Όσοι
πιστεύουν στην παραδοσιακή έχθρα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων θα
παρακολουθούσαν απορημένοι τους Έλληνες της Μυτιλήνης να στρώνουν
αποχαιρετιστήρια τραπέζια στους γείτονες τους και αργότερα να τους
συνοδεύουν στην προβλήτα όπου χριστιανοί και μωαμεθανοί που μια ζωή
όργωναν τα χωράφια τους δίπλα-δίπλα και πολλές φορές έπαιζαν μία παρτίδα
τάβλι στα καφενεία του χωριού, αγκαλιάζονταν και αποχαιρετούσαν ο ένας
τον άλλον με δάκρυα στα μάτια.
Έπειτα, καθισμένοι σε βουνά από αποσκευές, με τα υπάρχοντα τους τριγύρω -οι γυναίκες κλαίγοντας, τα παιδιά αγκαλιά με τα αγαπημένα τους κατοικίδια, οι γέροντες με τα γκρίζα γένια, αξιοπρεπείς όπως συνήθως- οι μουσουλμάνοι της Μυτιλήνης σάλπαραν για την άγνωστη Τουρκία.
Τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη του 1922, ένας νεαρός Τούρκος αξιωματικός που τον έλεγαν Κεμαλεντίν κατέβηκε στην προβλήτα ενός απομακρυσμένου λιμανιού στο Αιγαίο και αποχαιρέτησε με βαθιά συγκίνηση μία απελπισμένη Ελληνίδα. Καθώς την αγκάλιαζε της ψιθύρισε το όνομα μιας από τις τρεις αδελφές του που είχαν σκοτωθεί πρόσφατα από τον ελληνικό στρατό, στην πατρίδα του την Προύσα.
Υποσχέθηκε επίσης στην γυναίκα, που την έλεγαν Αγάπη, ότι θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να προστατεύσει τον δεκαοκτάχρονο αδελφό της, τον Ηλία, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με άλλους 3.000'Ελληνες άνδρες και εφήβους της πόλης, υποτίθεται για να δουλέψουν στα τάγματα εργασίας.
Αυτή η συνάντηση του Κεμαλεντίν και της Αγάπης, που την διηγήθηκε η ίδια πολλά χρόνια αργότερα, ήταν το αποκορύφωμα μιας τραγικής ανθρώπινης ιστορίας που εκτυλίχθηκε στα παράλια της Μικρασίας με φόντο τα καταλυτικά, και για πολλούς ανατριχιαστικά, γεγονότα εκείνου του φθινοπώρου.
Το αποχαιρετιστήριο μήνυμα του Κεμαλεντίν στην Αγάπη δόθηκε την ώρα που εκείνη ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο τελευταίο καράβι που έφευγε από το Αϊβαλί. Το καράβι μετέφερε τους εναπομείναντες κατοίκους που ένα μήνα νωρίτερα αριθμούσαν περίπου 30.000 και ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη, ο τουρκικός στρατός κατέκτησε το Αϊβαλί εδραιώνοντας την νικηφόρα πορεία που είχε ξεκινήσει τον Αύγουστο με την συντριβή του ελληνικού στρατού ο οποίος, ύστερα από μία σύντομη επέλαση στο εσωτερικό της χώρας, είχε ακινητοποιηθεί για ένα χρόνο. Αυτή η παραμονή έγινε κάτω από συνθήκες που συνεχώς χειροτέρευαν, όταν ο στρατός απέτυχε να καταλάβει την Αγκυρα, την έδρα των Τούρκων εθνικιστών, νωρίς το φθινόπωρο του 1921.
Ως τα μέσα Σεπτέμβρη του 1922 μία ελληνική δύναμη αποτελούμενη από περισσότερους από 200.000 άνδρες είχε διωχθεί από την Ανατολία. Κάποιοι από αυτούς τράβηξαν προς τα βόρεια στη θάλασσα του Μαρμαρά σε αρκετά καλή κατάσταση, αλλά η πλειοψηφία υποχώρησε άτακτα πυρπολώντας και καταστρέφοντας πόλεις και χωριά στο πέρασμα της.
Μέχρι σήμερα οι Τούρκοι διδάσκονται να θεωρούν εκείνη την περίοδο σαν μία από τις πιο ένδοξες της ιστορίας τους, όπου το όνομα κάθε πεδίου μάχης, κάθε στρατιωτικού διοικητή αποστηθίζεται και φυλάσσεται σαν ιερό κειμήλιο.
Τα τουρκόπουλα μαθαίνουν πως ο Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ ή «πατέρας των Τούρκων», διατηρούσε την ψυχραιμία του κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών στιγμών της εκστρατείας, όταν η Άγκυρα ήταν ακόμα μία μικρή, ευάλωτη πόλη που αγωνιζόταν να επιβιώσει και δεν διέθετε ούτε σπιθαμή χώρου να νοσηλεύσει τους τραυματίες» που έφταναν από το κοντινό μέτωπο.
Μαθαίνουν τις εμπνευσμένες του διαταγές -«η πρώτη γραμμή είναι ολόκληρη η χώρα!»- την απόλυτη αποφασιστικότητα με την οποία απέρριπτε τους εύκολους συμβιβασμούς, πώς εμψύχωνε τους λιγότερο γενναίους και πόσο σκληρά πάτασσε την προδοσία στο ίδιο του το στρατόπεδο.
Οι δάσκαλοι τονίζουν το θάρρος με το οποίο ο Κεμάλ αντιμετώπισε τους Βρετανούς που διαφέντευαν ακόμα την Κωνσταντινούπολη και ήταν σε απόλυτη σύμπραξη με το παρακμασμένο οθωμανικό κατεστημένο που είχε γαντζωθεί στη ψευδαίσθηση ότι εξουσιάζει την αυτοκρατορία που γκρεμιζόταν. Σχεδόν τα πάντα σε αυτή την ιστορία είναι αληθινά ως ένα σημείο, μόνο που δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια.
Στις 9 Σεπτέμβρη του 1922 το ιππικό του Κεμάλ εισήλθε νικηφόρο στο κυριότερο λιμάνι του Αιγαίου ξαναδίνοντας του το τουρκικό όνομα Ιζμίρ. Τα τελευταία τρία χρόνια το λιμάνι ήταν το αρχηγείο των ελληνικών στρατιωτικών και διοικητικών δυνάμεων και παντού γνωστό με το παλαιό του όνομα από την Καινή Διαθήκη: Σμύρνη.
Ως τα τέλη Αυγούστου και καθώς οι 'Ελληνες εγκατέλειπαν το μικρασιατικό τους προπύργιο, η Σμύρνη έσφυζε ακόμα από κοσμοπολίτικη ζωή. Η όπερα, τα καφενεία και ολόκληρα κτίρια εμπορικών επιχειρήσεων λειτουργούσαν κανονικά. Όταν έφτασαν οι κατακτητές μέσα σε τέσσερις μέρες, το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης είχε γίνει στάχτη και δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων είχαν καεί ή πνιγεί στις άκαρπες προσπάθειες τους να επιβιβαστούν στα βρετανικά, γαλλικά ή αμερικανικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα τριγύρω και έκαναν λίγα πράγματα για να εμποδίσουν το κακό.
Το ερώτημα πώς ξεκίνησε η φωτιά -στην αρμένικη συνοικία από όπου εξαπλώθηκε γρήγορα- παραμένει επίμαχο. Η Μίνι Μιλς, διευθύντρια του Αμερικανικού Κολλεγίου της πόλης, περιέγραφε κατόπιν με γλαφυρό τρόπο ότι είδε Τούρκους στρατιώτες να πετάνε μπιτόνια με πετρέλαιο στα αρμένικα σπίτια και κατόπιν να τα βλέπουν να τυλίγονται στις φλόγες. Αυτό το επιχείρημα απορρίπτεται από τους περισσότερους τουρκικούς ή φιλοτουρκικούς απολογισμούς που ισχυρίζονται ότι, αφού είναι σίγουρο ότι οι Έλληνες έκαψαν πολλά άλλα μέρη, εκείνοι πιθανότατα έκαψαν και τη Σμύρνη.
Αυτή η χοντροκομμένη συλλογιστική είναι μάλλον αστήρικτη. Ο Ισμέτ Ινονού, διοικητής τότε της τουρκικής στρατιάς, έγραψε κάτι πολύ πιο αινιγματικό στα απομνημονεύματα του. Αναφερόμενος στους εμπρησμούς που είχαν γίνει από τους 'Ελληνες στο εσωτερικό της χώρας και στην πυρκαγιά της Σμύρνης, λέει:
«Οι στρατιώτες είπαν ότι ακολούθησαν διαταγές. Οι αξιωματικοί ότι υπήρξε ρήγμα στην πειθαρχία». Την ώρα εκείνη «που η χαρά πάλευε μέσα μας με τη θλίψη [...] ο Ατατούρκ [...] είπε ότι μία μέρα ίσως χρειαστεί να συμμαχήσουμε με τους Έλληνες».
Σύμφωνα με τον Ισμέτ αυτό δεν σήμαινε ότι ο ηγέτης είχε μετανοήσει για την καταστροφή της Σμύρνης: αυτό που έλεγε ήταν «ας γίνει στάχτη, ας καταστραφεί».
Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ζωή των Ελλήνων στα παράλια της Μικρασίας όπου άκμασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επί 3.000 χρόνια έφτασε στο τέλος της μέσα σε λίγες μέρες στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1922.
Ονόμαζαν
την πόλη τους Αϊβαλί και πιο επίσημα Κυδωνιές, που σημαίνει το ίδιο και
αναφέρεται στην όμορφη, γεμάτη οπωροφόρα ενδοχώρα.
Την 1η Σεπτέμβρη
ο'Ελληνας διοικητής της δυτικής Ανατολίας Αριστείδης Στεργιάδης έστειλε
ένα απόρρητο τηλεγράφημα στους υφιστάμενους του σε όλη την περιοχή αλλά
και στην κεντρική διοίκηση στο Αϊβαλί με οδηγίες να διαλυθεί άμεσα η
ελληνική αστυνομία οι υπόλοιπες υπηρεσίες λόγω της πρόσφατης
στρατιωτικής πανωλεθρίας.
Φαίνεται το μυστικό της επικείμενης φυγής και τα αίτια που την προκάλεσαν κατόρθωσε να μείνει κρυφό από τους απλούς ανθρώπους τουλάχιστον για τις πρώτες κρίσιμες μέρες.
Στις αρχές Σεπτέμβρη, βλέποντας με όλο και μεγαλύτερη απόγνωση τους αξιωματικούς και τους άνδρες της ηττημένης ελληνικής στρατιάς να φεύγουν, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης συνεδρίασε υπό τον μητροπολίτη Γρηγόριο Ωρολογά και κατέληξε σε μία αφελέστατη απόφαση που αποδείχτηκε μοιραία.
Ο τοπικός πληθυσμός θα έμενε στην πόλη μέχρι να φτάσει ο νικηφόρος τουρκικός στρατός. Σαν χειρονομία καλής θέλησης όλα τα πλοία θα παρέμεναν στο λιμάνι δεμένα, χωρίς να επιτρέπεται στους κατοίκους να επιβιβαστούν.
Το συμβούλιο ήλπιζε ότι μ' αυτό τον τρόπο θα κατόρθωνε να αναθερμάνει τις σχέσεις με τις τουρκικές αρχές που ίσχυαν, με ορισμένες δραματικές διακοπές, από το 1775, όταν εκχωρήθηκαν στην κοινότητα σημαντικά προνόμια από τις οθωμανικές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα να παραμένει η πόλη αποκλειστικά ελληνική και χριστιανική.
Έπειτα, καθισμένοι σε βουνά από αποσκευές, με τα υπάρχοντα τους τριγύρω -οι γυναίκες κλαίγοντας, τα παιδιά αγκαλιά με τα αγαπημένα τους κατοικίδια, οι γέροντες με τα γκρίζα γένια, αξιοπρεπείς όπως συνήθως- οι μουσουλμάνοι της Μυτιλήνης σάλπαραν για την άγνωστη Τουρκία.
Τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη του 1922, ένας νεαρός Τούρκος αξιωματικός που τον έλεγαν Κεμαλεντίν κατέβηκε στην προβλήτα ενός απομακρυσμένου λιμανιού στο Αιγαίο και αποχαιρέτησε με βαθιά συγκίνηση μία απελπισμένη Ελληνίδα. Καθώς την αγκάλιαζε της ψιθύρισε το όνομα μιας από τις τρεις αδελφές του που είχαν σκοτωθεί πρόσφατα από τον ελληνικό στρατό, στην πατρίδα του την Προύσα.
Υποσχέθηκε επίσης στην γυναίκα, που την έλεγαν Αγάπη, ότι θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να προστατεύσει τον δεκαοκτάχρονο αδελφό της, τον Ηλία, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με άλλους 3.000'Ελληνες άνδρες και εφήβους της πόλης, υποτίθεται για να δουλέψουν στα τάγματα εργασίας.
Αυτή η συνάντηση του Κεμαλεντίν και της Αγάπης, που την διηγήθηκε η ίδια πολλά χρόνια αργότερα, ήταν το αποκορύφωμα μιας τραγικής ανθρώπινης ιστορίας που εκτυλίχθηκε στα παράλια της Μικρασίας με φόντο τα καταλυτικά, και για πολλούς ανατριχιαστικά, γεγονότα εκείνου του φθινοπώρου.
Το αποχαιρετιστήριο μήνυμα του Κεμαλεντίν στην Αγάπη δόθηκε την ώρα που εκείνη ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο τελευταίο καράβι που έφευγε από το Αϊβαλί. Το καράβι μετέφερε τους εναπομείναντες κατοίκους που ένα μήνα νωρίτερα αριθμούσαν περίπου 30.000 και ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη, ο τουρκικός στρατός κατέκτησε το Αϊβαλί εδραιώνοντας την νικηφόρα πορεία που είχε ξεκινήσει τον Αύγουστο με την συντριβή του ελληνικού στρατού ο οποίος, ύστερα από μία σύντομη επέλαση στο εσωτερικό της χώρας, είχε ακινητοποιηθεί για ένα χρόνο. Αυτή η παραμονή έγινε κάτω από συνθήκες που συνεχώς χειροτέρευαν, όταν ο στρατός απέτυχε να καταλάβει την Αγκυρα, την έδρα των Τούρκων εθνικιστών, νωρίς το φθινόπωρο του 1921.
Ως τα μέσα Σεπτέμβρη του 1922 μία ελληνική δύναμη αποτελούμενη από περισσότερους από 200.000 άνδρες είχε διωχθεί από την Ανατολία. Κάποιοι από αυτούς τράβηξαν προς τα βόρεια στη θάλασσα του Μαρμαρά σε αρκετά καλή κατάσταση, αλλά η πλειοψηφία υποχώρησε άτακτα πυρπολώντας και καταστρέφοντας πόλεις και χωριά στο πέρασμα της.
Μέχρι σήμερα οι Τούρκοι διδάσκονται να θεωρούν εκείνη την περίοδο σαν μία από τις πιο ένδοξες της ιστορίας τους, όπου το όνομα κάθε πεδίου μάχης, κάθε στρατιωτικού διοικητή αποστηθίζεται και φυλάσσεται σαν ιερό κειμήλιο.
Τα τουρκόπουλα μαθαίνουν πως ο Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ ή «πατέρας των Τούρκων», διατηρούσε την ψυχραιμία του κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών στιγμών της εκστρατείας, όταν η Άγκυρα ήταν ακόμα μία μικρή, ευάλωτη πόλη που αγωνιζόταν να επιβιώσει και δεν διέθετε ούτε σπιθαμή χώρου να νοσηλεύσει τους τραυματίες» που έφταναν από το κοντινό μέτωπο.
Μαθαίνουν τις εμπνευσμένες του διαταγές -«η πρώτη γραμμή είναι ολόκληρη η χώρα!»- την απόλυτη αποφασιστικότητα με την οποία απέρριπτε τους εύκολους συμβιβασμούς, πώς εμψύχωνε τους λιγότερο γενναίους και πόσο σκληρά πάτασσε την προδοσία στο ίδιο του το στρατόπεδο.
Οι δάσκαλοι τονίζουν το θάρρος με το οποίο ο Κεμάλ αντιμετώπισε τους Βρετανούς που διαφέντευαν ακόμα την Κωνσταντινούπολη και ήταν σε απόλυτη σύμπραξη με το παρακμασμένο οθωμανικό κατεστημένο που είχε γαντζωθεί στη ψευδαίσθηση ότι εξουσιάζει την αυτοκρατορία που γκρεμιζόταν. Σχεδόν τα πάντα σε αυτή την ιστορία είναι αληθινά ως ένα σημείο, μόνο που δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια.
Στις 9 Σεπτέμβρη του 1922 το ιππικό του Κεμάλ εισήλθε νικηφόρο στο κυριότερο λιμάνι του Αιγαίου ξαναδίνοντας του το τουρκικό όνομα Ιζμίρ. Τα τελευταία τρία χρόνια το λιμάνι ήταν το αρχηγείο των ελληνικών στρατιωτικών και διοικητικών δυνάμεων και παντού γνωστό με το παλαιό του όνομα από την Καινή Διαθήκη: Σμύρνη.
Δρόμος στη Σμύρνη |
Ως τα τέλη Αυγούστου και καθώς οι 'Ελληνες εγκατέλειπαν το μικρασιατικό τους προπύργιο, η Σμύρνη έσφυζε ακόμα από κοσμοπολίτικη ζωή. Η όπερα, τα καφενεία και ολόκληρα κτίρια εμπορικών επιχειρήσεων λειτουργούσαν κανονικά. Όταν έφτασαν οι κατακτητές μέσα σε τέσσερις μέρες, το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης είχε γίνει στάχτη και δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων είχαν καεί ή πνιγεί στις άκαρπες προσπάθειες τους να επιβιβαστούν στα βρετανικά, γαλλικά ή αμερικανικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα τριγύρω και έκαναν λίγα πράγματα για να εμποδίσουν το κακό.
Το ερώτημα πώς ξεκίνησε η φωτιά -στην αρμένικη συνοικία από όπου εξαπλώθηκε γρήγορα- παραμένει επίμαχο. Η Μίνι Μιλς, διευθύντρια του Αμερικανικού Κολλεγίου της πόλης, περιέγραφε κατόπιν με γλαφυρό τρόπο ότι είδε Τούρκους στρατιώτες να πετάνε μπιτόνια με πετρέλαιο στα αρμένικα σπίτια και κατόπιν να τα βλέπουν να τυλίγονται στις φλόγες. Αυτό το επιχείρημα απορρίπτεται από τους περισσότερους τουρκικούς ή φιλοτουρκικούς απολογισμούς που ισχυρίζονται ότι, αφού είναι σίγουρο ότι οι Έλληνες έκαψαν πολλά άλλα μέρη, εκείνοι πιθανότατα έκαψαν και τη Σμύρνη.
Αυτή η χοντροκομμένη συλλογιστική είναι μάλλον αστήρικτη. Ο Ισμέτ Ινονού, διοικητής τότε της τουρκικής στρατιάς, έγραψε κάτι πολύ πιο αινιγματικό στα απομνημονεύματα του. Αναφερόμενος στους εμπρησμούς που είχαν γίνει από τους 'Ελληνες στο εσωτερικό της χώρας και στην πυρκαγιά της Σμύρνης, λέει:
«Οι στρατιώτες είπαν ότι ακολούθησαν διαταγές. Οι αξιωματικοί ότι υπήρξε ρήγμα στην πειθαρχία». Την ώρα εκείνη «που η χαρά πάλευε μέσα μας με τη θλίψη [...] ο Ατατούρκ [...] είπε ότι μία μέρα ίσως χρειαστεί να συμμαχήσουμε με τους Έλληνες».
Σύμφωνα με τον Ισμέτ αυτό δεν σήμαινε ότι ο ηγέτης είχε μετανοήσει για την καταστροφή της Σμύρνης: αυτό που έλεγε ήταν «ας γίνει στάχτη, ας καταστραφεί».
Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ζωή των Ελλήνων στα παράλια της Μικρασίας όπου άκμασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επί 3.000 χρόνια έφτασε στο τέλος της μέσα σε λίγες μέρες στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1922.
Η
Σμύρνη εκείνη την εποχή ήταν γεμάτη Έλληνες. Διακόσιες χιλιάδες ζούσαν
μέσα ή γύρω από την πόλη και περίπου άλλοι 150.000 πρόσφυγες είχαν
φτάσει από τα ανατολικά. Όσοι άνδρες ήταν σε θέση να δουλέψουν
αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να
αναλάβουν τις επανορθώσεις των καταστροφών που προκάλεσε ο ελληνικός
στρατός. Στους
ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα δόθηκε προθεσμία δύο εβδομάδων για να
φύγουν. Πολλοί από αυτούς χρωστούν τη ζωή τους στον Άσα Τζένινγκς, έναν
χαμηλών τόνων μεθοδιστή κληρικό από την Αμερική, ο οποίος, ενεργώντας
παρορμητικά και χωρίς καμία επίσημη εξουσιοδότηση, έστειλε μία σειρά
μηνυμάτων στην ελληνική κυβέρνηση απαιτώντας από αυτήν να στείλει πλοία
και απειλώντας ότι θα αποκαλύψει την δειλία της αν δεν το έκανε .
Επειδή
μέσα στο γενικευμένο χάος οι επικοινωνίες είχαν κοπεί, η σοβαρότητα των
γεγονότων άργησε να γίνει κατανοητή στον Ελληνισμό του Αϊβαλίκ . Η
ελληνική κοινωνία της περιοχής , παρόλο που ήταν μικρότερη από της
Σμύρνης , θεωρούσε τον εαυτό της εξίσου σημαντικό προπύργιο ελληνικού
πολιτισμού και επιχειρηματικότητας.Αριστείδης Στεργιάδης |
Φαίνεται το μυστικό της επικείμενης φυγής και τα αίτια που την προκάλεσαν κατόρθωσε να μείνει κρυφό από τους απλούς ανθρώπους τουλάχιστον για τις πρώτες κρίσιμες μέρες.
Στις αρχές Σεπτέμβρη, βλέποντας με όλο και μεγαλύτερη απόγνωση τους αξιωματικούς και τους άνδρες της ηττημένης ελληνικής στρατιάς να φεύγουν, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης συνεδρίασε υπό τον μητροπολίτη Γρηγόριο Ωρολογά και κατέληξε σε μία αφελέστατη απόφαση που αποδείχτηκε μοιραία.
Ο τοπικός πληθυσμός θα έμενε στην πόλη μέχρι να φτάσει ο νικηφόρος τουρκικός στρατός. Σαν χειρονομία καλής θέλησης όλα τα πλοία θα παρέμεναν στο λιμάνι δεμένα, χωρίς να επιτρέπεται στους κατοίκους να επιβιβαστούν.
Το συμβούλιο ήλπιζε ότι μ' αυτό τον τρόπο θα κατόρθωνε να αναθερμάνει τις σχέσεις με τις τουρκικές αρχές που ίσχυαν, με ορισμένες δραματικές διακοπές, από το 1775, όταν εκχωρήθηκαν στην κοινότητα σημαντικά προνόμια από τις οθωμανικές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα να παραμένει η πόλη αποκλειστικά ελληνική και χριστιανική.
Γρήγορα
όμως φάνηκε καθαρά ότι η εποχή της μεθοδικά οργανωμένης συμβίωσης
Τούρκων αφεντικών και Ελλήνων υπηκόων είχε τελειώσει.Ο
τουρκικός στρατός κατέφθασε στο λιμάνι στις 19 Σεπτέμβρη.
Τον υποδέχθηκε στις παρυφές της πόλης
ο μητροπολίτης Γρηγόριος και άλλοι επιφανείς πολίτες. 0 ντόπιος πληθυσμός
κραύγαζε «γιασασίν!» (που σημαίνει «ζήτω») καθώς το τουρκικό ιππικό έκανε
παρέλαση στους δρόμους. Οι Έλληνες συμμετείχαν ακόμα και στην οργάνωση μιας
γιορτής με μουσική και χορό για τους αξιωματικούς του κεμαλικού στρατού.Η
ψυχρολουσία δεν άργησε να έλθει. Το ιππικό έδωσε τη θέση του στο πεζικό, το
οποίο εξέδωσε επίσημο διάταγμα που έλεγε ότι στο Αϊβαλίκ, όπως και παντού στη
δυτική Ανατολία, όσοι Έλληνες άνδρες κριθούν ικανοί να δουλέψουν θα σταλούν σε
τάγματα εργασίας ενώ οι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα θα απελαθούν πάραυτα
στην Ελλάδα.
Αυτά είναι τα γεγονότα που οδήγησαν
στη δραματική συνάντηση του υπολοχαγού Κεμαλεντίν και της Ελληνίδας Αγάπης. Σε
ηλικία μόλις δεκαοχτώ χρονών, ο αδελφός της Ηλίας θεωρήθηκε αρκετά μεγάλος για
καταναγκαστικά έργα, εκείνη όμως ήθελε οπωσδήποτε να τον γλιτώσει. Κατά τη
διάρκεια των τελευταίων ημερών του Σεπτέμβρη και καθώς η πλειοψηφία των
κατοίκων εγκατέλειπε την πόλη από τη θάλασσα, η Αγάπη αρνήθηκε να φύγει με την
υπόλοιπη οικογένεια της. Για πολλές μέρες περιπλανήθηκε στους δρόμους
αναζητώντας κάποιον Τούρκο αξιωματικό διατεθειμένο να ακούσει τις ικεσίες της
για την σωτηρία του αδελφού της.
Βρισκόταν σε απόγνωση και
ψηνόταν στον πυρετό όταν έπεσε πάνω στον Κεμαλεντίν, ο οποίος συμπαραστάθηκε
στην ίδια και αργότερα στον πατέρα της για πολλές μέρες και τελικά την οδήγησε
έξω από το κρατητήριο όπου μπόρεσε να ακούσει τις φωνές του αδελφού
της. Οι προσπάθειες αποφυλάκισης του όμως ήταν άκαρπες. Αφού της διηγήθηκε
την δική του ιστορία και την απελπισία του για το χαμό των τριών αδελφών του, ο
Κεμαλεντίν εκλιπάρησε την Αγάπη και τον πατέρα της, για την ασφάλεια της ζωής
τους, να επιβιβαστούν στο τελευταίο καράβι που εγκατέλειπε την πόλη. Τα
άλλα γεγονότα που συνέβησαν στο Αϊβαλί εκείνη την εποχή είναι τα περισσότερα
θλιβερά και δεν υπάρχει τρόπος να τα δει κανείς από ρομαντική σκοπιά. Σε ένα
από τα πλοία που ετοιμαζόταν να σαλπάρει φορτωμένο με Έλληνες κατοίκους, ένας
άνδρας που είχε καταφέρει να ανακατευτεί με τα γυναικόπαιδα είχε την κουταμάρα
να καταστρέψει το φέσι του, που οι Έλληνες το φορούσαν σαν δείγμα σεβασμού στο
οθωμανικό κατεστημένο.
Οι Τούρκοι φρουροί που στέκονταν στην
προκυμαία τον κατέβασαν βίαια από το πλοίο και τον τουφέκισαν. Από εκείνη τη
στιγμή οι έλεγχοι έγιναν αυστηρότεροι. Πολλοί νεαροί που προσπάθησαν να
μεταμφιεστούν ή απλώς να χαθούν μέσα στο πλήθος συνελήφθησαν και
αιχμαλωτίστηκαν. Ο Ηλίας, ο αδελφός της Αγάπης, επέζησε τελικά της δοκιμασίας
και έφτασε να γίνει ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες πεζογράφους του 20ου
αιώνα με το επίθετο Βενέζης.
Αλλά από τους 3.000 άνδρες που ζούσαν
τότε στο Αϊβαλί, μόλις εικοσιτρείς επέζησαν. Ο Γρηγόριος και οι άλλοι ιερείς
της πόλης οδηγήθηκαν σε κάποιο σημείο έξω από την πόλη και εκτελέστηκαν.
Λέγεται ότι ο μητροπολίτης πέθανε από συγκοπή ενόσω οι Τούρκοι τον έθαβαν
ζωντανό. Η ειρωνεία είναι ότι μερικοί από αυτούς που σκοτώθηκαν ήταν απλοί
ψάλτες και καντηλανάφτες που είχαν φορέσει ράσα με την ελπίδα ότι θα τύχαιναν
μεγαλύτερου σεβασμού.
Στο κοντινό νησάκι που ελληνικά
ονομάζεται Μοσχονήσι και τούρκικα Τσούντα, αρκετές εκατοντάδες κατοίκων κάθε
ηλικίας συνελήφθηκαν και θανατώθηκαν. Μόνο κάτι παιδάκια γλίτωσαν και
κλείστηκαν σε ορφανοτροφεία. Αυτή ήταν η εκδίκηση για τη δολοφονία μερικά
χρόνια νωρίτερα ενός μουσουλμάνου δικαστή από κάποιο σώμα Ελλήνων άτακτων που
κατάγονταν από το νησί.
Πέρασαν περισσότερα από ογδόντα
χρόνια και το Αϊβαλίκ και η Τσούντα, που συνδέονται πλέον με δρόμο και
αποτελούν δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, ακόμα στοιχειώνονται από εκείνα
τα γεγονότα και άλλα παρόμοια.
Ο διωγμός των Ελλήνων από το
Αϊβαλί το 1922 είναι μόνο μία από τις αμέτρητες ιστορίες κατατρεγμού και
προσφυγιάς που έδωσαν στην πόλη τη σημερινή της μορφή. Οι περισσότεροι κάτοικοι
είναι απόγονοι μουσουλμανικών οικογενειών που απελάθηκαν από διάφορες περιοχές
της Ελλάδας το 1923-4.
Η σημερινή κοινότητα αποτελείται,
φυσικά, από Τούρκους πατριώτες και στην τοπική πολιτική πνέει αέρας τουρκικού
εθνικισμού. Αν όμως υπάρχει ένα μέρος όπου ζει ακόμα ο κόσμος των Ελλήνων
οθωμανών του περασμένου αιώνα, είναι το κέντρο του Αϊβαλίκ.
Βλέπει κανείς αμαξάκια να γυρνούν στα
καλντερίμια, πέτρινα ψηλοτάβανα σπίτια με σκιερούς κήπους και ένα θορυβώδες
υπαίθριο παζάρι όπου έμποροι, τεχνίτες και μικροπωλητές διαλαλούν την πραμάτεια
τους.
Στα παραδοσιακά καφενεία της Τσούντα,
η γλώσσα που μιλούν οι παλαίμαχοι ψαράδες καθώς παίζουν τάβλι και πίνουν το
καφεδάκι τους, είναι ένας τύπος παλαιομοδίτικων, γλαφυρών ελληνικών, η
διάλεκτος της Κρήτης.
Καθώς οι γέροντες ατενίζουν το πέλαγος
διακρίνουν ένα μεγάλο νησί με χαμηλά βουνά, ελαιώνες και δάση ολόκληρα από
πεύκα, που μοιάζει ολόιδιο με την ενδοχώρα του Αϊβαλίκ. Είναι η Μυτιλήνη, ο
τόπος που γεννήθηκαν μερικοί από αυτούς. Αλλά για ένα μεγάλο μέρος του
περασμένου αιώνα, η πολιτική μεταμόρφωσε το στενό θαλάσσιο πέρασμα σε σχεδόν
αγεφύρωτο χάσμα.
Όποιος παρατηρήσει προσεκτικά το Αϊβαλίκ θα δει
μία περίεργη διαφορά μεταξύ του οικιστικού χαρακτήρα της πόλης και των
σημερινών της κατοίκων, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε περιοχές της Ελλάδας.
Τα δύο μεγαλύτερα τζαμιά της ξεκίνησαν
τη ζωή τους σαν χριστιανικοί μητροπολιτικοί ναοί που περιβάλλονται από
κιονοστοιχίες, κάτι που εκτός από αφοσίωση στο Θεό υποδηλώνει την οικονομική
ευημερία της πόλης κατά τον 19ο αιώνα.
Οι αχτίδες του ήλιου περνούν μέσα από
σοφά τοποθετημένους ημικυκλικούς φεγγίτες, λείπει όμως η αρμονία φωτός και
χώρου που χαρακτηρίζει την ισλαμική αρχιτεκτονική.
Στην Τσούντα το πιο επιβλητικό κτίριο
είναι ένας μεγαλοπρεπής καθεδρικός ναός που ακόμα και σήμερα είναι γνωστός με
το ελληνικό του όνομα: Ταξιάρχης, ή διοικητής στρατιάς. Όπως πολλοί χώροι
χριστιανικής λατρείας σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, είναι αφιερωμένη στον
Μιχαήλ, τον αρχηγό των αγγέλων. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι ρωγμές από τους σεισμούς
και οι τοιχογραφίες έχουν σχεδόν σβήσει.
Το γυμνό εσωτερικό φέρνει στο νου τις
ρωσικές εκκλησίες που κατέστρεψαν οι Μπολσεβίκοι. Αλλά η μουσουλμάνα άτυπη
φύλακας του ναού είναι μία καλοκάγαθη γυναίκα η οποία διασκεδάζει ώρες τον
επισκέπτη με παροιμίες, ποιήματα και τραγούδια χωρίς να παίρνει ανάσα. Μιλάει
τη χαρακτηριστική κρητική διάλεκτο που έμαθε από τους γονείς της.
Πίσω από την γοητευτική πρόσοψη του
Αϊβαλίκ κρύβονται πλήθος ιστορίες. Μία από αυτές είναι ότι οι περισσότεροι
κάτοικοι έχουν τις ρίζες τους στην Ελλάδα, με άλλα λόγια κατάγονται από τις
μουσουλμανικές κοινότητες που ξεριζώθηκαν υποχρεωτικά σύμφωνα με την απόφαση
της Λωζάννης.
Το πρώτο κύμα προσφύγων ήλθε από τη
Μυτιλήνη. Ένα δεύτερο, μεγαλύτερο, έφτασε αργότερα από την Κρήτη, με κύρια και
συνήθως μοναδική γλώσσα την κρητική διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας. Το
φθινόπωρο του 1924 υπήρξε ένα τελευταίο κύμα αφίξεων από πόλεις της βόρειας
Ελλάδας, όπως η Δράμα και οι Σέρρες.
Bruce Clark
Πηγη:Δυο φορες ξενος
Εκδοσεις:Ποταμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου