λίγη εκδίκηση από τις πεθερές , που τις ήθελαν δούλες και υποτακτικές και διαιώνιζαν την αυστηρότητα, την καταπίεση και την σκληρότητα, ενώ υπήρξαν και οι ίδιες νωρίτερα θύματα της αυτής σκληρότητας.
Γνωστή είναι η περίπτωση της Μαρίας Σπυριδοπούλου, γνωστής με τ' όνομα «Καταραμέντσα». Κάποια μέρα η «Καταραμέντσα» πήρε μαζί της στο θέρος και το δίχρονο αγοράκι της. Το έβαλε να κοιμηθεί στον ίσκιο ενός δέντρου, όσο εκείνη θέριζε. Κάποια στιγμή το αγοράκι ξύπνησε και άρχισε να κλαίει. Η μάνα έτρεξε, το πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της και για να το ηρεμήσει, άρχισε να το τραγουδάει:
«Έλα γιαβρί μ’ έλα πουλί μ’, η μάννα σ’ ποδεδίσ’ εν
ο κύρη σ’ να τρώει το λιλί σ’ που κ’ ερ’ ται εγνώρι’σε!»
(Έλα γιαβρί μου, έλα πουλάκι μου, να σε χαρεί η μαμά σου
να φάει ο πατέρας σου το πιπί σου , που δεν έρχεται να σε γνωρίσει!)
Το τραγουδάκι ίσως φαντάζει αρχικά αστείο, στην πραγματικότητα όμως, είναι ένα γλυκό-πικρό παράπονο. Εκφράζει το γλυκό συναίσθημα της μάνας για το παιδί της και την πικρία της νεαρής συζύγου για το άντρα της που αργούσε να γυρίσει και που δεν το έκανε ούτε για χάρη του παιδιού της.
Η «Καταραμέντσα» ήταν λαϊκή τραγουδίστρια στη Σαντά και σ’ αυτή της την ιδιότητα οφείλεται το παρατσούκλι της.
Όταν τελείωνε ο θερισμός του χόρτου στα λιβάδια ,ανέβαιναν στις κοντινές βουνοκορφές όπου θέριζαν το «ζυγούδ», ένα χόρτο κοντό και σκληρό. Το χόρτο αυτό, επειδή ήταν κοντό, δεν δένονταν με το σκοινί αλλά το κουβαλούσαν μέσα σε υφαντά τρίχινα τσουβάλια, τα «χαράρα». Τα γέμιζαν πατητά και βάζανε από πάνω και άλλη αγκαλιά χόρτο, το «πασλούχ»-(η κουκούλα).
Το σακί έπρεπε να είναι καλογεμισμένο, πατημένο και ίσια δεμένο κάθετα στην πλάτη, για να μην γέρνει η κουβαλήτρα πότε από την μια μεριά και πότε από την άλλη και να μην την συμπαρασύρει και κατρακυλήσουν σακί και κουβαλήτρα μαζί.
Η κουβαλήτρα έπρεπε να περπατάει στητή, με καλοδεμένο το τσεμπέρι της, με περιποιημένα και καλοδεμένα τα τσαρουχοδέματα, για να μην την περιγελούνε!!
Έτσι έπρεπε. Ήταν αυστηρή η κοινωνία τους. Είχε τους κανόνες της που δεν την άφηναν περιθώρια για κάποια παράλειψη ή κάποιο λάθος.
Όταν τύχαινε κάποια από τις θερίστρες να είναι αδιάθετη, ή να είναι κάπως αδέξια σ΄ αυτό το είδος του θερισμού, τότε όλες μαζί βάζανε από μια αγκαλιά χόρτο και συμπλήρωναν το σακί και το «πασλουχ» της φίλης τους, για να μην πάει στο χωριό με μισοάδειο σακί και τότε θ’ άρχιζε το κουτσομπολιό.
Όποια είχε καλοπατημένο το σακί της και είχε μεγάλο «πασλουχ» από πάνω, ήταν προκομμένη, ή παινεμένη και όλοι μακάριζαν την οικογένεια που είχε μια τόσο προκομμένη νύφη. Που είχε, δηλαδή ένα τόσο καλό υποζύγιο!!!
Σχολίαζαν στο χωριό:
«Μώ σε! Το σαλάκ’ν ατς ραχίν κ’ εκείνε πορπατεί άμον λαμπάδαν, λες κ ‘εσύ φτουλ’ τα φορτούται!! Μασαλλάχ!! Αρ αϊκ’ σαν νύφεν θα έχεις!!
(Βουνό το φόρτωμα στην πλάτη της και αυτή περπατάει ίσια, σαν λαμπάδα, λες και είναι φορτωμένη με πούπουλα. Μπράβο! Τέτοια νύφη , αξίζει να έχεις !)
Η εργατικότητα συνδυασμένη με αντοχή και λεβεντιά ήταν χάρισμα επιθυμητό στην Σαντά. Αυτή ήταν η ιδανική γυναίκα της Σαντάς
Ο θερισμός του χόρτου στα λιβάδια άρχιζε από τα μέσα Ιούλη και τελείωνε στις αρχές του Σεπτέμβρη. Ο χειμώνας στη Σαντά ήταν βαρύς και τα ζώα ήθελαν τόνους χόρτο για να ξεχειμωνιάζουν.
ΣΑΝΤΑ : θερισμος 1905 |
Έτσι οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να θερίζουν χόρτο από τα λιβάδια και να το κουβαλούν με την πλάτη τους στο σπίτι, όπου το ξέραιναν με χίλια-δυο βάσανα και ταλαιπωρίες, γιατί ο καιρός στην Σαντά ήταν βροχερός και η ομίχλη καθημερινός επισκέπτης.
Στο θέρος πήγαιναν όλες οι νέες γυναίκες είτε ήσαν φτωχές, είτε πλούσιες. Υπήρχαν οικογένειες που μπορούσαν να πληρώσουν για τον θερισμό των λιβαδιών τους. Παρ’ όλα αυτά, οι κόρες και οι νύφες πήγαιναν στο θέρος, για να μην χαρακτηριστούν τεμπέλες η αρρωστιάρες και άχρηστες!!! Για το καλό τους όνομα λοιπόν έπρεπε να πηγαίνουν στο θέρος, γιατί η εργατικότητα μετρούσε πολύ στη Σαντά.
Έπειτα η κοινωνία τους, ήθελε την γυναίκα σκληραγωγημένη για να μπορεί να επιβιώνει κάτω από κάθε είδους δυσκολίες.
«Μάθε κόρη την αγρυπνάν και την κακοπερίαν
Και όνταν πας’ σα πεθερ’ κά σ’ να είσαι μαθεμέντσα»
Δηλαδή: Συνήθισε κόρη μου στο ξενύχτι και στις δυσκολίες της ζωής
και όταν θα πας στα πεθερικά σου νάσαι συνηθισμένη.
Έπρεπε λοιπόν η γυναίκα να είναι έτοιμη, ικανή να προσαρμοστεί στην καινούργια της ζωή. Τις ήθελαν «εμ σ’αγιάρ εμ σο σαμάρ», όπως λέει η παροιμία, δηλαδή και αρχόντισσες καθισμένες στη σέλα του αλόγου, όταν στην ζωή τις έρχονταν όλα βολικά, αλλά να τα καταφέρνουν και στη πλάτη του φτωχού γαϊδουράκου , παρά τις δυσκολίες της ζωής!!
Οι θερίστρες ξυπνούσαν από τα χαράματα. Προτού χαράξει η μέρα οι πεθερές άρχιζαν:
-Σκου νύφε, σκου νύφε. Εμέρωσεν(Σήκω νύφη, σήκω νύφη ,ξημέρωσε),μια προσφώνηση που ήταν βραχνάς για τις νέες και κουρασμένες γυναίκες.
Ξυπνούσαν ετοίμαζαν βιαστικά τα σύνεργα για τον θερισμό, δρεπάνι, σχοινί, ετοίμαζαν το φαγητό τους που ήταν συνήθως ψωμί με τυρί ή βούτυρο ή τσορτάνια, από καμιά φορά κάμνανε και «τηγανιά»(ομελέτες με φρέσκα κρεμμυδάκια ή πατάτες) και ξεκινούσαν.
Συνήθως πήγαιναν παρέες-παρέες για το θέρος και πήγαινε πάντοτε μαζί τους και μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, για να τις προσέχει και να τις συμβουλεύει αν χρειαζόταν. Αυτή ήταν και ο αρχηγός της συντροφιάς και ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης και αγαπητό σε όλες.
Εκεί στα καταπράσινα λιβάδια, στην παραδεισένια φύση, μέσα στη μυρωδιά των λουλουδιών και του φρεσκοκομμένου χόρτου, ξεσπούσαν τα βάσανα και οι καημοί. Εκεί, καθώς το μυστήριο του δάσους και του βουνού, ελεύθερες και απαλλαγμένες από ντροπαλοσύνες και περιορισμούς, νιόπαντρες και κορίτσια, άφηναν τον πόνο τους να ξεχύνεται αυθόρμητα σε τραγούδι μελαγχολικό, νοσταλγικό και παραπονεμένο.
Τραγουδούσαν για την καταραμένη ξενιτιά ,για τον χωρισμό, για την αγάπη, για το χρυσό τους ταίρι.
«Αέρ’-ι-μ’ κι Αε Θόδωρε μ’ με τ’ άσπρον τ’ αλογόπον
Έπαρ’ και δέβα κρεμ’ σον με ‘ς σ’ εγάπ’ς –ι-μ’-τα’ εγκαλόπον!!»
(Αι Γιώργη και Αι Θόδωρε με τ’ άσπρο το αλογάκι
Πάρε με και ρίξε με στην αγκαλιά της αγάπης μου)
Έκλαιγαν και τραγουδούσαν. Τραγουδούσανε και κλαίγανε μαζί κι έτσι γαλήνευε η πονεμένη τους ψυχή. Παρακαλούσαν τη φύση γύρω, τον ουρανό, τον ήλιο , τα βουνά:
“E! Ουρανέ Παράκλητε κατηβ΄αφκά και κρίσον
Εμέ και το σαρίν τ’αρνίμ μ’ ‘ς έναν μέρος για ποίσον»
(Αχ! Ουρανέ μου σπλαχνικέ! χαμήλωσε και κρίνε,
εμέ και την αγάπη μου δώσε μας κάποια λύση).
«Νερά –νερά τρεχούμενα, νερόπα που κες΄ πάτεν;
Τ’ αρνόπο μ’ εν σην ξενιτάν, έπαρτ’ ατο κι ελάτεν».
(Νερά-νερά τρεχούμενα, νεράκια για που πάτε;
Η αγάπη μου στην ξενιτιά πάρτε την και ελάτε).
Πονεμένες γυναίκες! Η μαγευτική ομορφιά της φύσης γύρω, όχι μόνο δεν τις παρηγορούσε παρά τις άναβε τον καημό της μοναξιάς!!Πνιγμένες από καημό και θλίψη μιλούσαν με τον άνεμο, τα δέντρα, τα πουλιά και λέγανε τον πόνο τους τραγουδώντας:
“Ψηλά ραχία και πράσινα και δέντρα φυλλωμένα,
κλισ΄τεν κα’ τα κλαδόπα σουν και κλαψ’ τεν για τ’ εμένα»
(Ψηλά βουνά και πράσινα και δέντρα φυλλωμένα,
γυρ’τε τα κλωναράκια σας, κλαψ’ τε και σεις για μένα).
Όλα τους τα τραγούδια ζυμωμένα με τον πόνο, την λύπη, την μοναξιά και την νοσταλγία. Όλα μαρτυρούν την πικραμένη-βασανισμένη ζωή της Σανταίας.
«Και ‘ς ση Σαντά που έντρισεν μη λέει είμαι αντριμέντσα
ο πρόσωπος ατ’ς κι γελά , πάντα τυραννιγμέντσα»
(Όποιος παντρεύτηκε στη Σαντά είναι σαν να μην παντρεύτηκε
ποτέ δεν έχει γελαστό πρόσωπο, πάντοτε είναι στεναχωρημένη).
Ο θερισμός του χόρτου ήταν δουλειά κουραστική και διαρκούσε περισσότερο από δυο μήνες, όμως για τις Σανταίες, που ήσαν γυναίκες εργατικές, ανθεκτικές, γεροδεμένες, ήταν πολλές φορές δουλειά σχεδόν ευχάριστη.
Ήταν μια ευκαιρία να φύγουν από την αυστηρή μάτια των πεθερικών, των γερόντων, της αυστηρής τους κοινωνίας γενικά. Μια ευκαιρία να ξεδώσουν. Εκεί μπορούσαν να πουν, να κλάψουν, να τραγουδήσουν τον πόνο και τον καημό τους. Θέλει και ο πόνος το τραγούδι του…Και όταν ξαλάφρωνε η καρδιά και γαλήνευε η ψυχή, κάθονταν στον παχύ ίσκιο των δέντρων, δίπλα σε κάποια νεροπηγή με κρυστάλλινο νερό, να πιουν νερό να δροσιστούν, να ξαποστάσουν, να κάτσουν να φάνε και να ξεκουραστούν. Ύστερα λέγανε τα αστεία τους, γελούσαν, παίζανε «τσάλτικαν»-τσιλίκι και «λύντζα»-πεντόβολα και κάνανε τις τρέλες τους!!!
Ήταν πολύ…νέες.
Άλλοτε πάλι το ρίχνανε στο χορό και πείραζαν η μια την άλλη με δίστιχα που λίγο-πολύ τα κατάφερναν όλες. Χαίρονταν την ελευθερία τους και παίρνανε έτσι και λίγη εκδίκηση από τις πεθερές , που τις ήθελαν δούλες και υποτακτικές και διαιώνιζαν την αυστηρότητα, την καταπίεση και την σκληρότητα, ενώ υπήρξαν και οι ίδιες νωρίτερα θύματα της αυτής σκληρότητας.
Γνωστή είναι η περίπτωση της Μαρίας Σπυριδοπούλου, γνωστής με τ' όνομα «Καταραμέντσα». Κάποια μέρα η «Καταραμέντσα» πήρε μαζί της στο θέρος και το δίχρονο αγοράκι της. Το έβαλε να κοιμηθεί στον ίσκιο ενός δέντρου, όσο εκείνη θέριζε. Κάποια στιγμή το αγοράκι ξύπνησε και άρχισε να κλαίει. Η μάνα έτρεξε, το πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της και για να το ηρεμήσει, άρχισε να το τραγουδάει:
«Έλα γιαβρί μ’ έλα πουλί μ’, η μάννα σ’ ποδεδίσ’ εν
ο κύρη σ’ να τρώει το λιλί σ’ που κ’ ερ’ ται εγνώρι’σε!»
(Έλα γιαβρί μου, έλα πουλάκι μου, να σε χαρεί η μαμά σου
να φάει ο πατέρας σου το πιπί σου , που δεν έρχεται να σε γνωρίσει!)
Το τραγουδάκι ίσως φαντάζει αρχικά αστείο, στην πραγματικότητα όμως, είναι ένα γλυκό-πικρό παράπονο. Εκφράζει το γλυκό συναίσθημα της μάνας για το παιδί της και την πικρία της νεαρής συζύγου για το άντρα της που αργούσε να γυρίσει και που δεν το έκανε ούτε για χάρη του παιδιού της.
Η «Καταραμέντσα» ήταν λαϊκή τραγουδίστρια στη Σαντά και σ’ αυτή της την ιδιότητα οφείλεται το παρατσούκλι της.
Όταν τελείωνε ο θερισμός του χόρτου στα λιβάδια ,ανέβαιναν στις κοντινές βουνοκορφές όπου θέριζαν το «ζυγούδ», ένα χόρτο κοντό και σκληρό. Το χόρτο αυτό, επειδή ήταν κοντό, δεν δένονταν με το σκοινί αλλά το κουβαλούσαν μέσα σε υφαντά τρίχινα τσουβάλια, τα «χαράρα». Τα γέμιζαν πατητά και βάζανε από πάνω και άλλη αγκαλιά χόρτο, το «πασλούχ»-(η κουκούλα).
Το σακί έπρεπε να είναι καλογεμισμένο, πατημένο και ίσια δεμένο κάθετα στην πλάτη, για να μην γέρνει η κουβαλήτρα πότε από την μια μεριά και πότε από την άλλη και να μην την συμπαρασύρει και κατρακυλήσουν σακί και κουβαλήτρα μαζί.
Η κουβαλήτρα έπρεπε να περπατάει στητή, με καλοδεμένο το τσεμπέρι της, με περιποιημένα και καλοδεμένα τα τσαρουχοδέματα, για να μην την περιγελούνε!!
Έτσι έπρεπε. Ήταν αυστηρή η κοινωνία τους. Είχε τους κανόνες της που δεν την άφηναν περιθώρια για κάποια παράλειψη ή κάποιο λάθος.
Όταν τύχαινε κάποια από τις θερίστρες να είναι αδιάθετη, ή να είναι κάπως αδέξια σ΄ αυτό το είδος του θερισμού, τότε όλες μαζί βάζανε από μια αγκαλιά χόρτο και συμπλήρωναν το σακί και το «πασλουχ» της φίλης τους, για να μην πάει στο χωριό με μισοάδειο σακί και τότε θ’ άρχιζε το κουτσομπολιό.
Όποια είχε καλοπατημένο το σακί της και είχε μεγάλο «πασλουχ» από πάνω, ήταν προκομμένη, ή παινεμένη και όλοι μακάριζαν την οικογένεια που είχε μια τόσο προκομμένη νύφη. Που είχε, δηλαδή ένα τόσο καλό υποζύγιο!!!
Σχολίαζαν στο χωριό:
«Μώ σε! Το σαλάκ’ν ατς ραχίν κ’ εκείνε πορπατεί άμον λαμπάδαν, λες κ ‘εσύ φτουλ’ τα φορτούται!! Μασαλλάχ!! Αρ αϊκ’ σαν νύφεν θα έχεις!!
(Βουνό το φόρτωμα στην πλάτη της και αυτή περπατάει ίσια, σαν λαμπάδα, λες και είναι φορτωμένη με πούπουλα. Μπράβο! Τέτοια νύφη , αξίζει να έχεις !)
Η εργατικότητα συνδυασμένη με αντοχή και λεβεντιά ήταν χάρισμα επιθυμητό στην Σαντά. Αυτή ήταν η ιδανική γυναίκα της Σαντάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου