«Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 12 χρόνων. Έμεινα προστάτης σε τρία άλλα αγόρια και δύο αδερφές.
Τον Σεπτέμβριο του 1916 με πήραν από το χωριό μου, το Αχτραμαλού της περιφέρειας Άκνταγ μαντέν, της νοτιότερης πόλης του Πόντου. Μετά από πορεία 35 ημερών και αφού στο δρόμο από τους 300 που ξεκινήσαμε υπέκυψαν στην πείνα και τις κακουχίες περίπου 70 άτομα — μην ξεχνάμε ότι μαζί μας ήταν άντρες από 18 έως 50 χρόνων - φτάσαμε, επιτέλους, στο Κοζάτ, μια πόλη που την κατοικούσαν Κούρδοι, Τούρκοι και Αρμένιοι (μέχρι το 1915 που τους σκότωσαν όλους).
Εκεί ξεχώρισαν όσους μεγάλους ήξεραν μια τέχνη (χτίστη, αρτοποιού, σιδερά, καραγωγέα κ. ά.) και τους υπόλοιπους, περίπου 150, μας πήγαν στην πόλη Καρπέρ. Η πόλη αυτή ήταν στα όρια της περιοχής των Κούρδων και πολύ κοντά στους χώρους στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πολεμούσαν εκεί οι Τούρκοι με τους Ρώσους.
Η κατάστασή μας ήταν άθλια. Τα παπούτσια μας είχαν τρυπήσει και τα δέναμε με σπάγκους για να τα συγκρατήσουμε. Ήμασταν άπλυτοι και εξαντλημένοι από τις πορείες, αλλά κυρίως από την πείνα. Μας πήγαν σε έναν άδειο στρατώνα, όπου συναντήσαμε άλλους 200 περίπου Έλληνες και Αρμένιους που η κατάστασή τους ήταν χειρότερη από τη δική μας. Ένας ψηλός Τούρκος λοχαγός, συνοδευόμενος από δύο ανθυπολοχαγούς και με τη βοήθεια 20 χωροφυλάκων μας έβαλε στη γραμμή και μας μίλησε: «Το ταμπούρ (τάγμα) που ήρθατε έχει ιερή αποστολή. Βοηθάει τον στρατό μας στο δίκαιο αγώνα μας κατά των Ρώσων. Θέλω σκληρή δουλειά και πειθαρχία. Προσέξτε, έχω δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω σας».
Όπλα δε μας έδωσαν, μόνη στρατιωτική μας εξάρτυση ήταν μια άθλια χλαίνη, αυτή για στρώμα, αυτή για παλτό. Βρισκόμασταν στο τέλος Οκτωβρίου και το χιόνι άρχισε να πέφτει στην περιοχή. Από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά και άλλα εφόδια στον στρατό που πολεμούσε ή επισκευάζαμε δρόμους.
Ένα κομμάτι ψωμί και μια νερόβραστη σούπα, δύο φορές την ημέρα, ήταν το φαγητό μας. Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος από την εξάντληση ή το ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τα παλιά μας τσαρούχια (είδος αυτοσχέδιου σανδαλιού από ακατέργαστο γουρουνίσιο δέρμα) τα ψήναμε στη φωτιά, τα αλατίζαμε και τα τρώγαμε.
Τον Νοέμβριο άρχισε να μας θερίζει και ο τύφος, όμως το άνοιγμα των δρόμων από τα χιόνια συνέχιζε και πολλές φορές αντικαθιστούσαμε τα ζώα στο να τραβάμε κάρα ή πυροβόλα. Ευτυχώς σε λίγο οι Κούρδοι της περιοχής, ίσως υποκινούμενοι από τους Ρώσους, ξεσηκώθηκαν. Επικράτησε μεγάλη αναταραχή. Στους δρόμους ανακατεύονταν στρατός, πρόσφυγες και εμείς των "ταγμάτων εργασίας". Η ευκαιρία ήταν μοναδική. Δεκατέσσερις Έλληνες, σκελετωμένοι, το σκάσαμε. Οι περισσότεροι ήμασταν αγράμματοι, όμως πέντε είχαν κάνει σπουδές στο εξωτερικό, στη Ρωσία, στην Οδησσό, στην Αθήνα. Θυμάμαι ότι μετά από πέντε ώρες πορείας μπήκαμε στο ακραίο σπίτι ενός τουρκικού χωριού, από όπου πήραμε τρόφιμα και αμέσως φύγαμε χωρίς να πειράξουμε κανέναν. Όταν καθήσαμε να φάμε, κρυμμένοι σε μια σπηλιά, ένας μορφωμένος, που μέχρι τότε έκανε τον αρχηγό, μας είπε: "Είμαστε τώρα σαν τους μύριους του Ξενοφώντα...". Οι μορφωμένοι τον χειροκρότησαν. Εμείς, όμως, δεν καταλάβαμε γατί. Αυτός συνέχισε με απλά λόγια: "Κάποτε, πριν γεννηθεί ο Χριστός, βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Δαρείος και βασίλισσα η Παρυσάτιδα. Όταν αυτός πέθανε οι δύο γιοι του πολεμούσαν ποιος θα τον διαδεχτεί. Τον ένα τον έλεγαν Κύρο και τον άλλον Αρταξέρξη. Ο Κύρος ζήτησε τη βοήθεια των Ελλήνων. Έτσι μαζεύτηκαν περίπου 14.000 άνδρες και με αρχηγό τον Σπαρτιάτη Κλέαρχο ξεκίνησαν για τη Μικρά Ασία. Χίλιοι περίπου μετάνιωσαν και γύρισαν πίσω, στην Ελλάδα.
Οι 12.900, όμως, μετά από πορεία έξι μηνών, έφτασαν κοντά στη Βαβυλώνα (τώρα τη λένε Βαγδάτη). Έγινε μεγάλη μάχη κοντά στα Κούναξα. Οι Έλληνες, στη δεξιά πλευρά, νίκησαν, όμως ο Κύρος βρισκόταν στο κέντρο όπου σκοτώθηκε. Ο στρατός του υποχώρησε. Οι Έλληνες έχασαν, ύστερα από δόλο, πέντε στρατηγούς και τον αρχηγό τους τον Κλέαρχο.
Τότε ένας νέος και μορφωμένος που τον έλεγαν Ξενοφώντα, ανέλαβε την αρχηγεία των Ελλήνων και ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασαν εδώ που είμαστε τώρα εμείς, στην περιοχή των Καρδούχων δηλαδή των Κούρδων".
Οι μορφωμένοι τον χειροκρότησαν και του φώναξαν: "Είσαι ο Ξενοφώντας μας! Εμπρός, πες μας το σχέδιό σου να σωθούμε". Αυτός, παρότι αδυνατισμένος σαν σκελετός είχε πάνω του κάτι αρχηγικό. Συνέχισε, λοιπόν, τον λόγο του: "θα κάνουμε ό,τι έκανε εκείνος. Όλοι μαζί θα διασχίσουμε όρη και ποταμούς και θα φτάσουμε στην Τραπεζούντα, την πόλη που φιλοξένησε τους μύριους του Ξενοφώντα. Εκεί είναι τώρα οι Ρώσοι... είναι κανείς που έχει αντίρρηση;"
Ένα μήνα περπατούσαμε. Στον δρόμο υπέκυψαν τρεις σύντροφοί μας. Πέσαμε πάνω σε τουρκικά στρατεύματα και χάσαμε άλλους δύο συντρόφους. Τελικά φτάσαμε στα ορεινά της περιοχής της Σαμψούντας. Εκεί συναντηθήκαμε μ’ έναν Πόντιο οπλαρχηγό, ο οποίος μας έστειλε στη Σινώπη, σε κάποιο σύνδεσμό του. Δύο από τους συντρόφους μας έμειναν μαζί του αντάρτες. Έτσι οι υπόλοιποι επτά φτάσαμε στη Σινώπη και από κει με μικρή βάρκα πήγαμε στα ανοιχτά της θάλασσας όπου μας παρέλαβε ένα ρώσικο πολεμικό πλοίο και μας πήγε στο Βατούμ (πόλη σπουδαία του Ευξείνου κείμενη στην περιοχή της αρχαίας Κολχίδας).
Το 1918 που τελείωσε ο πόλεμος, γύρισα στην πατρίδα μου. Όμως σε λίγο άρχισε η τρομοκρατία του Κεμάλ και τον Σεπτέμβριο του 1919 πήρα μαζί μου τον τρίτο αδερφό μου Ευριπίδη, περάσαμε τις γαλλικές γραμμές στην Κιλικία και από τη Μερσίνα με γαλλικό πλοίο ήρθαμε στην Καβάλα, όπου δουλέψαμε σαν νερουλάδες».
Τον Σεπτέμβριο του 1916 με πήραν από το χωριό μου, το Αχτραμαλού της περιφέρειας Άκνταγ μαντέν, της νοτιότερης πόλης του Πόντου. Μετά από πορεία 35 ημερών και αφού στο δρόμο από τους 300 που ξεκινήσαμε υπέκυψαν στην πείνα και τις κακουχίες περίπου 70 άτομα — μην ξεχνάμε ότι μαζί μας ήταν άντρες από 18 έως 50 χρόνων - φτάσαμε, επιτέλους, στο Κοζάτ, μια πόλη που την κατοικούσαν Κούρδοι, Τούρκοι και Αρμένιοι (μέχρι το 1915 που τους σκότωσαν όλους).
Εκεί ξεχώρισαν όσους μεγάλους ήξεραν μια τέχνη (χτίστη, αρτοποιού, σιδερά, καραγωγέα κ. ά.) και τους υπόλοιπους, περίπου 150, μας πήγαν στην πόλη Καρπέρ. Η πόλη αυτή ήταν στα όρια της περιοχής των Κούρδων και πολύ κοντά στους χώρους στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πολεμούσαν εκεί οι Τούρκοι με τους Ρώσους.
Η κατάστασή μας ήταν άθλια. Τα παπούτσια μας είχαν τρυπήσει και τα δέναμε με σπάγκους για να τα συγκρατήσουμε. Ήμασταν άπλυτοι και εξαντλημένοι από τις πορείες, αλλά κυρίως από την πείνα. Μας πήγαν σε έναν άδειο στρατώνα, όπου συναντήσαμε άλλους 200 περίπου Έλληνες και Αρμένιους που η κατάστασή τους ήταν χειρότερη από τη δική μας. Ένας ψηλός Τούρκος λοχαγός, συνοδευόμενος από δύο ανθυπολοχαγούς και με τη βοήθεια 20 χωροφυλάκων μας έβαλε στη γραμμή και μας μίλησε: «Το ταμπούρ (τάγμα) που ήρθατε έχει ιερή αποστολή. Βοηθάει τον στρατό μας στο δίκαιο αγώνα μας κατά των Ρώσων. Θέλω σκληρή δουλειά και πειθαρχία. Προσέξτε, έχω δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω σας».
Αμελέ Ταμπουρού |
Ένα κομμάτι ψωμί και μια νερόβραστη σούπα, δύο φορές την ημέρα, ήταν το φαγητό μας. Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος από την εξάντληση ή το ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τα παλιά μας τσαρούχια (είδος αυτοσχέδιου σανδαλιού από ακατέργαστο γουρουνίσιο δέρμα) τα ψήναμε στη φωτιά, τα αλατίζαμε και τα τρώγαμε.
Τον Νοέμβριο άρχισε να μας θερίζει και ο τύφος, όμως το άνοιγμα των δρόμων από τα χιόνια συνέχιζε και πολλές φορές αντικαθιστούσαμε τα ζώα στο να τραβάμε κάρα ή πυροβόλα. Ευτυχώς σε λίγο οι Κούρδοι της περιοχής, ίσως υποκινούμενοι από τους Ρώσους, ξεσηκώθηκαν. Επικράτησε μεγάλη αναταραχή. Στους δρόμους ανακατεύονταν στρατός, πρόσφυγες και εμείς των "ταγμάτων εργασίας". Η ευκαιρία ήταν μοναδική. Δεκατέσσερις Έλληνες, σκελετωμένοι, το σκάσαμε. Οι περισσότεροι ήμασταν αγράμματοι, όμως πέντε είχαν κάνει σπουδές στο εξωτερικό, στη Ρωσία, στην Οδησσό, στην Αθήνα. Θυμάμαι ότι μετά από πέντε ώρες πορείας μπήκαμε στο ακραίο σπίτι ενός τουρκικού χωριού, από όπου πήραμε τρόφιμα και αμέσως φύγαμε χωρίς να πειράξουμε κανέναν. Όταν καθήσαμε να φάμε, κρυμμένοι σε μια σπηλιά, ένας μορφωμένος, που μέχρι τότε έκανε τον αρχηγό, μας είπε: "Είμαστε τώρα σαν τους μύριους του Ξενοφώντα...". Οι μορφωμένοι τον χειροκρότησαν. Εμείς, όμως, δεν καταλάβαμε γατί. Αυτός συνέχισε με απλά λόγια: "Κάποτε, πριν γεννηθεί ο Χριστός, βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Δαρείος και βασίλισσα η Παρυσάτιδα. Όταν αυτός πέθανε οι δύο γιοι του πολεμούσαν ποιος θα τον διαδεχτεί. Τον ένα τον έλεγαν Κύρο και τον άλλον Αρταξέρξη. Ο Κύρος ζήτησε τη βοήθεια των Ελλήνων. Έτσι μαζεύτηκαν περίπου 14.000 άνδρες και με αρχηγό τον Σπαρτιάτη Κλέαρχο ξεκίνησαν για τη Μικρά Ασία. Χίλιοι περίπου μετάνιωσαν και γύρισαν πίσω, στην Ελλάδα.
Οι 12.900, όμως, μετά από πορεία έξι μηνών, έφτασαν κοντά στη Βαβυλώνα (τώρα τη λένε Βαγδάτη). Έγινε μεγάλη μάχη κοντά στα Κούναξα. Οι Έλληνες, στη δεξιά πλευρά, νίκησαν, όμως ο Κύρος βρισκόταν στο κέντρο όπου σκοτώθηκε. Ο στρατός του υποχώρησε. Οι Έλληνες έχασαν, ύστερα από δόλο, πέντε στρατηγούς και τον αρχηγό τους τον Κλέαρχο.
Τότε ένας νέος και μορφωμένος που τον έλεγαν Ξενοφώντα, ανέλαβε την αρχηγεία των Ελλήνων και ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασαν εδώ που είμαστε τώρα εμείς, στην περιοχή των Καρδούχων δηλαδή των Κούρδων".
Οι μορφωμένοι τον χειροκρότησαν και του φώναξαν: "Είσαι ο Ξενοφώντας μας! Εμπρός, πες μας το σχέδιό σου να σωθούμε". Αυτός, παρότι αδυνατισμένος σαν σκελετός είχε πάνω του κάτι αρχηγικό. Συνέχισε, λοιπόν, τον λόγο του: "θα κάνουμε ό,τι έκανε εκείνος. Όλοι μαζί θα διασχίσουμε όρη και ποταμούς και θα φτάσουμε στην Τραπεζούντα, την πόλη που φιλοξένησε τους μύριους του Ξενοφώντα. Εκεί είναι τώρα οι Ρώσοι... είναι κανείς που έχει αντίρρηση;"
Ένα μήνα περπατούσαμε. Στον δρόμο υπέκυψαν τρεις σύντροφοί μας. Πέσαμε πάνω σε τουρκικά στρατεύματα και χάσαμε άλλους δύο συντρόφους. Τελικά φτάσαμε στα ορεινά της περιοχής της Σαμψούντας. Εκεί συναντηθήκαμε μ’ έναν Πόντιο οπλαρχηγό, ο οποίος μας έστειλε στη Σινώπη, σε κάποιο σύνδεσμό του. Δύο από τους συντρόφους μας έμειναν μαζί του αντάρτες. Έτσι οι υπόλοιποι επτά φτάσαμε στη Σινώπη και από κει με μικρή βάρκα πήγαμε στα ανοιχτά της θάλασσας όπου μας παρέλαβε ένα ρώσικο πολεμικό πλοίο και μας πήγε στο Βατούμ (πόλη σπουδαία του Ευξείνου κείμενη στην περιοχή της αρχαίας Κολχίδας).
Το 1918 που τελείωσε ο πόλεμος, γύρισα στην πατρίδα μου. Όμως σε λίγο άρχισε η τρομοκρατία του Κεμάλ και τον Σεπτέμβριο του 1919 πήρα μαζί μου τον τρίτο αδερφό μου Ευριπίδη, περάσαμε τις γαλλικές γραμμές στην Κιλικία και από τη Μερσίνα με γαλλικό πλοίο ήρθαμε στην Καβάλα, όπου δουλέψαμε σαν νερουλάδες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου