Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Βημα-Βήμα ( THEA HALLO)

Αμάσεια
Φτάσαμε στην Αμάσεια το βραδάκι. Ο ήλιος μόλις που είχε κρυφτεί πίσω από τα βουνά, αλλά υπήρχε ακόμα φως για λίγη ώρα. Ο παλιός τουριστικός οδηγός της φί­λης μου ανέφερε μόνο ένα ξενοδοχείο στην Αμάσεια. Περπατήσαμε μισό χιλιόμετρο από τη στάση του λεω­φορείου και, αφού περάσαμε μια μικρή γέφυρα φτάσα­με στο ξενοδοχείο, και τακτοποιηθήκαμε.
Το επόμενο πρωινό, η μητέρα μου ντύθηκε κατάλλη­λα για περπάτημα, φορώντας ένα παντελόνι και μια ρι­χτή μπλούζα. Της είχα αγοράσει και μια τσάντα από τη Νέα Υόρκη, από αυτές που δένουν στη μέση και αφή­νουν τα χέρια ελεύθερα- τη φόρεσε και αυτή.
Είχαμε αποφασίσει να μείνουμε τουλάχιστον μια μέ­ρα στην Αμάσεια πριν ξεκινήσουμε για τη Φάτσα για τις έρευνές μας. Και πάλι περάσαμε πάνω από τη γεφυρούλα. Τώρα, με το δυνατό φως του πρωινού, καταλά­βαμε γιατί ο Πράσινος Ποταμός είχε αυτό το όνομα. Έμοιαζε με σμαραγδένια κορδέλα πεταμένη στο έδα­φος, κόβοντας την πόλη στα δύο, καθώς στριφογύριζε κυλώντας προς τους λόφους. Από τη μεριά του ξενοδοχείου, εκεί ψηλά, το βουνό ορθωνόταν απότομα στην άκρη του ποταμού. Απόκοσμα παράθυρα και ανοίγμα­τα στα ερείπια των αρχαίων ελληνικών τάφων έμοιαζαν να μας κοιτάζουν από το βουνό, όμοια με τεράστια στοιχειωμένα μάτια.
«Αυτοί ήταν αρχαίοι ελληνικοί τάφοι. Χτίστηκαν για τους βασιλιάδες», ακούστηκε η φωνή ενός νεαρού πίσω μας.
Γυρίσαμε και αντικρίσαμε δύο νεαρούς περίπου δε­καοχτώ ή δεκαεννιά χρόνων. Και οι δύο είχαν ύψος γύ­ρω στο ένα και εβδομήντα περίπου σαν εμένα.
«Πώς ξέρατε ότι μιλάμε αγγλικά;» ρώτησα.
0 πιο μελαχρινός, ο Μουσταφά, γέλασε και επανέλαβε στα τουρκικά την ερώτησή μου στο ξανθωπό φίλο του.
«Δεν ξέρω», είπε σε μένα ο Μουσταφά. «Απλά, μά­ντεψα. Πάντως, Γερμανοί δεν είστε και εγώ μόνο αγγλι­κά και γερμανικά, μιλάω... και τουρκικά. Πού μένετε;»
«Στο ξενοδοχείο που είναι απέναντι από τη γέφυ­ρα», είπα. «0 τουριστικός οδηγός λέει ότι υπάρχει ένα μόνο ξενοδοχείο στην Αμάσεια».
«Παλιότερα υπήρχε μόνο ένα, αλλά τώρα υπάρχει και η πανσιόν. Μόλις άνοιξε, πριν από δεκαπέντε μέρες. Παλιά ήταν αρμένικο αρχοντικό. Το αναπαλαίωσε ένας αρχιτέκτονας και άνοιξε πανσιόν. Θέλετε να το δείτε; Δεν είναι μακριά».
Γύρισα στη μητέρα μου που έγνεψε καταφατικά.
«Φυσικά», είπα. «Πώς και μιλάς τόσο καλά αγγλι­κά;»
«Ζω στη Γερμανία με την οικογένειά μου. Εκεί μεγά­λωσα και έμαθα αγγλικά. Αλλά έχω γεννηθεί στην Αμάσεια και έτσι έρχομαι κάθε καλοκαίρι με τη μητέρα μου».
«Και ο φίλος σου;»
0 ξανθός νεαρός στεκόταν υπομονετικά με ένα γλυκό χαμόγελο στο όμορφο πρόσωπό του.
 «Α, αυτός ζει εδώ πάντα. Δε μιλάει αγγλικά».
Τους ακολουθήσαμε λίγο μακρύτερα μέχρι την πανσιόν που βρισκόταν σε ένα στενό πέτρινο μονοπάτι όπου λίγες πέτρινες καμάρες ένωναν τα πέτρινα κτήρια ψηλά στις προσόψεις τους. Είχες την αίσθηση ότι περνούσες μέσα από ένα παλιό τούνελ.
Γύρω από την Ilk Pansiyon, έτσι λεγόταν, ήταν ένας ψηλός τοίχος που έκρυβε από το δρόμο μια εσωτερική αυλή.
«Αυτός είναι ο Αλί», είπε ο Μουσταφά όταν ο αρχι­τέκτονας της πανσιόν άνοιξε την πόρτα μετά το χτύπη­μά μας. Μετά, γυρίζοντας προς τον Αλί, είπε: «Θέλουν να δουν την πανσιόν. Μπορώ να τους ξεναγήσω εγώ».
0 Αλί, ένας τριαντάρης άνδρας, έκανε πίσω ευγενικά. 0 σκελετός των γυαλιών του σχημάτιζε μια χοντρή μαύ­ρη γραμμή γύρω από τα μαύρα μάτια του, ενώ οι σκού­ρες ρίζες απ’ τα γένια του εμφανίζονταν έντονες, παρά το γεγονός ότι ήταν φρεσκοξυρισμένος.
«Καλώς ήρθατε», είπε ο Αλί.
Περάσαμε από το χαμηλό διαχωριστικό της εισόδου και μπήκαμε στην αυλή. Ήταν γεμάτη ανθισμένα φυτά σε κεραμικές γλάστρες, ενώ υπήρχαν και τέσσερα-πέντε στρογγυλά τραπέζια με καρέκλες, έτοιμα να υποδε­χτούν τους ενοίκους. Η πανσιόν ήταν μάλλον απλή και πολύ όμορφη. Οι πόρτες και τα παράθυρα που ξεχώρι­ζαν στους σοβαντισμένους πέτρινους τοίχους ήταν από ξύλο σε χρώμα μελί, ενώ στην πρόσοψη του κτιρίου υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο, αγκαλιάζοντας την πρόσοψη της πανσιόν.

0 Μουσταφά μας έδειξε τα δωμάτια στον πρώτο όροφο, μετά ανεβήκαμε μια άλλη σκάλα ακριβώς απέ­ναντι από την είσοδο και μπήκαμε σε δύο μεγάλα αλλά απλά δωμάτια στο δεύτερο όροφο. Και εκεί οι ξύλινες πόρτες, τα τελειώματα και οι ντουλάπες, φτιαγμένα όλα από το μελί ξύλο, έδιναν ένα καλαίσθητο, ρουστίκ αέρα στα δωμάτια. Στο τοίχο με τα παράθυρα που έβλεπαν στην αυλή, υπήρχε ένα ξύλινο ντιβάνι, σκεπασμένο με μαξιλάρια και κιλίμια, που απλωνόταν σε όλο το μήκος του δωματίου.
«Τι λες, γλύκα;»
«Είναι πανέμορφο», απάντησε η μητέρα μου.
«Καλύτερα να μείνουμε εδώ», είπα. «Έχω την εντύ­πωση ότι δε θα ξαναβρούμε άλλο τέτοιο μέρος».
0 Μουσταφά χαμογέλασε. «Το ήξερα ότι θα σας αρέ­σει. Έχει διακοσμηθεί όπως τον δέκατο ένατο αιώνα».
Ξανακατεβήκαμε κάτω και άφησα τη μητέρα μου να καθίσει στην αυλή με τον άλλο νεαρό Τούρκο, του οποί­ου το όνομα δεν μπορούσε να προφέρει, ενώ εγώ και ο Μουσταφά πήγαμε να φέρουμε τα πράγματά μας από το άλλο ξενοδοχείο. Όταν γυρίσαμε, βρήκαμε έναν Αμε­ρικανό που κούτσαινε να μπαίνει στο ξενοδοχείο, ακρι­βώς πριν από μας. Κάναμε στην άκρη για να τον αφήσουμε να περάσει. Και αυτός είχε μείνει ένα βράδυ στο άλλο ξενοδοχείο και είχε βρει την πανσιόν, όπως και εμείς. Το όνομά του ήταν Harry Seiss. Ήταν περίπου εξήντα πέντε χρόνων, συνταξιούχος κοσμηματοπώλης από την Πενσιλβάνια, όπως μας είπε αργότερα. Μας εί­πε ακόμα ότι είχαμε ταξιδέψει με το ίδιο λεωφορείο από την Άγκυρα στην Αμάσεια.
0 Μουσταφά και εγώ ανεβάσαμε τις αποσκευές μας στο δωμάτιο που είχαμε διαλέξει με τη μητέρα μου. Με­τά, πήγα να ρωτήσω τον Αλί, ο οποίος μιλούσε αρκετά καλά αγγλικά, αν θα μπορούσε να μας βοηθήσει να βρούμε τα χωριά της μητέρας μου. 0 Αλί ρώτησε έναν από τους εργάτες του που καταγόταν από τη Φάτσα, αλλά μάταια. Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο θα ήταν να βρούμε τρία μικρά χωριά σε κάποια απόμακρη ορεινή περιοχή για τα οποία είχαμε μόνο μια αόριστη ιδέα για το πού ακριβώς βρίσκονταν. Όταν γύ­ρισα να βρω τη μητέρα μου που καθόταν στην αυλή, εί­δα ότι ο Χάρρι είχε ήδη καθίσει μαζί της σε ένα από τα μικρά στρογγυλά τραπέζια.
«Η δική σου ιστορία είναι και δική μου, Σάνο», έλεγε ο Χάρρι στη μητέρα μου όταν κάθισα και εγώ. «Και οι δικοί μου γονείς ήταν Πόντιοι και αυτοί επίσης εξορί­στηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Η καταγωγή τους ήταν από μια παραλιακή πόλη της Μαύρης Θάλασ­σας, όχι μακριά από τη Φάτσα. Ήρθα και εγώ να επισκεφτώ την πόλη τους. Για να δούμε. Εσύ λες ότι το χω­ριό σου λεγόταν Αϊοντόν και ήταν ακριβώς κάτω από τη Φάτσα και το Ορντού».
0   Χάρρι έβγαλε ένα μεγάλο χάρτη από τη δερμάτινη τσάντα που κρεμόταν στον ώμο του. Ήταν ένας ελληνι­κός χάρτης. Τον άνοιξε διάπλατα και τον άπλωσε πάνω στο τραπέζι για να μπορούμε όλοι να βλέπουμε. Μετά, έσκυψε πάνω από το χάρτη και ίσιωσε τα γυαλιά του.
«Εδώ είναι η Φάτσα», είπε και έδειξε με το δάχτυλο ένα σημαδάκι πάνω στα παράλια της Μαύρης Θάλασ­σας. Τράβηξε το δάχτυλό του προς τα κάτω. «Κατέβα νότια και κοίτα! Να τρεις σταυροί. Αυτό σημαίνει ότι ήταν ελληνικά χωριά. Και το ένα λέγεται Άγιος Αντώ­νιος. Αυτό είναι το πραγματικό όνομα του χωριού που εσύ λες Αϊοντόν».
Κοίταξα τη μητέρα μου που είχε μείνει έκθαμβη.
«Γίνεται να είναι αλήθεια;» ρώτησε.
«Να το, να το. Ακριβώς εδώ», είπε ο Χάρρι, χτυπώ­ντας τους τρεις μικρούς σταυρούς με το δάχτυλό του.
Ότι δεν είχαμε καταφέρει να ανακαλύψουμε εδώ και δεκαετίες, ο Χάρρι το είχε βρει σε χρόνο μηδέν. Δεν ήταν, βέβαια, περίεργο που δεν είχαμε βρει τίποτα τόσα χρόνια. Γνωρίζαμε το όνομα του χωριού μόνο στη διάλε­κτο της εποχής εκείνης. Μπορεί και η προφορά Αϊοντόν να ήταν ο τρόπος που έλεγαν το χωριό όταν μιλούσαν γρήγορα, ο μόνος τρόπος που ήξερε η μητέρα μου.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ένιωθε η μητέρα μου. Ήξερα μόνο ότι εγώ ένιωθα πως είχα βρει κάτι ανεκτί­μητο, κάτι μυστήριο που δεν μπορούσα να προσδιορί­σω. Κάτι που έψαχνα σ’ όλη μου τη ζωή τώρα, επιτέλους, το έβρισκα. Έτρεξα στον Αλί για να του πω ότι ο  κύριος που μόλις είχε φτάσει είχε βρει τα χωριά της μητέρας μου πάνω στο χάρτη  του. Ο Αλί έδειξε σχεδόν τον  ίδιο ενθουσιασμό με μένα. Βγήκε και αυτός στο τραπέζι και κάθισε μαζί μας.
Αμάσεια

«Θα μου κάνετε μια χάρη;» ρώτησε.
«Τι;» είπε η μητέρα μου.
«Να μείνετε εδώ ακόμα μια μέρα μέχρι να τελειώσω τις δουλειές μου. Μετά, θα μου επιτρέψετε να σας πάω εγώ για να βρείτε το σπίτι σας. Θέλω να δω το πρόσωπό σας όταν θα το βρούμε».
Η μητέρα μου χαμήλωσε το κεφάλι και τα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα. «Σε ευχαριστώ», του είπε.
Όλη εκείνη τη μέρα, αλλά και την επόμενη, η μητέρα μου και εγώ κάναμε βόλτες μέσα στην Αμάσεια και στις γειτονικές πόλεις με τους δύο νεαρούς Τούρκους φίλους μας. Αφού είχαμε τη σιγουριά ότι ήμασταν κοντά στο στόχο μας, έστω και απλά με τη γνώση της τοποθεσίας των χωριών, αποφασίσαμε να απολαύσουμε τον λίγο χρόνο της αναμονής.
Το βράδυ εκείνο, η μητέρα μου και εγώ ήμασταν ξα­πλωμένες στα χαμηλά κρεβάτια μας, καθώς το αχνό φως της αυλής έμπαινε στο δωμάτιο από τα ανοικτά παράθυρα. Προσπαθούσα να κοιμηθώ, αλλά η διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν της Τουρκίας και στους ανθρώ­πους που είχαμε γνωρίσει μέχρι εκείνη την ώρα με απα­σχολούσε. Όλοι ανεξαιρέτως, από τον άνθρωπο που κυ­ριολεκτικά με είχε πάρει σχεδόν από το χέρι για να με οδηγήσει μέχρι τον προορισμό μου στο σταθμό λεωφο­ρείων της Άγκυρας, τον υπάλληλο στο ξενοδοχείο και τώρα τον Αλί και τα νεαρά αγόρια, όλοι ήταν υπερβολι­κά ευγενικοί και γενναιόδωροι. Υπήρχε μια περίεργη αντίφαση όταν αναλογιζόσουν από τη μία το γεμάτο βαρβαρότητες παρελθόν της τουρκικής ιστορίας και τις σημερινές ωμότητες κατά των Κούρδων και από την άλ­λη τον ζεστό και φιλόξενο λαό που συναντούσες όταν επισκεπτόσουν τη χώρα. Από πού πήγαζε αυτή η βαρ­βαρότητα; Πώς είχε ξεκινήσει; Όλες οι κοινότοπες απα­ντήσεις πέρασαν από το μυαλό μου, όπως η απληστία, η κατάκτηση και η κυριαρχία εδαφών, ο φόβος και ο φθό­νος, αλλά αυτές ήταν απλά λέξεις. Ως συνήθως, ήταν δύ­σκολο να συμβιβαστεί κανείς με την αγριότητα στην ιστορία μιας χώρας και την ευγένεια που συναντούσε στους ανθρώπους της.
Ένιωθα αυτό το αλλόκοτο αίσθημα που έχει κάποιος αν τύχει και κοιτάξει το πρόσωπο ενός τέλεια μακιγιαρισμένου τραβεστί σε κάποια σατιρική επιθεώρηση. Όσο έντονα και επίμονα και αν το κοιτάξεις, ξέροντας πολύ καλά ότι δεν πρόκειται για πρόσωπο γυναίκας, αλλά άντρα, σου είναι δύσκολο να συμφιλιωθείς με το γεγονός αυτό συναισθηματικά. Κατά κάποιο τρόπο, σαγηνεύε­σαι. Νιώθεις μια επιθυμία να ξεδιαλύνεις την οφθαλμα­πάτη. Ποια εικόνα της Τουρκίας ήταν η αληθινή; Ή μή­πως και οι δύο ήταν εξίσου αληθινές;
«Είσαι ξύπνια;» ρώτησα τη μητέρα μου. ι «Ναι», είπε.
I    «Οι άνθρωποι εδώ μου θυμίζουν την Ισπανία πριν από χρόνια. Δεν ξέρω πώς είναι σήμερα, αλλά όταν ζούσα εγώ εκεί, αν ζητούσες από κάποιον να σου πει το δρόμο, σε έπαιρνε από το χέρι και σε πήγαινε μέχρι τον προορισμό σου, ακόμα και αν ο ίδιος πήγαινε αρχικά σε άλλη κατεύθυνση. Και οι Τούρκοι το ίδιο κάνουν σήμε­ρα. Αναλογίζεσαι την ιστορία της Τουρκίας, τις κατα­κτήσεις, τις σφαγές, τις λεηλασίες και σχεδόν περιμένεις ότι θα βρεις εδώ βαρβάρους που θα μουγκρίζουν, έτοι­μοι να σε κοροϊδέψουν και να κλέψουν ακόμα και τη στάχτη από το τσιγάρο σου».
«Δεν ήταν ποτέ έτσι ο λαός», είπε η μητέρα μου. «Τουλάχιστον στα μέρη τα δικά μου. Ήταν η κυβέρνηση. Ο Μουσταφά Κεμάλ. Ο Ατατούρκ. Εκείνος έφταιγε.· Όχι μόνο αυτός, δηλαδή. Αλλά εκείνος έφταιγε».
«Οι υπόλοιποι, όμως, τον υπάκουαν», είπα.
«Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Ήταν στρατιώτες.  Αλλά είναι αλήθεια», πρόσθεσε μετά από λίγη σκέψη,· «υπήρχαν και κάποιοι που ήταν σκληροί».
«Δε δείχνεις πάντως να τους μισείς», είπα, «παρά τα  όσα υπέφερες».
« Ας πούμε ότι απλά δε θα ήθελα η κόρη μου να παντρευτεί Τούρκο. Θα μου ξύπναγε δυσάρεστες αναμνήσεις. Αλλά όχι, δεν τους μισώ. Πώς θα μπορούσα να  τους μισήσω; Όλα τα γύρω χωριά και οι γύρω πόλεις  ήταν τουρκικές. Ζήσαμε ειρηνικά με τους Τούρκους, πιθανότατα για αιώνες, δουλεύοντας ο ένας για τον άλλο.  Δεν είχαμε προβλήματα, αν εξαιρέσεις ίσως εκείνα της  καρδιάς».
Και της μητέρας μου η καρδιά; Αναρωτήθηκα αν την  είχαν φλερτάρει ποτέ, αν είχε νιώσει το τσίμπημα ενός  εφηβικού έρωτα. Μπήκα στον πειρασμό να τη ρωτήσω,  αλλά αποφάσισα να το αφήσω για κάποια άλλη μέρα.
     
Αμάσεια
                                                                 
Νωρίς το επόμενο πρωινό, ο Χάρρι, ο Αλί, η μητέρα μου  και εγώ ξεκινήσαμε να ανακαλύψουμε το Αϊοντόν. 0 ήλιος έλαμπε φωτεινός, αλλά πίσω από τα βουνά ξεπρόβαλλαν και κάποια σύννεφα βροχής. Το αυτοκίνητο πέρασε μέσα από τους λόφους της Αμάσειας και έφτασε στις πεδιάδες. Στο μπροστινό κάθισμα, ο Χάρρι και ο Αλί συζητούσαν χαμηλόφωνα, ενώ η μητέρα μου και εγώ κοιτούσαμε από το πίσω κάθισμα το τοπίο που άλλαζε συνεχώς.
«Κοίτα!», αναφώνησε ο Χάρρι. «Ένα ουράνιο τόξο. Πρέπει να είναι καλό σημάδι».
Ακριβώς μπροστά μας, ένα τεράστιο χρωματιστό τό­ξο απλώνονταν από τη μια μεριά της πεδιάδας μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου στον ορίζοντα. Στη μέση του τόξου, υψωνόταν στο βάθος ένα μελιτζανί βουνό με επίπεδη κορυφή. Η όλη εικόνα έμοιαζε με σκηνή από τον Μάγο του Οζ.
«Λες να σημαίνει ότι θα βρούμε αυτό που θέλουμε στο τέλος του ταξιδιού μας;» ρώτησα.
«Ελπίζω», είπε ο Αλί.
Στο Νικσάρ, ο Αλί πρότεινε να σταματήσουμε για με­σημεριανό. Ήταν αρκετά μεγάλη πόλη, χτισμένη στη θέ­ση των αρχαίων Κάβειρων που ήταν προπύργιο των Πο­ντίων βασιλιάδων. Σταθμεύσαμε κοντά σε μια μεγάλη αγορά, όπου οι έμποροι είχαν απλώσει τα χαλιά τους, τα οπωροκηπευτικά και τα λαχανικά τους και σκούπες φτιαγμένες στο χέρι. Η πόλη δεν έμοιαζε με καμία άλλη από αυτές που είχαμε συναντήσει μέχρι εκείνη την ώρα. Είχε πολύ μεγάλους δρόμους και χαμηλά κτήρια. Έδινε την εντύπωση ότι ήταν άδεια. Μόνο η αγορά και οι γύρω δρόμοι έσφυζαν από ζωή και χρώμα.
«Μου φαίνεται πολύ γνωστή αυτή η πόλη», είπε η μητέρα μου.
«Έχουμε ακόμα δρόμο μέχρι να φτάσουμε εκεί που είναι το χωριό σου», απάντησε ο Αλί.
«Όμως νιώθω σαν να έχω ξανάρθει εδώ».
Ήταν η πρώτη φορά από τότε που φτάσαμε στην Τουρκία που η μητέρα μου εξέφραζε ένα τέτοιο αίσθη­μα. Περπατήσαμε στο δρόμο μέχρι που φτάσαμε σε ένα διώροφο κτήριο και ανεβήκαμε τις σκάλες που οδηγού­σαν στο εστιατόριο. 0 μαιτρ μας οδήγησε στο τραπέζι που βρίσκονταν δίπλα σε ένα μεγάλο παράθυρο με θέα τα φαρδιά, άδεια σταυροδρόμια. Καθίσαμε στις θέσεις μας και μας έδωσαν τους καταλόγους. Η μητέρα μου κοίταξε από το παράθυρο.
«Τότε που ο παππούς μου μας έδιωξε από το σπίτι, εγκατασταθήκαμε για λίγο σε μια μεγάλη πόλη σαν και αυτήν. Ή ίσως εδώ να είναι η πόλη που ο παππούς μου είχε το μαγαζί του».
«Ο παππούς σου σας έδιωξε;» ρώτησε ο Χάρρι. «Γιατί το έκανε αυτό;»
Η μητέρα μου κοίταξε έκπληκτη το Χάρρι, μετά γύρι­σε σε μένα και στον Αλί, αλλά εμείς συνεχίζαμε να την κοιτάμε περιμένοντας με περιέργεια την απάντησή της.
«Α! » είπε. «Ήταν μια παρεξήγηση. Απλά μια παρεξήγηση ».
Συνεχίσαμε να περιμένουμε με ανυπομονησία, αλλά και πάλι γύρισε προς το παράθυρο.
«Τέλος πάντων», είπε. «Αυτή η πόλη μου θυμίζει εκείνη που μείναμε για λίγο. Και αυτή η γωνία εκεί μου θυμίζει το μέρος που είχε ο πατέρας μου το μαγαζί».
«Ίσως», είπε ο Αλί. «Ίσως».
Αργά το απόγευμα, φτάσαμε σε μια μικρή ορεινή πό­λη που λεγόταν Αϊμπάστι. Ο Αλί είχε καταλήξει ότι το Αϊμπάστι ήταν η πόλη στους πρόποδες του βουνού που βρίσκονταν τα χωριά της μητέρας μου. Δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο η πόλη αυτή, ίσως μονάχα το γεγονός ότι υπήρχαν και τετραώροφα κτήρια σε ένα τόσο μικροσκοπικό μέρος. Είχε κάτι το κλειστό το μέρος αυτό, λες και το είχαν στριμώξει ανάμεσα στις δύο βουνοκορυφές. Σου δημιουργούσε ακριβώς την αντίθετη αίσθηση από το Νικσάρ. Ο κύριος δρόμος, ή μάλλον μια μικρή πλα­τεία, βρισκόταν στη μέση του χωριού, ενώ τα γύρω κτή­ρια ακτινοβολούσαν κάτι το συγκεχυμένο. Η ατμόσφαι­ρα, όταν φτάσαμε, ήταν σαν καπνισμένη και η δροσερή υγρασία θύμιζε αρχές φθινοπώρου, όχι μεσοκαλόκαιρο.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησα.
«Βρες τον πιο πλούσιο άνθρωπο της πόλης», είπε ο Αλί, «και ζήτησέ του να σου πει αυτά που θες να μάθεις. Αυτοί τα ξέρουν όλα και, αν δεν τα ξέρουν, μπορούν τουλάχιστον να τα μάθουν».
Στάθμευσε το αυτοκίνητό του στη μικρή πλατεία, μπροστά στο κατάστημα που πουλούσε λάστιχα Πιρέλλι. Εκτός από αυτό το μαγαζί, δεν είδα τίποτα άλλο που να μου θυμίζει μια πόλη γεμάτη ζωή.
«Νομίζω ότι το βρήκαμε», είπε ο Αλί. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και μπήκαμε στο μαγαζί. 0 Αλί ζήτη­σε να δει τον ιδιοκτήτη και έτσι τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο που βρισκόταν πίσω από τον μικρό εκθεσιακό χώρο. Η μητέρα μου, ο Χάρρι και εγώ περιμέναμε υπο­μονετικά.
«Λοιπόν;» ρώτησα όταν γύρισε ο Αλί.
«Το ξέρει το Αϊοντόν. Λέει ότι ο δρόμος είναι κακός. 0α μείνουμε εδώ απόψε και θα ανεβούμε στο βουνό το πρωί. Μπορούμε να νοικιάσουμε ένα ντολμούς για τη μεταφορά μας, ένα είδος μικρού λεωφορείου-ταξί».
Η ώρα είχε ήδη περάσει. Ανεβήκαμε την απότομη σκάλα ενός κτηρίου που οδηγούσε στη ρεσεψιόν, στο δεύτερο όροφο, του ενός από τα δύο ξενοδοχεία που εί­χε το χωριό. Ήταν πανάθλιο. Μας έδωσαν τα κλειδιά για δύο δωμάτια στον τέταρτο όροφο. Ο Χάρρι και ο Αλί μας έκαναν λίγη παρέα στο δωμάτιό μας και μετά από λίγο μας καληνύχτισαν.
Η μητέρα μου και εγώ κοιταχτήκαμε. Τόσο κοντά.


Τόσο κοντά.



Thea  Ηallo με την μητέρα της.

Αποσπασμα απο το βιβλιο της 
"ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah