Η
ταφόπλακα του ποντιακού ζητήματος υπήρξε η τουρκοσοβιετική προσέγγιση
που άρχισε με την υπογραφή της συνθήκης του Alexandropol (Δεκ. 1920)
σχετικά με τη διανομή του Ποντοαρμενικού Κράτους, και κορυφώθηκε με τη
συνομολόγηση συμφώνου φιλίας και συνεργασίας το Μάρτιο το 1921.
Ο Μ. Κεμάλ αναζητώντας απελπισμένα διεθνή ερείσματα δεν δίστασε να συνεργαστεί με τη μπολσεβικική Ρωσία παρά τις τεράστιες ιδεολογικές τους διαφορές και το βαρύ παρελθόν των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Στρατιωτικά εξοπλισμένος από τους Σοβιετικούς και με οικονομική βοήθεια που του παρεχόταν αφειδώς ο Κεμάλ ξεκίνησε το γενοκτονικό του έργο.
Η παρουσία του Μ. Κεμάλ στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1921 συνοδεύτηκε από τη διατύπωση παράλογων απαιτήσεων υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που είχαν προκύψει από την κεμαλοσοβιετική συνεργασία.
Στα μάτια των Συμμάχων ο σφικτός εναγκαλισμός της κεμαλικής Τουρκίας από τη σοβιετική Ρωσία φάνταζε ως κίνδυνος πρώτου μεγέθους για τα συμφέροντά τους στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Προτίμησαν λοιπόν, αντί να δώσουν μια αποστομωτική απάντηση στον Κεμάλ, να προχωρήσει ο καθένας ξεχωριστά σε συνεργασία μαζί του με αντάλλαγμα τη διατήρηση του παλαιού προνομιακού καθεστώτος καθεμιάς στην παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός, το 1921, στις επαφές του με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Κ. Μπαλτατζή επισήμανε τον κίνδυνο που ορθώνεται από την κεμαλοσοβιετική συνεργασία για το μέλλον της περιοχής του Πόντου και πρότεινε τη συνεργασία Ποντίων, Αρμενίων και Κούρδων για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των δυνάμεων του Κεμάλ.
Παρόλο που η κυβέρνηση του Δ. Γούναρη αποδέχτηκε καταρχήν αυτό το σχέδιο αντιπερισπασμού στον Κεμάλ, η διεθνής απομόνωσή της μετά την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ στο θρόνο, δεν της επέτρεψε να προχωρήσει σε θεαματικές ενέργειες.
Υπόμνημα επιτροπής Ποντίων στις 21 Ιουλίου 1921 προς τον Δ. Γούναρη στη Σμύρνη συνάντησε τη σιωπηρή άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε η ύστατη προσπάθεια ποντοαρμενικής συνεργασίας βρήκε απήχηση. Οι προτάσεις του Αρμένιου αντιπροσώπου Χαρονιάν προς τον Ελληνα πρεσβευτή στη Γένουα δεν υλοποιήθηκαν.
Ο Κεμάλ έχοντας λοιπόν την αμέριστη συμπαράσταση των Σοβιετικών αλλά και των Γάλλων και των Ιταλών, που προέκυψε ως αντιστάθμισμα της πρώτης, εφάρμοσε δυναμικά τα σχέδια του στην περιοχή.
Ήδη η συνθήκη του Alexandropol, που είχε υπογράψει με τη Σοβιετική Ενωση στις 19 Νοε./3 Δεκ. 1920, προέβλεπε τον οριστικό διαμελισμό του Ποντοαρμενικού Κράτους. Τουρκία και Σοβιετική Ένωση αποκτούσαν και πάλι κοινά σύνορα, αφού η πρώτη έπαιρνε την περιοχή του Καρς και του Αρδαχάν ως τη λίμνη Βαν και η δεύτερη τη περιοχή του Βατούμ.
Οι σφαγές, οι μαζικοί θάνατοι από πείνα και οι κακουχίες του πολέμου έπεισαν τους ηγέτες της ετοιμοθάνατης δημοκρατίας να διαλέξουν τη σοβιετοποίηση από την οριστική εξαφάνιση. Ετσι, μια μέρα πριν την υπογραφή της συνθήκης του Αlexandropol, η ρωσική ζώνη της Αρμενίας είχε ανακηρυχτεί σε σοβιετική δημοκρατία.
Ο Μ. Κεμάλ αναζητώντας απελπισμένα διεθνή ερείσματα δεν δίστασε να συνεργαστεί με τη μπολσεβικική Ρωσία παρά τις τεράστιες ιδεολογικές τους διαφορές και το βαρύ παρελθόν των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Στρατιωτικά εξοπλισμένος από τους Σοβιετικούς και με οικονομική βοήθεια που του παρεχόταν αφειδώς ο Κεμάλ ξεκίνησε το γενοκτονικό του έργο.
Η παρουσία του Μ. Κεμάλ στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1921 συνοδεύτηκε από τη διατύπωση παράλογων απαιτήσεων υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που είχαν προκύψει από την κεμαλοσοβιετική συνεργασία.
Στα μάτια των Συμμάχων ο σφικτός εναγκαλισμός της κεμαλικής Τουρκίας από τη σοβιετική Ρωσία φάνταζε ως κίνδυνος πρώτου μεγέθους για τα συμφέροντά τους στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Προτίμησαν λοιπόν, αντί να δώσουν μια αποστομωτική απάντηση στον Κεμάλ, να προχωρήσει ο καθένας ξεχωριστά σε συνεργασία μαζί του με αντάλλαγμα τη διατήρηση του παλαιού προνομιακού καθεστώτος καθεμιάς στην παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός, το 1921, στις επαφές του με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Κ. Μπαλτατζή επισήμανε τον κίνδυνο που ορθώνεται από την κεμαλοσοβιετική συνεργασία για το μέλλον της περιοχής του Πόντου και πρότεινε τη συνεργασία Ποντίων, Αρμενίων και Κούρδων για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των δυνάμεων του Κεμάλ.
Παρόλο που η κυβέρνηση του Δ. Γούναρη αποδέχτηκε καταρχήν αυτό το σχέδιο αντιπερισπασμού στον Κεμάλ, η διεθνής απομόνωσή της μετά την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ στο θρόνο, δεν της επέτρεψε να προχωρήσει σε θεαματικές ενέργειες.
Υπόμνημα επιτροπής Ποντίων στις 21 Ιουλίου 1921 προς τον Δ. Γούναρη στη Σμύρνη συνάντησε τη σιωπηρή άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε η ύστατη προσπάθεια ποντοαρμενικής συνεργασίας βρήκε απήχηση. Οι προτάσεις του Αρμένιου αντιπροσώπου Χαρονιάν προς τον Ελληνα πρεσβευτή στη Γένουα δεν υλοποιήθηκαν.
Σμυρνη |
Ο Κεμάλ έχοντας λοιπόν την αμέριστη συμπαράσταση των Σοβιετικών αλλά και των Γάλλων και των Ιταλών, που προέκυψε ως αντιστάθμισμα της πρώτης, εφάρμοσε δυναμικά τα σχέδια του στην περιοχή.
Ήδη η συνθήκη του Alexandropol, που είχε υπογράψει με τη Σοβιετική Ενωση στις 19 Νοε./3 Δεκ. 1920, προέβλεπε τον οριστικό διαμελισμό του Ποντοαρμενικού Κράτους. Τουρκία και Σοβιετική Ένωση αποκτούσαν και πάλι κοινά σύνορα, αφού η πρώτη έπαιρνε την περιοχή του Καρς και του Αρδαχάν ως τη λίμνη Βαν και η δεύτερη τη περιοχή του Βατούμ.
Οι σφαγές, οι μαζικοί θάνατοι από πείνα και οι κακουχίες του πολέμου έπεισαν τους ηγέτες της ετοιμοθάνατης δημοκρατίας να διαλέξουν τη σοβιετοποίηση από την οριστική εξαφάνιση. Ετσι, μια μέρα πριν την υπογραφή της συνθήκης του Αlexandropol, η ρωσική ζώνη της Αρμενίας είχε ανακηρυχτεί σε σοβιετική δημοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου