Τέλη του Φλεβάρη του 1918 φάνηκαν στο Κρεν (Σταμόπον) οι Τσιριπάντ αντάρτες μαζί με τον Γιώργο Καλαϊδόπουλο. 0ι Τσιριπάντ ήσαν πολιτογραφημένοι Σανταίοι, είχαν σπίτι και χορτολίβαδα στο Ισχανάντων, είχαν τα γιδοπρόβατά τους στα παρχάρια της Σαντάς (Τσαρτακλή), είχανε όμως και κτήματα στο χωριό Δίρχα της Τραπεζούντας και ζούσαν εκεί τον χειμώνα.
Επειδή όμως κατά την Ρωσική κατοχή πείραξαν τους Τούρκους της περιφέρειας τους, μόλις φύγανε οι Ρώσοι βγήκαν στο κλαρί και κατασκήνωσαν στα γνώριμα τους βουνά της Σαντάς.
Μετά 6 μήνες κατά τον Αύγουστο του 1918 ο Ευκλείδης Κουρτίδης είδε την πίεση του Σεΐτ αγά και βγήκε κι αυτός στο κλαρί όπως θα δούμε.
Κυρτογλάντ και Τσιριπάντ αν και αποτελούσαν δύο ξεχωριστές αντάρτικες ομάδες μολαταύτα έδρασαν από κοινού πολλές φορές εναντίον των Τούρκων. Οι Τσιριπάντ στο Κρέν περίμεναν ευκαιρία για να χτυπηθούν με τους Τούρκους.
Μέσα σε λίγες μέρες οι Toύρκοι μάθανε το καταφύγιο των Τσιριπάντων και σπεύσανε προς το Κρέν για να τους κυκλώσουν και να τους συλλάβουν.
Οι Tσιριπάντ όμως ήσαν ατρόμητοι και μόλις είδανε κυκλωτικές κινήσεις των Τούρκων,τους φώναξε ο οπλαρχηγός τους Δημήτριος Τσιρίπ και τους είπε: «Κύριοι για να σώσητε την ζωή σας φροντίστε να γυρίσητε πίσω». Και συγχρόνως διέταξε τα παλληκάρια του να ρίξουν εναντίον των Τούρκων. Σαν άρχισαν οι πυροβολισμοί είδανε οι Tσιριπάντ τον Σεΐτ αγά να κάνει τούμπες και νόμισαν πως σκοτώθηκε.
Οι Τούρκοι ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς και η μάχη εξακολούθησε ως το βράδυ. Επί τρεις μέρες συνέχιζαν οι Τούρκοι τις επιθέσεις τους εναντίον των Τσιριπάντων χωρίς όμως αποτέλεσμα, Λύσαξαν οι Τούρκοι απ’ το κακό τους και απείλησαν τους προεστούς των Ισχανάντων πως δεν θα φύγουν από την Σαντά και θα κάνουν αφάνταστες καταστροφές στα χωριά αν δεν παραδοθούν οι Τσιριπάντ. Οι προεστοί τους βεβαίωσαν πως οι αντάρτες, αυτοί δεν είναι Σανταίοι, είναι οι Τσιριπάντ από την Δίρχα, οι Καλαϊδόπουλοι και άλλοι ξένοι που φύγανε από τα χωριά τους και σφηνώθηκαν στα βουνά της Σαντάς.
Η ψεύτικη αυτή βεβαίωση έγινε πιστευτή από τις στρατιωτικές αρχές , οι οποίες διέταξαν τους αξιωματικούς να εγκαταλείψουν την Σαντά και ν’αποσύρουν τον στρατό και τους τσετέδες. Στους Τούρκους κακοφάνηκε η διαταγή αυτή γιατί πουθενά αλλού δεν μπορούσαν νάχουν όμοια περιποίηση.
Εδώ θα δώσουμε τον λόγο στον αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων Χρύσιο Παυλίδη. Μας έλεγε αυτός: « Οι στρατιωτικές Αρχές Τραπεζούντας μόλις πήραν την δυσμενή έκθεση του αξιωματικού Φαΐκ βεη, αποφάσισαν να στείλουν Τούρκους τσετέδες στη Σαντά για τιμωρία της. Πρώτος αρχιτσετές παρουσιάστηκε ο διαβόητος Χεμτής και δεύτερος ο Μουσταφάς από το Μεσοχώρι.Οι δύο αυτοί μαζέψανε έως 200 τσετέδες και άλλους τόσους πλιατσικολόγους μ' αυτούς ήσαν έτοιμοι να εισβάλουν στη Σαντά .
Αλλοι αρχιτσετέδες ήσαν ο Σεΐτ αγάς από την Μέσωνα με 150 τσετέδες, ο Σουλεϊμάν Κάλφας από το Αρσέν με 200 τσετέδες και ο Αλή Ριζάς από τη Χότση. Κοντά σ’ αυτούς μας έστειλε ή Τούρκικη κυβέρνηση άπ’ το Τσεβιζλήκ τον Ζαχαρία Γιαμάκ με 150 τσετέδες Τούρκους. Όλοι αυτοί μπήκαν στη Σαντά τέλη Φλεβάρη του 1918, και τότε ο επικεφαλής αξιωματικός κάλεσε τους προεστούς των Ισχανάντων και τους είπε: «θα μείνουμε εδώ πολλές μέρες. Η έδρα μας θα είναι το Ισχανάντων. Ειδοποιήστε όλους τους οπλίτες της Σαντάς να παραδοθούν με τα όπλα τους, με τα ορεινά τηλεβόλα τους, με τις χειροβομβίδες τους, με τις δυναμίτες τους, με τα φυσίγγια τους και με όλα τα πυρομαχικά που μαζέψανε από το πολεμικόν μέτωπον και τάχουν κρυμμένα σε αποθήκες.
Έχομε διαταγή να κάψουμε και να ρημάξουμε την Σαντά αν δεν συμμορφωθείτε. Εχετε προθεσμία ως αύριο. Όσες μέρες θα μείνουν εδώ οι οπλίτες μας θα τους καλοταγίσητε και θα τους περιποιηθήτε. Αλλιώς θα τα κανονίσουμε εμείς όπως ξέρομε».
Σ’ αυτή την περίσταση η διαταγή του Ζαχαρία ήταν αντιπατριωτική. Αυτός έτρεφε μίσος εναντίον των Ισχανανταίων γιατί τον πάψανε από το μουχταρλίκι πριν 10 χρόνια. 0ι κακόμοιροι, οι αφελείς Ισχανανταίοι άμα είδαν τον Ζαχαρία χάρηκαν γιατί νόμισαν πώς σαν Σανταίος που είναι θα θελήσει να παρεμποδίσει τις παρεκτροπές των τσετέδων, μόλις όμως αντελήφθησαν το μίσος του εναντίον τους ανορθώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής τους από αγανάκτηση.
Για μια στιγμή κατάπιαν τον θυμό τους, πλησίασαν ικετευτικά τον Ζαχαρία που είχε πλάϊ του τους φοβερούς μισέλληνες Aλή Ριζά και Αχμέτ Κιλαδλή και ζήτησαν την προστασία του. Ο Ζαχαρίας τους είπε με θυμό : «Όσα σας είπε ο αξιωματικός είναι λόγια του Βαγγέλιου, και πρέπει να συμμορφωθείτε μ’ αυτά. Οι Αρχές ξέρουν ότι όλα αυτά που ζητούν τα έχετε. Δεν θέλω εις το εξής να με πλησιάζετε και να με συμβουλεύεστε. Φύγετε!»
Αυτά έλεγε ο X. Παυλίδης. Οι Τούρκοι ευτυχώς δεν πήραν τότε ανακρίσεις. Η σιωπή των στρατιωτικών αρχών σ’ εκείνη την περίπτωση έσωσε τα κεφάλια πολλών επισήμων Ελλήνων της Τραπεζούντας που ενίσχυσαν το κίνημα της Σαντάς και το έφεραν στο σημείο που είδαμε και θα δούμε.
0ι πεντακόσιοι τσετέδες που μπήκαν στη Σαντά άπ’ τον δρόμο των Φτελενίων έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τους Ισχανανταίους και τους άλλους Σανταίους. Καθημερινά χρειάζονταν μια αγελάδα για το κρέας, 300 οκάδες ψωμί, πολλές οκάδες πατάτες, τρία κάρα ξύλα κλπ, πράγματα που πολύ δύσκολα μπορούσαν να τα βρουν οι Σανταίοι. Οι Τούρκοι τσετέδες αφού λεηλάτησαν το σπίτι του Ευκλείδη περιφέρονταν αγέρωχα μέσα στο Ισχανάντων, τραγουδούσαν, χόρευαν, γλεντούσαν. Τα κορίτσια των Ισχανάντων περιορίστηκαν και κρύφτηκαν.
Οι γριές υπηρετούσαν στο μαγειρείο και ότι τρόφιμα μπορούσανε να τις φέρουν οι προεστοί τα μαγείρευαν για τους τσετέδες.
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι φωνάξανε τους προεστούς και ζήτησαν να μάθουν αν εκτελέστηκε η διαταγή. Παρουσιάστηκαν οι Θεόδωρος Λιανίδης, Χριστόφορος Κύρτογλους, Χαράλαμπος Χαριάδης και Κοσμάς Αμάραντος, και τους είπαν:
«Κύριοι, τα πράγματα που μας είπατε δεν τα έχομε. Αποθήκη πολεμοφοδίων, δυναμίτη, χειροβομβίδες, κανόνια, δεν έχομε, επαναλαμβάνομε δεν έχομε, γιατί τα πράγματα αυτά προϋποθέτουν την ύπαρξη επαναστατικής κυβέρνησης, από την οποία καμία ιδέα δεν έχομε γιατί δεν είμαστε επαναστάτες.
Όλες αυτές οι διαδόσεις είναι άτιμες συκοφαντίες των εχθρών μας που θέλουν να μας εξοντώσουν. Παρακαλούμεν κάνετε έρευνα και, άμα βρείτε τέτοια πολεμικά είδη να μας τουφεκίσετε όλους. Επί πλέον σας παρακαλούμε να μας επιτρέψετε να πάμε στα δάση να παρακαλέσουμε τους αντάρτες μας για να παρουσιαστούν και να παροδοθούν».
Ο αξιωματικός τους είπε: « Τους αντάρτες αφήστε, γι αυτούς θα σκεφθούμε αργότερα. Τώρα εσείς όσοι είστε εδώ τρέξτε γλήγορα φέρτε τα όπλα σας, γιατί όπως μάθαμε ο καθένας σας έχει το όπλο του».
Οι προεστοί αναγκάσθηκαν να γυρίσουν όλα τα σπίτια, να μαζέψουν όσα παλιοτούφεκα βρήκαν και να τα παραδώσουν. Την άλλη μέρα διατάχθηκαν οι προεστοί να παν να βρουν τους αντάρτες στα δάση και να τους πουν να παραδοθούν. Oι αντάρτες δεν δέχτηκαν να παραδοθούν, και τότε μαζεύτηκαν όλοι οι τσετέδες και πήγαν να κυκλώσουν τα δάση Ρεσχανάδες, Λιθονπορέν και Αλωνόπον για να τους πιάσουν. Την πρώτη μέρα των επιχειρήσεων παρακίνησαν οι προεστοί Ισχανάντων τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Γωνιάδη και Περικλή Κουφατσή να παροδοθούν με τα λίγα τους παλικάρια, 15 το όλον, για να μη πάρει η καταδίωξη σοβαρή μορφή, και τους υποσχέθηκαν ότι θα θυσιαστεί η Σαντά για να τους σώσει, όπως και έγινε.
Τους αντάρτες μας που παραδόθηκαν τους έφεραν οι τσετέδες στο Ισχανάντων και τους φυλάκισαν στο σπίτι της Δαμιανάβας. Μερικοί τσετέδες φίλοι του Χεμτή πήραν τότε τον Περικλή κατά μέρος και του είπαν: «Θέλομε τα κλοπιμαία των Κυρτογλάντων μας φαίνεται πως εσύ ήσουν συνέταιρός τους γιατί τους υποστήριξες πριν 2 μήνες, και βέβαια ξέρεις που βρίσκονται τα κλοπιμαία αυτά. Αν δεν ομολογήσεις την αλήθεια θα σε σκοτώσουμε με την άδεια του ταγματάρχη. Προπαντός σου θέλομε αυτή τη στιγμή 100 πανκανόττες».
Ο Περικλής με τους Τούρκους τσετέδες που τον είχανε στο χέρι πήγε ίσια στο σπίτι του Χρύσιου Παυλίδη και δανείστηκε απ’ αυτόν τις 100 πανκανότες, τις έδωσε στον Χεμτή και γλύτωσε τη ζωή του. Και για τον οπλαρχηγό Γεώργιο Γωνιάδη πλήρωσαν οι προεστοί της Σαντάς κάμποσες εκατοντάδες πανκανόττες και τον γλύτωσαν.
Πριν φύγουν οι τσετέδες φέρθηκαν γαϊδουρινά σε μερικές γυναίκες της Σαντάς, κι' αυτό άναψε τον φανατισμό των ανταρτών μας εναντίον των βαρβάρων Τούρκων τσετέδων, τους οποίους είχαν σημαδεμένους, και όταν ήρθε η εποχή να παν οι Τούρκοι αυτοί στα παρχάρια τους διασχίζοντας τα βουνά της Σαντάς, δεν γύρισαν ζωντανοί από κει.
Εκτός από τα όργια τους αυτά οι τσετέδες , προξένησαν και την παρακάτω καταστροφή. Επειδή πολλοί κάτοικοι του Πιστοφάντων φοβήθηκαν μήπως μπουν οι τσετέδες στα σπίτια και τους ληστέψουν, μετέφεραν και απόκρυψαν στους λαχανόκηπους τα γιορτινά ρούχα τους και τα κοσμήματα τους, μόλις δε οι τσετέδες μυρίστηκαν το πράγμα γύρισαν μια νύχτα όλους τους κήπους και έκλεψαν όσα πράγματα βρήκαν.
Από την συμφορά αυτή δεν μπόρεσε να συνέλθει το Πιστοφάντων μέχρι την καταστροφή της Σαντάς.
Επειδή όμως κατά την Ρωσική κατοχή πείραξαν τους Τούρκους της περιφέρειας τους, μόλις φύγανε οι Ρώσοι βγήκαν στο κλαρί και κατασκήνωσαν στα γνώριμα τους βουνά της Σαντάς.
Μετά 6 μήνες κατά τον Αύγουστο του 1918 ο Ευκλείδης Κουρτίδης είδε την πίεση του Σεΐτ αγά και βγήκε κι αυτός στο κλαρί όπως θα δούμε.
Κυρτογλάντ και Τσιριπάντ αν και αποτελούσαν δύο ξεχωριστές αντάρτικες ομάδες μολαταύτα έδρασαν από κοινού πολλές φορές εναντίον των Τούρκων. Οι Τσιριπάντ στο Κρέν περίμεναν ευκαιρία για να χτυπηθούν με τους Τούρκους.
Μέσα σε λίγες μέρες οι Toύρκοι μάθανε το καταφύγιο των Τσιριπάντων και σπεύσανε προς το Κρέν για να τους κυκλώσουν και να τους συλλάβουν.
Οι Tσιριπάντ όμως ήσαν ατρόμητοι και μόλις είδανε κυκλωτικές κινήσεις των Τούρκων,τους φώναξε ο οπλαρχηγός τους Δημήτριος Τσιρίπ και τους είπε: «Κύριοι για να σώσητε την ζωή σας φροντίστε να γυρίσητε πίσω». Και συγχρόνως διέταξε τα παλληκάρια του να ρίξουν εναντίον των Τούρκων. Σαν άρχισαν οι πυροβολισμοί είδανε οι Tσιριπάντ τον Σεΐτ αγά να κάνει τούμπες και νόμισαν πως σκοτώθηκε.
Οι Τούρκοι ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς και η μάχη εξακολούθησε ως το βράδυ. Επί τρεις μέρες συνέχιζαν οι Τούρκοι τις επιθέσεις τους εναντίον των Τσιριπάντων χωρίς όμως αποτέλεσμα, Λύσαξαν οι Τούρκοι απ’ το κακό τους και απείλησαν τους προεστούς των Ισχανάντων πως δεν θα φύγουν από την Σαντά και θα κάνουν αφάνταστες καταστροφές στα χωριά αν δεν παραδοθούν οι Τσιριπάντ. Οι προεστοί τους βεβαίωσαν πως οι αντάρτες, αυτοί δεν είναι Σανταίοι, είναι οι Τσιριπάντ από την Δίρχα, οι Καλαϊδόπουλοι και άλλοι ξένοι που φύγανε από τα χωριά τους και σφηνώθηκαν στα βουνά της Σαντάς.
Η ψεύτικη αυτή βεβαίωση έγινε πιστευτή από τις στρατιωτικές αρχές , οι οποίες διέταξαν τους αξιωματικούς να εγκαταλείψουν την Σαντά και ν’αποσύρουν τον στρατό και τους τσετέδες. Στους Τούρκους κακοφάνηκε η διαταγή αυτή γιατί πουθενά αλλού δεν μπορούσαν νάχουν όμοια περιποίηση.
Η Σαντά από την ενορία Ζουρνατσάντων |
Αλλοι αρχιτσετέδες ήσαν ο Σεΐτ αγάς από την Μέσωνα με 150 τσετέδες, ο Σουλεϊμάν Κάλφας από το Αρσέν με 200 τσετέδες και ο Αλή Ριζάς από τη Χότση. Κοντά σ’ αυτούς μας έστειλε ή Τούρκικη κυβέρνηση άπ’ το Τσεβιζλήκ τον Ζαχαρία Γιαμάκ με 150 τσετέδες Τούρκους. Όλοι αυτοί μπήκαν στη Σαντά τέλη Φλεβάρη του 1918, και τότε ο επικεφαλής αξιωματικός κάλεσε τους προεστούς των Ισχανάντων και τους είπε: «θα μείνουμε εδώ πολλές μέρες. Η έδρα μας θα είναι το Ισχανάντων. Ειδοποιήστε όλους τους οπλίτες της Σαντάς να παραδοθούν με τα όπλα τους, με τα ορεινά τηλεβόλα τους, με τις χειροβομβίδες τους, με τις δυναμίτες τους, με τα φυσίγγια τους και με όλα τα πυρομαχικά που μαζέψανε από το πολεμικόν μέτωπον και τάχουν κρυμμένα σε αποθήκες.
Έχομε διαταγή να κάψουμε και να ρημάξουμε την Σαντά αν δεν συμμορφωθείτε. Εχετε προθεσμία ως αύριο. Όσες μέρες θα μείνουν εδώ οι οπλίτες μας θα τους καλοταγίσητε και θα τους περιποιηθήτε. Αλλιώς θα τα κανονίσουμε εμείς όπως ξέρομε».
Σ’ αυτή την περίσταση η διαταγή του Ζαχαρία ήταν αντιπατριωτική. Αυτός έτρεφε μίσος εναντίον των Ισχανανταίων γιατί τον πάψανε από το μουχταρλίκι πριν 10 χρόνια. 0ι κακόμοιροι, οι αφελείς Ισχανανταίοι άμα είδαν τον Ζαχαρία χάρηκαν γιατί νόμισαν πώς σαν Σανταίος που είναι θα θελήσει να παρεμποδίσει τις παρεκτροπές των τσετέδων, μόλις όμως αντελήφθησαν το μίσος του εναντίον τους ανορθώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής τους από αγανάκτηση.
Για μια στιγμή κατάπιαν τον θυμό τους, πλησίασαν ικετευτικά τον Ζαχαρία που είχε πλάϊ του τους φοβερούς μισέλληνες Aλή Ριζά και Αχμέτ Κιλαδλή και ζήτησαν την προστασία του. Ο Ζαχαρίας τους είπε με θυμό : «Όσα σας είπε ο αξιωματικός είναι λόγια του Βαγγέλιου, και πρέπει να συμμορφωθείτε μ’ αυτά. Οι Αρχές ξέρουν ότι όλα αυτά που ζητούν τα έχετε. Δεν θέλω εις το εξής να με πλησιάζετε και να με συμβουλεύεστε. Φύγετε!»
Αυτά έλεγε ο X. Παυλίδης. Οι Τούρκοι ευτυχώς δεν πήραν τότε ανακρίσεις. Η σιωπή των στρατιωτικών αρχών σ’ εκείνη την περίπτωση έσωσε τα κεφάλια πολλών επισήμων Ελλήνων της Τραπεζούντας που ενίσχυσαν το κίνημα της Σαντάς και το έφεραν στο σημείο που είδαμε και θα δούμε.
0ι πεντακόσιοι τσετέδες που μπήκαν στη Σαντά άπ’ τον δρόμο των Φτελενίων έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τους Ισχανανταίους και τους άλλους Σανταίους. Καθημερινά χρειάζονταν μια αγελάδα για το κρέας, 300 οκάδες ψωμί, πολλές οκάδες πατάτες, τρία κάρα ξύλα κλπ, πράγματα που πολύ δύσκολα μπορούσαν να τα βρουν οι Σανταίοι. Οι Τούρκοι τσετέδες αφού λεηλάτησαν το σπίτι του Ευκλείδη περιφέρονταν αγέρωχα μέσα στο Ισχανάντων, τραγουδούσαν, χόρευαν, γλεντούσαν. Τα κορίτσια των Ισχανάντων περιορίστηκαν και κρύφτηκαν.
Οι γριές υπηρετούσαν στο μαγειρείο και ότι τρόφιμα μπορούσανε να τις φέρουν οι προεστοί τα μαγείρευαν για τους τσετέδες.
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι φωνάξανε τους προεστούς και ζήτησαν να μάθουν αν εκτελέστηκε η διαταγή. Παρουσιάστηκαν οι Θεόδωρος Λιανίδης, Χριστόφορος Κύρτογλους, Χαράλαμπος Χαριάδης και Κοσμάς Αμάραντος, και τους είπαν:
«Κύριοι, τα πράγματα που μας είπατε δεν τα έχομε. Αποθήκη πολεμοφοδίων, δυναμίτη, χειροβομβίδες, κανόνια, δεν έχομε, επαναλαμβάνομε δεν έχομε, γιατί τα πράγματα αυτά προϋποθέτουν την ύπαρξη επαναστατικής κυβέρνησης, από την οποία καμία ιδέα δεν έχομε γιατί δεν είμαστε επαναστάτες.
Όλες αυτές οι διαδόσεις είναι άτιμες συκοφαντίες των εχθρών μας που θέλουν να μας εξοντώσουν. Παρακαλούμεν κάνετε έρευνα και, άμα βρείτε τέτοια πολεμικά είδη να μας τουφεκίσετε όλους. Επί πλέον σας παρακαλούμε να μας επιτρέψετε να πάμε στα δάση να παρακαλέσουμε τους αντάρτες μας για να παρουσιαστούν και να παροδοθούν».
Ο αξιωματικός τους είπε: « Τους αντάρτες αφήστε, γι αυτούς θα σκεφθούμε αργότερα. Τώρα εσείς όσοι είστε εδώ τρέξτε γλήγορα φέρτε τα όπλα σας, γιατί όπως μάθαμε ο καθένας σας έχει το όπλο του».
Οι προεστοί αναγκάσθηκαν να γυρίσουν όλα τα σπίτια, να μαζέψουν όσα παλιοτούφεκα βρήκαν και να τα παραδώσουν. Την άλλη μέρα διατάχθηκαν οι προεστοί να παν να βρουν τους αντάρτες στα δάση και να τους πουν να παραδοθούν. Oι αντάρτες δεν δέχτηκαν να παραδοθούν, και τότε μαζεύτηκαν όλοι οι τσετέδες και πήγαν να κυκλώσουν τα δάση Ρεσχανάδες, Λιθονπορέν και Αλωνόπον για να τους πιάσουν. Την πρώτη μέρα των επιχειρήσεων παρακίνησαν οι προεστοί Ισχανάντων τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Γωνιάδη και Περικλή Κουφατσή να παροδοθούν με τα λίγα τους παλικάρια, 15 το όλον, για να μη πάρει η καταδίωξη σοβαρή μορφή, και τους υποσχέθηκαν ότι θα θυσιαστεί η Σαντά για να τους σώσει, όπως και έγινε.
Τους αντάρτες μας που παραδόθηκαν τους έφεραν οι τσετέδες στο Ισχανάντων και τους φυλάκισαν στο σπίτι της Δαμιανάβας. Μερικοί τσετέδες φίλοι του Χεμτή πήραν τότε τον Περικλή κατά μέρος και του είπαν: «Θέλομε τα κλοπιμαία των Κυρτογλάντων μας φαίνεται πως εσύ ήσουν συνέταιρός τους γιατί τους υποστήριξες πριν 2 μήνες, και βέβαια ξέρεις που βρίσκονται τα κλοπιμαία αυτά. Αν δεν ομολογήσεις την αλήθεια θα σε σκοτώσουμε με την άδεια του ταγματάρχη. Προπαντός σου θέλομε αυτή τη στιγμή 100 πανκανόττες».
Ο Περικλής με τους Τούρκους τσετέδες που τον είχανε στο χέρι πήγε ίσια στο σπίτι του Χρύσιου Παυλίδη και δανείστηκε απ’ αυτόν τις 100 πανκανότες, τις έδωσε στον Χεμτή και γλύτωσε τη ζωή του. Και για τον οπλαρχηγό Γεώργιο Γωνιάδη πλήρωσαν οι προεστοί της Σαντάς κάμποσες εκατοντάδες πανκανόττες και τον γλύτωσαν.
Πριν φύγουν οι τσετέδες φέρθηκαν γαϊδουρινά σε μερικές γυναίκες της Σαντάς, κι' αυτό άναψε τον φανατισμό των ανταρτών μας εναντίον των βαρβάρων Τούρκων τσετέδων, τους οποίους είχαν σημαδεμένους, και όταν ήρθε η εποχή να παν οι Τούρκοι αυτοί στα παρχάρια τους διασχίζοντας τα βουνά της Σαντάς, δεν γύρισαν ζωντανοί από κει.
Εκτός από τα όργια τους αυτά οι τσετέδες , προξένησαν και την παρακάτω καταστροφή. Επειδή πολλοί κάτοικοι του Πιστοφάντων φοβήθηκαν μήπως μπουν οι τσετέδες στα σπίτια και τους ληστέψουν, μετέφεραν και απόκρυψαν στους λαχανόκηπους τα γιορτινά ρούχα τους και τα κοσμήματα τους, μόλις δε οι τσετέδες μυρίστηκαν το πράγμα γύρισαν μια νύχτα όλους τους κήπους και έκλεψαν όσα πράγματα βρήκαν.
Από την συμφορά αυτή δεν μπόρεσε να συνέλθει το Πιστοφάντων μέχρι την καταστροφή της Σαντάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου