Η δεύτερη φάση της «Εξόδου» αφορά τις ελληνικές κοινότητες των περιοχών της Γκιόλας και Όλτης. Διακρίνεται από την πρώτη φάση της «Εξόδου» διότι:
α) Αφορά τις περιοχές της Γκιόλας και Όλτης, ενώ η πρώτη αφορούσε τις άλλες περιοχές του Καρς, δηλαδή των υποδιοικήσεων Χοροσάν, Καγισμάν, Σογανλούτ, Σουραγκέλ και Καρς.
β) Από άποψη χρόνου πραγματοποιήθηκε αργότερα από την πρώτη και συγκεκριμένα ξεκίνησε τους τελευταίους μήνες του 1920 και ολοκληρώθηκε τους πρώτους μήνες του 1921.
γ) Ακολουθήθηκε ένα διαφορετικό δρομολόγιο με διαφορετικά μέσα μεταφοράς. Δεν χρησιμοποιήθηκαν τραίνα ούτε ακολουθήθηκε το γνωστό δρομολόγιο, Καρς - Τιφλίδα - Βατούμ. Αυτή τη φορά οι πρόσφυγες πέρασαν πεζοί κατ’ ευθείαν στο Βατούμ διασχίζοντας το βουνό Γιαλαούζ-Τσάμ.
δ) Σ’ ό,τι αφορά την ομαλή ή μη μετακίνησή τους είναι αλήθεια ότι και αυτοί οι πρόσφυγες γνώρισαν πολλά προβλήματα και ταλαιπωρίες. Όμως, τα δικά τους προβλήματα ήταν σχετικά λιγότερα και κατά τη διαδρομή προς το Βατούμ αλλά και κατά την παραμονή στο λιμάνι του Βατούμ. Το γεγονός ότι η μετακίνηση ολοκληρώθηκε σε σχετικά μικρό διάστημα και επειδή η μετακίνηση έγινε πιο οργανωμένα και μαζικότερα, όχι δηλαδή τμηματικά, επέτρεψε τους πρόσφυγες να μη γνωρίσουν ασθένειες, λιμούς και θανάτους, όπως συνέβη κατά την πρώτη φάση της «εξόδου» των άλλων προσφυγών.
Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες κάτοικοι της Γκιόλας στη διετία 1918-1920, δηλαδή τα δυο τελευταία χρόνια πριν την «έξοδο» στη διάρκεια της παραμονής τους στις εστίες τους γνώρισαν σχετικά λιγότερες ταλαιπωρίες από ό,τι οι άλλοι Έλληνες κάτοικοι των άλλων περιοχών του Καρς. Κατ’ αρχήν, όπως είναι γνωστό, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ενώ ο ρωσικός στρατός εγκατέλειπε το τουρκικό μέτωπο και αποσυρόταν στα εσώτερα της Ρωσίας, πέρα από τα ρωσο-τουρκικά σύνορα του 1878 , ο τουρκικός στρατός από την άλλη μεριά προέλασε και κατέλαβε ένα μεγάλο μέρος των περιοχών του Καρς με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών χωριών, κυρίως της παραμεθορίου περιοχής, να γνωρίσουν την τουρκική κατοχή.
Όμως, οι κάτοικοι των χωριών της Γκιόλας και Αρδαχάν δεν γνώρισαν την τουρκική κατοχή, επειδή ο παρατεταμένος χειμώνας του 1917-18 δεν επέτρεψε την παραπέρα προέλαση του τουρκικού στρατού, αλλά οι κάτοικοι καθηλώθηκαν στις εστίες τους και αναγκάστηκαν να συγκροτήσουν ένοπλες ομάδες για να αμυνθούν στις επιδρομές των Μουσουλμάνων των γύρω χωριών.
Βασικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σ’ όλο αυτό το διάστημα προέρχονταν κυρίως από τις επιδρομές των ντόπιων Μουσουλμάνων και Κούρδων. Μάλιστα, για να είναι ακόμη πιο αποτελεσματική η άμυνά τους κατά των ντόπιων επιδρομέων συγκρότησαν ένα ξεχωριστό ελληνικό τάγμα στο Αρδαχάν.
Το τάγμα αυτό συγκροτήθηκε αρχικά στο Καρς από ομάδα νέων την οποία καθοδηγούσαν αξιωματικοί και πολιτικοί ηγέτες από διάφορα χωριά του Αρδαχάν και της Γκιόλας. Τον δε οπλισμό στο τάγμα πρόσφεραν οι ρωσικές αρχές, οι οποίες δεν είχαν αναχωρήσει ακόμη από το Καρς.
Αφού, λοιπόν, συγκροτήθηκε αυτό το τάγμα, γνωστό και ως τάγμα του Αρδαχάν, πορεύτηκε από το Καρς προς την περιοχή της Γκιόλας με σκοπό να παράσχει ασφαλή επιβίωση στους Έλληνες της περιοχής. Όμως, οι Μουσουλμάνοι που παρακολουθούσαν τις ενέργειες αυτές και την πορεία του τάγματος, και ενώ αυτό βάδιζε προς το Αρδαχάν, κοντά στο Μαλακάνικο χωριό Ζαβάδ, το κύκλωσαν και ακολούθησε μάχη. Αλλά ύστερα από τη μεσολάβηση Ελλήνων και Μουσουλμάνων αντιπροσώπων των γύρω περιοχών επετεύχθηκε η ανακωχή ανάμεσα στις δύο πλευρές. Παρά τα συμφωνηθέντα, όμως, οι Μουσουλμάνοι αγνόησαν τη συμφωνία και προέβησαν σε αφοπλισμό του τάγματος. Το επεισόδιο αυτό και μαζί με άλλα που ακολούθησαν έγιναν αιτία να ενταθούν οι σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες και στους Μουσουλμάνους ακόμη περισσότερο.
Η ένταση αυτή ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι το κύριο χαρακτηριστικό όλης αυτής της περιόδου μέχρι την εποχή κατά την οποία τη διακυβέρνηση του Καυκάσου ανέλαβαν οι τρεις Δημοκρατίες. Η ένταση αυτή εξελίχτηκε σε επιθέσεις, διαμάχες και συγκρούσεις από την πλευρά των Κούρδων σε βάρος των Ελλήνων, και κορυφώθηκε ακόμη και σε κανονικές μάχες.
Οι Έλληνες, κι αυτοί με τη σειρά τους, οπλισμένοι καθώς ήταν, απαντούσαν στις προκλήσεις των Κούρδων. Μάλιστα, σε μια περίπτωση που είχαν επικρατήσει ολοσχερώς, απώθησαν τους Κούρδους και τους υποχρέωσαν να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και να μετακινηθούν προς την Τουρκία.
Οι Αγγλοι, που βρίσκονταν την εποχή αυτή στο Καρς, ανήσυχοι από τις εξελίξεις και για να επιβάλλουν την τάξη στην περιοχή, κατέφθασαν στην Γκιόλα, αφόπλισαν μερικούς Έλληνες και επανέφεραν τους Κούρδους που εκδιώχτηκαν στις εστίες τους. Ούτε, όμως, η παρέμβαση των Άγγλων ανακούφισε την κατάσταση. Οι Κούρδοι συνέχιζαν τις επιθέσεις και τις λεηλασίες σε βάρος των Ελλήνων και η ένταση συνεχιζόταν .
Η βασική αιτία που προκαλούσε τις συγκρούσεις αυτές και γενικά της αναρχίας που επικρατούσε στην περιοχή ήταν η απουσία κεντρικής διοίκησης, ικανής να επιβάλλει την τάξη. Γιατί, ενώ είχε αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός και η διακυβέρνηση της περιοχής είχε ανατεθεί τον Μάιο του 1919 στην Αρμενική Δημοκρατία, ενώ επτά ελληνικά χωριά, δηλαδή το Φαχρέλ, Μπεμπερέκ, Μπαγδάτ, Χάσκιοϊ, Σιντισκόμ, Τοροσχόφ, Γκιουλαμπέρτ και Χανάχ, είχαν περιέλθει στη Γεωργιανική Δημοκρατία, όμως δεν είχαν έλθει στην περιοχή της Γκιόλας τα αρμενικά στρατεύματα.
Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της κατάστασης και για να διασφαλίσουν τη ζωή και την περιοχή τους, οι Έλληνες της Γκιόλας, που βρίσκονταν τότε ιδιαίτερα σε κίνδυνο από τους Κούρδους, εξέλεξαν μια αντιπροσωπεία, την οποία αποτελούσαν ο Στυλιανός Καραχότσεφ (Μαυρογένης), ο Σάββας Πατσίδης και ο Απόστολος Μιχαηλίδης.
Έργο της αντιπροσωπείας ήταν να μεταβεί στην Τιφλίδα και να ζητήσει από την κυβέρνηση της Γεωργίας να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς της Γκιόλας. Πράγματι, η αντιπροσωπεία αναχώρησε στις 16 Μαΐου 1919 από το Αρδαχάν για την Τιφλίδα με στρατιωτικό αυτοκίνητο που παραχώρησε ο επιτελάρχης των γεωργιανών στρατευμάτων συνταγματάρχης Γκεντεβάνωφ.
Το έργο της στην Τιφλίδα συνέδραμε σημαντικά και ο Βασίλειος Ιωαννίδης, πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Πόντου, ο οποίος την ίδια εποχή βρισκόταν στην Τιφλίδα. Ακόμη, η αντιπροσωπεία μετέβη και στο Βατούμ, όπου συναντήθηκε με τα μέλη της αγγλικής αποστολής και ζήτησε τη συμπαράσταση των Αγγλων.
Ύστερα από την εδραίωση της Αρμενικής και Γεωργιανικής Δημοκρατίας και τον ερχομό στρατευμάτων στην περιοχή, μετά τον Μάιο του 1919, οι επιδρομές των Κούρδων σταμάτησαν και η κατάσταση των Ελλήνων βελτιώθηκε σημαντικά. Στην περίοδο, λοιπόν, κατά την οποία τη διακυβέρνηση της περιοχής ανέλαβε η Αρμενική Δημοκρατία και ενώ οι λεηλασίες και οι επιθέσεις των Κούρδων σταμάτησαν, ένα άλλο πρόβλημα εξίσου σημαντικό έκανε την εμφάνισή του. Εκτός από το γνωστό πρόβλημα της επιστράτευσης, της αξίωσης δηλαδή των Αρμενίων να επιστρατεύσουν τους Έλληνες και το οποίο δηλητηρίαζε τις σχέσεις Ελλήνων και Αρμενίων, το επισιτιστικό δεν προκάλεσε λιγότερα προβλήματα.
Οι λεηλασίες των Κούρδων και η εμπόλεμη κατάσταση στην περιοχή περιόριζαν την παραγωγή και δημιουργούσαν προβλήματα στη συλλογή της σοδιάς. Αυτά σε συνδυασμό με την περιορισμένη ποσότητα τροφίμων που διέθετε η αρμενική διοίκηση, καθώς επίσης και ο τρόπος που τα διένειμε, ίσως έδειχνε κάποια προτίμηση προς τους δικούς της πληθυσμούς, εξάλλου έπρεπε να φροντίζει και το στρατό της, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Το θέμα απασχόλησε και το Α' Συνέδριο των Ελλήνων της Αρμενίας, τη δεύτερη μέρα του συνεδρίου στις 17 Ιουλίου 1919, όπου ακούστηκαν επικρίσεις για την περιορισμένη ποσότητα τροφίμων που προοριζόταν για τους Έλληνες κατοίκους της Γκιόλας.
Η επισιτιστική κατάσταση των κατοίκων παρουσιάστηκε ως άθλια. Αργότερα, βέβαια, η κατάσταση βελτιώθηκε ύστερα από τη συνδρομή της αρμενικής διοίκησης, της αμερικανικής αποστολής, καθώς επίσης και με τις ενέργειες του Εθνικού Συμβουλίου. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά ο Βασίλειος Ιωαννίδης , πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Πόντου, ο οποίος είχε ένα δικό του συρμό γεμάτο με ρύζι, που ερχόταν από το Μπακού και προοριζόταν για την Κωνσταντινούπολη, τηλεγράφησε στην Τιφλίδα και πρόσταξε να σταλούν αμέσως δύο βαγόνια στο Καρς, για να τραφούν οι πρόσφυγες, έως ότου λυθεί το επισιτιστικό πρόβλημά τους. Τέλος, μετά τον ερχομό και της Ελληνικής Αποστολής, η κατάσταση βελτιώθηκε ακόμη περισσότερο.
Ενώ, λοιπόν, η κατάσταση των Ελλήνων κατοίκων της Γκιόλας βελτιώθηκε σημαντικά μετά τον Μάιο του 1919, δεν παρατηρήθηκε το ίδιο με τα επτά ελληνικά χωριά της Όλτης .
Οι Έλληνες κάτοικοι αυτών των περιοχών γνώρισαν αρχικά την Τουρκική κατοχή και ακολούθως τις επιδρομές Τούρκων και Κούρδων. Επειδή, λοιπόν, η κατάστασή τους ήταν επισφαλής, στάλθηκε εκεί σημαντική αρμενική στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τον Αρμένιο συνταγματάρχη Μασμάνωφ για να επιβάλλει την τάξη.
Στη δύναμη αυτή προστέθηκε και ένα ελληνικό τάγμα, το οποίο διοικούσε ο Χρήστος Αδαμίδης. Χαρακτηριστική για τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι Έλληνες κάτοικοι της Όλτης είναι μια αναφορά που έστειλαν δύο εξουσιοδοτημένοι κάτοικοι του χωριού Δεμίρ-Καπού στις 7 Ιουλίου 1919, οι Νικόλαος Γαβριηλίδης και Νικόλαος Αθανασιάδης προς «την αυτού εξοχότητα, τον κύριο κυβερνήτη της περιοχής Καρς».
Η αναφορά αυτή είχε ως εξής:
«Είναι σε όλους γνωστό, ότι όταν ο ρωσικός στρατός πέρασε έξω από τα όρια της περιοχής του Καρς, η περιοχή αυτή βρέθηκε στη διάθεση πλήρους αναρχίας και επειδή οι Κούρδοι αποτελούσαν τον επικρατέστερο πληθυσμό στην περιοχή, αυτοί, καθοδηγούμενοι από μερικούς δικούς τους φανατικούς αρχισυμμορίτες εξόντωσαν το Χριστιανικό πληθυσμό δια πυρός και σιδήρου, σκοτώνοντας τους κατοίκους και καίγοντας και ερημώνοντας τα σπίτια τους.
» Πολλά χριστιανικά χωριά, αντιμετωπίζοντας αυτή την κατάσταση, εγκατέλειψαν τις εστίες τους, τα ζώα και τις περιουσίες τους, έφυγαν στα γειτονικά χριστιανικά χωριά και, μερικοί, ακόμα και στα Κουρδικά, ελπίζοντας να βρουν εκεί σωτηρία, αλλά, αλλοίμονο, πικρή-κακιά μοίρα τους περίμενε παντού.
τους κατοίκους. Λίγες μέρες μετά απ’ αυτή τη ληστρική επιδρομή, επιτέθηκαν στο χωριό μας κάτοικοι του χωριού Μπερντίκ με φονικές προθέσεις. Βλέποντας αυτή την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε και παρά το φοβερό χειμωνιάτικο παγετό, εγκαταλείψαμε τις εστίες μας και καταφύγαμε στα γειτονικά κουρδικά χωριά Χοσντολμπιάντ και Κιρντιμάλ, όμως και κει δε βρήκαμε σωτηρία. Αντίθετα εκεί αντιμετωπίσαμε τους πιο απάνθρωπους σκοτωμούς, βιασμούς, εξευτελι-σμούς, αρπαγές και εξανδραποδισμό.
» Αυτή η φρίκη συνεχίστηκε επί ένα μήνα συνεχούς, ώσπου αυτά τα μέρη μας πατήθηκαν από τα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως και κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής οι διάφοροι Τούρκοι γραφιάδες, βαθμοφόροι και τα πεινασμένα ασκέρια τους συνέχισαν να μας ληστεύουν κατά το πρότυπο των συμμοριών, κρατώντας μόνο ορισμένα προσχήματα.
Έτσι, εμείς που είχαμε σκορπίσει στα κουρδικά χωριά με σκοπό να βρούμε κάποια σωτηρία, βλέποντας ότι εκεί βρήκαμε ακόμη χειρότερη συμπεριφορά και λεηλασίες, αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω στο χωριό μας, στον τόπο μας. Όμως, επειδή αυτό το είχαν καταλάβει Κούρδοι από άλλα χωριά, τότε εμείς, στις αρχές της άνοιξης, ακόμα με τα χιόνια και τις βροχές μετακομίσαμε στο γειτονικό χωριό Βαρκενέζ.
Καταδικασμένοι από την τύχη σε τόσα βάσανα νομίζαμε πως κάποτε θα βρούμε και μεις την ησυχία μας, όμως και κει μας περίμεναν καινούργιες δραματικές περιπέτειες. Έτσι, μετά από τόσες σκληρές και τραγικές δοκιμασίες από τις οποίες μόλις καταφέραμε να γλυτώσουμε την αξιολύπητη υπόστασή μας, ταλαιπωρημένοι από τις δραματικές περιπλανήσεις τα ξένα χωριά και επιθυμώντας να ξαναγυρίσουμε στις δικές μας εστίες, στα δικά μας σπίτια, μετά την αποχώρηση των τουρκικών ορδών, στα τέλη του Φλεβάρη του 1919 μετακομίσαμε και πάλι στο δικό μας χωριό και κάπως ησυχασμένοι ξαναρχίσαμε να φτιάχνουμε το νοικοκυριό μας.
Όμως και πάλι μαύρα σύννεφα συγκεντρώθηκαν πάνω από τα κεφάλια μας. Με την κατάληψη της τοποθεσίας Αρνταχάν από τα γεωργιανά στρατεύματα, όλοι οι Κούρδοι ανησύχησαν κι αυτό έγινε αφορμή να ξεσπάσουν κι άλλες δυστυχίες πάνω στα ελληνικά χωριά.
» Στις 19 Φλεβάρη αυτού του χρόνου ο γνωστός λήσταρχος Αμπντουλλά Γκιουλιζάρογλου με τη συμμορία του από κατοίκους της περιφέρειας Κιόλας εμφανίστηκε και στο χωριό μας και λήστεψε όλους δων, σκότωνε ανθρώπους, άρπαζε όλα τα υπάρχοντά μας και μάλιστα μας υποχρέωναν, κάτω από την απειλή των όπλων τους, να φορτώσουμε ότι είχαμε πάνω σε δικές μας άμαξες με δικά μας ζώα.
Μας άρπαζαν όλο το κριθάρι, το αλεύρι, το νοικοκυριό και τα οικιακά σκεύη, εβίαζαν γυναίκες, σκότωναν τους τραυματίες και άρρωστους άνδρες, ακόμα και τους γέροντες. Σ’ ένα νεαρό άρρωστο παιδί, μπροστά στα μάτια της μάνας του, φύτεψαν 12 σφαίρες στο κορμί του.
Ξετρελαμένοι από αυτό το εφιαλτικό ξεφάντωμα των Κούρδων δημίων, οι κατατρεγμένοι και τυραννισμένοι Έλληνες, ξυπόλυτοι και σχεδόν γυμνοί έφυγαν τη νύχτα τρέχοντας μέσα από βάλτους με τις γυναίκες τους που κρατούσαν τα βρέφη στην αγκαλιά, στο γειτονικό χωριό Βαρκενέζ, αφήνοντας στο έλεος της τύχης τα θλιβερά υπολείμματα του νοικοκυριού τους κι ακόμα μερικά μέλη της οικογένειάς τους που ήταν ανήμπορα να τους ακολουθήσουν. Όλη τη νύχτα πλανιόταν μέσα στους βάλτους και μόλις το πρωί κατάφεραν να φτάσουν στο άλλο χωριό.
» Οι Κούρδοι βασανίζοντας και απειλώντας όλους μας, άρπαζαν ό,τι δικό μας είχαμε, προτρέποντας να τ’ αφήσουμε όλα και να φύγουμε. Μάλιστα μας έλεγαν: «μπορείτε να πάρετε τα δικά μας σε αντάλλαγμα αυτών που παίρνουμε εμείς από σας».
» Στερημένοι απ’ όλα τα υπάρχοντά μας, βρεθήκαμε καταδικασμένοι να πεθάνουμε από την πείνα, όμως δεν μπορούσαμε να υποκύψουμε σε μια τέτοια κατάσταση και γι’ αυτό βρεθήκαμε υποχρεωμένοι να περιμαζέψουμε τα θλιβερά υπολείμματα από τα νοικοκυριά των Κούρδων, που ένα μέρος απ’ αυτά είχαν επιταχθεί και κατασχεθεί από τη Στρατιωτική Διοίκηση του γεωργιανού στρατεύματος.
Σήμερα, όμως, που οι Κούρδοι γύρισαν στα μέρη τους, η τοπική διοίκηση επιστρέφει σ’ αυτούς τα ζώα τους που είχαμε πάρει για να επιζήσουμε, έπειτα από τη λεηλασία που μας είχαν κάνει. Στο μεταξύ οι φονιάδες γυρνούνε ελεύθεροι και ανενόχλητοι χωρίς να τους υποχρεώνει κανένας να μας επιστρέψουν τα ζώα μας και την περιουσία μας που είχαν ληστέψει. Οι επανειλημένες παρακλήσεις μας και τα παράπονά μας έμειναν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Έτσι, λοιπόν, εμείς στερούμαστε της δυνατότητας ύπαρξης, γιατί χωρίς να παίρνουμε τα δικά μας αγαθά που μας λήστεψαν, μας υποχρεώνουν τώρα να δώσουμε πίσω τα κουρδικά.
» Σαν αποτέλεσμα - η ολοκληρωτική εξαθλίωση των Ελλήνων.
» Για τους παραπάνω λόγους παρακαλούμε θερμά την εξοχότητά σας, εν ονόματι του ανθρωπισμού και της Δικαιοσύνης να δώσει εντολή για τη σύλληψη των φονιάδων των ανθρώπων μας και να υπο-
χρεώσει τους Κούρδους να επιστρέψουν την περιουσία μας που άρπαξαν και κατά κύριο λόγο τα ζώα μας.
Καρς 7 Ιούλη 1919
Οι αιτούντες
1. Νικόλαος Γαβριηλίδης
2. Νικόλαος Αθανασιάδης».
Στο μεταξύ το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας σε συνεργασία με την Ελληνική Αποστολή αλλά και με τη βοήθεια αρμενικών στρατευμάτων φρόντιζαν για την απελευθέρωση , πρώτα-πρώτα των αποκλεισμένων στην τουρκική κατοχή Ελληνικών χωριών της Όλτης.
Τα αποτελέσματα των ενεργειών αυτών μέσα στον Αύγουστο του 1919 ήταν σημαντικά. Πολλοί από τους κατοίκους των επτά χωριών της Όλτης απαγκιστρώθηκαν με διαπραγματεύσεις και απελευθερώθηκαν από την τουρκική κατοχή. Στη συνέχεια προωθήθηκαν στην περιοχή της Γκιόλας, η οποία ήταν ασφαλής.
Η μοίρα των Ελλήνων αυτών από δω και πέρα θα είναι κοινή με αυτούς της Γκιόλας. Αλλοι όμως παρέμειναν στα χωριά τους, γιατί δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και τις περιουσίες τους. Στις διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των Ελλήνων αυτών πήραν μέρος από την Ελληνική πλευρά ο σύμβουλος του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων της Αρμενίας Ιωσήφ Δημητριάδης, ο συνταγματάρχης, μέλος της Ελληνικής Αποστολής Ηρακλής Πολεμαρχάκης και ο πρώην αστυνομικός Χάραλαμπος Πυλόρωφ.
Από τη μουσουλμανική πλευρά πήραν μέρος ο γιατρός Γάδζιεφ, αντιπρόσωπος των Μουσουλμάνων της περιοχής Αρδαχάν και ο Τζαφάρ μπέης, αντιπρόσωπος των Τούρκων της περιοχής Όλτης.
Ιωάννης Φ. Καζταρίδης
Αποσπασμα απο το βιβλιο : Η "Εξοδος" των Ελλήνων του Καρς της Αρμενίας (19191-1921)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου