Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Η Κατερίνα Μάτσα από το Πελαδάρι Προύσας στέριωσε στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης.

Δυσκολευτήκαμε λίγο να πείσουμε την Κατερίνα Μά­τσα να μιλήσει για τη ζωή της, μάλλον γιατί είναι ένα άτομο σεμνό. Μετά την αποδοχή από μέρους της της πρόσκλη­σής μας, καταγράψαμε μερικά από αυτά που έζησε, για να μείνουν στην ιστορία και να μάθουν οι σύγχρονοι άνθρωποι τα όσα έζησαν οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς.
Η Κατερίνα Μάτσα γεννήθηκε το 1917 στο Πελαδάρι Προύσας της Μικράς Ασίας. Γονείς της ο Σταύρος και η Αφροδίτη. Το Πελαδάρι ήταν ένα μικρό χωριό, σε απόσταση μιάμισης ώρας, με τα πόδια, από την Προύσα.
Ήταν ένα αμιγές ελληνικό χωριό, σε αντίθεση με την Προύσα, όπου ζούσαν μαζί Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι και άλλες φυλές. Στην Προύσα υπήρχαν πολλά καταστήματα.
Στο Πελαδάρι λειτουργούσε δημοτικό σχολείο και ο ναός ήταν της Αγίας Τριάδας. Μάλιστα, η εκκλησία βρισκόταν κοντά στο σπίτι της οικογένειας Μάτσα, στο κέντρο του χωριού. Ένας Ρώσος έμπορος, που αγόραζε κάθε χρόνο την παραγωγή σταφυλιών του χωριού, έχτισε με δαπάνη του ένα σχο­λείο, που το έλεγαν «Ακαδημία».
Η αμπελουργία ήταν η κυριότερη ασχολία των κατοίκων, αλλά οι κάτοικοι παρήγαγαν και όλα τα άλλα γεωργικά προϊόντα, όπως σιτάρι για το ψωμί, φα­κές, ρεβύθια, κριθάρι για τα ζώα. Είχαν και πολλά οπωροφόρα δέντρα, όπως κερασιές, μηλιές κ. ά.
Το σπίτι της οικογένειας ήταν μεγάλο. Ο σιδεράς πατέρας της κατασκεύαζε γεωργικά εργαλεία, αλέτρια, μαχαίρια, φτυάρια, κασμάδες. Πέταλα για τα ζώα τα προμηθεύονταν έτοιμα.
«Σαν όνειρο θυμάμαι την ημέρα, το 1921, που εγκαταλείψαμε το χωριό μας», λέει με νοσταλγία η κυρά Κατερίνα. «Όταν οι Τούρκοι έκαιγαν την Προύσα, εγώ και τα αδέλφια μου, ο Αντώνης και ο Νίκος, που ήταν μεγαλύτερα από εμένα, και εξαδέλφες μου, παρακολουθούσαμε από το παράθυρο του σπιτιού μας. Δεν φανταζόμασταν ότι θα μας ξεριζώσουν και εμάς από το χωριό μας.
Παιδιά ήμασταν τεσσάρων — έξι χρόνων και χαιρόμασταν. Πού να ξέραμε ότι θα μας ξεριζώσουν από τον τόπο μας. Αμέσως κατόπιν ήρθε και η σειρά μας, προλάβαμε, όμως, και πήραμε ό,τι μπορούσαμε. Θυμάμαι τη μάνα μου που μάζευε τα στρώματα και τα έκανε δέματα, για να τα πάρουμε μαζί μας. Βλέπα­με και τον ελληνικό στρατό να φεύγει άτακτα από τα μέρη μας.
Φύγαμε με όποιο μέσον βρήκαμε, με κάρα, μουλάρια. Μερικοί πήραν μαζί τους και κοπάδια με πρόβατα και άλλα ζώα. Θυμάμαι ότι εγώ ανέβηκα σε φορτωμένο μουλάρι, γιατί ήμουν μικρή. Ακολουθήσαμε στενούς δρόμου και φτάσαμε στα Μουδανιά το πρωί. Η μάνα μας έστρωσε κουρελού να φάμε, αλλά ήρθε ένας Έλληνας αξιωματικός και μας είπε να φύγουμε αμέσως, γιατί έρχεται ο τουρκικός στρατός και θα μας πετσοκόψει. Ένας συγχωριανός μας, που ξέχασε τη ραπτομηχανή στο σπίτι, γύρισε πίσω να την πάρει. Δεν γύρισε, όμως, τον χάσαμε για πάντα ...».
Ο πατέρας της και ο ένας αδελφός πέταξαν ότι δεν μπορούσαν να μεταφέ­ρουν. Με τα εντελώς απαραίτητα για τη διαδρομή, έβαλαν βιαστικά τα παιδιά στο καράβι και πήγαν για τη Ραιδεστό. Όσοι πρόλαβαν να φύγουν σώθηκαν.
Οι άλλοι χάθηκαν, ακόμη και αδέλφια.. Τους βρήκε καταιγίδα. Μάζευαν το νερό της βροχής για να πιουν. Στο καράβι ήταν στοιβαγμένος πολύς κόσμος.
Πολλοί πέθαναν και τους πέταξαν στη θάλασσα, για να μην πάθουν χολέρα και οι άλλοι. Στη Ραιδεστό δεν έμειναν για πολύ. Τους φόρτωσαν πάλι στο καράβι για τη Θεσσαλονίκη. Από εκεί τους πήγαν στη Σκύδρα και σε γύρω χωριά για να πάρουν κλήρο, οικόπεδα και βοήθεια. Μερικοί συγχωριανοί πήγαν στη Φούστανη Αλμωπίας, πάνω στο Πάικο. Εκεί ζούσαν Τούρκοι. Οι Τουρκάλες φορούσαν φερετζέ και οι άντρες σαλβάρια. Τα παιδιά έτρεχαν από πίσω τους.
«Στη Φούστανη έκαναν αμπέλια και καλλιεργούσαν καπνά και καλαμπόκια.
Τρώγαμε καλαμποκίσιο ψωμί, που ήταν πολύ σκληρό. Στη Φούστανη, οι κάτοικοι ήταν Μικρασιάτες και Θρακιώτες. Στα διπλανά χωριά εγκα­τέστησαν Πόντιους, για τους οποίους ο πατέρας μου έλεγε ότι είναι πιο ερ­γατικοί και μορφωμένοι. Στη Φού­στανη μείναμε περίπου δέκα χρόνια. Μετά ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη και μείναμε σε μία από τις πολλές τε­ράστιες παράγκες που υπήρχαν, σε κάθε μία από τις οποίες έμεναν έως και είκοσι οικογένειες.
 Και εμάς μας έβαλαν σε έναν τεράστιο θάλαμο που τον χώριζαν με κουβέρτες και κου­ρελούδες ο καθένας για τον δικό του χώρο. Εδώ πέθαναν πολλά παιδιά από δυσεντερία και άλλες επιδημίες. Το 1937 παντρεύτηκα τον Βασίλη Μάτσα, μηχανολόγο-ηλεκτρολόγο. Το πρώτο μας παιδί, ο Θεόδωρος, έγινε ορθοπεδικός γιατρός. Η κόρη μας Ειρήνη τελείωσε το γυμνάσιο πάντα με άριστα. Διάβαζε πολύ και είχε εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Τη χάσαμε στα δεκαοχτώ της χρόνια. Όσο ζω θα τη θυμάμαι.
Παλαιότερα πήγαινα στη Θεσσα­λονίκη, τώρα περιορίστηκα να κάνω μία βόλτα το πρωί εδώ κοντά. Όταν με ρωτούν πώς κρατιέμαι τόσο καλά στην ηλικία αυτή, τους αναφέρω τα βάσανα που πέρασα και τους εύ­χομαι να μην περάσουν τα ίδια με εμένα και ποτέ να μην γνωρίσουν πόλεμο.

Νικος Τελιδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah