Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Γιώργος Σιαμανής από την Ίμερα του Πόντου (ΜΕΡΟΣ 2ο)

Γιωργος Σιαμανης 
Στο Πανόραμα εγκαταστάθηκαν Έλληνες από διάφορα  μέρη. Από την Ανατολία, από τον Καύκασο, από τον Βόλγα, από την Κωνσταντινούπολη και κυρίως από τη Γεωργία, τον Μπορτζομ, το Τσχισβάρι. Όλοι ποντιακής καταγωγής.
 Μια κοινωνία ιδιόμορφη. Συναντηθήκαμε μετά από πολλά χρόνια. Και μέσα στην ίδια δυστυχία επικρατούσε χαρά, που συναντηθήκαμε με τους δικούς μας.
Θυμάμαι την πρώτη αντάμωση του πατέρα μου με την αδελφή του Μαρία ύστερα από πολλά χρόνια. Αγκαλιάστηκαν με φιλιά και κλάματα. Η θεία μου ήταν άτομο που βοήθησε πολλούς. Θυμάμαι και άλλους που ανταμώσαμε. 
Χαρακτηριστικά έναν μικρόσωμο, με μουστάκι, που έμοιαζε τον Λένιν. Τον έλεγαν Πέτροβιτς, Πετρόβιτσιος, ήταν ο Χρυσόπουλος και άλλοι, όπως ο Τσεφ Κώστας Λειβαδόπουλος, που έρχονταν στο καφενείο του θείου του Λαζάρ και τα έτσουζαν, καμιά φορά με ένα ουζάκι, και έλεγαν τους συνηθισμένους χαιρετισμούς «Ισδράστεν», Λάζαρε, βαντς και τσούγκριζαν το ποτηράκι τους και άντε ακόμη ένα, και έλεγαν τα πάντα καλά.
 Αυτό γινόταν και από άλλους που έρχονταν στο καφενείο του θείου Λάζαρου. Ιδιαίτερα θυμάμαι έναν εξάδελφο της γιαγιάς μου, τον Δημήτρη Φωστηρόπουλο, εξαίρετος άνθρωπος. Αυτός παντρεύτηκε στη Σεβαστούπολη την κόρη ενός καπνέμπορου από τη Σαμψούντα. Πολλά χρόνια έκανε στη Ρωσία και τα ελληνικά του ήταν επηρεασμένα από τη ρωσική προφορά.
Τη γυναίκα του την έλεγαν Ολυμπία, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να προφέρουμε αυτό το όνομα και τη λέγαμε «θεία Λούπα». Ήταν πολύ καλή γυναίκα. Έμενε και αυτή στο Πανόραμα, στο οικόπεδο όπου είναι σήμερα το σπίτι της κόρης της Θάλειας.
Μια φορά ήθελα να τους επισκεφτώ, αλλά φυσούσε τρελός αέρας. Για να μην πάρει τις στέγες τους ο Βαρδάρης, που φυσούσε συχνά, κρεμόντουσαν από προεξοχές της στέγης. Τότε, νερό δεν είχε. Έφερναν από τις χαράδρες, όπου υπήρχαν πηγές, ακόμη και από το ποτάμι. Δέντρα δεν υπήρχαν. Τα φύτεψαν μετά οι κάτοικοι.
Όλα ήταν τότε δύσκολα. Ξεπερνούσαν τις δυσκολίες με την αλληλοβοήθεια. Η οικογένειά μας, που την αποτελούσαν έξι άτομα, δεν μπορούσε να ζήσει στο Πανόραμα παρά το γεγονός ότι μας έδωσαν προσωρινά οικόπεδο και κλήρο.
 Έτσι, ο πατέρας μας μας έφερε στη Νάουσα, όπου περάσαμε πολλές δυσκολίες, που δεν θέλω ούτε να τις θυμάμαι. 
Την οικογένεια αποτελούσαν η γιαγιά Ευθυμία, ο πατέρας μας Παναγιώτης, η μητέρα μου Σωτηρία, εγώ, η αδελφή μου, η θεία Ολυμπία και η Παρθενόπη. Η Σοφία, μητέρα του Θανάση Χρυσοχόου, ήταν τότε παντρεμένη. 
Η γιαγιά πέθανε το 1974 και τη βάψαμε στο Πανόραμα, πίσω από το εκκλησάκι. Εκεί βάψαμε και τους άλλους που πέθαναν.
Ο πατέρας μου ήρθε στην Ελλάδα το 1919. Πριν έρθει εδώ είχε παντοπωλείο στο Τουαψέ της Ρωσίας και τα πήγαινε καλά. Είχε συνδεθεί με τους εργολάβους Δελησιάνο και Κοσμάνοφ που είχαν πάρει το έργο της κατασκευής της σιδηροδρομικήε γραμμής στην ανατολική Ρωσία, που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα.
 Στο Τουαψέ ήταν ο τερματικός σταθμός. Ο πατέρας μου τους τροφοδοτούσε με τρόφιμα για τους πολλούς εργαζόμενους και κέρδιζε πολλά χρήματα. Εκατοντάδες δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί.
 Μετά την επανάσταση του 1917 ήταν καταπληκτική η μετάπτωση από τον πλούτο στη δυστυχία. Έκλεισαν όλα τα καταστήματα, δεν υπήρχαν χρήματα. Ο πατέρας μου, το 1919, μάζεψε ό,τι είχε για να έρθει στην Ελλάδα.
 Πήγε στο Νοβοροσίσκ, κοντά στο Τουαψέ. Εκεί ναυλογούσε, μαζί με τον βρετανικό στόλο, το ελληνικό αντιτορπιλικό «Βέλος», με τον πλοίαρχο Πανά. Μαζί με τον εξάδελφό του, που λεγόταν κι αυτός Παναγιώτης Σιαμανής, πλήρωσαν για να πάνε στην Κωνσταντινούπολη, αφού περνούσαν πρώτα από την Τραπεζούντα.
 Ήταν Μάιος του 1919. Στην Τραπεζούντα βρισκόταν η αδελφή μου Σοφία, μητέρα του Χρυσοχόου. Είχε κατεβεί από το χωριό για να μάθει ραπτική. Η αδελφή μου ανέβηκε στο «Βέλος» με τον πατέρα μας. Μέσα σε ένα μαντίλι τής έδωσε κάτι χρυσαφικά. Η αδελφή μου ήταν ακόμη μικρή, δέκα χρόνων.
Λαππειο Γυμνασιο Ναουσας οπου φοιτησε ο Γιωργος Σιαμανης

 Τα χρυσαφικά τα διαχειρίστηκαν οι κηδεμόνες της. Ποτέ δεν μάθαμε πώς. Το αντιτορπιλικό πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρχε συμμαχική κατοχή (Άγγλων και Γάλλων) και όπου λειτουργούσε υποκατάστημα της Τράπεζας Φωστηρόπουλου. Δεν γνωρίζω πώς τα κατάφερε ο πατέρας μου να έλθει στη Θεσσαλονίκη.
 Προσπάθησε αρκετό καιρό να κάνει κάποια επιχείρηση, ήταν, όμως, τελείως απογοητευμένος από την κατάσταση στην Ελλάδα. Τελικά, συνεννοήθηκε με κάποιον Ιταλό και μετέτρεψαν σε καφενείο ένα τολ στην παραλία. Το καφενείο γέμιζε κάθε μέρα από πρόσφυγες που έφταναν στην Ελλάδα κατά κύματα. Με ένα μεταλίκι, όμως, που έδιναν δεν γινόταν τίποτε.
 Ο πατέρας μου είχε απογοητευθεί. Έτσι, όταν ο Λένιν εφάρμοσε τη νέα οικονομική πολιτική (ΝΕΠ) στη Ρωσία, ο πατέρας μου αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν ο εξάδελφός του Χατζηγιάννης. Συνεταιρίστηκαν με αυτόν και με κάποιον άλλο, για να κάνουν εμπόριο με τη Ρωσία. Θα πήγαιναν στο Βατούμ της Γεωργίας. Από τη μητέρα μου έμαθα ότι έχασε αρκετά χρήματα. Από εκεί και πέρα ήταν τα πολύ πικρά χρόνια για την οικογένειά μας.
Στη Νάουσα τελείωσα το δημοτικό και το γυμνάσιο και πέρασα στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1932. Δεν είχα, όμως, χρήματα να κάνω την εγγραφή. Έδωσα ξανά εξετάσεις και αυτή τη φορά γράφτηκα με τα χρήματα που μου έδωσε η μητέρα μου από χρυσό σταυρό που πούλησε. Τότε, όμως, έδιωξαν τον πατέρα μου από τον δήμο, όπου εργαζόταν. Έφτασε μέχρι το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά δεν δικαιώθηκε. Έτσι περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια, που δεν θέλω να θυμάμαι. Η μητέρα μου, που καταγόταν από μια οικογένεια Γερασιμίδη, ήταν γενναία γυναίκα. Ήταν αρκετά ψηλή και γαλανομάτα. Δεν έμαθε γράμματα όταν ήταν μικρή, γιατί η γιαγιά της δεν την έστειλε σχολείο. Η γιαγιά της ήταν γυναίκα αυταρχική και επιβαλλόταν στις νύφες της. Δεν ήθελε να μάθουν γράμματα, για να μην αλληλογραφούν με τους ξενιτεμένους άντρες τους. Η μητέρα μου έμαθε γράμματα κοντά στον μικρό αδελφό της. Έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Είχε πολύ καλή μνήμη.
Στη Νάουσα ζούσε και η οικογένεια Θωμαΐδη, από την Ίμερα. Ήταν λάτρης της Ίμερας, για την οποία έγραψε και ένα ποίημα. Ερχόταν στο σπίτι μας, όπου συζητούσε για τη ζωή των Ιμεραίων.
Θυμούνταν διάφορα αστεία από τη ζωή εκεί. Με υπαγόρευση της μητέρας μου, που ήταν τότε εβδομήντα ετών, έγραφαν κατά σειρά τα ονόματα όλων των κατοίκων της Ίμερας, τα σπίτια, σε ποιόν ανήκαν. Έγραφαν, το σπίτι αυτό ήταν των Κοντοζάντων, το άλλο των Θωμαϊάντων κ.τ.λ. Σύνολο 300 σπίτια. Τα κατέγραψα εγώ και τα έστειλα στη Λειψίστα (Νεάπολη Κοζάνης), για επαλήθευση. Ο Τσαρνάβα ο Γερίκας, ο Κώστας ο Τσερεμένος γιος του μετά επέστρεψε, συμπληρώνοντας και μερικά. Αυτά τα έδωσα στην «Ποντιακή Εστία» και πιστεύω ότι θα είναι κάπου καταγραμμένα.
Το πολιτιστικό επίπεδο εκείνης της εποχής ήταν ανεβασμένο και πίστευαν πολύ στις μεταφυσικές και πάρα πολλά με τα εκκλησιαστικά. Έλεγαν για τον Άγιο Χαράλαμπο, Αγία Μαρίνα, η Παναγίτσα η Αερεμίτσα κ.τ.λ. Χαριτωμένα εκκλησάκια παντού τα συναντούσες. Τα αντιμετωπίζαμε με τρυφερό ανθρώπινο αίσθημα όλα αυτά. Στο χωριό πήγα μόνον δύο τάξεις. Δεν είχαμε σχολείο, γιατί το έκλεισαν οι Τούρκοι.
Εγώ ήξερα να διαβάζω άνετα και όταν ήρθαμε εδώ και πήγα στο δημοτικό σχολείο, τα παιδιά της πέμπτης τάξης ακόμη συλλάβιζαν. Ο δάσκαλος με είχε ως πρότυπο και έλεγε στα παιδιά, δεν βλέπετε τον Σιαμανή που διαβάζει. 
Τη δική μου εποχή δεν είχε στο Λειβάδι δημοτικό σχολείο, γιατί οι μαθητές ήταν λίγοι, γι’αυτό πηγαίναμε στην Ίμερα. Πηγαίναμε με τα πόδια, γιατί ήταν κοντά. Ήμουν 6-7 ετών. Θυμάμαι μια φορά μέσα στα χιόνια με πήρε στην αγκαλιά της η κόρη του παπά, η Νίνα, για να περάσουμε μια μικρή ανηφόρα στη διαδρομή μέχρι την Ίμερα.
Όταν μεγάλωσα, πήγα στη Δράμα να βρω κάποιους συγγενείς. Βρήκα τον υπέργηρο Παναγιώτη Ευθυβούλη, επιχειρηματία, που μου είπε ότι στην πόλη Τσιτά ήταν το ποτάμι Αμούρ, που χώριζε τη Ρωσία από την Κίνα με μία γέφυρα. Εκεί γινόταν αδιάκοπο παζάρι Ρώσων και Κινέζων. Το εμπόριο έκαναν κυρίως Εβραίοι που πηγαινοέρχονταν, χωρίς επαγρύπνηση (ελέγχους, τελωνεία). Εκεί πήγαν και κάποιοι από την οικογένεια Ευθυβούλη και έστησαν έναν φούρνο. Έκαναν ψωμιά με αλεύρι από σακιά, κάθε μέρα 3.000 ψωμιά, κέρδιζαν πολλά λεφτά.
Είχαν, όμως, ένα ατύχημα. Ένα από τα αδέλφια δολοφονήθηκε. Τού έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία, έβγαλαν και φωτογραφίες. Ένας μορφωμένος Έλληνας έβγαλε και επικήδειο. Τις φωτογραφίες και έγγραφα τα έδωσα στην κυρία Μαριάννα Κορομηλά, που έγραφε για τη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν πολύ σημαντικά, αλλά η κυρία Κορομηλά τα έχασε.






Νικος Τελιδης










Πηγη: "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah