Παιδιά φτιάχνουν τούβλα με πρωτόγονο τρόπο |
Προκαλώντας κατάπληξη σε όλους, η εφαρμογή της συνθήκης της ανταλλαγής ξεκίνησε μέσα σε κλίμα απόλυτης αρμονίας. Οι οικογένειες των μουσουλμάνων μαζί με τα νοικοκυριά και τα κοπάδια τους ταξίδεψαν προς τα διάφορα λιμάνια της Μυτιλήνης, όπου τους περίμεναν μικρά τουρκικά ατμόπλοια.Έλεγχος διαβατηρίων και τελωνείο παρακάμπτονταν. Μικροκακοποιοί και απλοί παραβάτες αποφυλακίζονταν. Επέτρεπαν στις γυναίκες να παίρνουν μαζί τους ακόμα και τις αρμαθιές με τα χρυσά φλουριά της φορεσιάς τους.
Όσοι πίστευαν στην παραδοσιακή ελληνοφοβία-τουρκοφοβία θα εκπλήσσονταν βλέποντας τους Έλληνες της Μυτιλήνης να δίνουν αποχαιρετιστήρια γεύματα προς τιμήν των αναχωρούντων γειτόνων τους και να τους συνοδεύουν λίγο αργότερα στην προκυμαία, όπου χριστιανοί και μωαμεθανοί οι οποίοι μια ζωή όργωναν πλάι πλάι ή κάπου κάπου έπαιζαν τάβλι στα καφενεία του χωριού τώρα φιλιούνταν και αποχωρίζονταν ο ένας τον άλλον με δάκρυα στα μάτια. Ύστερα, αφού κάθονταν για λίγο πάνω στις στοιβαγμένες αποσκευές, με τα κοπάδια των ζώων τριγύρω, τις γυναίκες να κλαίνε, τα παιδιά να χαϊδεύουν τα κατοικίδια ζώα, τους παππούδες με τις γκρίζες γενειάδες όλο αξιοπρέπεια, όπως τα έθιμά τους ορίζουν, οι μουσουλμάνοι της Μυτιλήνης θα ξεκινούσαν για την άγνωστή τους Τουρκία.
Στο Αϊβαλί, το σταθμό εισόδου, διερμηνείς που μιλούσαν τη γνωστή τους ελληνική και την άγνωστή τους τουρκική γλώσσα τούς τοποθετούσαν σε προσωρινά σπίτια. Έπειτα τους κατένεμαν στην υπόλοιπη χώρα, ανάλογα με το επάγγελμά τους και σύμφωνα με τις διατάξεις της Τουρκίας, που όριζαν ότι οι πληθυσμιακές -επακόλουθες της ανταλλαγής- αυξήσεις στα χωριά θα περιορίζονταν οπωσδήποτε στο ένα πέμπτο του πληθυσμού τους. Και ενώ οι οικογένειες πράγματι διατηρήθηκαν ενωμένες, οι κοινότητες της Μυτιλήνης εξαφανίστηκαν για πάντα.
Προσφυγικές κατοικίες στη Θράκη |
Μουσουλμάνοι κατασκηνώνουν για δύο μήνες στη Θεσσαλονίκη
Το Νοέμβριο η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων άρχισε να εφαρμόζει το πρόγραμμά της στην Ελλάδα. Ένα μήνα μετά, στα παραρτήματα της Μεικτής Επιτροπής, ετοιμάζονταν οι κατάλογοι των υπό ανταλλαγή μουσουλμάνων, όπου συμπληρώνονταν όλες οι δηλώσεις για την αξία των περιουσιών τους, ενώ τα μέλη της επιτηρούσαν τη μεταφορά τους. Βάσει συμφωνίας, λόγω του κορεσμού της Ελλάδας σε πρόσφυγες, η αποχώρηση των μωαμεθανών από την Ελλάδα θα προηγούνταν κατά έξι μήνες της αντίστοιχης αποχώρησης των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία.
Η αρχή ότι «αυτοί που έρχονται πρώτοι εξυπηρετούνται πρώτοι» δεν έδωσε κανένα πλεονέκτημα στους μωαμεθανούς της Μακεδονίας που βιάζονταν να επιβιβαστούν στα πλοία.
Κατασκήνωσαν περιτριγυρισμένοι από τις οικοσκευές τους στη γυμνή αποβάθρα της Θεσσαλονίκης για δύο περίπου μήνες, περιμένοντας τα τουρκικά πλοία της ανταλλαγής να τους παραλάβουν. Δεν υπήρχαν προγραμματισμένα δρομολόγια. Οι καθυστερήσεις ενός μήνα, ίσως και περισσότερο, δεν μετρούσαν καθόλου σ’ αυτά τα ταξίδια προς το άγνωστο.
Μόνο όταν τα παράλια της Ελλάδας γίνονταν μια μπλε θαμπή σκιά ο καπετάνιος άνοιγε το σφραγισμένο φάκελο με τις άνωθεν εντολές και ανακοίνωνε στους επιβάτες το λιμάνι προορισμού. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε ασιατικό λιμάνι κατά μήκος των ακτών, που είχαν έκταση 3.200 χιλιόμετρα. Το αν τους άρεσε το συγκεκριμένο λιμάνι ή όχι δεν είχε καμία σημασία.
Κι ενώ το ταξίδι ήταν δωρεάν, δεν υπήρχαν εισιτήρια επιστροφής.
Για έναν ολόκληρο χρόνο η μεγάλη αποβάθρα της Θεσσαλονίκης φιλοξενούσε το γεμάτο θρήνους πηγαινέλα των υπό ανταλλαγή μουσουλμάνων. Αν υπήρχε τρόπος να είναι εκεί το φάντασμα του κυρίου Γλάδστωνος, για να δει την εκτέλεση της διαταγής που είχε δώσει έναν αιώνα πριν, σίγουρα θα μαλάκωνε στη θέα της αξιοπρέπειας μέσα στη δυστυχία, καθώς θα έβλεπε τους Τούρκους να φεύγουν «έξω απ’ την Ευρώπη, με όλα τα μπογαλάκια τους».
Παρ’ όλες τις προετοιμασίες της νέας κυβέρνησής τους για την υποδοχή και την περίθαλψή τους, φτάνοντας στη Μικρά Ασία πολλοί από τους μουσουλμάνους υπέφεραν ακόμα πιο πολύ από τους Έλληνες με τους οποίους είχαν ανταλλαγεί. Μερικοί βρέθηκαν σε περιοχές ερημωμένες, κατεστραμμένες από τον πόλεμο. Άλλοι, πάλι, κατέληξαν σε χωριά, τα καλύτερα σπίτια των οποίων είχαν ήδη καταληφθεί, ενώ τα φτωχότερα τα είχαν διαλύσει για να πάρουν την ξυλεία τους όσοι είχαν απομείνει μετά τη φυγή των Ελλήνων.
Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες πέθαιναν είτε από ελονοσία είτε από τις κακουχίες, την ώρα που πλήθος απαλλαγμένων από ψευδαισθήσεις οικογενειών αρνούνταν τα δεύτερης κατηγορίας χωράφια που τους προσφέρονταν, καταλήγοντας ξανά στην περιπλάνηση. Αν κάποιος ρωτούσε ένα απ’ αυτά τα καραβάνια που έσερναν τα βόδια και περιπλανιόνταν παντού μέσα στη χώρα "πού πάτε", η απάντηση θα ήταν «ψάχνουμε για ένα καλό καπνοχώραφο, όπως εκείνο που είχαμε στη Δράμα» ή, ίσως, «ψάχνουμε για ένα χωραφάκι μ’ ελιές, σαν το παλιό μας στη Μυτιλήνη».
Μέχρι την 1η Μαΐου του 1924 είχαν μεταφερθεί 250.000 μουσουλμάνοι. Στη συνεχεία έφτασε από τα δυτικά το κύμα των 150.000 Ελλήνων που κινούνταν συγχρόνως με τους εναπομείναντες 200.000 μουσουλμάνους. Οκτώ μήνες αργότερα η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε ολοκληρωθεί.
Η ζωή ξαναρχίζει για 600.000 πρόσφυγες
Στο μαζικό ξεριζωμό 600.000 ανθρώπων, η προσωπική πικρία και η απογοήτευση χάνονταν μέσα στη δίνη μιας θλιβερής πραγματικότητας που αγκάλιαζε τα πάντα. Μόνο πού και πού ένα βλέμμα, μια χειρονομία ή ο απόηχος μιας κουβέντας φανέρωνε τα ισχυρά ανεκδήλωτα αισθήματα της μεγάλης αυτής τραγωδίας για χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Αρκετοί γκριζομάλληδες μαγαζάτορες είδαν τους πελάτες μιας ζωής να χάνονται, ενώ οι ίδιοι έπρεπε να αρχίσουν μια καινούργια ζωή.Όσο για το γέρο, σεβαστό απ’ όλους, γραφιά, αλήθεια, σε τι θα του χρησιμεύσουν τώρα η κασετίνα με τις πένες και τα μελάνια, οι περίτεχνες καλλιγραφίες και οι λόγιες εκφράσεις, αφού η μητρική του γλώσσα δεν σημαίνει τίποτε μέσα στη μακρινή χώρα με την άγνωστη κι αλλότρια λαλιά;
Πολλές χωριατοπούλες μάταια θα αναζητούσαν τον αγαπημένο τους μέσα στους περίκλειστους από τα βουνά ελληνικούς κάμπους ή μέσα στην αχανή Ανατολία.
Εδώ κάποιο παιδί κλαίει με αναφιλητά για το χαμένο του ζωάκι, εκεί μια γιαγιά θρηνεί στη θύμηση ενός σκαρφαλωμένου στο λόφο νεκροταφείου που τώρα απέμενε εγκαταλειμμένο μέσα στ’ αγριόχορτα και τη λησμονιά.
Μικρό ήταν το εκκλησίασμα που άκουγε, με μάτια που είχαν στερέψει από δάκρυα, την τελευταία λειτουργία του ιερέα ή που έμπαινε στη σειρά έξω απ’ την πόρτα της μισοερειπωμένης εκκλησίας για να ακολουθήσει τον ιερέα και τα ιερά κειμήλια στην τελευταία λιτανεία μέχρι τα πλοία που περίμεναν.
Υπαίθριο κουρείο για πρόσφυγες στη Ραιδεστό |
Η επιτροπή υιοθετεί 1.136.000 πρόσφυγες
Κάνοντας νέο ισολογισμό στις αρχές του 1924, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και οι ανταλλαγέντες Έλληνες που ακόμα αναμένονταν, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων βρέθηκε να έχει την ευθύνη 1.136.000 προσφύγων τα τρία πέμπτα των οποίων ήταν γεωργοί.
Για να αντιμετωπίσει το τεράστιο έλλειμμα, η επιτροπή δέσμευσε γαίες στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη που είχαν περάσει στην κυριότητα του κράτους, συνολικής έκτασης 5.000.000 στρεμμάτων, για τους σκοπούς του εποικισμού και ως εγγυήσεις για δάνεια. Οι εκτάσεις αυτές ήταν η υποθήκη έναντι προσωρινών χρηματικών προκαταβολών, μέχρι να εκδοθεί το Δάνειο Αποκατάστασης Προσφύγων, που θα υπογραφόταν στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη παρέχοντας στην επιτροπή το ποσό των 50.000.000 δολαρίων.
Εάν η Ελλάδα μπορούσε να καλέσει τους αρχαίους ήρωές της σε βοήθεια, ο Ηρακλής των Δώδεκα Αθλων σίγουρα θα δείλιαζε μπροστά στο ημιτελές ακόμα έργο της επιτροπής να εντάξει περισσότερους από 1.000.000 πρόσφυγες στον οικονομικό της ιστό.
Ο εποικισμός έπρεπε ν’ αρχίσει απ’ τη γη. Χρειάζονταν καλή επίβλεψη και μηχανοκίνητο όργωμα. Δεν υπήρχαν γεωφυσικοί χάρτες ούτε οριοθετημένα σύνορα στη Μακεδονία, και το χώμα είχε παραμείνει ακαλλιέργητο τόσο πολύ καιρό, ώστε ήταν αδύνατον με τη δύναμη μόνο των ζώων να σπάσει και να μαλακώσει.
Είτε επρόκειτο για σπίτια, αλέτρια, ζώα είτε για σπόρους δημητριακών, η επιτροπή, προκειμένου να θρέψει τη γιγάντια οικογένεια της, έπρεπε να σκεφτεί με όρους εκατοντάδων χιλιάδων. Συχνά, όταν δεν υπήρχαν διαθέσιμα σπίτια μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν πίσω την περιουσία τους, οι ίδιοι οι έποικοι ως εργάτες μισθοδοτούμενοι από την επιτροπή έχτιζαν τα δικά τους σπίτια χρησιμοποιώντας πέτρες, τούβλα ή καλαμωτές με λάσπη, ανάλογα με τα υλικά που είχε να προσφέρει ο τόπος.
Τα μη αποξηραμένα έλη, όπου αναπαράγονταν κατά χιλιάδες τα κουνούπια, προκαλούσαν ελονοσία. Η γιγάντια προσφυγική οικογένεια χρειαζόταν δεκαπέντε τόνους κινίνο για να επιζήσει. Ύστερα ήρθε η ανομβρία, και 50.000 καλλιεργητές έπρεπε να αποζημιωθούν με δημητριακά και ζωοτροφές, αξίας 1.000.000 δολαρίων.
Οι συμφορές χτυπούν πάντοτε αδιακρίτως - ο αντίκτυπος τους είναι δε χιλιαπλάσιος όταν η ιλαρά προσβάλλει ολόκληρα νοικοκυριά με ένα τσούρμο παιδιά το καθένα.
Στο μεταξύ, τα δημόσια έργα της επιτροπής για τη στέγαση των κατοίκων των πόλεων, με βάση τα δύο δωμάτια ανά οικογένεια, όλο και συνεχίζονταν μέσα στα προάστια με τα «σοβατισμένα» σπίτια, που τελικά έμελλαν να αλλάξουν την όψη κάθε μεγάλης πόλης στην Ελλάδα. Οι αστοί πρόσφυγες, με έμφυτο το εμπορικό δαιμόνιο της φυλής τους, έκαναν θαύματα επινοώντας τρόπους για να σταθούν και πάλι στα πόδια τους. Πολύ γρήγορα ήταν σε θέση να πληρώνουν συμβολικά ενοίκια για τα δωμάτιά τους και να πλειοδοτούν, με τις ανταγωνιστικές προσφορές τους, στα ενοίκια καταστημάτων που ανήκαν στην επιτροπή.
Η επιτροπή θα συνέχιζε να παίζει το ρόλο του κηδεμόνα, του οδηγού, του διευθυντή, του πιστωτή -ανταλλάσσοντας πιστωτικά σημειώματα με αγροτικές προμήθειες, άλλοτε χρηματοδοτώντας κάποια νέα εμπορική επιχείρηση και έχοντας πάντα ως στόχο της την εγκατάσταση και τη μόνιμη επανένταξη των προσφύγων- έως ότου θα έκλειναν όλοι οι ανοιχτοί λογαριασμοί μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, μερικών εκατομμυρίων προσφύγων και της ίδιας, έως ότου τα κατάστιχα της ανταλλαγής θα έκλειναν οριστικά.
Η πολιτεία των αντίσκηνων στις όχθες του Έβρου |
Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή μετακίνηση της ιστορίας κόστισε 300.000 ζωές
Ενώ τα τελευταία ίχνη της κλασικής Ιωνίας εξαφανίστηκαν από την Ασία, η μητέρα πατρίδα, υποδεχόμενη πίσω τους απογόνους των πρώτων αποικιστών, μετά από 3.000 χρόνια, απέκτησε ένα εύρωστο παραγωγικό δυναμικό που αναζωογόνησε τη γεωργία και, επιπλέον, δέχτηκε μια σπουδαία εισροή βιομηχανικών εργατών, που έφεραν μαζί τους τις τέχνες της μεταξουργίας, της ταπητουργίας και της κεραμικής.
Όσο για το ανθρώπινο κόστος που είχε αυτό το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα, με συντηρητικούς υπολογισμούς φτάνει τις 300.000 ζωές, που χάθηκαν από επιδημίες και κακουχίες, ενώ οι υλικές απώλειες ξεπέρασαν τα 100.000.000 δολάρια ΗΠΑ.
Το χειμώνα του 1924 τα παλιρροϊκά κύματα των προσφύγων, που κράτησαν δύο χρόνια, κόπασαν. Τώρα μπορούσες να περπατήσεις στις ακτές της Εγγύς Ανατολής σαν ύστερα από μεγάλη καταιγίδα και να παρατηρήσεις τις αλλαγές που είχαν επέλθει. Υπήρχε η Θεσσαλονίκη, με την προκυμαία της γεμάτη δεμένα στη σειρά καλοφτιαγμένα τουρκικά σκαριά, αρχαία σαν την Τροία, που θα μετέφεραν τους τελευταίους επιβάτες της ανταλλαγής.
Οι τελευταίοι χριστιανοί έφηβοι που μόλις είχαν φτάσει κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια προς τη μεριά των τελευταίων μωαμεθανών εφήβων που έφευγαν. Η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν αδύνατη. Οι Έλληνες μιλούσαν μόνο τουρκικά, ενώ οι Τούρκοι μόνο ελληνικά. Στην κατακαμένη ετοιμόρροπη πόλη είχαν ήδη αρχίσει να ξεφυτρώνουν τσιμεντένια προάστια για τη στέγαση 25.000 Ελλήνων. Η εργατικότητα και το δαιμόνιο του Έλληνα φαίνονταν παντού, έστω και μόνο από τα λίγα καρύδια και πορτοκάλια πάνω σ’ ένα χαρτοκιβώτιο στη μέση της μουντής διαδρομής μέσα απ’ τα αντίσκηνα του προσφυγικού συνοικισμού.
Υπήρχε, ακόμα, η Καβάλα. Στα μπερδεμένα σοκάκια της είχαν στοιχειώσει τα λευκά φαντάσματα των έρημων μιναρέδων. Στις καπναποθήκες ξεφόρτωναν το «υπέρβαρο» των προσωρινά στεγασμένων προσφύγων για να αποθηκεύσουν τις νιόφερτες φουρνιές των 40.000 αγροτών εποίκων.
Οι νεόφερτοι τελευταίοι πρόσφυγες στρατοπέδευαν σε ακαλλιέργητους κάμπους απ’ όπου περνούσε η αρχαία Εγνατία. Εδώ, έχοντας μια τέντα πάνω απ’ το κεφάλι τους, κρεβάτια, σκεπάσματα, σπόρους, στην παγωνιά και τον καθαρό αέρα, έδειχναν εύθυμοι και δημιουργικοί. Οι φούρνοι τους ήταν μικρές λιθοστρωμένες κοιλότητες στις πλαγιές των λόφων.
Το μπακάλικό τους είχε φτιαχτεί από καλαμωτή, λάσπη, ασβέστη και κιβώτια.Ένας ξύλινος αυτοσχέδιος πάγκος με το μύλο του καφέ κι ένα μπουκάλι ρακί πάνω σ’ ένα άλλο χαρτόκουτο από τρόφιμα ήταν ο εξοπλισμός του υποτυπώδους καφενείου τους.
Ελληνίδες από την Μικρά Ασία. Ανατολίτισσες μητέρες που μόλις έχουν έλθει στη Θράκη |
Κωνσταντινούπολη, μια υπέροχη πόλη σε μαρασμό
Υπήρχε και η Κωνσταντινούπολη - πάντα υπέροχη, αλλά θλιβερά απογυμνωμένη και σε μαρασμό. Το λιμάνι της είχε σχεδόν ερημώσει. Η ελληνική συνοικία συρρικνωνόταν με γοργό ρυθμό. Οι ξένες πρεσβείες ήταν έτοιμες να μετακομίσουν στην Άγκυρα. Και το κυριότερο: το «σουλτανάτο» και το «χαλιφάτο» της πόλης είχαν καταργηθεί με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας.
Το τελευταίο βασιλικό χαρέμι είχε εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, ακριβώς όπως η κούπα με το δηλητήριο και το σκοινί του στραγγαλισμού, οι παλιές μέθοδοι εκτελέσεων, είχαν σκεπαστεί απ’ τη σκόνη των αιώνων. Για πολλά χρόνια ήταν η ανυπέρβλητη ερωμένη πολλών κατακτητών και ποιητών. Τώρα έδειχνε ν’ αναρωτιέται αν θα ήταν καλύτερα να βγάλει το κοκκινάδι απ’ τα μάγουλα και να πετάξει τις δαντέλες, αφήνοντας τον εαυτό της να γεράσει με αξιοπρέπεια και χάρη μέσα σε κάποιο μουσείο.
Τέλος, υπήρχε και η Αθήνα - σχεδόν ρακένδυτη εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής της δυσπραγίας, αποψιλωμένη σχεδόν σαν ύστερα από επιδρομή ακρίδων. Το λιμάνι της έσφυζε από εμπορική κίνηση, γεμάτο όσο και τα προάστιά της όπου 60.000 πρόσφυγες είχαν στεγαστεί σε συνοικισμούς. Ο Άγγλος φιλέλληνας ποιητής αποθανατίστηκε δίνοντας το όνομά του στο συνοικισμό του Βύρωνα.
Ο Παρθενώνας επόπτευε από ψηλά όλα αυτά τα επακόλουθα του δράματος του 1922-1924. Δράμα τόσο παράξενο και τόσο συγκινητικό, που μόνο οι κλασικοί ποιητές της Ελλάδας θα μπορούσαν να το ζωντανέψουν στη σκηνή: ο Σοφοκλής ίσως εκφράζοντας έτσι το αίνιγμα της ανθρώπινης δυστυχίας σε μια τραγωδία με τίτλο «Οι Ανταλλαγέντες».
Όσο για τη λύση του αινίγματος που σχετίζεται με την ίδια την ανταλλαγή, ίσως να έχει χαραχτεί στο πρόσωπο του Έλληνα ψαρά με την πλατιά τραγιάσκα που ένα πρωί γονάτισε στην παραλία κάποιου γραφικού ψαρολίμανου της Πελοποννήσου για να ζωγραφίσει ένα όνομα στην πρύμνη της βάρκας του. Δεν μπορούσε να συγκροτήσει τους λυγμούς του.
Είχε εγκαταλείψει το δικό του σκαρί σε κάποιο ασιατικό χωριό κατά την περίοδο της ανταλλαγής. Μια καταιγίδα είχε ξεβράσει ερείπιο τώρα αυτή τη βάρκα στην παραλία δίπλα στην καλύβα του. Καθάρισε όλες τις παλιές μπογιές και την καλαφάτισε προσεκτικά. Να είναι έτοιμη για το καινούργιο ξεκίνημά τους στη ζωή.
Το όνομα που ζωγράφιζε στην πρύμνη της, γονατισμένος εκεί στην ακρογιαλιά καθώς το ρόδινο φως του Αιγαίου ανέτελλε, ήταν «Η Νέα Ελπίδα».
NATIONAL GEOGRAPHIC
November 1925
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου