Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Επιστροφή στην Aμισό

Ήμασταν στο 1918, που είχε γίνει ειρήνη. Οι πλούσιοι, που βλέπανε, πως τους φτώχαιναν οι κομμουνιστές, έφευγαν όπως όπως από τη Ρωσία.
Μια μέρα μαθαίνουμε για την ανακωχή, εκεί στη σκάλα, που είχα πρωτοβγεί. Σ’ αυτή τη σκάλα απάνω, βλέπω μια βάρκα με τούρκικη σημαία. Σε λιγάκι, βλέπω μια άλλη βάρκα και κρατούσαν μέσα, έναν άνθρωπο, δύο χωροφύλακες. Μόλις πλησίασαν τον γνώρισα, ότι μέσα ήταν ο φίλος μου, ο Χαράλαμπος, από την Σαμψούντα.

 Βρε, Χαράλαμπε, τι έχεις;
Σώσε με, μου είπε, ο αδελφός μου έχει εργοστάσιο ποτοποιίας και τον σκότωσαν οι Τούρκοι, αυτός ήταν λιποτάκτης, φυγόστρατος. Μέσα στο σπίτι τους είχε κάνει λαγούμι. 


Μόλις όμως γίνηκε η ανακωχή έκρινε καλό, να βγάλει, όσα μπουκάλια ποτά είχε ο πατέρας του. Γέμισε μια βάρκα και τα ’φερε στη Ρωσία, να τα πουλήσει. 
Μόλις μπήκε στο λιμάνι είδανε, ότι δεν είχε άδεια από την Τουρκία, στην αναμπουμπούλα αυτή τα κατάσχεσαν και τον φίλο μου τον πήγανε στη φυλακή.
Έτρεξα στον γαμπρό μου, τον χιλιοπαρακάλεσα, να σώσει τον Χαράλαμπο και το εμπόρευμά του. Ο γαμπρός μου, δεν είχε στο Κελιντζίκ έμπιστους δικαστές, όσο στο Νοβοροσίνσκι. Κατόρθωσε το δικαστήριο να γίνει, σε δεκαπέντε μέρες, στο Νοβοροσίνσκι. Παρακολουθούσα τον Χαράλαμπο μέσα στη φυλακή, του έλεγα, πώς πάει η δουλειά και του ’δινα διάφορα πράγματα.

 Όλα τα σχετικά μ’ αυτόν και το εμπόρευμά του, τα πήγαν στο Νοβοροσίνσκι. Εκεί, σε μια βδομάδα, κέρδισαν τη δίκη. Το μισό εμπόρευμα το ’φαγαν οι δικασταί και οι άλλοι. Από το άλλο όμως μισό εμπόρευμα, τόσα πολλά κέρδισε, που ούτε ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί. Άφησε για μας τριακόσια δράμια σταφυλίσιο ούζο.
Είχαμε ένα επεισοδιάκι, μεθυσμένοι. Πίναμε ώρες κι αυτός πολύ χαρούμενος, που πήρε τόσα λεπτά και εγώ που τόσο τον εξυπηρέτησα και διασκεδάζαμε. Βγήκαμε κατά τις δώδεκα με μία. Αυτός δεν ήξερε γρι, εγώ τα κατάφερνα. 

Και στη βασίλισσα, λέει, ακόμη, μπορείς να πεις τρεις φορές: θέλετε να γνωριστούμε; 
Μια από δω μια από κει, μεθυσμένοι και χαρούμενοι, βρίσκομαι μια μικρή, θέλετε να γνωριστούμε; την είπαμε. 
Ναι, μας είπε. Τι θέλεις; τη ρωτήσαμε.
 Από αυτό θέλω, από εκείνο, τη φορτώσαμε από ό,τι ήθελε και πηγαίναμε. Μπήκαμε σε μια σάλα κι αυτή βγήκε από την άλλη! Και μεις, μεθυσμένοι, περιμέναμε πίσω πίσω. Καταλάβαμε πως μας κορόιδεψε.
Μετά από αυτό το επεισόδιο, μάθαμε, ότι στην πατρίδα μας πήγανε αγγλικά και γαλλικά και ελληνικά στρατεύματα, δημοκρατικοί Έλληνες, με δίκοχα.
Εγώ σε μερικές μέρες ξαναγύρισα στο Κελιντζίκ. Αφού κάθισα καμιά δεκαπενταριά μέρες κοντά στον αδελφό μου και πήγαινα από δω, από κει, στα χοροδιδασκαλία, ξαφνικά ήρθε ο μικρότερος αδερφός μου, ο Νίκος και έμαθα το θάνατο της μάνας μου. Πέθανε από τον καημό της και την κακουχία, που όλη την ώρα την έσφιγγαν οι Τούρκοι και την ρωτούσαν, πού ήμουνα. Και από τον καημό, που είχε φύγει ο Κωστής και δεν είχε πάρει καμιά είδηση. Πήγε η γιαγιά μου, να δει, πώς δεν σηκωνόταν η μάνα μου; Και σα την αντίκρυσε νεκρή, πέθανε επάνω στο πτώμα της! 

O Νίκος, ήταν άρρωστος και έμεινε μέσα στα πτώματα. Από τη γειτονιά, φρόντισαν και ειδοποίησαν κάτι συγγενείς και πήραν τον άρρωστο. Αφού γιατρεύτηκε, μετά δεκαπέντε - είκοσι μέρες, πήρε την απόφαση να ’ρθει στη Ρωσία, ήξερε ότι είχα φύγει και εγώ. Στην Αμισό, δεν είχε πού την κεφαλήν κλείναι.
 Μόλις έμαθα τον θάνατο της μάνας μου λυπήθηκα, συγκινήθηκα πικρά, από τότε θέριεψε μέσα μου ένα μίσος, να εκδικηθώ τους Τούρκους. Εν τω μεταξύ, ήρθε στο λιμάνι το «Βέλος» και μάζευαν τον Ελληνισμό, για να τον πάνε στον Πόντο, πίσω. Όλοι ενθουσιασμένοι, άφηναν τις δουλειές τους, τα εμπόριά τους και εγώ που δεν είχα τίποτα να σκεφτώ, μπήκα στο καράβι και πήγα στην Αμισό. Η αιτία, που γίνονταν αυτά, ήταν, επειδή νικήθηκε η Τουρκία, στην Κοινωνία των Εθνών τέθηκε ζήτημα ανεξαρτησίας του Πόντου. Ήταν επί Βενιζέλου, η ανεξαρτησία του Πόντου, θα εξαρτιόταν αν στον Πόντο το πλεονάζον στοιχείο ήταν Έλληνες. Για να αποδειχθεί αυτό, έπρεπε να γίνει ψηφοφορία, γι’ αυτό πηγαίναμε από παντού στην πατρίδα μας.
Η Αμισός επειδή ήταν η πιο προοδευμένη σε όλα τα επίπεδα, γι’ αυτό θεώρησαν σκόπιμο, να ιδρύσουν εκεί την επιτροπή του αγώνος. Παράλληλα, μας ήρθαν οικονομικές ενισχύσεις, από τους συμπατριώτες μας, ογδονταπέντε χιλιάδες παγκανότες από την Κωνσταντινούπολη και σαρανταπέντε χιλιάδες από τη Ρωσία.
Ο αδερφός μου ο Κωστής, μετά το θάνατο της Παρασκευής, ένοιωσε μεγάλη μοναξιά και νοστάλγησε την πατρίδα του. Είπε: Αφού το όνειρό μου έσβησε, το να αποκτήσω περιουσία, να φέρω τη μάνα μου και κάτω από την ευχή της να παντρευτώ, θα πάρω και εγώ την απόφαση, να έρθω μαζί σας, στην Σαμψούντα. Και εγώ, λιγάκι, τον παρακίνησα, γιατί ήταν νοικοκύρης και δειλός. 

Του ’πα, αν δεν μας αρέσει, πουλάμε τα κτήματά μας και πάμε αλλού. Και στη Ρωσία, η πολιτική κατάσταση, δεν ήταν καθόλου καλή. Ακριβώς, αυτή την περίοδο, τα πράγματα ήταν πολύ εξαγριωμένα. Ακούγονταν κανόνια καθημερινώς, τοιχοκολλήσεις προκλητικές. Ένα βράδυ κατεβήκαμε μέσα στο Κελιντζίκ, την ώρα που ξυρίζονταν ένας τσαρικός στρατηγός Ρώσος, έβγαλαν τα πιστόλια και τον σκότωσαν. Έγινε χαλασμός. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, αλλά αυτοί πρόφθασαν κι έφυγαν προς τους κήπους.
Στην κατάσταση αυτή και στην φωνή της πατρίδας, πήραμε την απόφαση, να γυρίσουμε στην Αμισό. Το βαπόρι λεγόταν «Πηνειός» και το αντιτορπιλικό, που μας συνόδευε, ήταν το «Βέλος». Το καράβι ήρθε από το Νοβοροσίνσκι, πήρε όσους θα ’παίρνε, πέρασε από το πρώτο λιμάνι, το Κελιντζίκ και μπήκαμε εμείς μέσα.

 Το δεύτερο λιμάνι, που έπιασε, ήταν το Τουαζέ. Κι αφού γέμισε το καράβι, χωρίς άλλη διαταγή, ο καπετάνιος τράβηξε την άγκυρα και φύγαμε. Επειδή ήταν αναρχία, δεν θέλησε να κρατήσει κανονισμούς και τύπους, σήκωσε την άγκυρα και αρχίσαμε να βγαίνουμε από το λιμάνι.
Σε λίγο, μόλις είχαμε διανύσει κάνα δύο χιλιόμετρα, βλέπουμε να έρχονται τρία-τέσσερα οπλισμένα μοτόρια και μας καλούσαν, με τα όπλα σηκωμένα προς τον πληθυσμό, να γυρίσουμε πίσω. Ξοργισμένος, ο καπετάνιος, πίστευε, πως δεν είχε κάνει τίποτα και δεν ήθελε να γυρίσει. Σταμάτησε την μηχανή και περίμενε το καράβι. Εκεί που αυτοί επιμένουν και φωνάζουν να επιστρέφετε, φωνές, κακό, ο καπετάνιος έλεγε, ότι αν δεν είχα πληθυσμό, θα τους πυροβολούσα, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τις συνέπειες. Το αντιτορπιλικό, γύρισε δυο τρεις φορές το πλοίο μας και στη θέα της στροφής του, οι εχθροί σκόρπισαν και ξεκινήσαμε το δρόμο μας. Αφού ταξιδέψαμε τρεις τέσσερις μέρες, το πρώτο λιμάνι που πιάσαμε ήταν η Τραπεζούντα. Πιάσαμε και άλλα λιμάνια της Ερντούς, Φάτσας, Κερασούντας, Οινόης και φθάσαμε στο λιμάνι της Αμισού.
Έβλεπα τις ακροθαλασσιές μας, μόλις έμπαινε το καράβι στο λιμάνι, τα πρώτα βουνά, που είχα αντικρίσει και που για μια στιγμή είχα ξεχάσει και μου θύμισαν τους πολέμους, τις κακουχίες, τις σφαγές μέσα στις εκκλησίες, στα σχολεία, που πυρπολούσαν τα σπίτια. Κι όσο προχωρούσε το καράβι, προς το λιμάνι, έβλεπα τον τόπο που ξεκινήσαμε, με τι καρδιοχτύπι! Με τι καρδιοχτύπι ξεκινήσαμε για τη Ρωσία. Και πώς έληξε η αποστολή! Γύριζαν πάλι τα μάτια μου στην ακροθαλασσιά, που έβλεπα την αμμουδιά εκατοντάδες χιλιάδες φορές, που έπαιζα και κολυμπούσα και λιγάκι παραπέρα το σπίτι μου, την μουριά με την πρασινάδα, οι συκιές στο βάθος και έλεγα, από μέσα μου, αν ήταν η μάνα μου, θα ήταν χαρά στην ψυχή της, να δει τα παιδιά της, τώρα τι πάω να βρω;

 Μ’ αυτές τις σκέψεις, φτιάξαμε στο κέντρο του λιμανιού και το καράβι έριξε την άγκυρα. Μόλις βγήκα στην Αμισό, συναντήθηκα στη σκάλα με συγγενείς και φίλους, που με είχαν για χαμένο. Έμαθα πολλά, για τον οικτρό θάνατο της μάνας μου. Πιέσεις λογής λογής, ως και ξύλο έφαγε από τους Τούρκους, κακουχία, πείνα, ήταν και πολύ αδύνατη και πέθανε.
Πήγαμε, νοικιάσαμε ένα δωμάτιο, γιατί το σπίτι μας δεν ήταν ελεύθερο, είχαν βάλει πρόσφυγες, από το Ερζερούμ, το βρήκαν κενό και τους βάλαν μέσα.
Μέσα στην πολιτεία ήταν εγγλέζικος στρατός και Σενεγαλέζοι και η αστυνομία ήταν ανάμικτη. Οι Γάλλοι ήταν επικεφαλής και είχαν τους Τούρκους υποχείρια. Δηλαδή, ο Ελληνισμός της Αμισού είχε ένα είδος κατοχής, ήταν βαρέως τραυματισμένος, τα βάσανά του ήταν βαριά και χωρίς ελπίδα, να δούνε μια τέτοια ελευθερία, λησμόνησαν σύντομα το κακό, που είχαν περάσει. Και προσπαθούσαν με δυσκολία, να είναι πάλι χαρούμενοι.
Οι χωριάτες, που τα σπίτια τους κάηκαν και καταστράφηκαν, άρχισαν να κουβαλούν, με τα πρόχειρά τους μέσα, πριόνια για να κόψουν από τα δάση ξύλα, για να κάνουν πάλι σανίδια, καρφιά, σκεπάρνια, αξίνες, χαλκά και διάφορα άλλα του νοικοκυριού, για να ξαναφτιάξουν το σπιτικό τους. Να μπορέσουν πάλι, να φτιάξουν στα νερά τους τα παλιά. Βέβαια, όλα αυτά ήταν σταγόνα στον ωκεανό, αλλά πίστευαν, ότι με το πέρασμα του χρόνου θα ’κλειναν οι μεγάλες πληγές, που τους είχαν ανοίξει. Μέσα στην Σαμψούντα, οι Τούρκοι, ήταν καταβεβλημένοι, δεν είχαν το θάρρος να σηκώσουν το κεφάλι, ήταν θρασύδειλοι, δεν ήταν τα παλιά λιοντάρια. 

Αντίθετα, ο Ελληνισμός της Αμισού, με τους καπεταναίους επικεφαλής, άνθρωποι ευσυνείδητοι και ιππότες, ακολουθούμενοι από τη νεολαία, τους γέροντες και άνδρες, στην κάθε γωνιά της πολιτείας, τραγουδούσαν, ευθυμούσαν και χαίρονταν την ελευθερία τους. Οι Κατικιοϊληδες θρασείς, αλλά καλοί και δίκαιοι, δεν τους αρκούσαν η ευθυμία και οι διασκεδάσεις, για να πνίξουν την αγανάκτηση τους. Πολλές φορές, με τα άλογά τους οπλισμένοι και κρατώντας καμτσίκια στα χέρια τους, καλοπισμένα, λουσάτα, φτιαγμένα στα χρυσοχοΐα, μπαίναμε καβάλα, μέσα στην αστυνομία και χτυπούσαν τους Τούρκους αστυνόμους.
Αυτά γίνονταν το 1919. Μια μέρα, ήμουν αυτόπτης μάρτυς, όπως μπήκε ένας με το άλογό του, ο τσερτσεμπές της πόρτας του μπήκε κολάρο και μαζί μ’ αυτό μπήκε μέσα και χτυπούσε τον αστυνομικό. Τους φτάσαν στα άκρα και είχαν χάσει τα πάντα, κρεμάστηκαν τα παιδιά τους και ό,τι και να κάνουν είχαν δίκιο, οι Τούρκοι τα δημιούργησαν. Εν τω μεταξύ η νεολαία, 18,19 χρόνων, γλεντούσαμε, σαν παληκάρια, που ήμασταν, όχι για να προκαλέσουμε τους Τούρκους, αλλά καμιά φορά γλεντούσαμε, βάζαμε δυο τρεις λατέρνες και βγήκαν τα τραγούδια:
Να ο «Αβέρωφ» προβάλλει με χαρά σαν όμορφο δελφίνι σηκώνει τα νερά βοήθα, βοήθα, Παναγιά μου, για να νικήσουμε την τούρκικη σημαία, να την ξεσχίσουμε.
Γλυτώσαμε μια για πάντα, από τους Τούρκους, από μια εφιαλτική φυλή.
Εν τώ μεταξύ, ριχνόντουσαν συνθήματα αναμεταξύ μας, να είμαστε οπλισμένοι. Ο καθείς μας είχε ένα πιστόλι κρυφά, όχι όλοι, γιατί φοβόντουσαν. Οι Καισαριώτες ήταν μονάχα, για παστουρμάδες και χαλιά, πατριωτισμό δεν είχαν τίποτα, ήταν καλοί νοικοκυραίοι, ήσυχοι. 

Εμείς είχαμε σκοπό, αν αποτύχουμε στην ψηφοφορία, να καταλάβουμε την αρχή, δια της βίας. Ποια ήταν η κεφαλή μας; 
Πώς λέγονταν η οργάνωσή μας; Αυτό δεν το ξέραμε, ούτε και μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι υπήρχε μια κεφαλή. Μας ικανοποιούσε μόνο τούτο, ότι είχαμε το Δεσπότη και την Μητρόπολη και περιμέναμε όλοι κατεύθυνση και καθοδήγηση. Πού και πού, ακούγαμε αναμεταξύ μας, γιατί εφημερίδες δεν είχαμε, ότι από το Πατριαρχείο ήρθε μήνυμα στην Μητρόπολη και ρωτούσαν, αν είμαστε έτοιμοι. Και μαθαίναμε ότι λέγαν, οι δικοί μας, ότι ακόμα δεν ετοιμαστήκαμε. Αυτή η ερώτηση έγινε ως τέσσερις φορές, γιατί οι Εγγλέζοι είχαν σκοπό, να αποσύρουν τα στρατεύματά τους, αφού εμείς πρώτα ήμασταν ισχυροί και πανέτοιμοι.
Τώρα, ας έρθουμε μέσα στη συνέλευση της επιτροπής, να δούμε τι γινόταν εκεί. Η επιτροπή ήταν δεκαπενταμελής και καθοδηγούσε την τύχη του λαού της Αμισού. Αυτοί διόριζαν τους παπάδες, τους δάσκαλους, διεύθυναν τις εκκλησίες και γενικά φρόντιζαν για όλα τα ζητήματα του λαού. 

Από τους δεκαπέντε οι δεκατρείς ήταν Καισαριώτες, ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο ανταβαλλόμενος Γιουβάν Αγάς. Αυτός ήταν ο πλουσιώτερος της Αμισού, αγράμματος, δίχως κοινωνική μόρφωση, ψυχή και σώμα να κερδίσει λεπτά. Με τα σαλβάρια και ξυπόλητος ήρθε στην Αμισό και ξεκίνησε από αγκράφες τζάμινες (από τζάμι) χρωματιστές, που κρεμούσαν στα βόδια. 
Για να μην αραδιάσω τα πλούτη του, λέω μόνο, ότι είχε δύο Τράπεζες και διακόσια πενήντα ως τριακόσια σπίτια. Και τα άλλα μέλη της επιτροπής ακολουθούσαν στα πλούτη. Ο λαός εκεί, δεν ήξερε ότι επικεφαλείς έπρεπε να είναι μορφωμένοι και πολιτικοί, αυτούς τους εκτιμούσαν, τους συμπαθούσαν και τους είχαν εμπιστοσύνη.
Δυστυχώς, σε μια κρίσιμη εποχή και σε κρίσιμη καμπή, που είχαν φτάξει τα πράγματα, έλαχε η κακή τύχη του λαού της Αμισού, να πέσει στα χέρια των ανίκανων Καισαριωτών. Μεταξύ αυτών ήταν μόνο δύο μορφωμένοι και κάπως έμπειροι στην πολιτική απάνω. Άμα ήθελαν να μιλήσουν, για την σοβαρότητα της καταστάσεως, οι δυο τους αυτοί, οι άλλοι δεν τους καταλάβαιναν, π.χ. για ντουφέκια κι επανάσταση.
Μας ήλθαν λεπτά να οργανώσουμε χωροφυλακή, αν ο στρατός μας φύγει, να μπορέσουμε να συγκροτήσουμε την οργή των Τούρκων. Το ζήτημά μας.



Δημοσθένης  Κελεκίδης

Αποσπασμα απο το βιβλιο : "ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah