Κάποτε, ως βουλευτής, επισκέφθηκα διάφορα τολ της περιοχής Θεσσαλονίκης.
Τα τολ ήταν κάτι τεράστια σιδερένια κουτιά, που στέγαζαν πρόσφυγες της μετεμφυλιακής περιόδου. Σε ένα από αυτά, όπου στεγάζονταν είκοσι και εικοσιπέντε οικογένειες, ήταν μια οικογένεια, μάνα και δύο κόρες, από την περιοχή των Σερρών. Τους ρώτησα αν έχουν κάποιο πρόβλημα και αν μπορούσα να βοηθήσω σε κάτι. Μου είπαν ότι στο διπλανό διαμέρισμα κατοικούσε ένας ψυχοπαθής που τους έκανε τη ζωή αβάσταχτη με τις φωνές του όλη τη νύχτα. «Σώστε μας από αυτόν», είπαν. Ζήτησαν, ακόμη, μια τουαλέτα ξεχωριστή για τις γυναίκες. Αυτές ήταν οι αξιώσεις των κατοίκων της συνοικίας Πολίχνης Θεσσαλονίκης.
Μεσολαβώντας στις αρμόδιες αρχές, ικανοποίησα αυτά τα ... μεγάλα αιτήματα των προσφύγων, που αν έβλεπες τις συνθήκες διαβίωσής τους, δεν διέφεραν διόλου από τις δικές μας στην παλιά σταυλούπολη της Καπτζίδας (Πυλαίας).
Μου έκανε, όμως, εντύπωση ότι μέσα σε έναν χώρο τρία επί τρία και με ένα παράθυρο (φεγγίτη) διατηρούσαν μια τάξη και μια καθαριότητα αξιοθαύμαστη. Αυτά εν έτει 1960 και όχι 1922! Εδώ πρωτακούστηκε έντονα η καταραμένη εκείνη λέξη:«Πεινάω».
....Κοντά σε εμάς εγκατέστησαν τη γιαγιά Γεθσημανή, μια εβδομηντάχρονη γυναίκα από τα βάθη της Τουρκίας, που από τα πολλά που είδε και πέρασε η κακομοίρα, της σάλεψε το μυαλό. Όπως μάθαμε από κάτι άλλες συμπατριώτισσές της, είχε έξι παιδιά κα άνδρα. Τους έχασε όλους, γλύτωσε μόνον ο ένας, ο Γιώργης. Και από το πρωί ως το βράδυ, δίχως σταματημό, μοιρολογούσε και δερνόταν στα τουρκικά (ήταν από τα μέρη που δεν ήξεραν ούτε μια ελληνική λέξη). Πότε πότε, έβγαινε στην πόρτα και φώναζε: «Κιόρκη Κιόρκη ογλούμ, νέρτε ισίν;,», που σημαίνει «Γιώργη, Γιώργη παιδί μου, γιατί δεν έρχεσαι;», είσαι θυμωμένος;»
Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα, πεταγόταν με τα αναμαλλιασμένα της άσπρα μαλλιά και με τα κουρέλια της, σωστό φάντασμα. Κραύγαζε στα τουρκικά: «Ήρθες, αγόρι μου, ήρθες; Πού είναι οι άλλοι;» και όταν δεν έπαιρνε απόκριση, ξαναγύριζε στα κουρέλια της. Ποιος είδε αγελάδα στο βουνό να χάνει το μοσχαράκι της και να βελάζει; Να ψάχνει το μοσχαράκι της!, Όλα τα βουνά τριγύρω τραντάζονταν από τα βελάσματα. Το δράμα της γιαγιάς Γεθσημανής ήταν και δράμα ολόκληρης της προσφυγιάς.
Μόνον εγώ δεν καταλάβαινα. Το παιδικό μου μυαλουδάκι δεν έφτανε μέχρι εκεί, να συμμεριστεί τον πόνο της. Μόλις ξέφευγα της προσοχής της μάνας, πήγαινα, άνοιγα την πόρτα της και εξαφανιζόμουν, πήγαινα και κρυβόμουν απέναντι, για να ... απολαύσω το μακάβριο θέαμα της γιαγιάς Γεθσημανής, που νόμιζε, σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, ότι θα εμφανιζόταν το παιδί της.
«Κιόρκη, ογλούμ Κιόρκη», Γιώργη, γιε μου Γιώργη! Αλλά εκείνος δεν ερχόταν. Όπως δεν έρχονταν και χιλιάδες άλλοι. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήρθαν και την πήραν. Ποιος ξέρει σε ποιο ψυχιατρείο ξεψύχησε, κραυγάζοντας: «Γιώργη, γιε μου Γιώργη!...
Ευτυχιος Γιαρενης
Τα τολ ήταν κάτι τεράστια σιδερένια κουτιά, που στέγαζαν πρόσφυγες της μετεμφυλιακής περιόδου. Σε ένα από αυτά, όπου στεγάζονταν είκοσι και εικοσιπέντε οικογένειες, ήταν μια οικογένεια, μάνα και δύο κόρες, από την περιοχή των Σερρών. Τους ρώτησα αν έχουν κάποιο πρόβλημα και αν μπορούσα να βοηθήσω σε κάτι. Μου είπαν ότι στο διπλανό διαμέρισμα κατοικούσε ένας ψυχοπαθής που τους έκανε τη ζωή αβάσταχτη με τις φωνές του όλη τη νύχτα. «Σώστε μας από αυτόν», είπαν. Ζήτησαν, ακόμη, μια τουαλέτα ξεχωριστή για τις γυναίκες. Αυτές ήταν οι αξιώσεις των κατοίκων της συνοικίας Πολίχνης Θεσσαλονίκης.
Μεσολαβώντας στις αρμόδιες αρχές, ικανοποίησα αυτά τα ... μεγάλα αιτήματα των προσφύγων, που αν έβλεπες τις συνθήκες διαβίωσής τους, δεν διέφεραν διόλου από τις δικές μας στην παλιά σταυλούπολη της Καπτζίδας (Πυλαίας).
Μου έκανε, όμως, εντύπωση ότι μέσα σε έναν χώρο τρία επί τρία και με ένα παράθυρο (φεγγίτη) διατηρούσαν μια τάξη και μια καθαριότητα αξιοθαύμαστη. Αυτά εν έτει 1960 και όχι 1922! Εδώ πρωτακούστηκε έντονα η καταραμένη εκείνη λέξη:«Πεινάω».
....Κοντά σε εμάς εγκατέστησαν τη γιαγιά Γεθσημανή, μια εβδομηντάχρονη γυναίκα από τα βάθη της Τουρκίας, που από τα πολλά που είδε και πέρασε η κακομοίρα, της σάλεψε το μυαλό. Όπως μάθαμε από κάτι άλλες συμπατριώτισσές της, είχε έξι παιδιά κα άνδρα. Τους έχασε όλους, γλύτωσε μόνον ο ένας, ο Γιώργης. Και από το πρωί ως το βράδυ, δίχως σταματημό, μοιρολογούσε και δερνόταν στα τουρκικά (ήταν από τα μέρη που δεν ήξεραν ούτε μια ελληνική λέξη). Πότε πότε, έβγαινε στην πόρτα και φώναζε: «Κιόρκη Κιόρκη ογλούμ, νέρτε ισίν;,», που σημαίνει «Γιώργη, Γιώργη παιδί μου, γιατί δεν έρχεσαι;», είσαι θυμωμένος;»
Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα, πεταγόταν με τα αναμαλλιασμένα της άσπρα μαλλιά και με τα κουρέλια της, σωστό φάντασμα. Κραύγαζε στα τουρκικά: «Ήρθες, αγόρι μου, ήρθες; Πού είναι οι άλλοι;» και όταν δεν έπαιρνε απόκριση, ξαναγύριζε στα κουρέλια της. Ποιος είδε αγελάδα στο βουνό να χάνει το μοσχαράκι της και να βελάζει; Να ψάχνει το μοσχαράκι της!, Όλα τα βουνά τριγύρω τραντάζονταν από τα βελάσματα. Το δράμα της γιαγιάς Γεθσημανής ήταν και δράμα ολόκληρης της προσφυγιάς.
Μόνον εγώ δεν καταλάβαινα. Το παιδικό μου μυαλουδάκι δεν έφτανε μέχρι εκεί, να συμμεριστεί τον πόνο της. Μόλις ξέφευγα της προσοχής της μάνας, πήγαινα, άνοιγα την πόρτα της και εξαφανιζόμουν, πήγαινα και κρυβόμουν απέναντι, για να ... απολαύσω το μακάβριο θέαμα της γιαγιάς Γεθσημανής, που νόμιζε, σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, ότι θα εμφανιζόταν το παιδί της.
«Κιόρκη, ογλούμ Κιόρκη», Γιώργη, γιε μου Γιώργη! Αλλά εκείνος δεν ερχόταν. Όπως δεν έρχονταν και χιλιάδες άλλοι. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήρθαν και την πήραν. Ποιος ξέρει σε ποιο ψυχιατρείο ξεψύχησε, κραυγάζοντας: «Γιώργη, γιε μου Γιώργη!...
Ευτυχιος Γιαρενης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου