Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Η ζωή στο Καζαχστάν

Το σοβχόζ είχε τέσσερις φέρμες (φάρμες) οι οποίες ήταν σε απόσταση δέκα-δεκαπέντε χιλιομέτρων η μια από την άλλη. Εμείς ήμασταν στην πρώτη φέρμα, που απείχε είκοσι χλμ. από το σταθμό και δεκαπέντε χλμ. από το κέντρο του σοβχόζ.

 Το σοβχόζ ήταν προβατοτροφείο, αλλά είχε και χωράφια με σιτάρι και ακριβώς εκείνη την εποχή άρχισε η συγκομιδή του σιταριού. Είχαμε τύχη που αμέσως μας έδωσαν δουλειά. Πρέπει να πούμε, ότι τα χρόνια εκείνα το κομμουνιστικό κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης αποφάσισε να ξεχερσώσει τις μεγάλες εκτάσεις της στέπας στο Καζαχστάν, έτσι επωφεληθήκαμε και εμείς και στο τέλος του μηνός μας πλήρωσαν μισθό.
Δεν ήταν παντού έτσι. Σε άλλα μέρη του Καζαχστάν καλλιεργούσαν βαμβάκι. Το πότισμα των καλλιεργειών γινόταν με νερό από το κανάλι. Εκεί υπέφερε ο κόσμος, αρρώστησαν και πέθαναν πάρα πολλοί, γιατί ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν αυτό το θολό και μολυσμένο νερό γεμάτο μικρόβια.
 Οι δικοί μας άνθρωποι δεν ήξεραν ότι μπορούν να αρρωστήσουν από το νερό αυτό, γιατί ήταν συνηθισμένοι να καταναλώνουν νερό από πηγές χωρίς να το βράζουν. Ο Αδελφός μου Αλέξανδρος είχε τέσσερα παιδιά, τα τρία πέθαναν από λοιμώξεις σ' αυτές τις συνθήκες. Έχουν σβήσει ολόκληρες οικογένειες τις πρώτες εβδομάδες παραμονής τους στο Καζαχστάν.
Όταν φτάσαμε στον τόπο προορισμού μας στη στέπα του Καζαχστάν δεν μας περίμεναν σπίτια όπως αυτά που αφήσαμε στον Καύκασο. Εδώ βρήκαμε μια μεγάλη παράγκα την οποία έχτισαν για μας. Οι τοίχοι ήταν χτισμένα από σαμάνια (τούβλα κατασκευασμένα από λάσπη με άχυρο).
Είχε ένδεκα δωμάτια - περίπου είκοσι τετραγωνικά μέτρα - από ένα δωμάτιο για κάθε μια οικογένεια. Δεν πρόλαβαν να την στεγάσουν, ούτε πόρτες είχε, ούτε παράθυρα. Οι άντρες μας το πρωί πήγαιναν στη δουλειά και το απόγευμα έρχονταν και προσπαθούσαν να φτιάξουν στέγη.
 Μέχρι τότε εμείς ζούσαμε έξω, δίπλα τα ζώα, γύρω τα φίδια και διάφορα έντομα. Το μωρό μικρό, η Ουρανία, μόλις τριών μηνών, φοβόμουν μήπως πνιγεί μέσα στην κούνια γιατί φυσούσε δυνατός αέρας και η σκόνη σηκωνόταν μέχρι τον ουρανό.
 Καλά που εκεί σπάνια είχε βροχές το καλοκαίρι. Τελικά όλοι μαζί καταφέραμε να τελειώσουμε τη παράγκα και μπήκαμε μέσα πριν το Σεπτέμβριο. Πλησίαζε ο χειμώνας. Έπρεπε τώρα να σκεφτούμε για τι θέρμανση. Ούτε ξύλα, ούτε κάρβουνα. Οι ντόπιοι μάζευαν ξερά αγκάθια και ξερές κοπριές από τη στέπα. Μας πρότειναν να κάνουμε το ίδιο, αλλιώς θα παγώναμε το χειμώνα. Τις κοπριές τις ξεραίναμε στον ήλιο, τις αποθηκεύαμε, αλλά δεν έφταναν.
Το κράτος έδωσε σε μας δάνειο για ν' αγοράσουμε μια αγελάδα. Αυτό ήταν απαραίτητο για την οικογένεια και ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά.
Οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν το θολό, αλμυρό νερό του ποταμιού που ήταν γεμάτο φίδια. Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Το βράζαμε, όταν ήταν δυνατό. Το χειμώνα το ποτάμι πάγωνε και ο πάγος είχε πάχος ένα μέτρο. Τον πελεκούσαμε από πάνω με τσεκούρι κάναμε μια τρύπα και από κει τραβούσαμε νερό τα πρώτα χρόνια.
Το καλοκαίρι το νερό λιγόστευε, αλλά το χρησιμοποιούσαμε όπως ήδη έχω περιγράψει. Υπήρχε στη φέρμα ένα πηγάδι, πολύ ακάθαρτο σε βάθος εφτά-οκτώ μέτρων. Ύστερα από μερικά χρόνια το καθαρίσαμε και η ποιότητα του νερού ήταν κάπως καλύτερη. Το τραβούσαμε με σχοινί.

Μεταφέραμε το νερό με τη κορομίσλα - ένα ξύλο με γαντζάκια στις άκρες, όπου κρεμούσαμε τους κουβάδες και το τοποθετούσαμε στους ώμους.
Το χειμώνα έκανε πολύ κρύο, μέχρι και 30 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ώσπου να φέρουμε το νερό στο σπίτι, πάνω στην επιφάνεια του νερού άρχιζαν να κολυμπάνε παγάκια. Και η απόσταση από το πηγάδι μέχρι το σπίτι ήταν περίπου εκατόν μέτρα. Το λάδι μέσα στο μαγαζί πάγωνε, πάγωνε ακόμα και η βότκα καμιά φορά.
Το νερό του ποταμιού, αλλά και του πηγαδιού ήταν πολύ σκληρό και δεν μπορούσαμε να πλένουμε ρούχα, δεν είχαμε κανένα απορρυπαντικό, μόνο σαπούνι, αλλά αυτό δεν έφτανε, δεν έβγαζε αφρό.
Ήμασταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε μια παλιά μέθοδο, δηλαδή βράζαμε στο νερό ένα σακούλι με τη στάχτη μέσα και έτσι το νερό μαλάκωνε.
Θυμάμαι μια μέρα που πήγαμε με την κουνιάδα μου ν' αγοράσουμε κάτι λαχανικά από το παζάρι κοντά στο σταθμό και είδαμε στο μαγαζί ένα μαλακτικό σε σκόνη. Λοιπόν, αντί να πάρουμε λαχανικά φορτωθήκαμε αυτό το μαλακτικό όσο μπορούσαμε να σηκώσουμε και περπατήσαμε είκοσι χιλιόμετρα ως το σπίτι.
Δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο γύρω. Το νερό του ποταμού έπεφτε πολύ χαμηλά και δεν έκανε για πότισμα. Ο πατέρας μου από κάπου έφερε τρία δεντράκια και τα φύτεψε μπροστά στο σπιτάκι του.
 Κάθε μέρα κουβαλούσε νερό από το πηγάδι και τα πότιζε. Σε δύο - τρία χρόνια λίγο μεγάλωσαν τα δεντράκια. Και αυτά ήταν όλα κι όλα τα δέντρα που βλέπαμε. Μια μέρα πήγα να επισκεφτώ τους γονείς μου και τι είδα; Ο πατέρας μου έδενε με κλωστή πάνω στα δεντράκια μικρά μήλα, που μας πούλησαν οι κάτοικοι από ένα μακρινό χωριό.
Λέω: «Πατέρα, τι κάνεις εκεί;» Λέει: «Θα δείξω στα παιδιά πως ωριμάζουν οι καρποί πάνω στα δέντρα». Όχι μόνο στα παιδιά, αλλά και για μας τους μεγάλους φάνηκε υπέροχο. Τόσο νοσταλγούσαμε τα δέντρα, και μάλιστα με καρπούς.
 Μερικοί απ' αυτούς τους ανθρώπους, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε εκείνα τα μέρη, δεν ήξεραν καν ότι υπάρχει τέτοιο μέρος που φυτρώνουν δέντρα που δίνουν καρπούς.
Εκεί στην ερημιά από πάνω ο ουρανός και από κάτω εμείς, ούτε ραδιόφωνο, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχε.
Μάλιστα δυο χρόνια πριν μας επανορθώσουν αγοράσαμε ένα ραδιόφωνο με μπαταρίες και αυτό ήταν εκπληκτικό. Ακούγαμε ραδιοφωνικούς σταθμούς της Μόσχας, της Ελλάδας, της Κύπρου, της Ρόδου και της Τουρκίας. Νοσταλγούσαμε και λαχταρούσαμε τη μουσική, απ' όπου κι αν προερχόταν.
Η σκόνη έκανε τη ζωή μας δύσκολη, ακόμα και μέσα στο σπίτι έμπαινε. Το πάτωμα το πασαλείβαμε με ένα μείγμα από λάσπη και κοπριά των αγελάδων, και όταν ξεραινόταν για λίγες μέρες έφευγε η σκόνη. Μετά από ένα-δύο χρόνια έφεραν στο μαγαζί πισσόχαρτο, το στρώσαμε στο πάτωμα. Έτσι σωθήκαμε από την πολλή σκόνη μέσα στο σπίτι.
Εκεί δεν είχαμε χωράφια και τα λαχανικά μας έλειπαν πολύ. Καμιά φορά έφερναν από το κέντρο μερικά λαχανικά, αλλά δεν ήταν αρκετά. 
Με την διαταγή του κομεντάντου δεν μας άφηναν να πάμε στην αγορά που ήταν σε απόσταση είκοσι χιλιόμετρων κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό Λουγκοβάγια. Κάθε τόσο έπρεπε να ζητάμε άδεια. Αν μας πιάνανε να φεύγουμε χωρίς την άδεια του κομεντάντου, θα είχαμε φυλακή δεκαπέντε μερόνυχτα.
Μια μέρα ο άντρας μου και η κουνιάδα μου πήραν μερικά πιάτα και ποτήρια για να τα πουλήσουν στην αγορά και να πάρουν λαχανικά. Περπάτησαν τα είκοσι χιλιόμετρα. Όταν έφτασαν εκεί βράδιασε πια. Δεν είχανε εκεί κανέναν συγγενή για να διανυκτερεύσουν. Φοβήθηκαν μην τους πιάσουν και έτσι πήγαν στο χωράφι, όπου κοιμήθηκαν μέσα στα στάχυα.
Την επόμενη μέρα ήρθαν σπίτι με τα πόδια. Πολλά πράγματα έλειπαν για να καλυφθούν οι ανάγκες μας. Είχαμε ένα μαγαζάκι δύο επί τρία όπου πουλούσανε ζάχαρη, ρύζι, λάδι, κουφέτα και λίγα υφάσματα. Όταν πρωτοπήγαμε εκεί δεν είχαμε χρήματα να αγοράζουμε ούτε αυτά. Ύστερα κάπως καλυτέρεψαν τα πράγματα.
Οι Καζάχοι, αν και αμόρφωτοι (τουλάχιστον αυτοί που ήταν γύρω μας) δεν ήταν κακοί μαζί μας. Οι τσοπάνοι το καλοκαίρι έφευγαν στα βουνά και το φθινόπωρο επέστρεφαν και έστηναν τις γιούρτες τους (τις καλύβες) δίπλα στο ποτάμι σε απόσταση 150-200 μέτρα η μία από την άλλη. Ώσπου έφευγαν στους κοσάρες (μάνδρες) για το χειμώνα, εκεί μαζευόταν αρκετή κοπριά που πολύ καλά καιγόταν. 
Εμείς τη μαζεύαμε και την αποθηκεύαμε και κατά κάποιο τρόπο λύναμε το πρόβλημα με τα καύσιμα. Την πρωτάνοιξη εμφανίζονταν διάφορα χόρτα. Μερικά απ' αυτά τα μαζεύαμε και τα μαγειρεύαμε. Ο Μάιος μήνας ήταν αυτός που μας έδινε τη χαρά με το πράσινο γύρω και τις κόκκινες παπαρούνες και τουλίπες. Και αυτό διαρκούσε μόνο ένα μήνα. Μια από τις καλύτερες αναμνήσεις από το Καζαχστάν έμεινε στη μνήμη μου με την απόκτηση της δεύτερης κόρης μου της Μαρίας στις 12 Μαΐου το 1952.
Ο χειμώνας του 1950-51 ήταν πολύ βαρύς και δύσκολος. Από το πολύ κρύο ψόφησαν χιλιάδες πρόβατα. Εκείνο το χειμώνα αρρώστησε η κορούλα μου η Ουρανία πριν γίνει καλά-καλά δύο ετών.
Δεν υπήρχε γιατρός, ούτε αυτοκίνητο να την πάμε στο γιατρό στο Λουγκοβόε (μεγάλο χωριό κοντά στο σταθμό) σε απόσταση εικοσιπέντε χλμ. Έξω φυσάει και κάνει πολύ κρύο. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Άξαφνα ακούστηκε ο θόρυβος του αυτοκινήτου του διευθυντή που ήρθε στη φέρμα για κάποια δουλειά.
Ήταν Ρώσος. Η πεθερά μου πήγε στο γραφείο, τον παρακάλεσε και με δάκρια στα μάτια και του είπε: «Το μωρό μας πεθαίνει, κάτι πρέπει να γίνει». Αυτός αμέσως είπε στον οδηγό του να μας πάει στο νοσοκομείο.
Πήγαμε λοιπόν και σε μια βδομάδα έγινε καλά το μωρό. Και την βαπτίσαμε κιόλας με την ευκαιρία χάρη στην θεία μου την Θυμία , αδελφή του πατέρα μου η οποία με την οικογένειά της ζούσε στο χωριό Λουγκοβόε. Είπε στην κόρη της τη Δώρα να την βαπτίσει για να μην γυρίσει το μωρό στη φέρμα αβάπτιστο.
Καμιά φορά ερχόταν από την πόλη Τζαμπούλ (πιο κοντινή πόλη από μας που βρισκόταν σε απόσταση εκατόν είκοσι χιλιόμετρα) ένας Ρώσος παπάς από τους εξόριστους νωρίτερα από μας και βάπτιζε τα μωρά κυριακάτικα.
Έτσι βαπτίσαμε και τη Μαρία στη φέρμα δυο χρόνια αργότερα. Τις εκκλησίες στο Καζαχστάν τις έχτισαν οι Ρώσοι, τους οποίους είχαν εξορίσει για διάφορους λόγους αρκετά νωρίτερα από μας.
Ένα άλλο περιστατικό. Πριν γίνει δυο χρονών η Μαρία (η μικρότερη κόρη μου) με την ίδια αρρώστια, όπως και η Ουρανία πριν τρία χρόνια, βρεθήκαμε μαζί της στο ίδιο νοσοκομείο. Και το περίεργο ήταν ότι βρεθήκαμε στο ίδιο δωμάτιο και στο ίδιο κρεβάτι άλλωστε δεν υπήρχαν ούτε πολλοί θάλαμοι ούτε πολλά κρεβάτια. Σε μια εβδομάδα έγινε και αυτή καλά.
Εγώ με τα μικρά παιδιά δεν μπορούσα να δουλέψω κάπου έξω και γι' αυτό έραβα στο σπίτι ότι παραγγελία είχα. Έραψα ένα φόρεμα σε μια δασκάλα Καζάχα. Όταν ήρθε να το πάρει η δασκάλα , κατά κακή μου τύχη έτυχε να έρθει στη φέρμα ο δήμαρχος που ήταν αδελφός της δασκάλας. Αυτός ήρθε στο σπίτι μου και μου έκανε παρατήρηση πως δεν είχα δικαίωμα να ράβω, αλλά η δασκάλα με υπερασπίστηκε και του είπε να μη μ' ενοχλεί.
Ο διευθυντής του σχολείου ήξερε πως εγώ στο Σουχούμ εργαζόμουν ως δασκάλα και μου πρότεινε να αντικαταστήσω μια δασκάλα Ρωσίδα που θα απουσίαζε για μερικούς μήνες με άδεια τοκετού. Εγώ συμφώνησα και άρχισα τη δουλειά. Το μεγάλο σχολείο (λύκειο δέκα τάξεις) βρισκόταν στο κέντρο του σοβχόζ, αλλά υπήρχαν παραρτήματα σε κάθε φέρμα (ένα μικρό σχολείο με τέσσερις τάξεις και ένα δάσκαλο). Στη δικιά μας φέρμα όλοι οι μαθητές ήταν εικοσιτέσσερις, δηλαδή σε κάθε τάξη είχε από έξι-εφτά μαθητές.
Αν και δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους διδασκαλία, δηλαδή ταυτόχρονα να έχω τέσσερις τάξεις σε μια αίθουσα, τα κατάφερνα μια χαρά. Η δασκάλα που είχε άδεια ζούσε δίπλα και έβλεπε πως πάνε τα μαθήματα.
 Δεν ξέρω τι την έπιασε, πήγε και με κατηγόρησε στον διευθυντή χωρίς να μου πει τίποτα. Ένα πρωί άξαφνα και απρόσμενα ήρθε ο διευθυντής να παρακολουθήσει τα μαθήματα.
 Αρχίσαμε το πρώτο μάθημα, εγώ ήμουν προετοιμασμένη πάντα καλά. Τα παιδιά της πρώτης και δευτέρας τάξης κάθονταν μπροστά, από πίσω κάθονταν οι μεγαλύτεροι. Για τις πρώτες δυο τάξεις είχαμε γραπτά, για τους μεγαλύτερους προφορικά. Πρώτα γινόταν γρήγορα ο έλεγχος της σπιτικής εργασίας και αμέσως τους έδινα να γράφουν νέο κείμενο.
 Την ίδια ώρα εγώ ασχολιόμουν με τους μεγαλύτερους μαθητές. Απαιτούσα απαντήσεις σε ερωτήσεις του προηγούμενου μαθήματος, έβαζα βαθμούς και αμέσως περνούσα παρακάτω. Τους εξηγούσα το καινούριο μάθημα και δίνω εργασία για το σπίτι. Προλάβαμε σε σαράντα πέντε λεπτά να ολοκληρώσουμε όλα τα θέματα.
Τη δεύτερη ώρα είχαμε μαθηματικά. 'Όπως και στο πρώτο μάθημα όλα πήγαν εντάξει. Οι μικροί έγραφαν, οι μεγάλοι είχαν καλές γνώσεις για την προπαίδεια, απαντούσαν σωστά στις ερωτήσεις.
Στο διάλειμμα ο διευθυντής κοίταξε το σχολικό πρόγραμμα, το ημερολόγιο για όλα τα μαθήματα και για όλες τις τάξεις, πρόσεξε, αν οι βαθμοί αντιστοιχούσαν στις γνώσεις των μαθητών, παρατήρησε την καθαριότητα, το χτένισμα των μαθητριών, είδε την προπαίδεια στον τοίχο (φρόντισα να τη γράψω με μεγάλα γράμματα). Οι μαθητές την ήξεραν απ' έξω. Όλοι οι μαθητές ήταν παρόντες, δεν απουσίαζε κανείς.
Και στο τέλος μου λέει: «Κάτσε Κυριακία Ιβάνοβνα να σου πω κάτι». Ο διευθυντής ήταν Καζάχος σε ηλικία περίπου πενήντα πέντε ετών, πολύ μορφωμένος, με μεγάλη πείρα και καλές γνώσεις της ρωσικής γλώσσας.
Μου λέει: «Από αυτά που μου έλεγε η Ντερκγουνόβα εγώ βλέπω πως όλα είναι αντίθετα». Του λέω: «Δηλαδή τι σας είπε;» «Και τι δεν είπε. Η δασκάλα που πήρατε απέτυχε, χάθηκαν τα παιδιά, μιλάει στα παιδιά ελληνικά (ποντιακά) και δεν γίνονται κανονικά μαθήματα».
 Λέω εγώ: «Πως θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο όταν τα παιδιά εκτός από τα ελληνόπουλα είναι και ρωσικής, καζαχικής και ουζμπεκικής εθνικότητας».
Και μου λέει: «Δεν πειράζει και να μιλήσεις με τα παιδιά στα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα δεν είναι καμιά αντισοβιετική ή φασιστική, όλες οι επιστήμες είναι βασισμένες πάνω στην ελληνική γλώσσα.
Εγώ βλέπω ότι εδώ όλα είναι εντάξει. Συνέχισε. Αν θέλεις να δουλέψεις, - λέει,- υπάρχει μια θέση σ' ένα χωριό δέκα χιλιόμετρα μακριά από εδώ. Είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρεις». Δεν μπόρεσα να δεχτώ την πρότασή του επειδή εμείς εκεί δεν είχαμε κανέναν και εγώ με τα μικρά μωρά δεν θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου.
Και έτσι σε λίγους μήνες γύρισε η δασκάλα, εγώ έφυγα χωρίς να της πω τίποτα, αλλά ο διευθυντής της είπε μερικά λόγια.
Μου το είπαν μετά. Από τότε άρχισα το ράψιμο κανονικά και δεν έχω σταματήσει μέχρι σήμερα. Έραβα όλα τα είδη των ρούχων. Έναν χειμώνα έραψα περίπου τριάντα καμπαρτίνες για τους τσοπάνους από μπρεζέντ (ένα ύφασμα χοντρό και αδιάβροχο) με τη μηχανή του χεριού. Αυτό ήταν μαρτύριο, αλλά με πλήρωσαν καλά.



Κυριακή Ξιμιτίδου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah