Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Η Λεμόνα


   Σίτ’ έπέγνα όμάλια-όμάλια, είδα όρμάνια καί λιβάδια,
   είδα όρμάνια καί λιβάδια καί σήν άκραν τρέχ’ πεγάδι
   καί σή πεγαδί’ την άκραν έστεκεν δέντρον καί μέγαν, 
έστεκεν δέντρον καί μέγαν, σά νεράντζια φορτωμένον.
Έπλωσα νά παίρω έναν κι εχολιάστεν η Λεμόνα.
Καί τή ήλ’ ή μάνα έκούξεν: — Ντό λαλείς ναί Μεληδόνα;
   Ντό χολιάσκεσαι Λεμόνα; Πάσκ’ έτσάκωσα κλαδόπον;
Πάσκ’ έτσάκωσα κλαδόπον, γιά έμάραινα φυλλόπον;
Κι άν έτσάκωσα κλαδόπον, νά τσακούται τό χερόπο μ’
κι άν έμάραινα φυλλόπον, νά μαραίνεται τό ψόπο μ’.
Ό  ‘Ηλεν μαραίν’ φυλλόπα κι αέρα τσακών’ κλαδόπα.
Σημ. Εδώ το μέτρο είναι τροχαϊκό, ο στίχος δεκαεξασύλλαβος και ο σκοπός σε ρυθμό «διπάτ».
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Σίτ’ ή σίτια = ενώ, όταν, καθ’ όν χρόνον,
όρμάνια = δάση,
έχολιάστεν = θύμωσε,
πάσκ ’ ή πασκίμ = μήπως,
έτσάκωσα = τσάκισα, έσπασα,
Μεληδόνα = γλυκειά αηδόνα, από τό μελιαηδόνα, μεληδόνα.
   

   Η Ηλιομάνα
   Μέσ’ στη φύση περπατώντας είδα δάση και λιβάδια,
   είδα δάση και λιβάδια και βρυσούλα σε μια άκρη
    και στην άκρη της βρυσούλας έστεκε μεγάλο δέντρο,
   έστεκε μεγάλο δέντρο, με νεράντζια φορτωμένο.
Κι ένα κάνοντας να κόψω, παραθύμωσε η Λεμόνα.
    Και του ήλιου η μάνα σκούζει: — Τι λαλείς γλυκιά αηδόνα;
   Τι θυμώνεις Ηλιομάνα; Μήπως τσάκισα κλαδάκι;
Μήπως τσάκισα κλαδάκι ή σου μάρανα φυλλάκι;
Κι αν σου τσάκισα κλαδάκι, να μου σπάσει το χεράκι
κι αν σου μάρανα φυλλάκι, να μου μαραθεί η ψυχούλα.
Ο τρελοβοριάς τσακίζει τα κλαδιά και τα κλωνάρια
και τα φύλλα τα μαραίνει με την κάψα του ο Ήλιος.

Σημ. Ο τελευταίος στίχος του τραγουδιού αποδίδεται στη μετάφραση με δύο στίχους, για να εκφραστεί πληρέστερα το νόημά του. 
Για τον ίδιο λόγο, θα μπορού­σαν να προστεθούν στη μετάφραση, με ελεύθερη κάπως φαντασία, μετά τον στίχο «... τι λαλείς γλυκιά αηδόνα;», ακόμη και οι στίχοι:
Ω!... Θεά του ήλιου η μάνα, τίποτα δεν έχω βλάψει, ούτε φύλλα, ούτε κλώνους. Όρκο παίρνω στην ψυχή μου.
                                                                 ★ ★★


Και στο τραγούδι της Λεμόνας υπάρχει επιβίωση προχριστιανικών ειδωλολατρικών στοιχείων. Το κείμενό του μας δίνει τρία βασικά στοιχεία: Τη φύση, τον άνθρωπο και την Λεμόνα.
Το τοπίο είναι ειδυλλιακό. Η ποιητική εικόνα εξαίσια. Βαδίζει ο άνθρωπος μέσα στην πανέμορφη φύση. Την χαίρεται, μα και δοκιμάζει κάποιο δέος από την ερημιά της.
Ο σεβασμός του ανθρώπου προς τη φύση είναι απέραντος. Την λατρεύει. Οι χαρές και οι καημοί του έχουν άμεση σχέση με αυτήν. Δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί, να θίξει την ομορφιά της.
Προχωρώντας λοιπόν ο διαβάτης μέσα σε καταπράσινα λιβάδια, συναντά μια βρύση. Δίπλα της ορθώνεται δέντρο μεγάλο με νεράντζια φορτωμένο. Και ξυπνάει ο πόθος της ανθρώπινης ψυχής για ένα νεράντζι. Με το κόψιμό του από τον διαβάτη, προκαλείται ο θυμός της Λεμόνας.
Η άποψη ότι «Λεμόνα» θα πει «λεμονιά» είναι αδικαιολόγητη. Η ποιητική άδεια θα μπορούσε βέβαια να δικαιολογήσει το θυμό ενός δέντρου, π.χ., της λεμονιάς. Τούτο όμως στην περίπτωση, που θα έθιγαν τον καρπό της. Αλλά το τραγούδι μιλάει αποκλειστικά για «νεραντζιά». Άλλωστε, το δέντρο της λεμονιάς, στην ποντιακή διάλεκτο, δεν ονομάζεται «λεμόνα», αλλά «λεμόν’». Γενικά δέντρο και φρούτο έχουν την ίδια ονομασία. Π.χ., «σό κεράσ’ άφκά έκάθουτον. —Έκοψα τήν σύκαν κι έφύτεψα κοκκίμελον, μήλον κλπ.».
Με τον όρο «Λεμόνα», άλλοι υποστηρίζουν, ότι ο λαϊκός ποιητής φαντάζεται κάποια κοπέλα με το όνομα Λεμόνα. Η ποίηση βέβαια δεν οφείλει να είναι λογική. Δεν μπορεί όμως να είναι και παράλογη. Από το κείμενο του ποιήματος, αλλά και από όλα τα περιστατικά, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα βγαίνει, ότι στην πορεία του ο διαβάτης συναντά καμιά κοπέλα.
Ερευνήσαμε το θέμα βαθύτερα. Μελετήσαμε όλα τα στοιχεία με προσοχή. Δεν απομακρύναμε τη σκέψη μας από το γεγονός, ότι τα ειδωλολατρικά στοιχεία δεν απουσιάζουν εντελώς από τα πλαίσια ζωής της μεταχριστιανικής περιόδου. 
Ακούσαμε με σεβασμό τη φωνή των ζωντανών φορέων των παραδόσεών μας. Δεν αγνοήσαμε τις σχετικές λαϊκές δοξασίες. Γέροντες και γερόντισσες μας είπαν, ότι το κάθε πράγμα στη φύση έχει μάνα. Η μάνα του νερού «νερομάνα». Του παρχαριού η μάνα «παρχαρομάνα». Της βρύσης η μάνα «πεγαδομάνα» ή «πεγαδομμάτ’».
Η μάνα του ήλιου βρίσκεται προς την πλευρά της Δύσης. Είναι αυτή η ίδια η Δύση. Εκεί πάει και βασιλεύει ο ήλιος. Μέσα στην αγκαλιά της ξεκουράζεται. Μέσα στη δρόσο της σβήνει την κάψα του και παίρνει καινούργιες δυνάμεις, για να ανατείλει και πάλι την επόμενη μέρα. Ένα ποντιακό τραγούδι αρχίζει έτσι:
Ό ήλεν πάει σή μάναν άτ μαυρομελανιασμένος.
Και ο πρώτος στίχος ενός δίστιχου:
'Ο ήλεν έβασίλεψεν σήν μάναν άτ μερέαν.
Σ’ ένα θρακικό τραγούδι έχουμε επίσης στίχο με το ίδιο περιεχόμενο: 'Ο ήλιος πάει στη μάνα του, πάει να βασιλέψει.
Ακούγονται συχνά από γέροντες και γερόντισσες οι φράσεις: «'Όλια άπάν’ σόν κόσμον έχνε μάναν. Κανείς’κ’ έν χωρίς μάναν. Ό  Ήλεν πά έχ’ μάναν. Ο Χριστόν πά άπάν’ σή γήν έθέλεσεν νά έχ’ μάναν κι άς έτον καί Θεός κλπ.». Οι λαϊκές αυτές δοξασίες, η ψυχολογική αυτή στάση των απλοϊκών ανθρώπων, βοήθησαν ση­μαντικά την έρευνα, όπως θα δούμε.
Το τραγούδι της Λεμόνας παρουσιάζει διάφορες παραλλαγές. Το φαινόμενο είναι σύνηθες στην δημοτική ποίηση. Η πιο γνωστή παραλλαγή του είναι αυτή, που παραθέτουμε στην αρχή. Είναι πασίγνωστο ολόκληρο το κείμενο, εκτός από δύο στίχους. Ο ένας βρίσκεται στη μέση του τραγουδιού και είναι ο εξής:
Καί τή ήλ’ ή μάνα έκούξεν: — Ντό λαλείς, ναι Μεληδόνα!;
Ο άλλος στίχος είναι ο τελευταίος του τραγουδιού.
'Ο ήλεν μαραίν’ φυλλόπα κι αέρα τσακών’ κλαδόπα.
Δεν σημειώνουμε στίχους σαν κι αυτούς:
Εύρα τη χερί’ μ’ τά μήλα καί τή νύχτας παιγνιτόρια.
Αχ Λεμόνα, βάχ Λεμόνα, ντό θ’ έφτάμε τόν χειμώναν κλπ. Πρόκειται για κατοπινές προσθήκες, τελείως άσχετες με το ποίημα.
Ο διαβάτης μιλάει προς την Λεμόνα με το στόμα ενός πουλιού, της Μεληδόνας αηδόνας. Κόβοντας ένα νεράντζι, νιώθει κάποια ευθύνη. Θίγοντας το βασίλειο της όμορφης φύσης, αισθάνεται ότι προκαλεί την οργή κάποιας αόρατης δύναμης. Έχοντας βαθιά συναίσθη­ση του χρέους του, να σέβεται απόλυτα τη φύση, καταλαμβάνεται από ένα δέος για την πράξη του.
Έπλωσα νά παίρω έναν κι έχολιάστεν ή Λεμόνα.
Τα λαλήματα της Μεληδόνας, κραυγή της ανθρώπινης ψυχής, προκαλούν το ενδιαφέρον της Λεμόνας. Στον αμέσως επόμενο στίχο γίνεται λόγος για τη μάνα του ήλιου: «Καί τή ήλ’ ή μάνα έτον». Σκούζει του ήλιου ή μάνα παρατηρώντας την «αηδόνα» σε ύφος αυστηρό: «Ντό λαλείς, ναι Μεληδόνα!;». Δηλαδή, τι φωνάζεις, τι έγινε κλπ. Ελέγχεται έμμεσα η συμπεριφορά του διαβάτη, ο οποίος ό­μως δηλώνει, ότι ούτε φύλλο μάρανε ούτε κλαδάκι τσάκισε.
Είναι σημαντικός και ο τελευταίος στίχος του τραγουδιού. Ο υπό κατηγορίαν διαβάτης, απευθυνόμενος προς την Λεμόνα, καταγγέλλει τον ήλιο και τον αέρα. Ο πρώτος μαραίνει τα φύλλα και ο δεύτερος τσακίζει τα κλαδιά.
Ό ήλεν μαραίν’ φυλλόπα κι αέρα τσακών’ κλαδόπα.
Η έκφραση «έχολιάστεν ή Λεμόνα» και εκείνη «τή ήλ’ ή μάνα εκούξεν», σε συνδυασμό με τον διάλογο ανάμεσα στη μάνα του ήλιου και την Μεληδόνα (τον διαβάτη), που καταλήγει στην καταγγελία του ήλιου και του αέρα, οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι ή Λεμόνα είναι η μάνα του ήλιου. Εξηγήσαμε γιατί δεν μπορεί να είναι το δέντρο της λεμονιάς ή το όνομα κάποιας κοπέλας.
Η Λεμόνα είναι η Ηλιομάνα... Λιομάνα. Με τα δεδομένα της ποντιακής διαλέκτου, 'Ηλεμάνα... Λεμάνα... καί στο τέλος Λεμόνα. Υπάρχει βέβαια το πρόβλημα, πως το δεύτερο συνθετικό «μάνα» έγινε «μόνα». 
Με κριτήρια γλωσσολογικά δεν μπορεί να δοθεί εξήγηση ικανοποιητική. Η λογική σειρά των εννοιών του ποιητικού κειμένου και τα σχετικά πραγματικά στοιχεία ασκούν εδώ αποφασιστική επιρροή. Του «ήλ’ ή μάνα» ελέγχει την πράξη του διαβάτη. Αυτή θύμωσε προηγουμένως και με το στόμα της Μεληδόνας ονομάστηκε «Λεμόνα». 
Αν τούτο αποτελεί αυθαίρετη έκφραση ή έγινε για το «ομόηχο» των λέξεων Λεμόνα... Μεληδόνα, αυτό δεν είναι κάτι το πρωτοφανές ή ασυνήθιστο στη λαϊκή ποίηση.
Εμφανίζεται η Λεμόνα σαν Θεά, προστάτιδα των δέντρων και των λουλουδιών, του πράσινου γενικά. Είναι, κατά την ποντιακή λαϊκή δοξασία, αυτή η Δύση, όπου βασιλεύει ο ήλιος και ξεκουράζεται, για να ανατείλει και πάλι την επόμενη μέρα. Έτσι εξηγείται η καταγγελία του διαβάτη, που λέει προς τη Λεμόνα, ότι ο γιός της ο ήλιος «μαραίν’ φυλλόπα» και ο αγέρας «τσακών’ κλαδόπα».
Πάνω από τους ορίζοντες του Πόντου πλανιέται η Θεά Λεμόνα σαν ιδέα επί αιώνες. Προστατεύει καταπράσινα βουνά και ανθόσπαρτα παρχάρια, εμπνέοντας ταυτόχρονα στον λαϊκό ποιητή του τόπου την αγάπη και λατρεία προς τη φύση.
Η Λεμόνα είναι ένα παράδειγμα, πού επιβεβαιώνει την επιβίωση ορισμένων προχριστιανικών ειδωλολατρικών στοιχείων. ’Ενώ ό Θεός των χριστιανών είναι παντοδύναμος, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ή ’Εκκλησία ανακηρύσσει διάφορους 'Αγίους, πού ο καθένας από αυτούς προστατεύει ορισμένο τομέα ζωής.
Π.χ., ο Άγιος Νικόλαος είναι προστάτης του ελληνικού ναυτικού, ο Άγιος Γεώργιος του πεζικού και ή 'Αγία Βαρβάρα του πυροβολικού μας. Καθιερώνεται, κατά κάποιο τρόπο, μια νέα μορφή πολυθεϊσμού, όπου  Αϊ-Νικόλας διαδέχεται την Ποσειδώνα και ο Αϊ-Γιώργης φέρνει στη μνήμη τον θεό τού πολέμου Άρη.Το φαινόμενο ικανοποιεί βαθύτερες ψυχολογικές ανάγκες του λαού, που οι σχετικές δοξασίες του πλαταίνουν τη βάση του θρησκευτικού του συναισθήματος.



Στάθης Ευσταθιάδης
"ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΛΑΟΥ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah