Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη και οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας

Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» είναι από τα σημαντικά δημιουργήματα του μεγάλου συγγραφέα. Είχε μεγάλη απήχηση ως μυθιστόρημα, θριάμβευσε στο θέατρο και χειροκροτήθηκε στον κινηματογράφο, ενώ οι ξένοι το απόλαυσαν σε μεταφράσεις του.
Ο μύθος του έργου αναφέρεται σε Έλληνες ενός χωριού, μιας ακαθόριστης περιοχής της Μικράς Ασίας, στα “βάθη της Ανατολής», όπως συχνά αναφέρει ο συγγραφέας, ενώ η χρονική περίοδο που διαδραματίζονται τα γεγονότα δίνεται έμμεσα, από αναφορές σε ιστορικά γεγονότα, ονομασίες και ιδεολογίες (Μπολσεβίκοι, Μόσκοβας, «παίρνετε αρμήνεις από το Μόσκοβα να γκρεμίσετε τη θρησκεία, την πατρίδα, την οικογένεια, την ιδιοχτησία...» (σελ. 338 και αλλού), οπότε ο αναγνώστης τοποθετεί τα γεγονότα του έργου αυτού αναμεσα στα 1920 με 1921, δηλαδή, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία (1917) και πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή (1922).
Συνοπτικά ο μύθος του έργου βασίζεται στην πάλη του παραπάνω ελληνικού χωριού, που ο συγγραφέας το βαπτίζει «Λυκόβρυση» εναντίον μιας ομάδας ξεριζωμένων και καταδιωγμένων Ελλήνων ενός άλλου χωριού, του «Αγίου Γεωργίου», που τους έδιωξαν οι Τούρκοι από το χωριό τους. Οδοιπορώντας οι διωγμένοι Έλληνες επί τρεις μήνες με τον παπά τους επικεφαλής, τον πάπα Φώτη, που κρατάει στην αγκαλιά του το Ευαγγέλιο και τα λάβαρα σε χέρια των διωγμένων, φθάνουν στην «Λυκόβρυση» και ζητούν βοήθεια και καταφύγιο από «το πλούσιο χωριό και τους καλούς ανθρώπους...», όπως θα πει ο παπάς των διωγμένων (σελ. 47) για να συγκινήσει τους προεστούς και τον πάπα Γρηγόρη της «Λυκόβρυσης».
Οι κάτοικοι όμως της «Λυκόβρυσης», όλοι  Έλληνες - εκτός από τον Τούρκο «αγά» που ο συγγραφέας του παραχωρεί και διοικητικά καθήκοντα και λύνει και δένει στο χωριό - εξεγείρονται εναντίον των διωγμένων, με τη σατανική προτροπή του παπά Γρηγόρη και των προεστών της «Λυκόβρυσης» και διώχνουν τους Έλληνες, τους πεινασμένους και κατατσακισμένους από την ατέλειωτη πορεία των τριών μηνών, όπως το θέλει ο συγγραφέας.
 Οι διωγμένοι καταφεύγουν τότε γύρω στα βουνά του άσπλαχνου χωριού, στη θέση «Σαρακήνα» και στριμώχνονται στις σπηλιές και στα βράχια αποκάτω.
Στην άγονη και άξενη αυτή πετρώδη περιοχή, που εγκαταστάθηκαν οι διωγμένοι, τους βοηθούν κρυφά ορισμένοι «Λυκοβρυσιώτες», με πρώτο το Μανωλιό, που είναι βοσκός ενός πλούσιου προεστού της «Λυκόβρυσης».
Όμως το Μανωλιό, όπως χρησιμοποιεί το ουδέτερο άρθρο στα ονόματα ο συγγραφέας, έχει υποδειχθεί από τους προεστούς να υποδυθεί τον Χριστό τον επόμενο χρόνο, όπου, κατά τη συνήθεια της «Λυκόβρυσης», κάθε τέσσερα χρόνια, γίνεται αναπαράσταση των παθών του Χριστού, τη Μεγάλη Βδομάδα, με επιλεγμένους κατοίκους από τους προεστούς.
Η αντίθεση όμως των Ελλήνων της «Λυκόβρυσης» και των διωγμένων Ελλήνων, που εγκαταστάθηκαν στα βουνά της «Σαρακήνας» οξύνεται μέρα με τη μέρα και ο παπάς της «Λυκόβρυσης» και οι προεστοί πυροδοτούν συνεχώς αυτή την αντιπάθεια, με κύριο επιχείρημα ότι οι κάτοικοι της «Σαρακήνας» έχουν «χολέρα» και ότι είναι όργανα του... Μόσκοβα, μπολσεβίκοι κλπ, που ήλθαν να καταστρέψουν τον κόσμο.
Ο παπάς, μάλιστα, της «Λυκόβρυσης» φθάνει στο σημείο να πάει στον «αγά» του χωριού, ζητώντας τη βοήθειά του για τη συντριβή «των πεινασμένων, που θα κατεβούν στο χωριό απ τα βουνά για να το καταστρέψουν...».
«Αγά μου, θα πει ο παπάς της «Λυκόβρυσης», από μια τρίχα κρέμεται ο κόσμος. Αν κοπεί η τρίχα αυτή, ο κόσμος θα πέσει και θα γίνει κομμάτια...».
«Ποιός είναι αυτός, θα βρυχηθεί ο «αγάς», να του κόψω το κεφάλι...».
«Ο Μόσκοβας, Αγά μου...» (σελ. 354). « Όλοι αυτοί οι κουρελήδες, συνέχιζε να εξηγεί στον «αγά» ο παπάς, είναι άνθρωποι του Μόσκοβου. Τους έπεψε εδώ να κόψουν την τρίχα...
 Έχουν αρχηγό τους τον παπά Φώτη και το Μανωλιό (τον «Χριστό»).
 «Και το λοιπόν τι ζητάς από μένα, θα ουρλιάζει πάλιν ο «αγάς». «Αύριο, που θα κατεβούν οι Μοσκοβίτες, να σηκωθείς, να σταθείς στο έμπα του χωριού και να τους διώξεις...» (σελ. 355).
Και ο παπάς Γρηγόρης πληροφορεί τους «Λυκοβρυσιώτες»: «Έρχουμαι τώρα από το κονάκι (του «αγά»), συνεννοήθηκα με τον Αγά. Τον κατάφερα, ύστερα από πολλά βάσανα - του υποσχέθηκε να του βρει μια Ελληνοπούλα για τον κίναιδο του «αγά» - να πάει μόνος του να σταθεί μπρος στο χωριό για να μην αφήσει τους κουρελήδες, τους μπολσεβίκους, να μπουν.
 Και θα μαζωχτείτε κι' όλοι εσείς με τους φαμέγιους σας (υπηρέτες), με τα σκυλιά σας, με τα ραβδιά σας, να κάνετε κουράγιο του αγά... Μα το νου σας, μύτη μην ξεματώσει. Είμαστε χριστιανοί και πρέπει να αγαπούμε τους εχθρούς μας...» (σελ. 358).
Η πιο εφιαλτική και αποτρόπαιη πράξη θα γίνει μέσα στην εκκλησία της «Λυκόβρυσης», μπροστά στα εικονίσματα και τις αναμμένες καντήλες, όπου με την ευλογία του παπά και των προεστών και την επιδοκιμασία των φανατισμένων Ελλήνων χωρικών, θα λιντσάρουν, κυριολεκτικά το Μανωλιό, τον «Χριστό», που τον θεωρούν προστάτη και διεγέρτη («μπολσεβίκο») των Ελλήνων της ορεινής «Σαρακήνας».
Αλλά, θα πρέπει να σας δώσουμε την ίδια σκηνή, όπως τη φαντάστηκε ο συγγραφέας, για να νιώσετε τη φρίκη ενός εγκλήματος Ελλήνων εναντίον κατατρεγμένων Ελλήνων, όπως νομίζει ο συγγραφέας ότι έτσι έγινε...
(Ανακρίνει ο «αγάς» το Μανωλιό, που τον έφεραν μπροστά του, για τους διωγμένους της «Σαρακήνας»):
»- Μωρέ, είναι, λέει, μπολσεβίκοι- Ζητούν να τινάξουν στον αέρα την Τουρκία! (οι «Σαρακηνιώτες οι διωγμένοι).
»- Μην ακούς, Αγά μου' είναι φτωχοί, θέλουν να ζήσουν, να ριζώσουν κι αυτοί στα χώματα. Τίποτ' άλλο.
0 Αγάς έπιασε το κεφάλι του. Ο οντάς άρχισε να γυρίζει.
»- Μωρέ, εσείς οι Ρωμιοί, θα με παλαβώσετε; Ακούω τον ένα, έχει δίκιο. Ακούω τον άλλο, έχει κι αυτός δίκιο, τάχω χαμένα... Μα τον Αλλάχ, θα σας πιάσω μια μέρα να σας κρεμάσω όλους, να ησυχάσω!
»Ακούστηκαν πάλι οι φωνές από κάτω, όλο και πιο αγριεμένες.
»- Το Μανωλιό! Το Μανωλιό! Θάνατος!
»- Δεν ξέρω τι διάολο να κάμω... μουρμούρισε ο Αγάς. Σε λυπάμαι, κακομοίρη, γιατί σαι, σου το ξανάπα, τρελός κι άγιος. Θες να σκεπάσεις, σαν την κλώσα, κάτω από τις φτερούγες σου, όλες τις βρομιές του κόσμου. Σε λυπάμαι, μα έλα που αν δεν κάμω το χατήρι τους, μπορεί να βρω τον μπελά μου... Ξέρω εγώ αν δεν είσαι μπολσεβίκος; Τούτος ο διαολόπαπας που βάνει τώρα το λαό να ξελαρυγγίζεται είναι άξιος να φτάσει ως τον πασά της Σμύρνης να με μαντατέψει- και πάει το κεφάλι μου! Κατάλαβες, μωρέ Μανωλιό; Για έμπα και του λόγου σου στη θέση μου! Τι θα κάνεις, στο Θεό σου; Δεν είναι καλύτερα να σε παραδώσω κι ό,τι θέλουν ας σε κάμουν, παρά να κρέμεται από πάνω μου νύχτα μέρα η καρμανιόλα; Πες και συ τη γνώμη σου έχω - δίκιο;
«-'Εχεις δίκιο, Αγά μου: παράδωσε με.
»- Μη μου το λες, μωρέ, έτσι ήσυχα, γιατί φουρκίζουμε! Πες, μωρέ, πως είσαι μπολσεβίκος, ν' αγριέψω, να σηκωθώ να σε παραδώσω και να' χω κι ήσυχο το κεφάλι μου πως δεν παραδίνω ένα αθώο αρνί στους λύκους... Καταλαβαίνεις τι θέλω; Αν μου πεις πως είσαι μπολσεβίκος, όλα βολεύονται.
»- Είμαι μπολσεβίκος, Αγά μου, είπε ο Μανωλιός. Είμαι επικίνδυνος στο ντοβλέτι - αν μπορούσα, θα το τίναζα στον αγέρα!
»- Λέγε, μωρέ, ακόμα, λέγε, μα την πίστη μου, φούσκωσε τα όσο μπορείς, ν αγριέψω!
»- Άτιμος είναι ο κόσμος τούτος, Αγά μου, άδικος, τιποτένιος. Οι πιο καλοί πεινούν κι αδικούνται, οι πιο κακοί τρων και πίνουν και κυβερνούν, χωρίς πίστη, χωρίς ντροπή, χωρίς αγάπη. Δεν μπορεί πια το άδικο να βαστάξει! Θα βγω στους δρόμους, θα σταθώ στις πλατείες, θ ανέβω στις στέγες και θα φωνάξω: Ελάτε όλοι οι πεινασμένοι κι οι αδικημένοι κι οι τίμιοι να σμίξουμε, να βάλουμε φωτιά, να καθαρίσει η γης από Δεσποτάδες, κι Αφεντάδες κι Αγάδες.
»- Λέγε ακόμα, μωρέ Μανωλιό, λέγε, καλά τα καταφέρνεις, αρχίζω κι αγριεύω.
»- Θα θελα, Αγά μου, να χα τη δύναμη να σηκωθώ να κηρύξω σε όλο τον κόσμο επανάσταση. Να ξεσηκώσω όλους τους ανθρώπους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους, να γίνουμε ένας στρατός της πείνας παντοδύναμος και να μπούμε στις μεγάλες σαπημένες πολιτείες και στ' άτιμα παλάτια και στα ξετσίπωτα σεράγια της Πόλης και να βάλουμε φωτιά!
»Μα δεν πρόλαβε ο Μανωλιός να τελέψει. Ο Αγάς τινάχτηκε απάνω, άφριζε. Άρπαξε το Μανωλιό από το σβέρκο, τον ταρακούνησε με λύσσα, τον βωλόσυρε χάμω, άνοιξε την πόρτα, τού δωκε μια, τον καταγκρέμισε από τη σκάλα, κατέβηκε ξοπίσω του, τον ξανάρπαξε από το σβέρκο, τον βωλόσυρε στην αυλή, άνοιξε την ξώπορτα.
Χύθηκε ο λαός, μεμιάς στάθηκε σαστισμένος. Ο Αγάς κατακίτρινος, με αφρούς στο στόμα, κρατούσε το Μανωλιό από το σβέρκο. Και πίσω ο Παναγιώταρος, (ένας Έλληνας, που έγινε μουσουλμάνος, και σωματοφύλακας του «αγά» ), με τα κατάμπλαβα πρησμένα μούτρα, γελούσε και κουνούσε τα χέρια στο πλήθος κι έγνεψε να ζυγώσουν. Πρώτος πετάχτηκε ο παπά-Γρηγόρης και στάθηκε μπροστά, με τα μπράτσα ανοιχτά, έτοιμος ν' αρπάξει το Μανωλιό
Ακούστηκε βραχνή, πνιγμένη, όλο λύσσα, η φωνή του Αγά:
Πάρτε τον, σκοτώστε τον, κάντε τον κιμά, ο διάολος να σας πάρει όλους.
Είπε κι έκλεισε την πόρτα με βρόντο.
»Χίμηξε πρώτος ο παπάς κι άρπαξε το Μανωλιό από τον ώμο, ο Παναγιώταρος από τον άλλο, ο λαός τον έζωσε βουίζοντας, έπεφτε απάνω του, τον χτυπούσε, τον έσπρωχνε, τον χαμόσερνε κατά την εκκλησιά.
»Προσπέρασαν τον πλάτανο, άγγιζαν όλο λαχτάρα, έψαχναν, οσμιζουνταν το Μανωλιό, λαχανιαστά, μα κανένας δε μιλούσε. Έτρεξε ο καντηλαναφτης, έβγαλε από τη μέση του το μεγάλο κλειδί, άνοιξε διάπλατα την πόρτα της εκκλησιάς, μπήκε ο λαός. Τρία ασημένια καντήλια άναβαν στο τέμπλο - το ενα ομπρός στο Δεσπότη Χριστό, το άλλο μπρος στην Παναγία, το τρίτο στον Άι-Γιάννη τον Πρόδρομο. Στη μονόφυλλη μονάχα πορτούλα του ιερού, φωτισμένες από το καντήλι της Παναγιάς, λαμπύριζαν δυο μεγάλες φτερούγες του αρχάγγελου Μιχαήλ και τα κόκκινα, σαν της πέρδικας, ποδάρια του.
»0 παπά-Γρηγόρης είχε αρπάξει τώρα το Μανωλιό από το σβέρκο, τον τράβηξε ως το τέμπλο, τον έριξε με μια σπρωξιά κάτω και τον έβαλε και γονάτισε μπροστά από τον αρχάγγελο Μιχαήλ. Ήταν τόσο ανυπόμονος, τόσο η χαρά της εκδίκησης τον πλαντούσε που δεν είχε μπορέσει ως τώρα να μιλήσει.
»0 Παναγιώταρος έδωκε μιάν κλωτσιά στο Μανωλιό, που με ορθό το κεφάλι, γονατιστός, κοίταζε ήσυχος κι αμίλητος τα κόκκινα ποδαρια του αρχάγγελου. Ο λαός ζύγωσε, στριμώχτηκε πίσω από το Μανωλιό και τον κοίταζε με λαχτάρα κι αναμαυλούσε με κρυφή, σφοδρή γλύκα τη στιγμή που θά δινε το σημάδι ο παπα-Γρηγόρης να πέσουν απάνω του. Ανάγλειφαν τα χείλια τους, κι η γλώσσα τους είχε κολλήσει στο λαρύγγι, σα νά χαν άξαφνα κυριευτεί από αβάσταχτη δίψα.
»Μπήκε μέσα το ιερό ο παπα-Γ ρηγόρης, έβαλε το χρυσοκέντητο του πετραχήλι, άνοιξε την Ωραία Πύλη, στάθηκε. Κάτω από τα τρία καντήλια το πρόσωπό του έλαμπε άγριο.
» Έγνεψε στον Παναγιώταρο, κι αυτός άρπαξε από τις μασκάλες το Μανωλιό και τον σώριασε μπροστά από τα πόδια του παπά. Ο λαός ζύγωσε ακόμα πιο κοντά, για να βλέπει.
»- Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! ακούστηκε βαριά η φωνή του ιερέα, σα νά ρχιζε λειτουργιά.
»- Αμήν! απηλογήθηκε ο λαός κι έκαμαν όλοι το σταυρό τους.
»- Αδελφοί, φώναξε ο παπα-Γρηγόρης, γονατιστέ να δεηθούμε όλοι στο Θεό να κατέβει την ώρα τούτη στην εκκλησά και να κάμει δικαιοσύνη. Εδώ ναι, Κύριε, στα πόδια σου, ο αφορεσμένος και περιμένει να πέσει απάνω του το σπαθί σου! Έκλεψε, έκαψε, σκότωσε, έφερε διχόνοια στο λαό, έβαλε σκάνταλα στα σπίτια, χάλασε αρραβώνες, χώρισε αντρόγυνα, έριξε πατέρα και γιο στην αμάχη, ξεσήκωσε και κατέβασε κουρελήδες και ρέμπελους να κάψει και να διαγουμίσει το θεοφύλαχτο χωριό μας, τη Λυκόβρυση (φυσικά, όλα αυτά ήταν χοντρά ψέμματα του παπά).
» Όσο ζει αυτός, Κύριε, η θρησκεία κι η τιμή κινδυνεύουν. Όσο ζει αυτός, η χριστιανοσύνη κι η ρωμιοσύνη, οι δυο μεγάλες ελπίδες της γης, κινδυνεύουν. Είναι πλερωμένος από το Μόσκοβο, το γιό του σατανά, να εξαφανίσει από το πρόσωπό της γης τ όνομά σου! Μαζευτήκαμε απόψε στο σπίτι σου, Κύριε, να δικάσουμε. Κατεβα, Παντοκράτορα, από τον τρούλο της εκκλησίας και δίκασε. Κι οδήγα τα χέρια μας να εχτελέσουν τη δίκαιη κρίση!
»Πάτησε με αναγαλλίαση και θυμό το πόδι του απάνω στις πλάτες του Μανωλιού και φώναξε:
-Έχασα την κόρη μου και τον αδερφό μου, και φταίει ετούτος! Έχασε την ομόνοια το χωριό μας, και φταίει ετούτος! Μπήκε ο αντίχριστος ο Μόσκοβος στο χωριό μας, και του άνοιξε τις πόρτες ετούτος! Γέμισαν σφηκοφωλιές οι πλαγιές της Σαρακήνας, και κουβάλησε το σμάρι ετούτος! Αδερφοί χριστιανοί, φωνή λαού φωνή Θεού, βγάλτε κρίση!
»'Οσο μιλούσε ο παπάς, αγρίευε ο λαός, κάτω από τα τρία καντήλια γυάλισαν όλο μίσος ασπράδια ματιών και δόντια και χέρια σφιγμένα, κι όλη η σκοτεινή μάζα κουνιόταν και μούγκριζε. Ο Παναγιώταρος, κουκουβισμένος, κοίταζε στα μάτια το Μανωλιό, σα να φοβόταν μην του φύγει.

Έσκυψε ο παπα-Γρηγόρης στο Μανωλιό, που ήταν τώρα ανακαθισμένος ήσυχα στο σκαλοπάτι.
»- Αφορεσμένε, του φώναξε, σήκω απάνω! Σήκωσέ τον, Παναγιώταρε, στύλωσέ τον να μην πέσει. Άκουσες τι συφορές έφερες στο χωριό; ' Ακουσες τι κρίματα σε βαραίνουν; Έχεις να υπερασπιστείς; Έχεις τίποτα να πεις;
·- Τίποτα, αποκρίθηκε ο Μανωλιός με γαληνή φωνή.
·- Ομολογείς πως έκλεψες, έκαψες, σκότωσες;
»- Ομολογώ πως ό,τι έγινε, εγώ'μαι ο αίτιος. Κανένας άλλος.
·- Ομολογείς πως είσαι μπολσεβίκος;
»- Αν μπολσεβίκος είναι αυτό που έχω στο νου μου, είμαι μπολσεβίκος, γέροντά μου.
»Βούιξε η εκκλησιά ως τον τρούλο όπου κρέμουνταν ο Παντοκράτορας.
·- Θάνατος! Θάνατος! Τι τον κρατούμε ακόμα στη ζωή; Τι ανάγκη έχουμε από άλλους μάρτυρες; Θάνατος!
Μούγκρισε ο λαός, πήρε κουράγιο, σήκωσαν όλοι τα χέρια:
»- Θάνατος! Θάνατος!
Ο Μανωλιός ξεγάντζωσε από τη χερούκλα του Παναγιώταρου, κατέβηκε το σκαλοπάτι του ιερού, ο λαός πισωδρόμησε, έκαμε ένα βήμα ο Μανωλιός, άπλωσε σταυρωτά τα χέρια:
·- Σκοτώστε με... είπε.
»- Σκοτώστε με... είπε πάλι, σα να παρακαλούσε.
Ο παπά-Γρηγόρης κατέβηκε από το ιερό, έγνεψε στον Παναγιώταρο να τον ακολουθήσει.
·- Κλείστε την πόρτα φώναξε πνιχτά. Κλείστε την πόρτα, θα μας φύγει.
Έτρεξε ο καντηλανάφτης, έκλεισε, κλείδωσε κι' ακούμπησε τη ράχη του στην πόρτα.
Η πνιχτή κραυγή του παπά τίναξε το λαό από την ξαφνικιά τρομάρα- και μονομιάς τους κυρίεψε ο φόβος μην τους ξεφύγει το κυνήγι. Κι όλοι μαζί ζύγωσαν κυκλωτικά κι έζωσαν σφιχτά το Μανωλιό. Κι ένιωθε τώρα αυτός τις βαριές λαχανιαστές αναπνοές απάνω στο πρόσωπό του.
»Κι ακούστηκε πάλι η στριγγιά φωνή του γερο-Λαδά:
»- Θάνατος! Θάνατος!
» Έσυρε το μαχαίρι του ο Παναγιώταρος, στράφηκε στον παπά-Γρηγόρη: »- Με την ευκή σου, γέροντα! είπε.
»- Με την ευκή μου, Παναγιώταρε!
»Μα το πλήθος είχε κιόλας χιμήξει απάνω στο Μανωλιό. Τινάχτηκε το αίμα, ράντισε τα πρόσωπα, δυο τρεις στάλες έπεσαν ζεστές, αρμυρές στα χείλια του παπά-Γρηγόρη.
»- Αδέρφια... ακούστηκε σιγανή, ξειμυχισμενη η φωνη του Μανωλιου.
»Μα δεν μπόρεσε να τελειώσει. Είχε κυλιστεί κάτω στις πλάκες της εκκλησιάς και σπάραζε. Είχε ακόμα ανοιχτά τα μπράτσα, σα σταυρωμένος. Κι ολούθε έτρεχαν από πλήθος μαχαιριές τα αίματα.
«Οσμίστηκε το αίμα ο λαός, έπεσε απάνω στο κορμί που σπαρταρούσε. Ο γερο-Λαδάς είχε κολλήσει το φαφούτικο στόμα στο λαιμό του Μανωλιοώ και πολεμούσε, λυσσασμένος, να του κόψει ένα κομμάτι κρέας.
»0 Παναγιώταρος σφούγγιξε το μαχαίρι στα κουρεμένα κόκκινα μαλλιά του, άλειψε όλο του το βλογιοκομμένο πρόσωπο...
»Κατά τα μεσάνυχτα άρχισε η καμπάνα να χτυπάει χαρούμενη και να καλνάει τους χριστιανούς να πάνε στην εκκλησία να δουν το Χριστό που γεννιέται. Τα λυχνάρια άναψαν, τα σπίτια φωτίστηκαν, άνοιγαν μια μια οι πόρτες και κινούσαν οι χριστιανοί για την εκκλησιά, τουρτουρίζοντας. Η νύχτα ήταν ήσυχη, παγωμένη, χωρίς άστρα...», (σελ. 454-461 Δεκάτη έκδοση, Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1974).
Μα είναι δυνατό, θα αναλογισθείτε; Είναι δυνατό, Έλληνες της Τουρκίας, που δύσκολα ανέχονταν το ζυγό του δυνάστη, να έφτασαν στο τελευταίο σκαλί της ταπεινώσεως και
του εγκλήματος, να είχαν συμμαχήσει με τον τύραννο για να εκδικηθούν Έλληνες και να τους λυντσάρουν; Φυσικά, είναι αδύνατη η διάπραξη παρόμοιων προδοσιών και εγκλημάτων από Έλληνες εναντίον Ελλήνων, που κατάφυγαν για να προστατευθούν από τις διώξεις των Τούρκων.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι εντελώς εγκεφαλικό, έξω από καθε πραγματικότητα, όπου η αχαλίνωτη φαντασία έχει δημιουργήσει έναν κόσμο ανύπαρκτο, άσπλαχνο, ανελέητο που τον βάφτισε ο συγγραφέας «Έλληνες», που τρώνε Έλληνες.
Οι Έλληνες της Τουρκίας, όπως και κάθε μειονότητα, μπροστά στο δυνάστη ήσαν πάντα ενωμένοι, με το άσβεστο μίσος κατά του τυράννου και με τη συσπείρωση γύρω από τους ομοεθνείς και την εκκλησία, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις, που δεν έφταναν όμως έως το σημείο να προδώσουν, ή να συμμαχούν οι ελάχιστοι αυτοί με τους κυρίαρχους, εναντίον των ομοεθνών τους. Και εκείνοι, που από το φόβο της σφαγής και της φοβέρας ασπάζονταν τον ισλαμισμό, μέσα τους διατηρούνταν η φλόγα της χριστιανοσύνης και της ελληνικής καταγωγής τους.
 Παράδειγμα, οι «κλωστοί» του Πόντου, αυτοί που ασπάσθηκαν τη μουσουλμανική θρησκεία, κρυφά, στο υπόγειο του σπιτιού τους έκαιγε η καντήλα και στους νεκρούς τους, έφερναν κρυφά, τη νύχτα παπά να πει τις σχετικές προσευχές. Και ακόμα τώρα, οι ταξιδιώτες που πάνε στον Πόντο, περικυκλώνονται από τα παιδιά αυτών των «κλωστών» και με τη συμπάθεια που δείχνουν στους Έλληνες επισκέπτες, υποδηλώνουν την καταγωγή τους, χωρίς όμως να το ομολογούν φανερά.
Οι Έλληνες της Τουρκίας, με κίνδυνο της ζωής τους έκρυψαν Αρμενείς, όταν στα 1915 άρχισαν οι σφαγές των Αρμενίων. Η οικογένεια μου στη μικρή πόλη, το Ερζιγκιάν, με τις 23 ελληνικές οικογένειες, είχε κρύψει δυο κοπέλες Αρμένισες, που άλλαξε τα ονόματα τους με ελληνικά και έναν άντρα, που απελευθερώθηκαν όταν έφθασαν στην πατρίδα μου τα ρωσικά στρατεύματα. Και μέσα στο Ερζιγκιάν, αρκετές οικογένειες πήραν Αρμενόπουλα για να τα σώσουν από τη σφαγή. Και όλοι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας θα έχουν να διηγηθούν παρόμοια περιστατικό για τη σωτήρια Αρμενίων.
Ο Αμερικανό-Αρμένης συγγραφέας Λεόν Ζουβέν Σουρμελιάν, το βιβλίο του «Εσάς ρωτώ, κυρίες και κύριοι» (έκδοση «Δίφρος» 1967) που περιγράφει τις σφαγές των Αρμενίων, το αφιερώνει «Στην οικογένεια του Ανδρέα Μεταξά και στην οικογένεια Περσίδη, στους οποίους οφείλει τον γλιτωμό του ο συγγραφέας» όπως αναφέρει στην προμετωπίδα του βιβλίου. Και οι δυο οικογένειες ήσαν Τραπεζούντιες. Και πόσοι άλλοι έσωσαν Αρμενεις με κίνδυνο τη ζωή τους...

Και όταν άρχισαν οι εξοντωτικές εξορίες των Ελλήνων των ακτών της Μικρασίας, προς τα ενδότερα, προς το θάνατο, οι Έλληνες των χωρίων απ τα οποία περνούσε η ατελείωτη σειρά των μελλοθάνατων, έτρεχαν κοντά στην πορεία και με χίλιες προφυλάξεις έδιναν ψωμιά και άλλα τρόφιμα στους Έλληνες, στους συμπατριώτες τους, ασχετα, αν σε λίγο περίμενε η ίδια τύχη και γι αυτούς. Στα έργα μου «Τοπαλ Οομάν» και «Τελευταία πράξη» αναφέρω δεκάδες παρόμοια παραδείγματα ευψυχίας και αλληλεγγύης, κάτω από το σπαθί του τυράννου'

Και είναι δυνατό, Έλληνες της Τουρκίας, με την ευψυχία και την αυταπάρνηση που τους διάκρινε να φτάσουν στο σημείο, να συμμαχούν με τον καταπιεστή εναντίον των ίδιων των συμπατριωτών τους, για να τους εξοντώσουν;
Αλλά και ο κλήρος, από τον ταπεινό ιερέα του μικρού ελληνικού χωριού, έως τον ανώτατο κλήρο, με σχεδόν ανύπαρκτες εξαιρέσεις, σήκωσε τον σταυρό του μαρτυρίου για να ανεβεί στον Γολγοθά των παθών και της σταύρωσης. Άλλωστε, πρώτοι οι ιερείς των χωριών περνούσαν «από στόματος μαχαίρας» και ύστερα άρχισε η άλλη σειρά των μελλοθανάτων. Και από τον ανώτατο κλήρο, ο Χρυσόστομος Σμύρνης λυντσαρίσθηκε από το πλήθος, ο Αμβρόσιος πεταλώθηκε, ο Γρηγόριος τάφηκε ζωντανός, ο Ζήλων σφάγηκε σαν αρνί, ο Επίτροπος του Μπουτζά σουβλίσθηκε, ο διάκονος του Κορδελιού στραγγαλίσθηκε, ο ιερέας της Αγίας Μαρίνας Σμύρνης κάηκε με ζεματιστό λάδι, ο διάκονος Μελέτιος καρφώθηκε ζωντανός. Και πόσοι άλλοι και πόσο άλλοι...
Γιατί ζωγράφησε τον ζοφερό αυτό πίνακα της ζωής των Ελλήνων της Μ. Ασίας ο μεγάλος μας συγγραφέας; 
Γιατί αυτή η έξω από κάθε πραγματικότητα περιγραφή ενός ελληνικού κόσμου που δεν υπήρξε, ούτε μπορούσε να υπάρξει;
Ο Καζαντζάκης, που πέρασε «ξυστά» απο όλα σχεδόν τα ιδεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του, από την εφηβεία του σχεδόν και δεν πίστεψε σε κανένα (Μπερξον, Νίτσε, Λένιν, Βούδας κλπ), όταν έγραψε το έργο αυτό (1948), είχε ακόμα υπολείμματα δογματικών αριστερών τάσεων και θολών θρησκευτικών δοξασιών.
Σαν «καλούπι» του έργου του αυτού ήταν: το ιερατείο και οι άρχοντες, οι πλούσιοι, είναι η άρχουσα τάξη και οι φτωχοί και δυστυχισμένοι, η καταπιεζόμενη ταξη. Ανάμεσα τους διεξάγεται κρυφός και φανερός πόλεμος, άσχετα εάν οι πλούσιοι και οι φτωχοί ανήκουν σε μια εθνότητα. Στην πάλη αυτή δεν έχει σημασία ποιός θα τους βοηθήσει. Δεν πολυσκοτίζεται η άρχουσα ταξη αν ο βοηθός της είναι μαύρος, κίτρινος, Τούρκος η Αραβας. «...Κοτζαμπάσηδες, δεσποτάδες, παπαδες, όλοι σας ενα με τον Τούρκο...» λεει σε μια στιγμή ο... αγραμματος Μανωλιός, «Χρίστος» (σελ. 225).
Πάνω σ αυτόν τον άκαμπτο, σκληρό, αλύγιστο καμβά έστησε το εργο του ο Καζαντζάκης: έπρεπε να βρεθεί στο ελληνικό χωριό, «στα βάθη της Ανατολής», στη «Λυκόβρυση» η άρχουσα τάξη: ο Έλληνας παπάς και οι Έλληνες προεστοί και απ' την άλλη, η φτωχή τάξη, οι διωγμένοι που κατάφυγαν στα βουνά της «Σαρακήνας». Μέσα σ αυτο τον μύθο, έπρεπε να «στηθεί» και ένα μαρτύριο το μαρτύριο ενός «Χριστού», οι δικαστές του, ο Πιλάτος του και οι σταυρωτές του. Και έτσι ένας αγραμματος και ανυποψίαστος βοσκός γίνεται ο «Χριστός», που ενσαρκώνει τη θυσία για τη σωτηρία του λαού, των διωγμένων και κατατρεγμένων...
Πέρα από τον βασικό αυτόν καμβά, τον βασισμένο στον απλοϊκό μαρξισμό, υπάρχουν μέσα στο εργο σημαντικές ανακρίβειες, διακρίνεται η άγνοια ηθών και εθίμων των μερών που θέλει να περιγράφει και προθύστερα γεγονότα.
Ένα απ' αυτά η συνεχής χρήση των λέξεων «μπολσεβίκοι...», «Μόσκοβας» κλπ, η άποψη ότι, να,κατεβαίνει «ο Μόσκοβας...», «θα γκρεμίσει την οικογένεια, τη θρησκεία, την ιδιοχτησία...». Τέσσερα θεμέλια έχει ο κόσμος. Μαζί με την πίστη, την πατρίδα και την τιμή, τέταρτο μεγάλο θεμέλιο, η περιουσία... θα πει ο παπά Γρηγόρης, της «Λυκόβρυσης» - σελ. 285 - και αλλού με την ίδια φρασεολογία.
Στην περίοδο που θέλει να τοποθετήσει ο συγγραφέας το έργο αυτό (1920-21), στην Ρωσία διεξάγονταν ο πιο ανελέητος εμφύλιος πόλεμος, με πολύ αίμα και ανείπωτες καταστροφές. Και σαυτή την κρίσιμη στιγμή, θα είχαν οι «μπολσεβίκοι» - τότε, μάλιστα, τους έλεγαν «μαξιμαλιστές» - καιρό να διατρέξουν την υφήλιο και να φτάσουν στη «Λυκόβρυση» για να κηρύξουν... την επανάσταση; 'Οταν η πατρίδα τους φλέγονταν; Η φρασεολογία, η συνθηματολογία οι απόψεις που υπάρχουν μέσα στο έργο ανήκουν σε άλλη εποχή, πολύ μεταγενέστερη, από το 1930 και ύστερα.
Στο έργο, ένας Τούρκος «αγάς» παίζει το ρόλο του διοικητή, του δικαστή, του δήμιου. Το πρόσωπο αυτό είναι εντελώς φανταστικό. Δεν υπήρχαν σε κάθε ελληνικό χωριό «αγάδες», αλλά μόνο σε πόλεις και εκεί που ήταν πιο πυκνός ο τουρκικός πληθυσμός. Άλλωστε, ο τίτλος «αγάς» έχει ξεπέσει πάρα πολύ στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και γι' αυτό δινόταν σε κατωτέρους αξιωματούχους, με εντελώς περιορισμένη εξουσία. «Ολίγον κατ ολίγον ο τίτλος ούτος εξέπεσε και δ' αυτου ονομάζονται οι κατώτεροι υπάλληλοι, οι αγράμματοι...». (Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, τομ. Α. σελ. 83).
Βέβαια, η παιδεραστία ήταν κάτι το συνηθισμένο στους Οθωμανούς, αλλά καλύπτονταν κάπως με την ύπαρξη χαρεμιού. Μέσα σε πέντε - έξη γυναίκες -και αυτό συνέβαινε μόνο σε πλούσιους - θα υπήρχε και κάποιο παιδί, όχι για τον «αγά», αλλά για τον πασά... Εδώ ο «αγας της Λυκόβρυσης» έχει σαν σύζυγο και σαν ερωτικό αντικείμενο έναν νέο, το «Γιουσουφάκι» και κατόπιν το «Μπραϊμάκι», χωρίς να υπάρχει πουθενά γυναίκα, φανερά και αδιάντροπα.
Τον όλο μύθο ο Καζαντζακης προσπαθεί να τον παρομοιάσει με τα παθη του Χριστού και η διήγηση και οι διάλογοι του συγγραφέα γίνονται στιγμές -στιγμές απλοϊκό κήρυγμα κατηχητικού σχολείου, με θαύματα και θρησκοληψίες. Ο κεντρικός του ήρωας, το Μανωλιό είναι ένας αγράμματος βοσκός και όμως ξαφνικά γίνεται «φιλόσοφος», όπως και οι σύντροφοί του, βάζει λογους και εκεί που προσπαθεί να εξηγήσει το Ευαγγέλιο με τα λιγοστά γράμματα που ξέρει, ξάφνου ασπάζεται την ιδεολογία του «μπολσεβικισμου» και κηρύχνει την επανάσταση, καλώντας μαύρους, άσπρους, κίτρινους να ξεσηκωθούν...
Πάντως και η ατμόσφαιρα και η γλώσσα και οι παρομοιώσεις δεν ανήκουν στο χώρο της Μικρασίας. Σκέψη, λόγια κλπ θυμίζουν Κρήτη, όπως και τα ονόματα με το ουδέτερο άρθρο: το Μανωλιό, το Λενιώ, το Νικολιό κλπ ή και φράσεις «δεν κατέχω...», έφεραν τις «ζωοθροφές...» κλπ. είναι κρητικές. Δεν ξέρω αν πουθενά στη Μικρασία υπάρχει αυτό το ουδέτερο άρθρο μπρος στα ονόματα, ή αν υπήρχε πουθενά η συνήθεια για την αναπαράσταση των παθών του Χριστού.
Τα ονόματα των χωριών «Λυκόβρυση» και « Άγιος Γεώργιος» καθώς και το βουνό «Σαρακήνα», είναι εντελώς Ελληνικές ονομασίες και νομίζω ότι στα ενδότερα της Τουρκίας, δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά και στα παράλια ακόμα, τα χωριά είχαν τούρκικα ονόματα. Μόνο οι εκκλησίες και τα μοναστήρια διατηρούσαν το όνομα του Αγίου.
Ο συγγραφέας μας λέει ότι οι διωγμένοι από τους Τούρκους Έλληνες, οδοιπορούσαν τρεις μήνες με το Ευαγγέλιο στο χέρι του παπά, το λάβαρο και τα εικονίσματα. Σ αυτό το μακρύ διάστημα, δεν συνάντησαν τουρκικό χωριό, ή απλώς Τούρκους, που να τους κυνηγήσουν και να τους εξοντώσουν, με την προκλητική για τους δυνάστες αυτή στάση; Άλλο φανταστικό γεγονός.
Μέσα στο έργο επαναλαμβάνονται φυσικά όλα τα στερεότυπα των έργων του Καζαντζάκη: «Κοιτάξτε πάντα τον ανήφορο, εκεί είναι η σωτηρία...», «η φτώχεια πλάτυνε την καρδιά μου, μη μου δώσεις Θεέ μου πλούτος...». «Δεν έχω τίποτα, είμαι λεύτερος...», «πέθανε η Μαριορή (η αρραβωνιαστικιά του), τώρα αλάφρωσα...». Και το μίσος για τον πατέρα: «βαρέθηκα πια τον κύρη μου, όταν αρρωστήσει νιώθω σατανική αγαλίαση, βιάζουμαι να πεθάνει...» κλπ κλπ.

Είναι έργο γραμμένο με μεγάλη μαεστρία, αλλά εγκεφαλικό, έξω από την πραγματικότητα, «πέραν του κόσμου τούτου...», δηλαδή, της Μικρασίας.


Γιωργος Ν. Λαμψιδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah