« Ύστερα από 54 χρόνια σχεδόν από την εφιαλτική ήττα της Μ. Ασίας και «προσφυγικής πολιτικής» όλων σχεδόν των κυβερνήσεων και κυρίως της επονείδιστης επταετίας, υπάρχουν όχι μόνο διάσπαρτα κομμάτια από την τουρκική περιουσία που έμεινε στην Ελλάδα, αλλά υπάρχουν ακόμα άστεγοι από την εποχή εκείνη, που υπολογίζονται σε 7.000 οικογένειες, κατά τους υπολογισμούς του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Και επιπλέον, χιλιάδες οικογένειες αστών προσφύγων που στεγάσθηκαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με πενιχρά ποσά που τους δόθηκαν για αυτοστέγαση ή εγκαταστάθηκαν σε άθλιες ή μέτριες πολυκατοικίες έχουν γίνει «χρεώστες» και το υπουργείο τους εκβιάζει για την αποπληρωμή του «χρέους» κρατώντας αυτό την πρώτη υποθήκη των διαμερισμάτων που έγιναν με χρήματα κυρίως από την εκποίηση της ανταλλάξιμης περιουσίας. Δηλαδή χρεώθηκαν τα δικά τους λεπτά...
»Πόση είναι σήμερα η υπόλοιπη μουσουλμανική περιουσία; Το υπουργείο Οικονομικών, σε συνέντευξη που έδωσε ο τότε υπουργός της χούντας, τον Απρίλιο του 1973, αποκάλυψε ότι «η αξία του απομένοντος τμήματος εκ της ανταλλαξίμου περιουσίας, κυμαίνεται πέριξ των 3 δισεκατ. 300 εκατομ. δραχμών...». («Οικονομικός Ταχυδρόμος» 24 Μαΐου 1973), ενώ η σημερινή Εισηγητική Έκθεση του νομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομικών, που κατατέθηκε στη Βουλή, αναφέρει: «Τα εις την ανταλλάξιμον περιουσίαν ανήκοντα αστικά και αγροτικά κτήματα ανέρχονται σήμερον εις 29.000 περίπου, η δε αξία των, καίτοι δεν υφίστανται ασφαλή στοιχεία παρ' ημίν, εκτιμάται εντούτοις, κατά προσεγγι-σιν εις 2,5 δισεκατομ. δραχμάς.
Εις το ποσόν τούτο δέον να προστεθή και ποσόν 500 εκατομ. δρχ. περίπου, εις ο πιθανολογείται ότι ανέρχεται η αξία των καταληφθέντων ανταλλαξίμων κτημάτων και δη των βακουφικών» (κτήματα των μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων).
»Αυτή, λοιπόν, την περιουσία που «πιθανολογείται» ότι φθάνει τα 3 δισεκ. δρχ. η τα 5 δισεκ. κατά τις εκτιμήσεις αρμοδίων της μουσουλμανικής περιουσίας, το υπουργείο Οικονομικών τη... χαρίζει - την ξένη αυτή περιουσία - κατά το δοκούν» προς εαυτούς και αλλήλους, ενώ έχει, από τις Συμβάσεις και τις μετέπειτα αποφάσεις τη διαχείριση μόνον και όχι την κυριότητα.
Και εφόσον δεν έχει την κυριότητα, δεν έχει το δικαίωμα και από τη Σύμβαση τις Λωζάνης και από την ελληνική πρακτική να τη διαθέτει εφαρμόζοντας κοινωνική πολιτική και όχι πολιτική ρευστοποιήσεως για την αποζημίωση και τη στέγαση των κακώς στεγασμένων και των τελείως αστέγων προσφύγων.
»0 ελκυστικός και κάπως απατηλός τίτλος του νομοσχεδίου «περι ταχείας ρευστοποιήσεως και εκκαθαρίσεως της ανταλλαξίμου περιουσίας», δεν εκφράζει το περιεχόμενό του νομοσχεδίου.
»Οι προθεσμίες εξοφλήσεως του τιμήματος του κτήματος ή του κτίσματος, που την καθορίζει ο υπουργός των Οικονομικών, σύμφωνα με την αξία κατά τον χρόνο εκποιήσεως, αρχίζουν από δέκα (10) χρονιά και φθάνουν τα είκοσι (20), χωρίς να επιβληθεί επιτόκιο και όταν επιβάλλεται είναι 2% ή 4%. Και αυτή λέγεται «ταχεία ρευστοποίηοις».
» Όσο για μειώσεις του καθοριζόμενου από τον υπουργό τιμήματος είναι διάχυτες σ' όλο το νομοσχέδιο. Οφείλουν να δώσουν οι αγοραστές η οι καταπατητές, που χρησιμοποιούσαν τα κτήματα επί πενήντα χρόνια το 90%, το 80%, το 40% και το 33% του τιμήματος, με επιτόκιο 2 και 4%. Όσο για τα βακουφικά, καμιά αποζημίωση δεν θα δοθεί για τη χρήση τους.
Χαρίζονται, σχεδόν, - πληρώνουν το 40% της αξίας τους, με 2% επιτόκιο και για είκοσι (20) χρόνια - τα κτήματα που θα διατεθούν για κρατικές υπηρεσίες, για δήμους και κοινότητες, για νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Αντίθετα, πρέπει να πληρώσουν το 50% της αξίας του οικοπέδου τα προσφυγικά σωματεία Μ. Ασίας, Πόντου, Αν. Θράκης που τα γραφεία τους έχουν εγκατασταθεί σε ανταλλάξιμα κτήματα και σε διάστημα εξοφλήσεως μόνο πέντε ετών...
»Οι εκπτώσεις κλιμακώνονται προς τα επάνω εφόσον η πληρωμή γίνεται αμέσως, οπότε, όπως ομολογείται στην Εισηγητική Έκθεση «το τίμημα εξαγοράς σχεδόν μηδενίζεται...». Πραγματική εκκαθάριση μιας τεράστιας περιουσίας, στο σφυρί, που λέει ο λαός.
»Δεν έχει, φυσικά, κανείς αντίρρηση να εφαρμόζει η Πολιτεία κοινωνική πολιτική για τις τάξεις χαμηλού εισοδήματος, για ακτήμονες αγρότες, για άστεγους κλπ, αλλά όχι «αναλώμασι τρίτων», όχι «με ξένα κόλλυβα να κάνουμε μνημόσυνο...».
Μπορεί η Πολιτεία να δώσει στις κατηγορίες που αναφέρονται στο νομοσχέδιο όλα τα ανταλλάξιμα κτήματα και κτίσματα, εφόσον οι κατηγορίες αυτές δεν ανήκουν σε πρόσφυγες, είτε δωρεάν είτε με οποιεσδήποτε εκπτώσεις και προθεσμίες, δικαίωμά της, αλλά οφείλει να καταθέσει στο ΤΑΠΑΠ ακέραιο το τίμημα του κτήματος ή του κτίσματος ή των ορυχείων και των μεταλλείων για την αποζημίωση και την αποκατάσταση των προσφυγών του 1922. Είναι απαράδεκτο, είναι σκληρό, είναι ίσως απάνθρωπο να κάνουμε τους ανθρώπους αυτούς της δυστυχίας και των σφαλμάτων της πολιτικής μας να περιμένουν ακόμα είκοσι χρόνια για να «ρευστοποιηθεί» η ανταλλάξιμη περιουσία και να αποκατασταθούν.
Το υπουργείο Οικονομικών αντέδρασε στο άρθρο μου αυτό και έστειλε στο «Βημα» μια απάντηση χωρίς σοβαρά επιχειρήματα. Τη δημοσιεύω όπως και την απάντηση που έκαμα ευθύς αμέσως.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΟΝ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ
Εν Αθήναις τη 6 Μαΐου 1976
Προς
Την Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ»
Ενταύθα
Κύριε Διευθυντά,
Επί των δημοσιευθέντων εις το φύλλον της 28ης Απριλίου, έ.ε. της εγκρίτου Εφημερίδος σας υπό τους τίτλους «Η ανταλλάξιμος περιουσία παραχωρείται με νόμο στους καταπατητές» και «Με νομοσχέδιο «δωρίζεται» η ανταλλάξιμος περιουσία», σας γνωρίζω τα κάτωθι, τα οποία και παρακαλώ όπως δημοσιευθούν, ως έχουν, εις την αυτήν θέσιν και υπό τα αυτά στοιχεία εις το αμέσως προσεχές φύλλον.
1. Δια της εν Άγκυρα υπογραφείσης την 10ην Ιουνίου 1930 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας Συμφωνίας, κυρωθείσης δια του Ν. 4793/1930, η κινητή και ακίνητος περιουσία η εγκαταλειφθείσα εν Τουρκία μεν υπό των ανταλλαγέντων ομογενών, εν Ελλαδι δε υπό των υπαχθέντων εις την ανταλλαγήν Τούρκων, περιήλθεν αντιστοίχως, κατά πλήρη κυριότητα, εις το Τουρκικόν και Ελληνικόν Δημόσιον, το οποίον ανέλαβεν την αστικήν ή, κατά περίπτωσιν, γεωργικήν αποκατάστασιν αυτών μέχρι ποσού ίσου προς το καθαρόν ενεργητικόν της εν Ελλάδι εγκαταλειφθείσης μουσουλμανικής περιουσίας (Ν. 5266/1931 Αρθρον 1), και όχι εις την κυριότητα των ανταλλαγέντων ομογενών, επί τη βάσει το>ν τροποποιηθεισών κατά τ ανωτέρω Συνθηκών των ετών 1923 και 1924.
2. Ως προς τα αόριστα επιχειρήματα περί «μεροληπτικών παραχωρήσεων ή ακόμα χαριστικών πράξεων» σημειώ ότι, οσάκις υποπίπτει σήμερον εις την αντίληψιν της Υπηρεσίας οιαδήποτε μη νόμιμος τυχόν ενέργεια η παράλειψις γενομένη κατά το παρελθόν, λαμβάνεται αμέσως μέριμνα δια την τακτοποίησιν της, το Υπουργείον δε θα εθεωρούσε ως προσφοράν εξαιρετικής προς το Κράτος και εις τελευταίαν ανάλυσιν προς τους πρόσφυγας υπηρεσίας, την υπό του αρθρογράφου ή οιουδήποτε τρίτου, αποκάλυψιν συγκεκριμένων μεροληπτικών ή χαριστικών πράξεων παραχωρήσεως ανταλλαξίμων κτημάτων, δια την επιβολήν των νομίμων κυρώσεων και την επιδίωξιν της αποκαταστάσεως των τυχόν αδικιών.
Όσον αφορά, ειδικώτερον, τα υπέρογκα διοικητικά έξοδα που επεβάρυναν την περιουσίαν αυτήν, πληροφορώ τον συντάκτην του δημοσιεύματος, ότι το προσωπικόν της ΥΔΑΜΚ, ανερχόμενον αρχικώς εις 700 περίπου υπαλλήλους, περιωρίσθη εις 275 μεταπολεμικώς, οημερον δε με την διοίκησιν και διαχείρισιν της ανταλλαξίμου περιουσίας απασχολούνται μόνον 79 υπάλληλοι.
3. Εις την εντός ευλόγου χρόνου επίλυσιν του χρονίζοντος τούτου προβλήματος, αποβλέπει ακριβώς το κατατεθέν ήδη εις την Βουλήν νομοσχέδιον, δια του οποίου δεν «χαρίζονται», αλλά παραχωρούνται τα κτήματα εις όσους συγκεντρώνουν τας προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας.
4. Είναι προφανές, ότι η υπό του νομοσχεδίου παρεχόμενη διευκόλυνσις τμηματικής καταβολής, ητις ισχύει και σήμερον, αποβλέπει αποκλειστικώς εις την εξυπηρέτησιν των νόμω δικαιούμενων αποκαταστάσεως ακτημόνων, η οποία πραγματοποιείται, κατ' ουσίαν, δια της άμεσου παραχωρήσεως εις αυτούς των κτημάτων και όχι μετά παρέλευσιν 10 η 20 ετών, ήτοι μετά την εκπνοή της προθεσμίας των ευεργετικών διατάξεων δια την εξόφλησιν του τιμήματος αυτών, το οποίον διατίθεται και παλιν δια την στέγασιν των προσφύγων και όχι την ενίσχυσιν του Κρατικού Προϋπολογισμού εκ του οποίου, όλως αντιθέτως, ενισχύεται το οικείον πρόγραμμα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Μετά τιμής ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΪΜΗΣ Υφυπουργός Οικονομικών
Κάτω από τη δημοσίευση του γράμματος του κ. Φ. Ζαΐμη, που ήταν τότε υφυπουργός, έβαλα την παρακάτω σημείωση: (12 Μαΐου 1976):
1.- Η επικαλούμενη από τον κ. υφυπουργό «πλήρη» κυριότητα του κράτους «επί των εγκαταλειφθεισών εν Ελλάδι περιουσιών των Τούρκων» -σύμφωνα με το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Αγκύρας της 10 Ιουνίου 1930, είναι εντελώς πλασματική. Ο όρος αυτός τέθηκε από τα δύο κράτη για να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο κρατών, δηλαδή, για εντελώς διαδικαστικά θέματα.
Δεν ήταν δυνατό τα δύο κράτη να αποφασίσουν συμψηφισμό των δύο περιουσιών - Ελλήνων και Τούρκων - στις οποίες ήσαν απλώς διαχειριστές, όπως σαφέστατα το καθορίζει το άρθρο 14 της «Συμβασεως περί ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών» της 30 Ιανουαρίου 1923 και οι μετέπειτα αποφάσεις της Μικτής Ελληνοτουρκικής Επιτροπής των ετών 1923 και 1924 (Απόφαση VIII).
Έγιναν, λοιπόν, «κύριοι» και αυτός ο καθορισμός διευκόλυνε την Ελληνο-τουρκική Συμφωνία Βενιζέλου - Ατατούρκ του 1930. Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο I. Λαυρεντίδης: «Άλλωστε, το ότι διαχειριοιν και οχι κυριότητα έχει επί της ανταλλαξίμου περιουσίας το Δημόσιον, το επιβεβαιώνει και αυτός ούτος ο τίτλος της αρμόδιας Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους: «Διεύθυνσις Διαχειρίσεως Ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών Κτημάτων (ΔΑΜΚ)». Και αλλού: «... αντελήφθησαν οι πάντες ότι τα ανταλλάξιμα κτήματα δεν είναι του κράτους, αλλά υφίσταται συμβατική υποχρέωσις μεταξύ Δημοσίου και δικαιούχων ανταλλαξίμων» (9) -(Προστέθηκαν τα παραπάνω τώρα, με την έκδοση. Γ. Λαμ.).
Αυτή, όμως, η «πλήρης κυριοτης» δεν εξαφάνισε την υποχρέωση του ελληνικού κράτους να παραχωρήσει στους πρόσφυγες «περιουσίαν ίσης αξίας και της αυτής φύσεως, οία η παρ' αυτού εγκαταλειφθείσα ..» (άρθρο 14 της Συμβάσεως Λωζανης 1923).
Και αν επεκτείνουμε το θέμα, η Σύμβαση του 1923 είναι ισχυρότερη από τη Σύμβαση του 1930, επειδή η πρώτη έγινε με την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ), ενώ η δεύτερη, μεταξύ δυο κρατών.
Οι πρόσφυγες, φυσικά, αντέδρασαν στο γενόμενο συμψηφισμό δυο ανισομερών ποσών (100 δισεκατ. σταθεροποιημένων δρχ. του 1924 οι Ελληνικές περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία και 12,5 δισεκατ. δρχ. οι τουρκικές που εγκαταλείφθηκαν στην Ελλάδα).
Πάντως δέχθηκαν γιατί ήθελαν να συμβάλουν στον τερματισμό της εχθρότητας μεταξύ των δύο κρατών και όπως διαπιστώνει ο Α. Αιγίδης η Συμφωνία αυτή έγινε με τη βοήθεια των «αλύτρωτων» παρ' όλον ότι τους «έθιγεν εις τα καίρια, τόσον από υλικής, όσον και από ηθικής και αισθηματικής απόψεως».
2 - Ως προς τις τις μεροληπτικές παραχωρήσεις τις οποίες το άρθρο μας ανάφερε «παρεπιπτόντως» ας ανασκαλίσει ο κ. υφυπουργός τα αρχεία και θα βρει πόσες παραχωρήσεις έχουν γίνει, χωρίς να είναι οι «καταλαμβάνοντες» δικαιούχοι πρόσφυγες. Του υπενθυμίζουμε ένα κτήμα στα Φάρσαλα 2.500 στρεμ. που το είχαν μεγαλοκτηματίες. Χωριά ολόκληρα έχουν δοθεί σε μη πρόσφυγες, τα βακουφικά, το νόμο 547 του 1970 που παραχώρησε οικόπεδα ανταλλάξιμης περιουσίας με 20% της αξίας τους κλπ.
Για τα υπέρογκα διοικητικά έξοδα, θα παρακαλούσαμε τον κ. υφυπουργό να μας δώσει τους Απολογισμούς της τελευταίας δεκαπενταετίας του ΤΑΠΑΠ για να γίνει γνωστό όχι μόνο το υπέρογκο των διοικητικών δαπανών, αλλά και το παράλογο τους.
Γιατί να πληρώνει η ανταλλάξιμη περιουσία τους υπάλληλους ΤΑΠΑΠ αφού είναι δημόσιοι υπάλληλοι αποσπασμένοι από το υπουργείο Οικονομικών;
Τότε έπρεπε να πληρωθούν και οι υπάλληλοι του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, που ασχολούνται με την αποκατάσταση των προσφύγων, ενώ δεν συμβαίνει ένα τέτοιο.
3.- Το αν χαρίζονται είτε όχι τα εναμείναντα κτήματα της ανταλλάξιμης περιουσίας, τα αναλύσαμε στο άρθρο μας και το ομολογεί και το νομοσχέδιο το ίδιο.
4.- Το τμήμα αυτό της απαντήσεως αναφέρεται στα συμφέροντα των καταπατητών και των «δικαιούμενων αποκαταστάσεως ακτημόνων» (όχι προσφυγών) οι οποίοι θα εξοφλήσουν το τίμημα του κτήματος σε 20 ή 10 χρόνια. Δηλαδή, θα περιμένουν οι πρόσφυγες άλλα είκοσι χρόνια για την αποκατάσταση. Τα δισέγγονο, αν όχι τα τρισέγγονα θα είναι τότε οι «δικαιούχοι αποκαταστάσεως»...
Θα ήταν, επίσης, ευπρόσδεκτη μια ανακοίνωση του κ. υφυπουργού για τη δαπάνη του Προϋπολογισμού, με την οποία «ενισχύεται το οικείον πρόγραμμα του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών».
Γιωργος Λαμψιδης
Δημοσιογραφος
"ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΟΥ 1922"
Εκδοσεις Αδελφων Κυριακιδη
Θεσσαλονικη 1992
»Πόση είναι σήμερα η υπόλοιπη μουσουλμανική περιουσία; Το υπουργείο Οικονομικών, σε συνέντευξη που έδωσε ο τότε υπουργός της χούντας, τον Απρίλιο του 1973, αποκάλυψε ότι «η αξία του απομένοντος τμήματος εκ της ανταλλαξίμου περιουσίας, κυμαίνεται πέριξ των 3 δισεκατ. 300 εκατομ. δραχμών...». («Οικονομικός Ταχυδρόμος» 24 Μαΐου 1973), ενώ η σημερινή Εισηγητική Έκθεση του νομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομικών, που κατατέθηκε στη Βουλή, αναφέρει: «Τα εις την ανταλλάξιμον περιουσίαν ανήκοντα αστικά και αγροτικά κτήματα ανέρχονται σήμερον εις 29.000 περίπου, η δε αξία των, καίτοι δεν υφίστανται ασφαλή στοιχεία παρ' ημίν, εκτιμάται εντούτοις, κατά προσεγγι-σιν εις 2,5 δισεκατομ. δραχμάς.
Εις το ποσόν τούτο δέον να προστεθή και ποσόν 500 εκατομ. δρχ. περίπου, εις ο πιθανολογείται ότι ανέρχεται η αξία των καταληφθέντων ανταλλαξίμων κτημάτων και δη των βακουφικών» (κτήματα των μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων).
»Αυτή, λοιπόν, την περιουσία που «πιθανολογείται» ότι φθάνει τα 3 δισεκ. δρχ. η τα 5 δισεκ. κατά τις εκτιμήσεις αρμοδίων της μουσουλμανικής περιουσίας, το υπουργείο Οικονομικών τη... χαρίζει - την ξένη αυτή περιουσία - κατά το δοκούν» προς εαυτούς και αλλήλους, ενώ έχει, από τις Συμβάσεις και τις μετέπειτα αποφάσεις τη διαχείριση μόνον και όχι την κυριότητα.
Και εφόσον δεν έχει την κυριότητα, δεν έχει το δικαίωμα και από τη Σύμβαση τις Λωζάνης και από την ελληνική πρακτική να τη διαθέτει εφαρμόζοντας κοινωνική πολιτική και όχι πολιτική ρευστοποιήσεως για την αποζημίωση και τη στέγαση των κακώς στεγασμένων και των τελείως αστέγων προσφύγων.
»0 ελκυστικός και κάπως απατηλός τίτλος του νομοσχεδίου «περι ταχείας ρευστοποιήσεως και εκκαθαρίσεως της ανταλλαξίμου περιουσίας», δεν εκφράζει το περιεχόμενό του νομοσχεδίου.
»Οι προθεσμίες εξοφλήσεως του τιμήματος του κτήματος ή του κτίσματος, που την καθορίζει ο υπουργός των Οικονομικών, σύμφωνα με την αξία κατά τον χρόνο εκποιήσεως, αρχίζουν από δέκα (10) χρονιά και φθάνουν τα είκοσι (20), χωρίς να επιβληθεί επιτόκιο και όταν επιβάλλεται είναι 2% ή 4%. Και αυτή λέγεται «ταχεία ρευστοποίηοις».
» Όσο για μειώσεις του καθοριζόμενου από τον υπουργό τιμήματος είναι διάχυτες σ' όλο το νομοσχέδιο. Οφείλουν να δώσουν οι αγοραστές η οι καταπατητές, που χρησιμοποιούσαν τα κτήματα επί πενήντα χρόνια το 90%, το 80%, το 40% και το 33% του τιμήματος, με επιτόκιο 2 και 4%. Όσο για τα βακουφικά, καμιά αποζημίωση δεν θα δοθεί για τη χρήση τους.
Χαρίζονται, σχεδόν, - πληρώνουν το 40% της αξίας τους, με 2% επιτόκιο και για είκοσι (20) χρόνια - τα κτήματα που θα διατεθούν για κρατικές υπηρεσίες, για δήμους και κοινότητες, για νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Αντίθετα, πρέπει να πληρώσουν το 50% της αξίας του οικοπέδου τα προσφυγικά σωματεία Μ. Ασίας, Πόντου, Αν. Θράκης που τα γραφεία τους έχουν εγκατασταθεί σε ανταλλάξιμα κτήματα και σε διάστημα εξοφλήσεως μόνο πέντε ετών...
»Οι εκπτώσεις κλιμακώνονται προς τα επάνω εφόσον η πληρωμή γίνεται αμέσως, οπότε, όπως ομολογείται στην Εισηγητική Έκθεση «το τίμημα εξαγοράς σχεδόν μηδενίζεται...». Πραγματική εκκαθάριση μιας τεράστιας περιουσίας, στο σφυρί, που λέει ο λαός.
»Δεν έχει, φυσικά, κανείς αντίρρηση να εφαρμόζει η Πολιτεία κοινωνική πολιτική για τις τάξεις χαμηλού εισοδήματος, για ακτήμονες αγρότες, για άστεγους κλπ, αλλά όχι «αναλώμασι τρίτων», όχι «με ξένα κόλλυβα να κάνουμε μνημόσυνο...».
Μπορεί η Πολιτεία να δώσει στις κατηγορίες που αναφέρονται στο νομοσχέδιο όλα τα ανταλλάξιμα κτήματα και κτίσματα, εφόσον οι κατηγορίες αυτές δεν ανήκουν σε πρόσφυγες, είτε δωρεάν είτε με οποιεσδήποτε εκπτώσεις και προθεσμίες, δικαίωμά της, αλλά οφείλει να καταθέσει στο ΤΑΠΑΠ ακέραιο το τίμημα του κτήματος ή του κτίσματος ή των ορυχείων και των μεταλλείων για την αποζημίωση και την αποκατάσταση των προσφυγών του 1922. Είναι απαράδεκτο, είναι σκληρό, είναι ίσως απάνθρωπο να κάνουμε τους ανθρώπους αυτούς της δυστυχίας και των σφαλμάτων της πολιτικής μας να περιμένουν ακόμα είκοσι χρόνια για να «ρευστοποιηθεί» η ανταλλάξιμη περιουσία και να αποκατασταθούν.
Το υπουργείο Οικονομικών αντέδρασε στο άρθρο μου αυτό και έστειλε στο «Βημα» μια απάντηση χωρίς σοβαρά επιχειρήματα. Τη δημοσιεύω όπως και την απάντηση που έκαμα ευθύς αμέσως.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΟΝ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ
Εν Αθήναις τη 6 Μαΐου 1976
Προς
Την Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ»
Ενταύθα
Κύριε Διευθυντά,
Επί των δημοσιευθέντων εις το φύλλον της 28ης Απριλίου, έ.ε. της εγκρίτου Εφημερίδος σας υπό τους τίτλους «Η ανταλλάξιμος περιουσία παραχωρείται με νόμο στους καταπατητές» και «Με νομοσχέδιο «δωρίζεται» η ανταλλάξιμος περιουσία», σας γνωρίζω τα κάτωθι, τα οποία και παρακαλώ όπως δημοσιευθούν, ως έχουν, εις την αυτήν θέσιν και υπό τα αυτά στοιχεία εις το αμέσως προσεχές φύλλον.
1. Δια της εν Άγκυρα υπογραφείσης την 10ην Ιουνίου 1930 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας Συμφωνίας, κυρωθείσης δια του Ν. 4793/1930, η κινητή και ακίνητος περιουσία η εγκαταλειφθείσα εν Τουρκία μεν υπό των ανταλλαγέντων ομογενών, εν Ελλαδι δε υπό των υπαχθέντων εις την ανταλλαγήν Τούρκων, περιήλθεν αντιστοίχως, κατά πλήρη κυριότητα, εις το Τουρκικόν και Ελληνικόν Δημόσιον, το οποίον ανέλαβεν την αστικήν ή, κατά περίπτωσιν, γεωργικήν αποκατάστασιν αυτών μέχρι ποσού ίσου προς το καθαρόν ενεργητικόν της εν Ελλάδι εγκαταλειφθείσης μουσουλμανικής περιουσίας (Ν. 5266/1931 Αρθρον 1), και όχι εις την κυριότητα των ανταλλαγέντων ομογενών, επί τη βάσει το>ν τροποποιηθεισών κατά τ ανωτέρω Συνθηκών των ετών 1923 και 1924.
2. Ως προς τα αόριστα επιχειρήματα περί «μεροληπτικών παραχωρήσεων ή ακόμα χαριστικών πράξεων» σημειώ ότι, οσάκις υποπίπτει σήμερον εις την αντίληψιν της Υπηρεσίας οιαδήποτε μη νόμιμος τυχόν ενέργεια η παράλειψις γενομένη κατά το παρελθόν, λαμβάνεται αμέσως μέριμνα δια την τακτοποίησιν της, το Υπουργείον δε θα εθεωρούσε ως προσφοράν εξαιρετικής προς το Κράτος και εις τελευταίαν ανάλυσιν προς τους πρόσφυγας υπηρεσίας, την υπό του αρθρογράφου ή οιουδήποτε τρίτου, αποκάλυψιν συγκεκριμένων μεροληπτικών ή χαριστικών πράξεων παραχωρήσεως ανταλλαξίμων κτημάτων, δια την επιβολήν των νομίμων κυρώσεων και την επιδίωξιν της αποκαταστάσεως των τυχόν αδικιών.
Όσον αφορά, ειδικώτερον, τα υπέρογκα διοικητικά έξοδα που επεβάρυναν την περιουσίαν αυτήν, πληροφορώ τον συντάκτην του δημοσιεύματος, ότι το προσωπικόν της ΥΔΑΜΚ, ανερχόμενον αρχικώς εις 700 περίπου υπαλλήλους, περιωρίσθη εις 275 μεταπολεμικώς, οημερον δε με την διοίκησιν και διαχείρισιν της ανταλλαξίμου περιουσίας απασχολούνται μόνον 79 υπάλληλοι.
3. Εις την εντός ευλόγου χρόνου επίλυσιν του χρονίζοντος τούτου προβλήματος, αποβλέπει ακριβώς το κατατεθέν ήδη εις την Βουλήν νομοσχέδιον, δια του οποίου δεν «χαρίζονται», αλλά παραχωρούνται τα κτήματα εις όσους συγκεντρώνουν τας προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας.
4. Είναι προφανές, ότι η υπό του νομοσχεδίου παρεχόμενη διευκόλυνσις τμηματικής καταβολής, ητις ισχύει και σήμερον, αποβλέπει αποκλειστικώς εις την εξυπηρέτησιν των νόμω δικαιούμενων αποκαταστάσεως ακτημόνων, η οποία πραγματοποιείται, κατ' ουσίαν, δια της άμεσου παραχωρήσεως εις αυτούς των κτημάτων και όχι μετά παρέλευσιν 10 η 20 ετών, ήτοι μετά την εκπνοή της προθεσμίας των ευεργετικών διατάξεων δια την εξόφλησιν του τιμήματος αυτών, το οποίον διατίθεται και παλιν δια την στέγασιν των προσφύγων και όχι την ενίσχυσιν του Κρατικού Προϋπολογισμού εκ του οποίου, όλως αντιθέτως, ενισχύεται το οικείον πρόγραμμα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Μετά τιμής ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΪΜΗΣ Υφυπουργός Οικονομικών
Κάτω από τη δημοσίευση του γράμματος του κ. Φ. Ζαΐμη, που ήταν τότε υφυπουργός, έβαλα την παρακάτω σημείωση: (12 Μαΐου 1976):
1.- Η επικαλούμενη από τον κ. υφυπουργό «πλήρη» κυριότητα του κράτους «επί των εγκαταλειφθεισών εν Ελλάδι περιουσιών των Τούρκων» -σύμφωνα με το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Αγκύρας της 10 Ιουνίου 1930, είναι εντελώς πλασματική. Ο όρος αυτός τέθηκε από τα δύο κράτη για να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο κρατών, δηλαδή, για εντελώς διαδικαστικά θέματα.
Δεν ήταν δυνατό τα δύο κράτη να αποφασίσουν συμψηφισμό των δύο περιουσιών - Ελλήνων και Τούρκων - στις οποίες ήσαν απλώς διαχειριστές, όπως σαφέστατα το καθορίζει το άρθρο 14 της «Συμβασεως περί ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών» της 30 Ιανουαρίου 1923 και οι μετέπειτα αποφάσεις της Μικτής Ελληνοτουρκικής Επιτροπής των ετών 1923 και 1924 (Απόφαση VIII).
Έγιναν, λοιπόν, «κύριοι» και αυτός ο καθορισμός διευκόλυνε την Ελληνο-τουρκική Συμφωνία Βενιζέλου - Ατατούρκ του 1930. Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο I. Λαυρεντίδης: «Άλλωστε, το ότι διαχειριοιν και οχι κυριότητα έχει επί της ανταλλαξίμου περιουσίας το Δημόσιον, το επιβεβαιώνει και αυτός ούτος ο τίτλος της αρμόδιας Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους: «Διεύθυνσις Διαχειρίσεως Ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών Κτημάτων (ΔΑΜΚ)». Και αλλού: «... αντελήφθησαν οι πάντες ότι τα ανταλλάξιμα κτήματα δεν είναι του κράτους, αλλά υφίσταται συμβατική υποχρέωσις μεταξύ Δημοσίου και δικαιούχων ανταλλαξίμων» (9) -(Προστέθηκαν τα παραπάνω τώρα, με την έκδοση. Γ. Λαμ.).
Αυτή, όμως, η «πλήρης κυριοτης» δεν εξαφάνισε την υποχρέωση του ελληνικού κράτους να παραχωρήσει στους πρόσφυγες «περιουσίαν ίσης αξίας και της αυτής φύσεως, οία η παρ' αυτού εγκαταλειφθείσα ..» (άρθρο 14 της Συμβάσεως Λωζανης 1923).
Και αν επεκτείνουμε το θέμα, η Σύμβαση του 1923 είναι ισχυρότερη από τη Σύμβαση του 1930, επειδή η πρώτη έγινε με την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ), ενώ η δεύτερη, μεταξύ δυο κρατών.
Οι πρόσφυγες, φυσικά, αντέδρασαν στο γενόμενο συμψηφισμό δυο ανισομερών ποσών (100 δισεκατ. σταθεροποιημένων δρχ. του 1924 οι Ελληνικές περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία και 12,5 δισεκατ. δρχ. οι τουρκικές που εγκαταλείφθηκαν στην Ελλάδα).
Πάντως δέχθηκαν γιατί ήθελαν να συμβάλουν στον τερματισμό της εχθρότητας μεταξύ των δύο κρατών και όπως διαπιστώνει ο Α. Αιγίδης η Συμφωνία αυτή έγινε με τη βοήθεια των «αλύτρωτων» παρ' όλον ότι τους «έθιγεν εις τα καίρια, τόσον από υλικής, όσον και από ηθικής και αισθηματικής απόψεως».
2 - Ως προς τις τις μεροληπτικές παραχωρήσεις τις οποίες το άρθρο μας ανάφερε «παρεπιπτόντως» ας ανασκαλίσει ο κ. υφυπουργός τα αρχεία και θα βρει πόσες παραχωρήσεις έχουν γίνει, χωρίς να είναι οι «καταλαμβάνοντες» δικαιούχοι πρόσφυγες. Του υπενθυμίζουμε ένα κτήμα στα Φάρσαλα 2.500 στρεμ. που το είχαν μεγαλοκτηματίες. Χωριά ολόκληρα έχουν δοθεί σε μη πρόσφυγες, τα βακουφικά, το νόμο 547 του 1970 που παραχώρησε οικόπεδα ανταλλάξιμης περιουσίας με 20% της αξίας τους κλπ.
Για τα υπέρογκα διοικητικά έξοδα, θα παρακαλούσαμε τον κ. υφυπουργό να μας δώσει τους Απολογισμούς της τελευταίας δεκαπενταετίας του ΤΑΠΑΠ για να γίνει γνωστό όχι μόνο το υπέρογκο των διοικητικών δαπανών, αλλά και το παράλογο τους.
Γιατί να πληρώνει η ανταλλάξιμη περιουσία τους υπάλληλους ΤΑΠΑΠ αφού είναι δημόσιοι υπάλληλοι αποσπασμένοι από το υπουργείο Οικονομικών;
Τότε έπρεπε να πληρωθούν και οι υπάλληλοι του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, που ασχολούνται με την αποκατάσταση των προσφύγων, ενώ δεν συμβαίνει ένα τέτοιο.
3.- Το αν χαρίζονται είτε όχι τα εναμείναντα κτήματα της ανταλλάξιμης περιουσίας, τα αναλύσαμε στο άρθρο μας και το ομολογεί και το νομοσχέδιο το ίδιο.
4.- Το τμήμα αυτό της απαντήσεως αναφέρεται στα συμφέροντα των καταπατητών και των «δικαιούμενων αποκαταστάσεως ακτημόνων» (όχι προσφυγών) οι οποίοι θα εξοφλήσουν το τίμημα του κτήματος σε 20 ή 10 χρόνια. Δηλαδή, θα περιμένουν οι πρόσφυγες άλλα είκοσι χρόνια για την αποκατάσταση. Τα δισέγγονο, αν όχι τα τρισέγγονα θα είναι τότε οι «δικαιούχοι αποκαταστάσεως»...
Θα ήταν, επίσης, ευπρόσδεκτη μια ανακοίνωση του κ. υφυπουργού για τη δαπάνη του Προϋπολογισμού, με την οποία «ενισχύεται το οικείον πρόγραμμα του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών».
Γιωργος Λαμψιδης
Δημοσιογραφος
"ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΟΥ 1922"
Εκδοσεις Αδελφων Κυριακιδη
Θεσσαλονικη 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου