Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Η κινηση για τη Δημοκρατία του Πόντου. Μέρος 2ο

Βασίλειος Ιωαννίδης(1865-1936)
Τον ίδιο μήνα και ο Αμερικανός στρατηγός Χάρμποτ, ειδικός απεσταλμένος του Ουίλσον, μαζί με δύο άλλους στρατηγούς και δεκαπέντε αξιωματικούς, πήγε στη Σεβάστεια και αναγνώρισε τα αιτήματα της επαναστατικής κυβέρνησης του Κεμάλ πασά. 
Ταυτόχρονα κοινοποίησαν στην κεντρική, μα σκιώδη πια τουρκική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και στον πρωθυπουργό της Φερίτ πασά, τις απόψεις του Αμερικανού Προέδρου, δηλαδή τη χρησιμότητα του εθνικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ και τη μη νομιμότητα πια της σουλτανικής κυβέρνησης (που οι ίδιοι οι Σύμμαχοι είχαν διορίσει μετά την Ανακωχή του 1918.)
Απόλυτα ικανοποιημένος από την πορεία των πολιτικών πραγμάτων ο Κεμάλ, τηλεγράφησε εμπιστευτικά στο φίλο του στρατηγό Αμπτούλ Κερίμ πασά, που έμενε στην Πόλη:
"Επιτέλους! Οι Αμερικανοί, οι Γάλλοι και οι ίδιοι οι Άγγλοι αναγνώρισαν ότι έχουμε δίκαιο
και ότι οι σκοποί μας είναι νόμιμοι. Κατάλαβαν πως ο τουρκικός λαός και η δύναμη είναι
με το μέρος μας. Από την άλλη μεριά πάλι, αντιλήφτηκαν πόσο αδύνατη και ανόητη είναι η κεντρική κυβέρνηση του Φερίτ πασά. Για να πάρουν, εξάλλου, συγγνώμη από μας για την  άδικη στάση τους, οι Άγγλοι άδειασαν τη Μερζιφούντα και  υποσχέθηκαν ότι θα εκκενώσουν και τη Σαμψούντα.
 Μάλιστα, με ειδική επιτροπή που έστειλαν στο Εσκί Σεχίρ, υποσχέθηκαν ότι δε θα ανακατευτούν πια στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας και δε θα εμποδίσουν πια την πρόοδο του εθνικού μας κινήματος.
 Τα τελευταία τηλεγραφήματα που έχουμε αυτή τη στιγμή, μας αναγγέλλουν ότι τα βρετανικά στρατεύματα αναχώρησαν και από την  Κιουτάχεια, με ειδικό σιδηροδρομικό συρμό, προς βορράν, και ότι το ιππικό μας κατέλαβε αμέσως την πόλη αυτή. Τέλος, βρετανική επιτροπή που έφτασε στο Τσιφτέχαν, είπε στο διοικητή των εκεί δυνάμεών μας ότι οι Άγγλοι είναι πενήντα ετών φιλία με τους Τούρκους και ότι θα τηρήσουν, όχι μόνο πλήρη ουδετερότητα απέναντι στο εθνικό μας κίνημα, αλλά, αν  το επιθυμούμε, θα μας βοηθήσουν κιόλας!...»
Μουσταφά Κεμάλ
Έτσι λοιπόν, με την ένοχη αδιαφορία των  "Συμμάχων" το Κεμαλικό κίνημα επικράτησε  πέρα για πέρα στην Τουρκία, έγινε κυβέρνηση,καθεστώς και παντοδύναμος αντίπαλος του  Ελληνισμού.
Ο Κεντρικός Σύνδεσμος Ποντίων, που είχε την έδρα του στην Πόλη, πριν ξεκινήσει για οποιαδήποτε επαναστατική δράση, έκρινε σκόπιμο να γνωρίσει από κοντά την κατάσταση στον Πόντο και να ελέγξει τις διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες που έφταναν κάθε τόσο από ποικίλες πηγές, επίσημες και ανεπίσημες. Για το σκοπό αυτό, ναύλωσε ένα βαπόρι και ανέθεσε τη σοβαρή τούτη αποστολή σε Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, πλαισιωμένους και καμουφλαρισμένους από γιατρούς, νοσοκόμους, φαρμακοποιούς και άλλους άντρες, που θα ίδρυαν ιατρεία και κέντρα διανομής φαρμάκων, ρουχισμού και τροφίμων.
Με το πρόσχημα λοιπόν της περίθαλψης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου, το καράβι ξεκίνησε και επισκέφτηκε όλα τα λιμάνια, από τη Σινώπη ως την Τραπεζούντα. Σε κάθε πόλη που έφτανε, οι απεσταλμένοι εγκαθιστούσαν ιατρείο, φαρμακείο, κέντρο διανομής τροφίμων και ρουχισμού, έρχονταν σε επαφή με υπεύθυνους Ρωμιούς, με απλοϊκούς και γραμματιζούμενους, με προύχοντες και φτωχούς και ρωτούσαν, με τρόπο, για τα δεδομένα που ενδιέφεραν την αποστολή τους. Όταν ολοκλήρωσαν την έρευνά τους, γύρισαν πίσω στην Πόλη και έκαναν την έκθεσή τους.
Η γνώμη της ολότητας σχεδόν των απεσταλμένων ήταν ότι ένα επαναστατικό κίνημα στον Πόντο θα ήταν συμφορά και καταστροφή για τον ελληνικό πληθυσμό του.
Έπειτα από αυτό, ο Κεντρικός Σύνδεσμος Ποντίων έκρινε ότι η λύση του ποντιακού προβλήματος θα έπρεπε να επιδιωχθεί μόνο με διπλωματικά μέσα.
Ταυτόχρονα στο Βατούμ του Καυκάσου έγινε Παμποντιακό Συνέδριο, όπου εκπροσωπήθηκε το ένα εκατομμύριο Ποντίων της Τουρκίας και Ρωσίας και αποφασίστηκε η ένταση της διπλωματικής δραστηριότητας. Αμέσως κατόπιν, όλα τα ποντιακά σωματεία και οι οργανώσεις των Ποντίων, όπου γης, κινήθηκαν ζωηρά και άρχισαν να καταρτίζουν στατιστικούς πίνακες, χάρτες και διαγράμματα, να συντάσσουν υπομνήματα και να κάνουν απανωτά διαβήματα στις συμμαχικές κυβερνήσεις, στο διεθνή Τύπο και στα διεθνή συνέδρια, για να προδιαθέσουν ευνοϊκά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Ωστόσο, η μονομέρεια τούτη, μαζί με την αταξία και την έλλειψη αυστηρού συντονισμού των διαφόρων τοπικών ποντιακών σωματείων, καθώς και η δυσμενής τροπή της ευρωπαϊκής πολιτικής, δεν έφεραν σοβαρά αποτελέσματα. Τελικά, έγινε κάποια συνεννόηση και ανατέθηκε η διαχείριση του ζητήματος στο Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο.
 Ο Εθνάρχης κινήθηκε αμέσως δραστήρια και διαπραγματεύτηκε με ξένους παράγοντες το μελλοντικό πολίτευμα του Πόντου. Επισκέφτηκε ακόμα τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Ουίλσον, καθώς και το Νίκολσον, και απέσπασε υποσχέσεις τους ότι θα υποστήριζαν τα δικαιώματα της αυτοδιάθεσης του Ελληνισμού του Πόντου.
Μολαταύτα, η λύση του ποντιακού προβλήματος αργούσε, γιατί ήταν κατά κάποιο τρόπο συνάρτηση του γενικότερου μικρασιατικού προβλήματος, που και αυτού η λύση καθυστερούσε εδώ και ένα χρόνο, εξαιτίας πολλών παραγόντων, τοπικών και διεθνών. Οι δύο κύριες αντίπαλες πλευρές, η ελληνική με το εκστρατευτικό σώμα στη Σμύρνη και η τουρκική, μετά την επικράτηση του Κεμάλ, εξακολουθούσαν να οργανώνονται πυρετικά και να ετοιμάζονται για τη μεγάλη σύρραξη που θα έκρινε την τύχη των λαών της Μικρασίας. 
Στα πλαίσια αυτού του εθνικού ανταγωνισμού τοποθετημένο και το πρόβλημα του Πόντου, δεχόταν κάθε αντίκτυπο από την αδυναμία ή τη δύναμη, την αποφασιστικότητα ή την αβεβαιότητα του ελληνικού κράτους, την ενότητα ή το διχασμό του ελληνικού έθνους. Και πιο πέρα ακόμα, από τη συμφωνία ή τη διαφωνία των Συμμάχων. Δυστυχώς όμως, οι καιροσκόπες Μεγάλες Δυνάμεις κρατούσαν σε αδράνεια τον ελληνικό στρατό και δεν τον άφηναν να προελάσει για να διαλύσει τα πρώτα κακοφτιαγμένα συγκροτήματα των μεραρχιών του Κεμάλ, να καταστρέψει τις αποθήκες πολεμικού υλικού και να αποκόψει τις εστίες ανεφοδιασμού τους. Πόσο εύκολο θα ήταν να ματαιωθεί η διοργάνωση του στρατού του Μουσταφά Κεμάλ που βρισκόταν ακόμα στην αρχή της! Οι εθνικές εξεγέρσεις στην Τουρκία, οι στάσεις και οι αντιδράσεις των Ποντίων, των Κούρδων και των Αρμενίων, ακόμα και πολλών Τούρκων μπέηδων, κλόνιζαν θανάσιμα το έργο ου Κεμάλ και προσέφεραν την πιο κατάλληλη ευκαιρία για την ανατροπή του.
Επιπλέον τον τελευταίο καιρό, η πολιτική των " Συμμάχων" έγινε ακόμα πιο αρνητική. Στο Βατούμ , οι ποντιακές οργανώσεις ζήτησαν την άδεια από τον Εγγλέζο Αρμοστή να τους επιτρέψει να συγκροτήσουν ποντιακά τάγματα , αλλά πήραν αρνητική απάντηση.
Επίσης απαγόρευσαν και την απόβαση ελληνικού στρατού στην Τραπεζούντα , πράγμα που θα δημιουργούσε αντιπερισπασμό και ταραχή στην τουρκική κυβέρνηση της Άγκυρας.
Και το πιο προκλητικό ήταν ότι ο όρος της Ανακωχής του Μούδρου, που επέβαλλε τον αφοπλισμό της Τουρκίας, δεν εκτελέστηκε! Τα στρατιωτικά όργανα των Συμμάχων, που είχαν καθήκον να φρουρούν τις αποθήκες των πολεμοφοδίων, άφηναν ελεύθερες τις πόρτες, για να διαρπάζουν οι Τούρκοι του Κεμάλ τα όπλα και το πολεμικό υλικό που περιείχαν και να εξοπλίζουν, στα φανερά πια, τον επαναστατικό στρατό τους.
Έτσι, οι Άγγλοι τουλάχιστον, άρχισαν να δείχνουν τη φιλοτουρκική πολιτική τους στα κρυφά και στα φανερά, ενδιαφερόμενοι προπάντων για την προώθηση των δικών τους αποκλειστικά σχεδίων, να κρατήσουν, δηλαδή, συμμαχώντας ακόμα και με το διάβολο, τις πετρελαιοπηγές της Μοσούλης.
Από την άλλη μεριά, η συνηγορία του Βενιζέλου για την ένωση του Πόντου με το σχεδιαζόμενο ανεξάρτητα αρμενικό κράτος, συνάντησε τελικά την αδιάλλακτη άρνηση των ποντιακών οργανώσεων. Ο Ρωμιοί του Πόντου προτιμούσαν μια συνεννόηση για τη δημιουργία ενός αυτόνομου ποντιακού κράτους που θα έδινε ισοπολιτεία στους Τούρκους. 
Με το πνεύμα αυτό ο Χρύσανθος πήγε στην Πόλη και συναντήθηκε με αντιπροσώπους του Μουσταφά Κεμάλ. Συζήτησε μαζί τους το σχέδιο της ισοπολιτείας Ρωμιών και Τούρκων σ’ έναν Πόντο αυτόνομο, κάτω από συμμαχική εντολή, αλλά καμιά συμφωνία δεν κατορθώθηκε με τους κεμαλικούς. 
Μετά από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας αναγκάστηκε να στραφεί προς τους Αρμένιους. Πήγε στην πρωτεύουσα της Γεωργίας, την Τιφλίδα, και συναντήθηκε με αντιπροσώπους των Αρμενίων. Οι προκαταρκτικές συζητήσεις άφησαν αρκετές ελπίδες για την επιτυχία της ελληνοαρμενικής συνεργασίας, γι’ αυτό ο Δεσπότης ταξίδεψε ως την πρωτεύουσα της ίδιας της Αρμενίας, το Εριβάν, και έκανε διαπραγματεύσεις με τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισάν. Δυστυχώς, η προσπάθεια των δύο αντρών να συμφωνήσουν σ’ ένα σχέδιο δημιουργίας ποντοαρμενικής ομοσπονδίας, απέτυχε.
Στις 16 του Γενάρη του 1920 μια νέα, μεγαλύτερη απογοήτευση ήρθε να προστεθεί στο διπλωματικό τομέα. 
Ο Βενιζέλος πληροφόρησε το Εθνικό Συμβούλιο των Ποντίων του εξωτερικού ότι καμία μεγάλη Δύναμη δε δέχτηκε την εντολή για τη διοίκηση του Πόντου.
Οι Πόντιοι δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατό οι χριστιανικές δυνάμεις να αφήσουν έναν ομόθρησκο και μαρτυρικό λαό εκτεθειμένο στην εκδικητική λύσσα των νικημένων και αλλόθρησκων Τούρκων.
 Η αγανάκτησή τους έφτασε στο κατακόρυφο απέναντι αυτών των δήθεν συμμάχων, που τα ωμά και στενά τους συμφέροντα τους έκαναν να ξεχάσουν τόσο εύκολα τις μεγαλόστομες διακηρύξεις τους για ελευθερία και αυτοδιάθεση των λαών.

Τέλος 2ου μέρους...






Χρήστος Σαμουηλίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah