Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Ο Γιώργος Κανταζίδης από το Μπορτζόμ στο Πανόραμα

Μάζεψε ό,τι είχε και δεν είχε σε πέντε δέματα (τέγκια) ο Γιώργος Κανταζίδης και ήρθε από το Μπορτζόμ της Γεωργίας στο Πανόραμα το 1923. Με τους δικούς του σχεδίαζαν να φύγουν από τη Γεωργία το 1921. Τελικά, οι άλλοι έφυγαν νωρίτερα. Ο ίδιος, εκτός από τον ρουχισμό, πήρε μαζί του 100 οκάδες μαλλί, μια ραπτομηχανή, ένα χαλκό (καζάνι) και σπόρους.
Στο Μπορτζόμ δούλευε μαζί με τους Γεωργιανούς στους φούρνους του στρατού Οι μπολσεβίκοι ήξεραν ότι είχε κάποια πράγματα αξίας και τον κυνηγούσαν για να του τα
πάρουν.
Είχα παξιμάδια και πατάτες. Ήρθαν και μου τα πήραν όλα, φόρτωσαν βαγόνια και έφυγαν. Μου έδωσαν ένα χαρτί, που ήταν άχρηστο. Όπου το έδειχνα και πάλι μου ζητούσαν λεφτά και με κυνηγούσαν. Στο μεταξύ, χάλασαν και τις εκκλησίες.
Τον Μάρτιο φεύγω και πηγαίνω στο Βατούμ, όπου είχα έναν ξάδελφο. Ο γιος του δούλευε στη μιλίτσια (αστυνομία). Μου είπε να φύγω το συντομότερο. Ο πατέρας μου ήταν 105 χρόνων. Λέω στη μάνα μου εγώ θα φύγω, θα πάρω και τη Σόφη, τη γυναίκα μου μαζί. Θα πάρω και εσάς. Η μάνα μου είπε: «Εγώ θα μένω αδά, τα κορίτσια τα θέλουμε. Ο πατέρας έν άρρωστος, θα αποθάν.  Ας είμες  αδά».
Με τη Σόφη πήγαμε στο Βατούμ, στο σπίτι του Παναγιώτη Γραμματικόπουλου. Ήταν και ο Πιστοφίδης, ο πατέρας του γιατρού. Ερχόταν στο χωριό το καλοκαίρι και παραθέριζε. Του είπα «Θα μείνω έναν μήνα, μέχρι να βγάλω τα χαρτιά μου». Αυτοί μου λένε «Κάτσε όσο θέλεις, και έναν και δύο μήνες, μη βιάζεσαι».
Τέλη Μαρτίου ήρθε το ρωσικό βαπόρι, το «Τσιτσιρίν» Ο Παναγιώτης Μαυρίδης είχε δύο παιδιά, τον Γεώργιο και τον Ευγένιο, γυναίκα του ήταν η Νίνα, η αδελφή του Πάντζου. Η γυναίκα μου η Σοφία ήταν έγκυος στη Βάρια, που γεννήθηκε τον Αύγουστο, τέσσερις μήνες αφότου ήρθαμε στην Ελλάδα.
Από το Βατούμ, σε έξι ώρες φτάσαμε στον Βόσπορο, όπου μας έβαλαν στην καραντίνα.
  Ηταν στο βαπόρι μόνον ένας γιατρός και ένας αξιωματικός. Όταν φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη, το καράβι πήρε νερά. Στις 5-6 ημέρες που μείναμε, δεν μας έβγαλαν έξω. Τρόφιμα μας έφερναν με βάρκες.
Μετά το καράβι ξεκίνησε και σε τρεις μέρες φτάσαμε στον Πειραιά. Εμείς, έξι οικογένειες, θα ερχόμασταν στη Θεσσαλονίκη. Μπήκαμε στο καράβι και φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν μας άφησαν να κατεβούμε. Στο καράβι είχε και πολλούς Σανταίους και Σουρμενίτες. Αυτοί γνώριζαν ότι ο Λεωνίδας Ιασονίδης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Τον ειδοποίησαν με ένα περιπολικό ότι δεν τους κατεβάζουν από το καράβι. Τελικά μας πήγαν πίσω στον Πειραιά, στο νησάκι Άγιος Γεώργιος. Εκεί μας πέρασαν καραντίνα, κοντά στο Πάσχα, μείναμε 12 μέρες. Εγώ ανέλαβα την τροφοδοσία από την περίθαλψη για 150 άτομα.
Μας ειδοποίησαν ότι πρέπει να φύγουμε, για να εγκατασταθούν εκεί στρατιώτες από τη Θράκη. Μας έβαλαν σε ένα γερμανικό καράβι που λεγόταν «Εύξεινος Πόντος».Ξεκινήσαμε τη Μ. Τετάρτη, αλλά το καράβι πήγαινε πολύ αργά. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στην Καλαμαριά. Εκεί έρχονταν γνωστοί και παρελάμβαναν τους γνωστούς τους. Για εμάς δεν ήρθε κανείς. Ξέραμε πως πιο μπροστά ήρθαν άλλες οικογένειες, που εγκαταστάθηκαν στο Αρσακλί (Πανόραμα). Είπα στον καπετάνιο να με αφήσει να κατεβώ στην Καλαμαριά, όπου γνώρισα τον Κοκκά, για να μας βοηθήσει.
Τελικά, μας πήγαν και μας κατέβασαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, κοντά στο ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ»,από όπου περνούσε το τραμ, το οποίο, μέσω της οδού Βενιζέλου, πήγαινε προς το Ντεπό. Ο Σωκράτης Ιακωβίδης, γαμπρός από ανεψιά μου, με είδε από το τραμ και δεν κατέβηκε. Εγώ ακολούθησα με τα πόδια από τις γραμμές του τραμ μέχρι το Ντεπό. 
Φορούσα μπότες και πέτσινο μπουφάν Είχα μαζί μου και λίρες. Στο Ντεπό δεν βρήκα κανέναν γνωστό. Ρώτησα πώς θα πάω στην Καλαμαριά. Μου είπαν ότι είναι μετά το νοσοκομείο, τη σημερινή νομαρχία. Για το Αρσακλί, όπου πήγαν όλοι οι δικοί μας, κανένας από αυτούς που ρώτησα, δεν ήξερε πού ήταν. Ρώτησα πολλούς. Μόνον ένας χαμάλης, που φαινόταν μεθυσμένος, μου έδειξε το βουνό που είναι πιο κάτω από τον Χορτιάτη. Εκεί επάνω, είπε, είναι αυτό το χωριό.
Νύχτωσε, δρόμοι δεν υπήρχαν. Πέρασα δίπλα από το Αλλατίνη και πίσω από την Καπτσίδα (Πυλαία, μέσα από τα αμπέλια. Νύχτωσε για τα καλά όταν έφτασα στο Κιλιντέρι, τον σημερινό οικισμό του «Νόμου 751». 
Εκείνη τη στιγμή άκουσα κουδούνι ζώου. Σκέφτηκα «εδώ θα βρω άνθρωπο για να ρωτήσω πού είναι το Αρσακλί. Όταν έφτασα εκεί που ακουγόταν το κουδούνι, βρήκα ένα γαϊδουράκι. Στεναχωρήθηκα, αλλά δεν έχασα το κουράγιο μου. Νέος ήμουν και ήμουν καλά ντυμένος, φορούσα και τα σαπόκια μου (μπότες). Βάδισα μέσα από τα πουρνάρια και πλησίασα στο βουνό, στην περιοχή Ανάληψη. Όταν ανέβηκα επάνω, είδα φως από λάμπα. Άρχισε και να ξημερώνει. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Πήγα εκεί που έφεγγε η λάμπα και χτύπησα την πόρτα του σπιτιού. Άνοιξε η Μαρία, η γυναίκα του Λάζαρου Παναγιωτίδη, που του γνώριζα από το Μπορτζόμ.
Τους ρώτησα αν ζει η αδελφή μου και πού είναι. Μου είπαν ότι η αδελφή μου και η πεθερά μου ήταν εκεί και μου έδειξαν το σπίτι, «μην πας, όμως, τώρα», μου λένε, «γιατί έχουν έναν πολύ άγριο σκύλο» Εγώ σκέφτηκα τις τόσες δυσκολίες που πέρασα. Λέω, τον σκύλο θα φοβηθώ; Έφυγα και πήγα κατευθείαν στης αδελφής μου.
Ήμουν καταϊδρωμένος από το άγχος και την κούραση.
Την άλλη μέρα πήραμε δύο άλογα από τον Πάρεσο και την πεθερά μου, τα ζέψαμε σε βοϊδάμαξα με τον Θεμιστοκλήκαι πήγαμε στην Καλαμαριά για να πάρουμε τη Σόφη και τον Ακριτίδη. Είχαν κατεβεί από το καράβι τη δεύτερη μέρα του Πάσχα στην Καλαμαριά.....





Νίκος Τελίδης
Συγγραφέας-Συλλέκτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah