Άφιξη προσφύγων στη Θεσσαλονίκη |
Εκείνο το βράδυ όλοι οι μιναρέδες της Κωνσταντινούπολης είχαν φωταγωγηθεί όπως στις γιορτές. Μπροστά από τις ξένες πρεσβείες, στη συνοικία Πέραν, είχαν συγκεντρωθεί πλήθη Τούρκων φοιτητών που φώναζαν: «Κάτω η μοναρχία! Ζήτω η νέα Τουρκία!» Κατόπιν τούτου, όσοι Έλληνες είχαν τη δυνατότητα να φύγουν από την πρωτεύουσα το έπραξαν.
Την Παρασκευή, ημέρα του Σελαμλίκ -κατά την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ο σουλτάνος πήγαινε στην προσευχή-, τα πλήθη των μωαμεθανών περίμεναν μάταια το μονάρχη, αφού ο Μωάμεθ ΣΤ' το είχε σκάσει για τη Μάλτα την προηγούμενη νύχτα. Οι εθνικιστικές δυνάμεις μπήκαν τελικά στην πόλη. Διέσχισαν τη γέφυρα του Γαλατά, βαδίζοντας πάνω στα στρωμένα με λουλούδια καλντερίμια όπου κυλούσε το αίμα των κριαριών, και ανέβηκαν στο λόφο του Γαλατά, αφού πέρασαν μια θάλασσα από κόκκινα φέσια. Σειρήνες στρίγκλιζαν στην Ευρώπη και στην Ασία, μεταφέροντας παντού την είδηση ότι οι Τούρκοι γύρισαν πίσω στην Κωνσταντινούπολη.
Αμέσως μετά τα γεγονότα αυτά το εθνικιστικό διάταγμα τοιχοκολλήθηκε σ’ όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας. Ανακοίνωνε επίσημα ότι παρεχόταν η «άδεια» σ’ όλους τους αλλόθρησκους να εγκαταλείψουν τη χώρα μέχρι και την 30ή Νοεμβρίου.
Πολύ σύντομα όλοι οι εναπομείναντες χριστιανοί στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας έφυγαν μαζικά προς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Σχεδόν ταυτόχρονα 40.000 γυναίκες, παιδιά και γέροι -οι άντρες κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου- κατέκλυσαν το λιμάνι της Σαμψούντας. Μέσα σε τρεις βδομάδες άλλοι 250.000 πρόσφυγες πορεύονταν με βαριά βήματα στους χιονισμένους δρόμους που οδηγούσαν στην Τραπεζούντα, στη Σινώπη και στην Ινέπολη.
Η «άδεια» ερμηνεύτηκε ως «απέλαση». Από διάφορα σημεία της ενδοχώρας, μέχρι και σε 800 χιλιόμετρα απόσταση από τα παράλια, χωρικοί και κάτοικοι των πόλεων μαζεύονταν και με τις πλάτες κυρτές από το βάρος των σκεπασμάτων και των μωρών τους έριχναν μια τελευταία ματιά στο σπίτι και στ’ αμπέλι τους και ξεκινούσαν να διασχίσουν την παγωμένη πεδιάδα.
Από τη μια ερημωμένες από πλοία προκυμαίες, όπως στο λιμάνι της Σμύρνης, από την άλλη λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας πλημμυρισμένα από ανθρώπους που κοιμόνταν στα πεζοδρόμια, εξαθλιωμένοι, καταρρακωμένοι και τσακισμένοι απ’ τις αρρώστιες. Όμως, όλοι αυτοί λίγες βδομάδες νωρίτερα ήταν νοικοκυραίοι αγρότες. Το χάσμα θα γεφυρωνόταν τελικά με τον ερχομό των ελληνικών πλοίων με τις αστερόεσσες να κυματίζουν. Λίγο πιο πίσω ακολουθούσαν τα αμερικανικά αντιτορπιλικά.
Τον Ιανουάριο του 1923 ογδόντα χιλιάδες πρόσφυγες, το ένα δέκατο δηλαδή του τέταρτου αλλά πιο ορμητικού κύματος της μεγάλης αυτής προσφυγιάς, έφτασαν στην Ελλάδα. Η χώρα υπέφερε από την ατελείωτη εισροή προσφύγων, που στο τέλος έγινε τόσο δυσβάσταχτη, ώστε η Αθήνα αναγκάστηκε να κλείσει επισήμως τις πύλες της, διαμαρτυρόμενη για τις συνεχιζόμενες «απελάσεις».
Εναλλακτική λύση ήταν, όπως φάνηκε, οι αχρηστευμένοι στρατώνες και οι στάβλοι γύρω από την Κωνσταντινούπολη: Μια μεγάλη «χωματερή» για να στοιβαχτεί το πλήθος των 100.000 Ελλήνων της Ανατολίας, όπου η θνησιμότητα ξεπερνούσε τις 300 ψυχές τη μέρα.
Μια ματιά στη ζωή των προσφυγικών καταυλισμών
Μπορεί ένας αυτόπτης μάρτυρας να περιγράφει ή -ακόμα περισσότερο- ένας αναγνώστης να φανταστεί το θαύμα του βωβού ηρωισμού και του αυτοσεβασμού;
Μπορεί να δώσει περισσότερο κουράγιο σ’ όλους αυτούς που στριμώχνονταν σαν τα σκυλιά μέσα στους κίτρινους στρατώνες του Σελιμιγιέ;
Αυτοί οι απέραντοι θλιβεροί χώροι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους -κάποτε ασπρισμένους, αλλά τώρα μουντζουρωμένους και βρόμικους όσο και το χωμάτινο πάτωμα- μπορούσαν άραγε να χρησιμεύσουν στο ταλαιπωρημένο αυτό πλήθος από γυναικόπαιδα και γέρους σακάτηδες ως κάτι περισσότερο από νεκροτομείο;
Και όμως, εν ριπή οφθαλμού, εκείνοι κατάφεραν να τακτοποιήσουν τα μπαούλα και τους μπόγους τους. Κρέμασαν κουρτίνες από λινάτσα, σχηματίζοντας έτσι αυτοσχέδια παραπετάσματα που έφταναν μέχρι το ύψος της μέσης, και δημιούργησαν μικροσκοπικά διαμερίσματα, σε καθένα από τα οποία έμενε μία οικογένεια Κι έτσι άρχισαν μια νέα ζωή. Το νεκροτομείο έγινε τουλάχιστον το μαντρί τους.
Σε κάθε νοικοκυριό η μητέρα θα έχτιζε με λίγες πέτρες την πυροστιά, ενώ τα παιδιά θα την εφοδίαζαν με σωρούς από χαμόκλαδα και ξύλα.
Πολύ σύντομα το νερό στην μπακιρένια κατσαρόλα θα κόχλαζε, βράζοντας τις δυο χούφτες καλαμπόκι. Το οικογενειακό χαλί θα στρωνόταν με τελετουργικό τρόπο. Ένα μαυρομάτικο μωρό θα μπουσουλούσε εδώ κι εκεί. Η ρυτιδιασμένη γιαγιά θα κρεμούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου πάνω στην κουρτίνα. Το μαντρί θα μεταμορφωνόταν τώρα σε σπιτικό.
Μπορεί να ζούσαν ή να πέθαιναν. Αυτό θα εξαρτιόταν από τον τύφο. Όμως, όσο ζούσαν, ποτέ δεν τους άκουγες να ζητιανεύουν, ούτε να τείνουν ικετευτικά τα χέρια. Τα παιδιά θα έτρεχαν ψάχνοντας για ξύλα, για χόρτα και ρίζες, που ήταν η τροφή τους. Η μητέρα κατάβρεχε το βρόμικο χώμα και θα έκανε την μπουγάδα της οικογένειας. Η γιαγιά θα σήκωνε το πανί της κούνιας του μωρού, για να δείξει το μικρό Γιωργάκη που κοιμόταν. Αν τη ρωτούσες, θα σου εξηγούσε χαμογελώντας υπομονετικά το μυστήριο της επιβίωσης των προσφύγων.Ήταν απλό: «Όλοι βοηθούσαν ο ένας τον άλλο».
Τι συνέβαινε στο μεταξύ πίσω από τα επισήμως κλειστά σύνορα της Ελλάδας; Επρόκειτο για μια μικρή χώρα με όχι σπουδαίο φυσικό πλούτο, που είχε μόλις βγει από μια δεκαετία επιστρατεύσεων και πολέμων, με αποκορύφωμα την πρόσφατη ήττα, μόνο και μόνο για να ξαναβυθιστεί σ’ ένα ακόμα τεράστιο πρόβλημα: το προσφυγικό.
Χωρίς να αναφερθούμε στα τελικά αποτελέσματα της ανταλλαγής, η Ελλάδα υποδέχτηκε 1.250.000 πρόσφυγες σε διάστημα ενός μόνο έτους από την καταστροφή της Σμύρνης. Αυτή η κατά 25% αύξηση του πληθυσμού της σήμαινε ότι σε κάθε τέσσερις κατοίκους αναλογούσε τώρα άλλος ένας άπορος, άστεγος και δυστυχισμένος, συνήθως, πρόσφυγας.
Χωρίς ιστορικό προηγούμενο η φυγή προς την Ελλάδα
Τι ήταν αυτή η χώρα; Στην Παλιά Ελλάδα του 1912 περισσότερα από τα τρία πέμπτα της συνολικής της έκτασης ήταν ακαλλιέργητα, ανεκμετάλλευτα εδάφη. Στο μεταξύ, ως αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων κυρίως, η έκτασή της αυξήθηκε σε 137.270 τετρ. χλμ. Το 1923 μόνο το ένα πέμπτο ήταν καλλιεργημένα χωράφια ή βοσκοτόπια.
Εξαιτίας των ορεινών ή ελωδών περιοχών της, το μεγαλύτερο κομμάτι της γης της Ελλάδας ήταν ανεκμετάλλευτο - ή, τουλάχιστον, όταν άρχισε η εισροή των προσφύγων, όχι ακόμα εκμεταλλεύσιμο. Η μικρή αυτή χώρα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από άλλες χώρες για τα σιτηρά της, ενώ η συνολική παραγωγή της σε δημητριακά μόλις και μετά βίας κάλυπτε το μισό των αναγκών της το 1923.
Δεν υπάρχει κατάλληλο μέτρο σύγκρισης ή ιστορικό προηγούμενο με βάση το οποίο να μπορούμε να περιγράφουμε, έστω αμυδρά, το χάλι της Ελλάδας το 1923. Φανταστείτε την πολιτεία του Άρκανσο ή της Βόρειας Καρολίνα, που καθεμία έχει περίπου ίδια έκταση με την Ελλάδα, να βουλιάξουν ξαφνικά από τη συρροή 1.250.000 ανθρώπων.
Ή φανταστείτε τις Ηνωμένες Πολιτείες να κατακλύζονται από 26.000.000 άπορους μετανάστες. Στο τελευταίο παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι έφταναν με το υψηλότερο ετήσιο ποσοστό της μεταναστευτικής μας ιστορίας, η εισροή αυτή θα διαρκούσε είκοσι χρόνια. Αν όμως, όπως συνέβη στην Ελλάδα, η μετανάστευση ολοκληρωνόταν μέσα σ’ ένα χρόνο -αν, δηλαδή, στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο και στο Σαν Φρανσίσκο κάθε δύο πολίτες υποχρεώνονταν με νόμο να προσφέρουν στέγη σ’ έναν πρόσφυγα-, η κρίση αυτής της κατά 25% πληθυσμιακής αύξησης θα ήταν σίγουρα ολοφάνερη.
Τώρα πια η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη περιβάλλονταν από κάμπους γεμάτους αντίσκηνα. Θύμιζαν κλασικές γκραβούρες πολιορκημένων πόλεων. Πολιορκητής, όμως, εδώ ήταν η πείνα.
Καθημερινά μέσα απ’ αυτές τις φτωχογειτονιές κάτω από την Ακρόπολη με τις σκηνές από καραβόπανο ξεπρόβαλαν γυναίκες για να πουλήσουν τα μικρής αξίας κοσμήματά τους, τα χράμια και τις ραπτομηχανές τους, μέχρις ότου όλα όσα είχαν περισώσει απ’ τη Μικρά Ασία να γίνουν μερικές χούφτες χονδρόκοκκο στάρι.Ώσπου να γραφτούν κι αυτές στους καταλόγους των 800.000 ανέργων της χώρας.
Αντίσκηνα προσφύγων στον καταυλισμό του Θησείου |
Τύφος και ευλογιά κάνουν θραύση
Απέναντι σε ένα ποσοστό γεννητικότητας που είχε πέσει στο μηδέν, ο τύφος σε 36 κέντρα και η ευλογιά σε άλλα 60, ανάμεσα στις 800 προσφυγικές κοινότητες της χώρας, είχαν ως αποτέλεσμα το ποσοστό θνησιμότητας να φτάσει τους χίλιους ανθρώπους την ημέρα μέχρι τον Ιανουάριο του 1923.
Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος της εξάπλωσης των επιδημιών στην Ελλάδα, μια αμερικανική οργάνωση δημιούργησε υγειονομικό σταθμό (καραντίνα) στη Μακρόνησο για τον έλεγχο όλων των εισερχόμενων πλοίων.
Και άλλα ακόμη αμερικανικά γραφεία βρίσκονταν σε ετοιμότητα για την ανακούφιση των προσφύγων, παρέχοντας είδη διατροφής, φάρμακα, ιατρική περίθαλψη και βοήθεια στα ορφανά. Γιατί τώρα πια όλος ο πλανήτης είχε συγκινηθεί απ’ αυτό τον κατακλυσμό προσφύγων. Επτά αμερικανικές και πέντε ευρωπαϊκές οργανώσεις αλληλεγγύης είχαν συσταθεί και συνεργάζονταν στενά με την ελληνική κυβέρνηση.
Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση μέχρι το Νοέμβριο του 1923, οπότε η Κοινωνία των Εθνών παραδέχτηκε το πρόβλημα, είχε βοηθήσει 72.000 προσφυγικές οικογένειες να εγκατασταθούν προσωρινά στη Μακεδονία, παρέχοντάς τους ζώα και σπόρους δημητριακών. Στο μεταξύ, τα υπόλοιπα τρία τέταρτα των νεοφερμένων στην Ελλάδα συνέχιζαν να επιβιώνουν όπως μυστηριωδώς το καταφέρνουν όλοι οι πρόσφυγες βοηθώντας ο ένας τον άλλο.
Αντί να μαντρώνονται σε αντίσκηνα, σχολεία, εκκλησίες και θέατρα, οι πρόσφυγες άρχισαν να χτίζουν μόνοι τους τις γειτονιές και τα προάστιά τους. Στην Αθήνα μόλις γινόταν γνωστό ότι υπήρχαν κάπου παλιά πλινθόκτιστα διαμερίσματα που θα μπορούσαν να καταληφθούν, 3.000 γυναίκες, παιδιά και γέροι άφηναν τα καταλύματά τους στην περιοχή του Θησείου και στ' άλλα αρχαία κλασικά ερείπια και σαν σμάρι από μέλισσες έτρεχαν να φτιάξουν τη γειτονιά τους.
Όσοι είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία γνώριζαν καλά να χρησιμοποιούν τον πηλό. Εδώ, λοιπόν, υπήρχε σε αφθονία. Οι γέροι μάζευαν τα άχυρα, οι γυναίκες τα ανακάτευαν με τον πηλό, που τον έκοβαν μετά σε πλίνθους ενώ τα παιδιά κουβαλούσαν τα πηλοφόρια. Οι τοίχοι σιγά σιγά υψώνονταν χάρη στη βασική προσφυγική αρχή «ο ένας βοηθά τον άλλο και όλοι τον έναν». Ο καυτός ήλιος αποτελείωνε τη δουλειά.
Σύντομα άνοιξαν και μικρομάγαζα τα οποία πουλούσαν καρύδια και ξερά σύκα, μαγαζάκια όπου οι τσαγκάρηδες δούλευαν σκυμμένοι πάνω από απελέκητους, ενώ οι κοπέλες έφτιαχναν χράμια. Μέσα σε λίγους μήνες η μετακίνηση από τα ερείπια των αρχαίων κλασικών ναών στις νέες πλινθόκτιστες κατοικίες είχε ολοκληρωθεί. Τα άφθαρτα ερείπια του Παρθενώνα κοίταζαν αγέρωχα πάνω απ’ αυτόν το συνοικισμό με πλινθόκτιστες καλύβες.
NATIONAL GEOGRAPHIC
NONEMBER 1925
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου