Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Όταν έφτασε το κακό μαντάτο στην Οινόη

Ενα πρωινό, ανοιξιάτικο, κυκλοφόρησε στην αγορά, της μικρής και όμορφης πολιτείας (Οινόη του
Ισμέτ Ινονού, Τοπάλ Οσμάν, Μουσταφά Κεμάλ
Πόντου) ένα κακό μαντάτο. Το κακό δ εν άργησε να μαθευτεί μέσα σε λίγα λεπτά και στο τελευταίο καλύβι. Από στόμα σε στόμα έφτασε παντού. Και σε λίγο όλη η πολιτεία βούιζε, στην αρχή σιγά - σιγά και μετά εντονότερα από το κλάμα και τον οδυρμό όλων των χριστιανών.
Τι ήταν αυτό που τόσο πολύ συγκλόνισε το δύσμοιρο εκείνο λαό; Το λέγανε και δεν το πίστευαν και οι ίδιοι. Ήταν δυνατόν; Μπορούσαν να φθάσουν μέχρι εκεί; Θα ακολουθούσαν, λέει, και τα γυναικόπαιδα την τύχη των ανδρών στην εξορία, θα τους έστελναν και αυτούς στα βάθη της Ανατολίας.

Είχε αρχίσει η εφαρμογή του σχεδίου εξόντωσης

Η είδηση δεν έλεγε ότι αυτό ήταν σκέψη και ότι θα το αποφάσιζαν μελλοντικά. Ήταν πλέον γεγονός και μάλιστα είχαν αρχίσει κιόλας την εφαρμογή του σχεδίου εξόντωσης από άλλες κοντινές πολιτείες.
Η είδηση έλεγε ακόμη να είναι έτοιμοι οι γκιαούρηδες στην πρώτη ειδοποίηση να αναχωρήσουν.
Καμιά φορά ο θάνατος εμπρός σε άλλα δεινά είναι μικρότερο κακό. Τι να έκανε η μάνα μας, με τρεις κόρες και δύο μικρά αγόρια, που εγώ ο τελευταίος δεν ήμουν σε θέση να περπατήσω ως την άκρη της πολιτείας;
Τα κορίτσια θα τα άρπαζαν στο δρόμο οι Τούρκοι και τα αγόρια θα έμεναν άθαφτα μέσα στα άγρια βουνά. Για τον εαυτό της ούτε σκεφτόταν ποιά θα ήταν η τύχη της.
Πώς άντεξε μπροστά σε κείνο το τρομερό μαρτύριο η μάνα που στιγμές στιγμές την έπιανε κάτι σαν τρέλα και ξεφώνιζε: «Γιώργη, Γιώργη! είσαι τυχερός που δεν είσαι εδώ αυτές τις μαρτυρικές ώρες!».
Στο σπίτι άρχισαν να καταφθάνουν οι κοντινοί συγγενείς και ειδικά οι συνυφάδες της μάνας. Οι οικογένειες των αδελφών του πατέρα μας. Έρχονταν οι δύστυχοι να παρηγορηθούν, να πάρουν θάρρος από τα ανθρώπινα ράκη που κατάντησε μέσα σε λίγες ώρες η οικογένεια μας.

Το μοίρασμα του πόνου και της χαράς

Λένε ότι «ο πόνος, όταν μοιράζεται, γίνεται μισός και η χαρά σαν μοιραστεί, γίνεται διπλή». Ήρθαν να καταστρώσουν σχέδιο και, προπαντός, να βρεθεί κάποιος να τους παρηγορήσει, να τους πει έστω και ψέματα ότι την τελευταία στιγμή θα ματαιώνονταν τα σχέδια των Τούρκων.
Σε τέτοιες στιγμές είναι πιο γλυκό το ψέμα παρά μια πικρή αλήθεια. Με τον πολύ κόσμο που μαζεύτηκε στο σπίτι, αντί να αλλάξει η ατμόσφαιρα προς το καλύτερο, με τις φωνές, τις τσιρίδες, τα κλάματα απελπισίας και τρόμου, έκαναν το περιβάλλον κάτι χειρότερο από κόλαση. Τα μεγάλα παιδιά, όσα καταλάβαιναν το μέγεθος της συμφοράς, συμμετείχαν και εκείνα στη θλιβερή συμφωνία!

Μόνον η θεία Μαριγώ, μια από τις συνυφάδες της μάνας, είχε το κουράγιο να τους μιλήσει θαρρετά. Η γιαγιά άρχισε το ίδιο τροπάρι. «Άπιστοι! Χάσατε την πίστη σας» κ. τ. λ.. Η θεία Μαριγώ, όμως, τους έλεγε ότι δεν πρέπει να χάνουν το θάρρος τους, να απελπίζονται.

Διάλογος απελπισίας των φοβισμένων Ελλήνων

«Έτσι όπως πάμε, εμείς θα πεθάνουμε πριν την ώρα μας».
«Μακάρι να πεθάνουμε», φώναζαν όλοι, «και που ζούμε τι κάνουμε; Βασανιζόμαστε, υποφέρουμε. Καλύτερα ο θάνατος!»
«Να με συγχωρείς», έλεγε εκείνη σαν να έβγαζε λόγο, «δεν είναι καθόλου έτσι όπως το λέτε. Ο άνθρωπος ελπίζει και αγωνίζεται μέχρι να βγει η ψυχή του».
«Καλύτερα να βγει μια ώρα νωρίτερα», της φώναζαν.
«Ακούστε, μαζευτήκαμε εδώ να δούμε τι θα κάνουμε και όχι να πεθάνουμε πριν την ώρα μας».
«Πές μας εσύ έξυπνη», της φώναζαν, «τι να κάνουμε. Είσαι και γραμματιζούμενη!».

Η γυναίκα του αδικοσκοτωμένου καπετάν Κύρκα

Ήξερε πράγματι λίγα γραμματάκια η θεία Μαριγώ, κόρη άλλωστε του «γιατρού, του Σμυρνιού», γιατί ήταν φερμένος από τη Σμύρνη. Ήταν πράγματι να τη θαυμάζει κανείς για το θάρρος και την εξυπνάδα της, που τα συνδύαζε και τα δύο. Πριν ένα χρόνο είχε χάσει τον άνδρα της, τον περίφημο Κύρκα (Κυριάκος). Τον σκότωσαν οι Τούρκοι (ο Τοπάλ Οσμάν) κατά τον πιο τραγικό τρόπο. Ήταν καπετάνιος σε ένα πετρελαιοκίνητο «μοτόρι», καμιά εικοσαριά τόνων, που έκανε ταξίδια στα παράλια του Πόντου, μεταφέροντας επιβάτες και εμπορεύματα.

Ο Τοπάλ Οσμάν ληστής και στη θάλασσα

Εκείνη την εποχή, όπως στην ξηρά λεηλατούσαν και έσφαζαν του Ρωμιούς οι Τούρκοι τσέτες, έτσι και στη θάλασσα ήταν ο περιβόητος Τοπάλ Οσμάν, που όταν έβρισκε ρωμαίικο καΐκι, δεν δίσταζε να αρπάξει το εμπόρευμα και πολλές φορές να σφάξει το πλήρωμα.
Γιαυτό ήταν και οπλισμένα τα ελληνικά καΐκια και πολλές φορές αντιστέκονταν και όταν ήταν δυνατοί στο μαρτίνι (όπλο), έτρεπαν τον Τοπάλ Οσμάν σε φυγή.
Όπως έγινε με τον καπετάν Κύρκα, που ήταν ένα από τα πιο καλά παλικάρια της Μαύρης Θάλασσας, που δεν γνώριζε τι πάει να πει φόβος, δεν κιότεβε μπροστά σε τίποτε. Είχε πιαστεί σε μάχη με τον Τοπάλ Οσμάν που σημαίνει το όνομα κουτσός Οσμάν, ήταν ο κουτσός. Οι Έλληνες όμως δεν τον έλεγαν έτσι, τον έλεγαν «το σκυλί».

Ευτύχιος Γιαρένης (1919-2002)
πρόσφυγας της πρώτης γενιάς από την Οινόη του Πόντου, ήταν έμπορος, βουλευτής και συγγραφέας του (μοναδικού του) βιβλίου «Αυτούς που δέρνει ο άνεμος )


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah