Ο Σάββας Γεωργιάδης του Ξενοφώντα και της Γεσθημανής αναφέρει τα ακόλουθα για τη ζωή του:
Γεννήθηκα στις 15 Ιουνίου 1921 στο Κεσκίν Μαντέν (Κοφτερό Μεταλλείο) του Πόντου και έφυγα από εκεί σε ηλικία πέντε ετών. Για τον τόπο που γεννήθηκα ξέρω μόνον εκείνα που άκουσα από τους γονείς μου.
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε το 1909 τη μητέρα μου, όταν εκείνη ήταν 13 ετών. Η μητέρα μου Γεσθημανή γεννήθηκε στο Καϊσερλί της Καππαδοκίας και το επίθετό της ήταν Καζαντζόγλου.
Πέθανε το 1984 στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν στο επάγγελμα γλύπτης. Σμίλευε σιντριβάνια στην Άγκυρα. Τον φώναζαν και Παπαευτύμ’, γιατί είχε συγγένεια με τον γνωστό εχθρό της ορθόδοξης Εκκλησίας Παπαευτύμ’.
Επίσης τον έλεγαν και Τζελάλ Μπαγιάρ, γιατί κατασκεύασε ένα σιντριβάνι κατά παραγγελία του Τζελάλ Μπαγιάρ, προέδρου, κατόπιν, της Τουρκίας, που απαγχονίστηκε το 1963, μαζί με τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Το σιντριβάνι είχε δώδεκα βρύσες σε ισάριθμες γωνίες και άρεσε πολύ στον Τζαλάλ Μπαγιάρ. Τόση ήταν η εντύπωσή του που έκανε το συντριβάνι που ο Μπαγιάρ ζήτησε να γνωρίσει τον τεχνίτη.
Ο πατέρας μου πήγε και ο Μπαγιάρ τον ρώτησε πόσων ετών είναι και αν υπηρέτησε στον στρατό. Ναι, του είπε ο πατέρας μου, υπηρέτησα ένδεκα χρόνια. Ο πατέρας μου, όταν πήρε τη διαβεβαίωση ότι μπορεί να φύγει για την Ελλάδα, χωρίς να τον πειράξει κανείς, πήρε διάφορα πράγματα, και εμάς, τα τρία παιδιά του, τον Ηλία, που γεννήθηκε το 1912, τη Σοφία, γεννημένη το 1917, και εμένα με τη μάνα μας και φύγαμε για την Ελλάδα.
Με τρένο πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη. Τότε, το 1923, υπογράφηκε η Συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών.
Με καράβι, από την Κωνσταντινούπολη, πήγαμε στον Πειραιά. Δεν άρεσε στους γονείς μας εκεί. Πήραν καράβι και ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στο Χαρμάνκιοϊ (Ελευθέριο — Κορδελιό).
Μαζί ήταν και η οικογένεια του αδελφού του πατέρα μου. Έφυγαν με τρένο για τη Δράμα και από εκεί για το Παρανέστι. Καταλήξαμε στην Ξάνθη, όπου ήταν διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα ο αδελφός της μητέρας μου.
Εγκατασταθήκαμε σε συγγενικό σπίτι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου Το ένα παιδί πέθανε τότε. Γεννήθηκε ένα άλλο, ο Γιώργος, το 1929. Μας έδωσαν οικόπεδο 280 μέτρα, όπου μπορούσαμε να χτίσουμε σπίτι.
Στην Ξάνθη τελείωσα το 4o δημοτικό σχολείο. Μετά δούλεψα για μερικά χρόνια στις οικοδομές μαζί με τον πατέρα μου. Κατόπιν έκανα τον χαμάλη με καροτσάκι με τρεις ρόδες. Έκανα και άλλες δουλειές.Αυτό κράτησε έως το 1940. Τότε η κυβέρνηση ζήτησε εθελοντές για τον στρατό και τη χωροφυλακή. Νέες ζήτησε να καταταγούν εθελόντριες νοσοκόμες. Η αδελφή μου πήγε και έγινε νοσοκόμα στην Αθήνα, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Εγώ πήγα στη χωροφυλακή στο Μαρκόπουλο Αττικής. Όταν κατέκτησε την Ελλάδα η ναζιστική Γερμανία, ζήτησαν να παραδώσουμε τα όπλα. Θυμάμαι ότι παρέδωσα το όπλο μου σε σχολείο της οδού Πατησίων.
Μετά από τρία μερόνυχτα μας είπαν να φύγουμε όπου θέλουμε. Εγώ πήγα στον εξάδελφό μου στο Παγκράτι, στην οδό Αναλήψεως, που ήταν σιδεράς. Είχε διώροφο σπίτι. Επάνω ήταν κατοικία και κάτω το σιδεράδικο. Έμεινα εκεί δύο μήνες και δούλευα στο σιδεράδικο. Τότε θέριζε η πείνα την Αθήνα. Δεν υπήρχε ούτε ψωμί. Ο εξάδελφός μου μου είπε να πάω στη Θεσσαλονίκη Τρένο για τη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε γιατί η ελληνική Εθνική Αντίσταση είχε ανατινάξει τη γέφυρα στον Γοργοπόταμο (Γέφυρα της παπαδιάς).
Με συμβούλεψαν να πάω με το τρένο στη Χαλκίδα, από όπου θα έπαιρνα καΐκι για τη Θεσσαλονίκη. Βρήκα και άλλους που ήθελαν να κάνουν το ίδιο. Αυτό κράτησε τρεις μέρες. Πληρώσαμε κάποιον που είχε βενζινοκίνητο καΐκι.
Μόλις βγήκαμε στα ανοιχτά, μας έπιασε θαλασσοταραχή και κοντέψαμε να πνιγούμε. Αράξαμε σε ένα μικρό λιμανάκι να στεγνώσουμε και να σταματήσει η φουρτούνα. Φτάσαμε βράδυ στη Θεσσαλονίκη και πήγα σε ένα ξενοδοχείο στην Εγνατία. Ήταν κοντά στο Μπεζεστένι, στην οδό Βενιζέλου.
Είχα λίγα χρήματα μαζί μου από τις οικονομίες μου όταν ήμουν στη χωροφυλακή. Πήγα σε ένα μαγαζί στο Μπεζεστένι και αγόρασα ρούχα, για να βγάλω τα βρεγμένα. Μετά έφυγα για την Ξάνθη. Είχα μαζί μου 2000 δραχμές γκοτζαμάνικες. Στην Ξάνθη ήταν οι Βούλγαροι φασίστες. Είχαν μαζέψει τα ελληνικά λεφτά και κυκλοφορούσαν τα δικά τους, τα λέβα.
Πήγα κατευθείαν στο σπίτι μας. Με βλέπει ο πατέρας μου, με αγκαλιάζει, με φιλάει και φωνάζει με χαρά: Ήρθες, παιδί μου! Του δίνω τις δύο χιλιάδες δραχμές.. Ο πατέρας μου σαν να είδε τον Θεό του. Τα χρήματα τα ξόδεψε αμέσως, γιατί δουλειές δεν υπήρχαν. Πιάνω αμέσως το καροτσάκι και κάνω τον χαμάλη από το πρωί ως το βράδυ, ξυπόλυτος, γιατί δεν είχα παπούτσια, χειμώνα - καλοκαίρι. Έτρωγα ξύλο συνεχώς από τους Βουλγάρους γιατί δεν ήξερα βουλγαρικά. Μου έλεγαν, εδώ τώρα είναι Βουλγαρία.
Σιγά σιγά έμαθα αρκετά και συνέχισα να δουλεύω με το καροτσάκι χαμάλης. Κάτω από το καροτσάκι έφτιαξα ένα συρτάρι, όπου έβαζα ό,τι χρήσιμο έβρισκα, γιατί οι Βούλγαροι μας έπιαναν συνεχώς και ό,τι είχαμε το έπαιρναν.
Εγώ με το χαμαλίκι ζητούσα λίγο ψωμί, που δεν υπήρχε και ήταν πανάκριβο. Όταν έπαιρνα μισή οκά ψωμί, ήταν σαν να είχα χρυσάφι. Το έκρυβα στο συρτάρι που είχα στο καρότσι και ο νους μου ήταν συνεχώς εκεί, μην με ψάξουν και το βρουν. Θα μου το έπαιρναν και θα έτρωγα και ξύλο.. Στο σπίτι οι δικοί μου ήταν όλο χαρά, όταν έβλεπαν το ψωμί.
Η ζωή μας ήταν τυραννία. Τον πατέρα μου τον χτύπησαν άγρια και τον λήστεψαν. Αρρώστησε μετά από αυτό και εγώ τον πήγα στο δημοτικό νοσοκομείο, όπου τον κράτησαν δέκα ημέρες. Μας ειδοποίησαν να πάμε να τον πάρουμε. Όταν πήγαμε στο νοσοκομείο, τον είδαμε να βγάζει αίμα από το στόμα του. Μου είπε, Σάββα, πήγαινε πες στον παπά ότι θέλω να κοινωνήσω. Τρέχω στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου, όπου ανήκαμε και φέρνω τον παπά, που ήταν Βούλγαρος.
Πριν από την κατοχή ήταν ψάλτης στην ίδια εκκλησία. Όταν ο πατέρας μου κοινώνησε, είπε, τώρα ησύχασα. Σήκωσε τα δυο του χέρια προς τον ουρανό και είπε, Θεέ μου, τώρα είμαι έτοιμος, αν θέλεις να μείνω εδώ, σήκωσέ με από το κρεβάτι και αν δεν θέλεις, τότε πάρε με κοντά σου Εγώ βρισκόμουν στο προσκέφαλό του. Σε λίγο ξεψύχησε.Μαζί με τη μάνα μου αρχίσαμε τα κλάματα.
Μετά από καιρό με πήραν αιχμάλωτο οι Βούλγαροι στη Βουλγαρία.
Από εκεί με πήραν οι Γερμανοί και με έστειλαν στη Σερβία, που ήταν υπό την κατοχή των Γερμανών. Μας πήγαν να δουλέψουμε στα μεταλλεία, που ήταν βαθιά σε μια χαράδρα και τα είχαν παλιά Γάλλοι και Αγγλοι.
Το μετάλλευμα το μετέφεραν με εναέρια βαγόνια, με συρματόσχοινα.Οι αιχμάλωτοι ήταν Έλληνες, Σέρβοι και Πολωνοί. Μέναμε σε πολύ μεγάλες ξύλινες παράγκες Το φαγητό που μας έδιναν δεν τρωγόταν.
Δεν μπορούσαμε να το πετάξουμε στο δάσος γύρω, γιατί υπήρχε ο σκληρός Αυστριακός σκοπός Επειδή το έδαφος ήταν σκληρό, βάζαμε φουρνέλα και τα ανατινάζαμε. Μέσα στη χαράδρα βρέθηκα μια μέρα και πληγώθηκα. Με ανέβασαν επάνω και με πήγαν στην επιτροπή των γιατρών να με εξετάσουν. Την επιτροπή αποτελούσαν τρεις Σέρβοι γιατροί και δύο Γερμανοί.
Από αυτά που είπαν οι Σέρβοι, κατάλαβα ότι έλεγαν πως οι Έλληνες είναι αδέλφια μας. Να τον βγάλουμε ανίκανο για εργασία για να φύγει. Έτσι με άφησαν ελεύθερο. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω από τη χαρά μου. Μαζί με άλλους πήραμε το τρένο για τη Σόφια.
Μετά από περιπέτειες, έφτασα στην Ξάνθη, από όπου έφυγαν οι δικοί μου. Εγώ ό,τι κι αν έκανα, έτρωγα ξύλο από τους Βούλγαρους. Οι γείτονες μάζεψαν μερικά χρήματα και μου τα έδωσαν για να φύγω από την Ξάνθη.
Από εκεί, με κάρο που το έσερνε άλογο, πήγαμε κοντά στην Καβάλα. Μείναμε εκεί 15 μέρες μέχρι να βρούμε καΐκι. Όταν βρέθηκε καΐκι, μας είπαν να έχουμε μαζί μας κανένα τσουβάλι, φτυάρι ή τσάπα, ώστε αν τύχουμε κανένα περιπολικό, να πούμε ότι πάμε στο αμπέλι για δουλειά.
Όταν πέσαμε σε περίπολο, τους πρόσφερα τσιγάρο. Καπνίσαμε μαζί και μας άφησαν να φύγουμε. Ηρθε ένα καράβι, ανεβήκαμε και πήγαμε στην Ιερισσό Χαλκιδικής. Για να μην μας πιάσουν οι Γερμανοί, κατεβήκαμε μακρύτερα και με τα πόδια μπήκαμε στην Ιερισσό, όπου μας περιποιήθηκαν οι Έλληνες.
Μετά από δεκαπέντε μέρες, με ένα φορτηγό ντόιτς φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη. Έμεινα στο ξενοδοχείο «Θεσσαλικόν», στην Εγνατία. Την πρώτη βραδιά που κοιμήθηκα εκεί σήμανε συναγερμός. Τρέξαμε απέναντι, στο Καραβάν Σαράι, του οποίου το υπόγειο ήταν καταφύγιο.
Γεννήθηκα στις 15 Ιουνίου 1921 στο Κεσκίν Μαντέν (Κοφτερό Μεταλλείο) του Πόντου και έφυγα από εκεί σε ηλικία πέντε ετών. Για τον τόπο που γεννήθηκα ξέρω μόνον εκείνα που άκουσα από τους γονείς μου.
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε το 1909 τη μητέρα μου, όταν εκείνη ήταν 13 ετών. Η μητέρα μου Γεσθημανή γεννήθηκε στο Καϊσερλί της Καππαδοκίας και το επίθετό της ήταν Καζαντζόγλου.
Πέθανε το 1984 στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν στο επάγγελμα γλύπτης. Σμίλευε σιντριβάνια στην Άγκυρα. Τον φώναζαν και Παπαευτύμ’, γιατί είχε συγγένεια με τον γνωστό εχθρό της ορθόδοξης Εκκλησίας Παπαευτύμ’.
Επίσης τον έλεγαν και Τζελάλ Μπαγιάρ, γιατί κατασκεύασε ένα σιντριβάνι κατά παραγγελία του Τζελάλ Μπαγιάρ, προέδρου, κατόπιν, της Τουρκίας, που απαγχονίστηκε το 1963, μαζί με τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Το σιντριβάνι είχε δώδεκα βρύσες σε ισάριθμες γωνίες και άρεσε πολύ στον Τζαλάλ Μπαγιάρ. Τόση ήταν η εντύπωσή του που έκανε το συντριβάνι που ο Μπαγιάρ ζήτησε να γνωρίσει τον τεχνίτη.
Ο πατέρας μου πήγε και ο Μπαγιάρ τον ρώτησε πόσων ετών είναι και αν υπηρέτησε στον στρατό. Ναι, του είπε ο πατέρας μου, υπηρέτησα ένδεκα χρόνια. Ο πατέρας μου, όταν πήρε τη διαβεβαίωση ότι μπορεί να φύγει για την Ελλάδα, χωρίς να τον πειράξει κανείς, πήρε διάφορα πράγματα, και εμάς, τα τρία παιδιά του, τον Ηλία, που γεννήθηκε το 1912, τη Σοφία, γεννημένη το 1917, και εμένα με τη μάνα μας και φύγαμε για την Ελλάδα.
Με τρένο πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη. Τότε, το 1923, υπογράφηκε η Συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών.
Με καράβι, από την Κωνσταντινούπολη, πήγαμε στον Πειραιά. Δεν άρεσε στους γονείς μας εκεί. Πήραν καράβι και ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στο Χαρμάνκιοϊ (Ελευθέριο — Κορδελιό).
Μαζί ήταν και η οικογένεια του αδελφού του πατέρα μου. Έφυγαν με τρένο για τη Δράμα και από εκεί για το Παρανέστι. Καταλήξαμε στην Ξάνθη, όπου ήταν διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα ο αδελφός της μητέρας μου.
Εγκατασταθήκαμε σε συγγενικό σπίτι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου Το ένα παιδί πέθανε τότε. Γεννήθηκε ένα άλλο, ο Γιώργος, το 1929. Μας έδωσαν οικόπεδο 280 μέτρα, όπου μπορούσαμε να χτίσουμε σπίτι.
Στην Ξάνθη τελείωσα το 4o δημοτικό σχολείο. Μετά δούλεψα για μερικά χρόνια στις οικοδομές μαζί με τον πατέρα μου. Κατόπιν έκανα τον χαμάλη με καροτσάκι με τρεις ρόδες. Έκανα και άλλες δουλειές.Αυτό κράτησε έως το 1940. Τότε η κυβέρνηση ζήτησε εθελοντές για τον στρατό και τη χωροφυλακή. Νέες ζήτησε να καταταγούν εθελόντριες νοσοκόμες. Η αδελφή μου πήγε και έγινε νοσοκόμα στην Αθήνα, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Εγώ πήγα στη χωροφυλακή στο Μαρκόπουλο Αττικής. Όταν κατέκτησε την Ελλάδα η ναζιστική Γερμανία, ζήτησαν να παραδώσουμε τα όπλα. Θυμάμαι ότι παρέδωσα το όπλο μου σε σχολείο της οδού Πατησίων.
Μετά από τρία μερόνυχτα μας είπαν να φύγουμε όπου θέλουμε. Εγώ πήγα στον εξάδελφό μου στο Παγκράτι, στην οδό Αναλήψεως, που ήταν σιδεράς. Είχε διώροφο σπίτι. Επάνω ήταν κατοικία και κάτω το σιδεράδικο. Έμεινα εκεί δύο μήνες και δούλευα στο σιδεράδικο. Τότε θέριζε η πείνα την Αθήνα. Δεν υπήρχε ούτε ψωμί. Ο εξάδελφός μου μου είπε να πάω στη Θεσσαλονίκη Τρένο για τη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε γιατί η ελληνική Εθνική Αντίσταση είχε ανατινάξει τη γέφυρα στον Γοργοπόταμο (Γέφυρα της παπαδιάς).
Με συμβούλεψαν να πάω με το τρένο στη Χαλκίδα, από όπου θα έπαιρνα καΐκι για τη Θεσσαλονίκη. Βρήκα και άλλους που ήθελαν να κάνουν το ίδιο. Αυτό κράτησε τρεις μέρες. Πληρώσαμε κάποιον που είχε βενζινοκίνητο καΐκι.
Μόλις βγήκαμε στα ανοιχτά, μας έπιασε θαλασσοταραχή και κοντέψαμε να πνιγούμε. Αράξαμε σε ένα μικρό λιμανάκι να στεγνώσουμε και να σταματήσει η φουρτούνα. Φτάσαμε βράδυ στη Θεσσαλονίκη και πήγα σε ένα ξενοδοχείο στην Εγνατία. Ήταν κοντά στο Μπεζεστένι, στην οδό Βενιζέλου.
Είχα λίγα χρήματα μαζί μου από τις οικονομίες μου όταν ήμουν στη χωροφυλακή. Πήγα σε ένα μαγαζί στο Μπεζεστένι και αγόρασα ρούχα, για να βγάλω τα βρεγμένα. Μετά έφυγα για την Ξάνθη. Είχα μαζί μου 2000 δραχμές γκοτζαμάνικες. Στην Ξάνθη ήταν οι Βούλγαροι φασίστες. Είχαν μαζέψει τα ελληνικά λεφτά και κυκλοφορούσαν τα δικά τους, τα λέβα.
Πήγα κατευθείαν στο σπίτι μας. Με βλέπει ο πατέρας μου, με αγκαλιάζει, με φιλάει και φωνάζει με χαρά: Ήρθες, παιδί μου! Του δίνω τις δύο χιλιάδες δραχμές.. Ο πατέρας μου σαν να είδε τον Θεό του. Τα χρήματα τα ξόδεψε αμέσως, γιατί δουλειές δεν υπήρχαν. Πιάνω αμέσως το καροτσάκι και κάνω τον χαμάλη από το πρωί ως το βράδυ, ξυπόλυτος, γιατί δεν είχα παπούτσια, χειμώνα - καλοκαίρι. Έτρωγα ξύλο συνεχώς από τους Βουλγάρους γιατί δεν ήξερα βουλγαρικά. Μου έλεγαν, εδώ τώρα είναι Βουλγαρία.
Σιγά σιγά έμαθα αρκετά και συνέχισα να δουλεύω με το καροτσάκι χαμάλης. Κάτω από το καροτσάκι έφτιαξα ένα συρτάρι, όπου έβαζα ό,τι χρήσιμο έβρισκα, γιατί οι Βούλγαροι μας έπιαναν συνεχώς και ό,τι είχαμε το έπαιρναν.
Εγώ με το χαμαλίκι ζητούσα λίγο ψωμί, που δεν υπήρχε και ήταν πανάκριβο. Όταν έπαιρνα μισή οκά ψωμί, ήταν σαν να είχα χρυσάφι. Το έκρυβα στο συρτάρι που είχα στο καρότσι και ο νους μου ήταν συνεχώς εκεί, μην με ψάξουν και το βρουν. Θα μου το έπαιρναν και θα έτρωγα και ξύλο.. Στο σπίτι οι δικοί μου ήταν όλο χαρά, όταν έβλεπαν το ψωμί.
Η ζωή μας ήταν τυραννία. Τον πατέρα μου τον χτύπησαν άγρια και τον λήστεψαν. Αρρώστησε μετά από αυτό και εγώ τον πήγα στο δημοτικό νοσοκομείο, όπου τον κράτησαν δέκα ημέρες. Μας ειδοποίησαν να πάμε να τον πάρουμε. Όταν πήγαμε στο νοσοκομείο, τον είδαμε να βγάζει αίμα από το στόμα του. Μου είπε, Σάββα, πήγαινε πες στον παπά ότι θέλω να κοινωνήσω. Τρέχω στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου, όπου ανήκαμε και φέρνω τον παπά, που ήταν Βούλγαρος.
Πριν από την κατοχή ήταν ψάλτης στην ίδια εκκλησία. Όταν ο πατέρας μου κοινώνησε, είπε, τώρα ησύχασα. Σήκωσε τα δυο του χέρια προς τον ουρανό και είπε, Θεέ μου, τώρα είμαι έτοιμος, αν θέλεις να μείνω εδώ, σήκωσέ με από το κρεβάτι και αν δεν θέλεις, τότε πάρε με κοντά σου Εγώ βρισκόμουν στο προσκέφαλό του. Σε λίγο ξεψύχησε.Μαζί με τη μάνα μου αρχίσαμε τα κλάματα.
Μετά από καιρό με πήραν αιχμάλωτο οι Βούλγαροι στη Βουλγαρία.
Από εκεί με πήραν οι Γερμανοί και με έστειλαν στη Σερβία, που ήταν υπό την κατοχή των Γερμανών. Μας πήγαν να δουλέψουμε στα μεταλλεία, που ήταν βαθιά σε μια χαράδρα και τα είχαν παλιά Γάλλοι και Αγγλοι.
Το μετάλλευμα το μετέφεραν με εναέρια βαγόνια, με συρματόσχοινα.Οι αιχμάλωτοι ήταν Έλληνες, Σέρβοι και Πολωνοί. Μέναμε σε πολύ μεγάλες ξύλινες παράγκες Το φαγητό που μας έδιναν δεν τρωγόταν.
Δεν μπορούσαμε να το πετάξουμε στο δάσος γύρω, γιατί υπήρχε ο σκληρός Αυστριακός σκοπός Επειδή το έδαφος ήταν σκληρό, βάζαμε φουρνέλα και τα ανατινάζαμε. Μέσα στη χαράδρα βρέθηκα μια μέρα και πληγώθηκα. Με ανέβασαν επάνω και με πήγαν στην επιτροπή των γιατρών να με εξετάσουν. Την επιτροπή αποτελούσαν τρεις Σέρβοι γιατροί και δύο Γερμανοί.
Από αυτά που είπαν οι Σέρβοι, κατάλαβα ότι έλεγαν πως οι Έλληνες είναι αδέλφια μας. Να τον βγάλουμε ανίκανο για εργασία για να φύγει. Έτσι με άφησαν ελεύθερο. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω από τη χαρά μου. Μαζί με άλλους πήραμε το τρένο για τη Σόφια.
Μετά από περιπέτειες, έφτασα στην Ξάνθη, από όπου έφυγαν οι δικοί μου. Εγώ ό,τι κι αν έκανα, έτρωγα ξύλο από τους Βούλγαρους. Οι γείτονες μάζεψαν μερικά χρήματα και μου τα έδωσαν για να φύγω από την Ξάνθη.
Από εκεί, με κάρο που το έσερνε άλογο, πήγαμε κοντά στην Καβάλα. Μείναμε εκεί 15 μέρες μέχρι να βρούμε καΐκι. Όταν βρέθηκε καΐκι, μας είπαν να έχουμε μαζί μας κανένα τσουβάλι, φτυάρι ή τσάπα, ώστε αν τύχουμε κανένα περιπολικό, να πούμε ότι πάμε στο αμπέλι για δουλειά.
Όταν πέσαμε σε περίπολο, τους πρόσφερα τσιγάρο. Καπνίσαμε μαζί και μας άφησαν να φύγουμε. Ηρθε ένα καράβι, ανεβήκαμε και πήγαμε στην Ιερισσό Χαλκιδικής. Για να μην μας πιάσουν οι Γερμανοί, κατεβήκαμε μακρύτερα και με τα πόδια μπήκαμε στην Ιερισσό, όπου μας περιποιήθηκαν οι Έλληνες.
Μετά από δεκαπέντε μέρες, με ένα φορτηγό ντόιτς φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη. Έμεινα στο ξενοδοχείο «Θεσσαλικόν», στην Εγνατία. Την πρώτη βραδιά που κοιμήθηκα εκεί σήμανε συναγερμός. Τρέξαμε απέναντι, στο Καραβάν Σαράι, του οποίου το υπόγειο ήταν καταφύγιο.
Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Ακόμη και Γερμανοί και ζώα. Τότε βομβάρδισαν τον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό. Όταν ξημέρωσε, πήγα να βρω την αδερφή μου που εργαζόταν στη Χριστιανική Ένωση Νεανίδων (ΧΕΝ), στην οδό Αγίας Σοφίας, κοντά στην Τσιμισκή, προς τη θάλασσα.
Λόγω της ταλαιπωρίας, φαινόμουν σαν γέρος, ενώ ήμουν 23 χρόνων. Στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν η μάνα μου και ο αδελφός μου. Όταν συνάντησα την αδελφή μου στη ΧΕΝ, τις διηγήθηκα τα όσα πέρασα. Πήγαμε και βρήκαμε τον αδελφό μου. Ήταν κουρέας, με περιποιήθηκε και ξανάδειξα παλληκάρι.
Οι δικοί μου με βοήθησαν να ανοίξω ένα μαγαζί στο Καπάνι, όπου πουλούσα σαπούνι, λάδι και όσπρια. Το 1950 επιστρατεύτηκα για τέσσερα χρόνια. Όταν απολύθηκα, έπιασα δουλειά στα λεωφορεία της Θεσσαλονίκης.
Αρρώστησα από φυματίωση, που ήταν πολύ διαδεδομένη, λόγω της κακής διατροφής και των ταλαιπωριών. Έγινα καλά και όταν ιδρύθηκε ο ΟΑΣΘ εργάστηκα πάλι εκεί. Παντρεύτηκα το 1964 και απέκτησα δύο κορίτσια. Η μία κόρη μου έχει τρία παιδιά και ζούμε όλοι μαζί. Πήρα τη σύνταξή μου και ζω στο Πανόραμα.
Είμαι 94 ετών και εκείνο που με στεναχωρεί είναι ότι τα παιδιά δεν έχουν δουλειά και δεν μπορούν να βρουν. Κάθε μέρα κατεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για να ψωνίζω φθηνότερα. Παίρνω τρία ψωμιά για να μας φτάσουν.
Νικος Τελιδης
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου